Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Έννομο συμφέρον , Χρησικτησία.
Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή από το άρθρο 281 ΑΚ. Αγροτικός κλήρος. Όχι χρησικτησία σε τμήμα αυτού. Έλλειψη εννόμου συμφέροντος.
Αριθμός 408/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Ν. του Χ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Στο σημείο αυτό η δικηγόρος Αριστέα Ράγια δήλωσε ότι ο Α. Ν. απεβίωσε στις 7/7/2011 και κληρονομήθηκε από τους: 1) Μ. Ν. χήρα Α., 2) Ε. Ν. του Α., κατοίκου ... και 3) Χ. Ν. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Δ. συζ. Δ. το γένος Χ. Ν., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) Φ. Κ. συζ. Α. το γένος Χ. Ν., κατοίκου ..., 3) Σ. Κ., 4) Κ. Κ. του Σ., κατοίκων ..., 5) Μ. Κ. του Σ., συζ. Π. Γ., 6) Κ. Κ. του Σ., συζ. Γ. Π., κατοίκων ..., 7) Α. Μ., συζ. Β. το γένος Χ. Ν., κατοίκου ..., 8) Π. Ν., το γένος Χ. Ν., κατοίκου ..., 9) Β. Β., το γένος Χ. Ν., κατοίκου ..., 10) Σ. Ν. του Χ., κατοίκου ..., και 11) Κ. Ν. του Χ., κατοίκου ... . Οι 3ος, 4ος, 5η και 6η ως κληρονόμοι της Γ. Κ. συζ. Σ.. το γένος Χ. Ν.. Οι 2η, 3ος, 4ος, 5η, 6η, 7η, 8η, 9ος και 10ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Παππά, ο 11ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι η 1η απεβίωσε στις 21/8/2011 και κληρονομήθηκε από τους: 1) Χ. Δ. του Δ. και 2) Ε. Δ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/9/2005 αγωγή του αρχικού διαδίκου Α. Ν., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 79/2006 του ιδίου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας λόγω αρμοδιότητας. Το Δικαστήριο αυτό εξέδωσε την 40/2008 απόφαση και το Εφετείο Λάρισας την 482/2009. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 5/3/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 23/2/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξουσία των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ.α', 287 και 290 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιο Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό ... τόμος Α έτους 2011 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Σοφάδων ο αναιρεσείων Α. Ν. απεβίωσε στις 7-7-2011 ήτοι μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του ήτοι τη σύζυγό του Μ. το γένος Κ. Μ. και τα τέκνα του Ε. και Χ., οι οποίοι με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους που καταχωρίστηκε στα πρακτικά γνωστοποίησαν το θάνατο του αναιρεσείοντος και την εκούσια στο όνομα τους επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια. Επίσης, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό ... τόμος Α έτους 2011 του ως άνω ληξιάρχου η πρώτη αναιρεσίβλητη Β. Δ. απεβίωσε στις 21-8-2011 και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της Χ. και Ε. Δ., τέκνα αυτής, οι οποίοι με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου γνωστοποίησαν στο ακροατήριο το θάνατο της πρώτης αναιρεσίβλητης και την εκούσια στο όνομα τους επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα Από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, προκύπτει, ότι η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος δεν εμποδίζει τη γέννηση του, ούτε επάγεται την απόσβεση ή την απώλεια του αλλά καθιστά μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 21-9-2005 (αριθμ. εκθ. καταθ, 312/2005) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθετε ότι δυνάμει του με αριθμ. 138419/14-11-1958 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, που νόμιμα μεταγράφηκε, παραχωρήθηκαν στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους (τέκνα) του παππού του Α. Ν. του Χ., ήτοι στον Χ. Ν. του Α., πατέρα του και στις Σ. και Β. Ν. του Α., θείες του, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα απ' αυτούς, δέκα κληροτεμάχια, συνολικής έκτασης 79.158 τ.μ., κείμενα στην κτηματική περιφέρεια Μασχολουρίου Σοφάδων Καρδίτσας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και το με αριθμ. 116 κληροτεμάχιο, Η1 κατηγορίας, έκτασης 18.750 τ.μ., το οποίο οι παραπάνω τρεις κληρούχοι διένειμαν άτυπα μεταξύ τους κατ' ισομοιρίαν από το έτος 1928 και έλαβε ο μεν Χ. Ν. το ευρισκόμενο δυτικά τμήμα αυτού, η Β. Ν. το ευρισκόμενο ανατολικά τμήμα αυτού και η Σ. Ν. το μεσαίο τμήμα αυτού. Ότι με το με αριθμ. .../1969 προσύμφωνο αγοραπωλησίας αγρών του Συμβολαιογράφου Σοφάδων Αριστ. Κόκκαλη, απέκτησε, μεταξύ των άλλων ακινήτων, από την Σ. Α. Ν. το ως άνω μεσαίο τμήμα , έκτασης 6.000 τ.μ., περίπου, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται κατά θέση, έκταση και όρια στο δικόγραφο της αγωγής, που αποτελούσε κατά τα προεκτεθέντα τμήμα του ως άνω με αριθ. 116 Η' κληροτεμαχίου και ότι επί επ' αυτού ασκούσε από το έτος 1950, όπου προφορικά αρχικά του το παραχώρησε η Σ. Ν., άλλως από την σύναψη του προαναφερθέντος προσυμφώνου, καλόπιστα, με διάνοια κυρίου μέχρι την 6-6-2001 τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής και κατοχής, που αρμόζουν στην φύση και τον προορισμό του χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Ότι, μετά από διαδοχικές αναγκαστικές απαλλοτριώσεις τμημάτων του ως άνω επιδίκου ακινήτου, απέμεινε έκταση 4.810 τ.μ., πλην όμως και πάλι κρίθηκε απαλλοτριωτέα υπέρ του ΟΣΕ έκταση 1.525 τ.μ., οπότε ο ίδιος (ενάγων) και οι λοιποί ιδιοκτήτες άλλων απαλλοτριωθέντων ιδιοκτησιών, κατέθεσαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας την με αριθμ. καταθ. 410/2001 αίτηση για να αναγνωριστούν δικαιούχοι της αποζημίωσης, που είχε καθοριστεί με την με αριθμ. 557/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Ότι επί της ως άνω αιτήσεως ορίστηκε δικάσιμος η 6-6-2001, κατά την οποίαν οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν κυρία παρέμβαση, προκειμένου να αναγνωριστούν και οι ίδιοι δικαιούχοι της αποζημίωσης, προβάλλοντας για πρώτη φορά δικαίωμα συγκυριότητας επί του ως άνω τμήματος του κληροτεμαχίου και εκδόθηκε η με αριθμ. 367/2001 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου, η οποία απείχε να αναγνωρίσει αυτόν ως δικαιούχο της καθορισθείσας αποζημίωσης, λόγω της αμφισβήτησης της κυριότητας του εκ μέρους των εναγομένων. Ότι το επίδικο ακίνητο, το οποίο αποτελεί τμήμα κληροτεμαχίου, ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας μέχρι την έναρξη ισχύος του αν. νόμου 431/1968 (23-5-1968), λόγω της έως τότε πλασματικής νομής του κληρούχου και μετά δε την ισχύ του λόγω της απαγόρευσης της φυσικής κατάτμησης των κληροτεμαχίων της οριστικής διανομής και συνεπώς δεν απέκτησε την κυριότητα του με έκτακτη χρησικτησία, παρότι κατά τα προεκτεθέντα, ασκούσε όλες τις -πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν στην φύση και τον προορισμό του, χωρίς την εναντιωση των εναγομένων, οι οποίοι τελούσαν σε πλήρη γνώση της πραγματικής κατάστασης, που είχε διαμορφωθεί στο επίδικο από το έτος 1950, άλλως από το έτος 1969, μέχρι και τον χρόνο άσκησης της ως άνω κύριας παρέμβασης τους, με αποτέλεσμα η ένδικη αυτή ενέργεια τους να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Με βάση δε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, επικαλούμενος έννομο συμφέρον και δη ότι με την ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων δυσχεραίνεται η είσπραξη της καθορισθείσας για το απαλλοτριωθέν τμήμα αποζημίωσης που δικαιούται να λαμβάνει γι' αυτό, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η άσκηση του δικαιώματος συγκυριότητας που πρόβαλαν οι εναγόμενοι επί του επιδίκου ακινήτου, η οποία εκδηλώθηκε με την άσκηση της από 6-6-2001 κύριας παρέμβασης τους στην δίκη της με αριθμ. καταθ. 410/2001 αίτησης του (ενάγοντα) είναι καταχρηστική. Από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ.2 του Αγροτικού Κώδικα συνάγεται, ότι το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκατάστασης θεωρείται από την παραχώρηση του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου (Ολ.ΑΠ 701/1971). Γι' αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλο, ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Όμως από 23-5-1968 ισχύει ο α.ν. 431/1968, που ορίζει στο μεν άρθρο 1 §1 αυτού, ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου (επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ν.δ. 2185/1952), επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους ή εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με το μοναδικό περιορισμό της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, στο δε άρθρο 2 §1 εδ. β' αυτού, ότι σε περίπτωση κατάσχεσης ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις του αν.ν. 431/1968 προκύπτει, ότι η απαγόρευση της κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου όχι μόνο με τη βούληση του κληρούχου, αλλά και όταν αποκτάται η κυριότητα του κλήρου από τρίτο χωρίς τη θέληση του κληρούχου. Επομένως μετά τη ισχύ του αν.ν. 431/1968 ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέως του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά και είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, όχι όμως και του τμήματος του, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση δηλαδή της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων (Ολ.Α.Π. 15/2004 ΝοΒ 2005/54 και ΧρΙΔ 2004/904, Ολ.Α.Π. 568/1986 Δνη 28/85, Ολ.ΑΠ 1520/1982). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, "όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή". Από την ουσιαστικού δικαίου διάταξη αυτήν προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει γι' αυτό έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο και περιέχει ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μια υποχρέωση. Εξάλλου, από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής, πρέπει να συντρέχει έννομο συμφέρον, το οποίο, ερευνώμενο αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, υπάρχει όταν εξαιτίας της αμφισβήτησης δημιουργείται αβεβαιότητα για τις έννομες σχέσεις του ενάγοντος, από την οποία απειλείται σ' αυτόν βλάβη, που δεν μπορεί να ανατραπεί διαφορετικά παρά μόνο με την αναγνώριση από το δικαστήριο της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος ή της υποχρέωσης, αιρόμενης έτσι της νομικής αβεβαιότητας και του από αυτήν προερχομένου κινδύνου. Το έννομο τούτο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη σχέση πρέπει να υπάρχει κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, πρέπει ν' αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αναγνωριστική αγωγή με το ιστορικό και συνακόλουθα το αίτημα, που προαναφέρθηκε, είναι απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, με την έννοια που προεκτέθηκε δεδομένου ότι κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτή πραγματικά περιστατικά ο ενάγων δεν μπορεί να καταστεί κύριος του επιδίκου τμήματος του με αριθμ. 116 κληροτεμαχίου Η' κατηγορίας με έκτακτη χρησικτησία, για το λόγο ότι αυτό ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας μέχρι την έναρξη μεν του αν. νόμου 431/1968 (23.5.1968), λόγω της έως τότε πλασματικής νομής του κληρούχου, μετά δεν την ισχύ του ως άνω νόμου λόγω της απαγόρευσης της φυσικής κατάτμησης των κληροτεμαχίων της οριστικής διανομής. Εφόσον δε δεν συντρέχει στο πρόσωπο του ενάγοντα η ιδιότητα του κυρίου δεν δικαιούται αυτός την αποζημίωση που καθαρίστηκε με την με αριθμ. 557/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, την οποίαν νομιμοποιείται να ζητήσει ο κύριος του απαλλοτριωθεντος ακινήτου. Ως εκ τούτου η επιδιωκόμενη απόφαση δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο για την αποτροπή της επικαλούμενης βλάβης του ενάγοντα και προστασίας του δικαιώματος του προς είσπραξη της αποζημίωσης, αφού τέτοιο δικαίωμα δεν υφίσταται. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεχόμενο έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κάνει δεκτή την ένδικη αγωγή και ως βάσιμη κατ' ουσίαν, εξαφανίζοντας την εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτοντας την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και δεν παραβίασε αυτή και επομένως ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού το Εφετείο δεν εισήλθε στην ουσία και δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, αλλά απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται ο προκείμενος λόγος αναίρεσης.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 9, περιπτ. γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση", κατά την έννοια αυτής της διάταξης, νοείται αφενός μεν κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή εν-νομής προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κάθε ένδικου μέσου, της ανακοπής, της τριτανακοπής, όχι όμως και εκείνη της ένστασης, της αντένστασης και γενικά εκείνη απόφανσης πάνω σε κάθε άλλου είδους "πράγματα", υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. δ ΚΠολΔ, αφετέρου δε κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και έτσι συντελεί στην εξέλιξη της διαδικασίας για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης και εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.θγ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο παρέλειψε να αποφανθεί επί του πραγματικού αντικείμενου της δίκης και δη επί του ένδικου ζητήματος της με αριθμ. κατάθεσης 312/21-9-2005 αγωγής μου, αφού σε ουδεμία αιτιολογία ή κρίση προέβη αναφορικά ως προς την καταχρηστική άσκηση ή μη, του δικαιώματος συγκυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου το οποίο προέβαλλαν οι εναγόμενοι με την άσκηση της από 6-6-2001 κυρίας παρέμβασης τους στη δίκη της με αριθμ. κατάθεσης 410/2001 αίτησης μου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, αφήνοντας κατά τον τρόπο αυτό αδίκαστη την ένδικη αγωγή. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής κλπ. ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ.8β του Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αλλά αντιπαρήλθε σιωπηλά, χωρίς την ελάχιστη μνημόνευση, τον ουσιώδη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, (ο οποίος σημειωτέον αποτελούσε και τη μοναδική βάση της αγωγής του), περί της γενομένης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των αντιδίκων εις βάρος του, ο οποίος ισχυρισμός του ήταν παραδεκτός διότι περιελάμβανε σαφές και ορισμένο αίτημα μετ' αναλυτικότατης έκθεσης των γεγονότων που τον θεμελίωναν αλλά και τον αποδείκνυαν επίσης πλήρως, και ο οποίος ισχυρισμός του ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης οδηγώντας στην παραδοχή της αγωγής του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο αποκλειστικά ασχολήθηκε με την ένδικη αγωγή την οποία και απέρριψε.
Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα αυτών, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-3-2010 αίτηση του Α. Ν. για αναίρεση της 482/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ