Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 435 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναβολής αίτημα, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.




Περίληψη:
Άρθρο μόνο ΑΝ 690/1945 όπως ισχύει. Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Εσφαλμένη εφαρμογή. Πρέπει να αναφέρεται ιδιότητα ως εργοδότου, το ύψος των αποδοχών βάσει συμβάσεως εργασίας, συλλογικής συμβάσεως ή αποφάσεως διαιτησίας, ο χρόνος εργασίας και τα οφειλόμενα ποσά. Άρθρο 548 ΚΠΔ. Εάν το δικαστήριο δεν εμμείνει εις προηγούμενη αναβλητική και προχωρήσει δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας, διότι έχει αυτή η απόφαση ανακληθεί σιωπηρά. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 435/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Νικολέττα Μπασδέκα, περί αναιρέσεως της 4239/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαρίσης. Με πολιτικώς ενάγουσα την ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21.4.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1289/2008.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου μόνου παράγρ. 1 εδ. α' Α.Ν. 690/1945, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 8 ν. 2336/1995, "κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σ' αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 ν. 3198/1955 συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξ (6) μήνες και με χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25%, ούτε πάνω του 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση γίνεται .......". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτήν ως άνω πλημμέλημα της μη εμπροθέσμου καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών είναι γνήσιο έγκλημα παραλείψεως που συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει εμπροθέσμως στον δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικος όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που απεδείχθησαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφηρμόσθη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου για τον λόγον ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της άνω διατάξεως του Α.Ν. 690/1945, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια, πλην των προαναφερομένων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου (εργοδότης, διευθυντής κλπ), ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών, ώστε με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο εργοδότη αποδοχές στον εργαζόμενο, αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή από συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο, σε περίπτωση δε μερικοτέρων πράξεων να προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οφείλονται για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις, εφόσον για μερικές από αυτές προκύπτει ζήτημα παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 4239/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για παράβαση του
άνω Α.Ν. 690/1945 σε φυλάκιση (5) μηνών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, η οποία ανεστάλη. Το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην καταδικαστική αυτή κρίση, εδέχθη, με μνεία κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ' όψη, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στη ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2002 έως 25.7.2005, ενώ ήταν εργοδότης - υπεύθυνος της ατομικής επιχείρησης εκδόσεως βιβλίων και εντύπων, με τον διακριτικό τίτλο "...", που βρίσκεται επί της οδού ... της ..., δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα στη ..., κάτοικο ..., την οποία απασχόλησε στην παραπάνω επιχείρηση ως γραφίστρια - σελιδοποιό, ειδικευμένη στην ηλεκτρονική σύνθεση με τη χρήση Η/Υ από 1-10-2002 έως 25-7-2005, με ημερομίσθιο, τις οφειλόμενες αποδοχές και χορηγίες, που είναι καθορισμένες από τη συλλογική σύμβαση εργασίας, διοικητικής πράξης και τον Α.Ν. 690/1945, και ειδικότερα δεν κατέβαλε σ' αυτή, συνολικά το ποσό #23.198,46# ευρώ κατά τα παρακάτω λεπτομερώς αναφερόμενα: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2002 έως 31-12-2002, ήτοι για τρεις (3) μήνες, α) ενώ έπρεπε να καταβάλει σ' αυτή μηνιαίως το ποσό των 925,60 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.776,80 ευρώ, αυτός κατέβαλε το ποσό των 1.320 ευρώ και οφείλει ποσό #1.456,80# ευρώ. 2) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 30-6-2003, ήτοι για έξι (6) μήνες, α) ενώ έπρεπε να καταβάλει σ' αυτή μηνιαίως, ποσό 948,74 ευρώ και συνολικά ποσό 5.692,44 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 2.820 ευρώ και οφείλει ποσό #2.872,44# ευρώ και β) για δώρο Πάσχα έτους 2003, ενώ όφειλε ποσό 474,37 ευρώ, αυτός κατέβαλε στην ανωτέρω ποσό 235 ευρώ και οφείλει ποσό #239,37# ευρώ. 3) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2003 έως 31-12-2003, ήτοι για έξι (6) μήνες, α) ενώ έπρεπε να καταβάλει μηνιαίως ποσό 969,54 ευρώ και συνολικά 5.817,24 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 2820 ευρώ και οφείλει ποσό #2.997, 24# ευρώ, β) Για επίδομα άδειας έτους 2003, ενώ όφειλε ποσό 484,77 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 235 ευρώ και οφείλει ποσό #249,77# ευρώ και γ) για δώρο Χριστουγέννων έτους 2003, ενώ όφειλε ποσό 969,54 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 470 ευρώ και οφείλει ποσό #499,54# ευρώ. 4) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 31-1-2004, ήτοι για ένα (1) μήνα, ενώ έπρεπε να καταβάλει στην ανωτέρω μηνιαίως ποσό 1.008,28 ευρώ και συνολικά 1.008,28 ευρώ, αυτός κατέβαλε 470 ευρώ και οφείλει #538,28# ευρώ. 5) Για το χρονικό διάστημα από 1-2-2004 έως 31-5-2004, ήτοι για τέσσερις (4) μήνες, α) ενώ έπρεπε να καταβάλει μηνιαίως ποσό 1.008, 28 ευρώ και συνολικά ποσό 4.033,12 ευρώ, αυτός κατέβαλε 2.000 ευρώ και οφείλει ποσό #2.033,12# ευρώ. Β) Για δώρο Πάσχα 2004, ενώ έπρεπε να καταβάλει ποσό 504,14 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 250 ευρώ και οφείλει #254,14# ευρώ. 6) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2004 έως 31-8-2004, ήτοι για τρεις (3) μήνες, α) ενώ έπρεπε να καταβάλει μηνιαίως, ποσό 1.008,28 ευρώ και συνολικά ποσό 3.024,84 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 1.560 ευρώ και οφείλει #1.464,84# ευρώ. β) Για επίδομα άδειας έτους 2004, ενώ έπρεπε να καταβάλει ποσό 504,14 ευρώ, αυτός κατέβαλε 260 ευρώ και οφείλει #244,14# ευρώ. 7) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-9-2004 έως 31-12-2004, ήτοι για τέσσερις (4) μήνες, α) ενώ έπρεπε να καταβάλει μηνιαίως ποσό 1.028,56 ευρώ και συνολικά ποσό 4.114,24 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 2.080 ευρώ και οφείλει #2.034,24# ευρώ. β) Για δώρο Χριστουγέννων έτους 2004, ενώ έπρεπε να καταβάλει ποσό 1.028,56 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 520 ευρώ και οφείλει #508,56# ευρώ. 8) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 30-6-2005, ήτοι για έξι (6) μήνες, ενώ έπρεπε να καταβάλει μηνιαίως ποσό 1.059,50 ευρώ και συνολικά 6.357 ευρώ, αυτός κατέβαλε α) για τον μήνα Ιανουάριο 2005 ποσό 520 ευρώ και οφείλει ποσό #539,50# ευρώ, β) για τον μήνα Φεβρουάριο 2005, κατέβαλε ποσό 399,36 και οφείλει ποσό #660,14# ευρώ και γ) για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο έτους 2005, δεν κατέβαλε κανένα ποσό και οφείλει ποσό #4.238# ευρώ δ) για δώρο Πάσχα έτους 2005, ενώ έπρεπε να καταβάλει ποσό 529,75 ευρώ, αυτός κατέβαλε 260 ευρώ και οφείλει #269,75# ευρώ και 9) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 25-7-2005, ήτοι για είκοσι μία εργάσιμες ημέρες, α) ενώ έπρεπε να πληρώσει ποσό 1.059,50 ευρώ μηνιαίως και συνολικά ποσό 889,98 ευρώ, αυτός κατέβαλε ποσό 120,64 ευρώ και οφείλει #769,34# ευρώ και β) Για αποδοχές άδειας ενώ όφειλε ποσό 1.059,50 ευρώ, δεν το κατέβαλε και επομένως οφείλει το ποσό των #1.059,50# ευρώ και επιδόματος άδειας έτους 2005, ενώ όφειλε ποσό 529,75 ευρώ, αυτός κατέβαλε 260 ευρώ και οφείλει #269,75# ευρώ. Συνολικά δε, οφείλει στην ανωτέρω εργαζομένη ποσό #23.198,46# ευρώ. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945, για το οποίο και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, άρθρον μόνον Α.Ν. 690/1945, όπως η παρ. 1 αυτού αντικατεστάθη από το άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 2336/1995, χωρίς ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική και με λογικά κενά αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται σ' αυτήν η ιδιότης του κατηγορουμένου ως εργοδότου - υπευθύνου ατομικής επιχειρήσεως, τα χρονικά διαστήματα εργασίας της ανωτέρω υπαλλήλου, το ύψος των μηνιαίων αποδοχών της, σύμφωνα με την συλλογική σύμβαση εργασίας ως και (το ύψος) των οφειλομένων για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, των καταβληθέντων καθ' έκαστον των άνω διαστημάτων ποσών και των μετά ταύτα οφειλομένων και εν τέλει των συνολικώς μη καταβληθέντων. Μετά ταύτα, οι σχετικοί λόγοι της αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την απόφαση και περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου μόνου Α.Ν. 690/1945, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθ' ό μέρος δε, ούτοι πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
Κατά το άρθρο 548 ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τοιαύτη απόφαση είναι και η εκδιδομένη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 61 ΚΠΔ διατάσσουσα την αναβολή της δίκης, όταν, δηλαδή, υπάρχει εκκρεμές ζήτημα αστικής φύσεως σε πολιτική δίκη που έχει σχέση με την ποινική δίκη.
Συνεπώς, και αυτή μπορεί να ανακληθεί κατά την νέα μετ' αναβολή συζήτηση της υποθέσεως. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 364 ΚΠΔ, στο ακροατήριο διαβάζονται, εκτός των άλλων, και τα πρακτικά της ιδίας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαρίσης εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, κατά τα άνω εκτεθέντα, για παράβαση του Ν. 690/1945 και του επέβαλε την ανωτέρω ανασταλείσα ποινή. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την δικάσιμο, καθ' ήν εξεδόθη αυτή, ήτοι την 3η Δεκεμβρίου 2007, ανεγνώσθη η υπ' αριθ. 2331/2007 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου (εν αποσπάσματι) αναβλητική, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση του Εφετείου Λαρίσης επί ασκηθείσης αγωγής κατ' αυτού, χωρίς όμως να εμμείνει εις αυτήν το δικαστήριο εχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και απεφάνθη οριστικά για την κατηγορία με την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου και την επιβολήν ποινής, ούτω δε ανεκάλεσε σιωπηρώς την προπαρασκευαστική του απόφαση, έχον προς τούτο εξουσία.
Συνεπώς, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο πράξαν ούτως υπερέβη την εξουσία του, προς δε δεν αιτιολόγησε την ανάκληση της άνω αποφάσεως και οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' και Δ' ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων εις τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 2008 αίτηση του ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 4239/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαρίσης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή