Θέμα
Βία ανώτερη, Ένδικο μέσο, Προθεσμία.
Περίληψη:
Γεγονός ανώτερης βίας μπορεί να θεωρηθεί και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου και η αδυναμία που εξαιτίας αυτής να καταθέσει εμπροθέσμως τις προτάσεις του, όπου τούτο απαιτείται κατά νόμο πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου να αποτραπεί η ερημοδικία του. – Για τους κληρονόμους και κληροδόχους – ως προς τους οποίους (κατά την παρ. 3 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ.) η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση σ΄ αυτούς της απόφασης που περατώνει τη δίκη – δεν εφαρμόζεται η καταχρηστική τριετής προθεσμία
Αριθμός 751/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Τ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καλονόμο, ο οποίος δήλωσε ότι διορθώνει το επώνυμο του αναιρεσιβλήτου στο ορθό "Π." από το εσφαλμένο "Π.".
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Π. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος υπεισήλθε στη θέση του Ε. Π. ως οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης της μητέρας του Α. Μ. του Γ., συζ. Ε. Π., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Βασιλική Τριανταφύλλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/8/1996 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5053/1997 του ιδίου Δικαστηρίου, 1350/2003 μη οριστική και 5319/2007 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Στη συνέχεια ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας και εκδόθηκε η 1576/2008 μη οριστική και η 284/2009 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των 1) 1350/2003, 2) 1576/2008 και 3) 284/2009 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5/5/2009 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 13/2/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της αναιρεσιβλήτου στο ακροατήριο, ότι επήλθε μεταβολή στο πρόσωπο του δικαστικού συμπαραστάτη της αναιρεσιβλήτου και συγκεκριμένα, ότι ο δικαστικός συμπαραστάτης της, Ε. Π. του Π. αντικαταστάθηκε με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Προέδρου Υπηρεσίας από τον Γ. Π. του Ε., δεν διακόπτει τη δίκη, η οποία και συνεχίζεται από το νέο δικαστικό συμπαραστάτη της.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η συνδρομή της οποίας θεμελιώνει λόγο ανακοπής ερημοδικίας και κατά αποφάσεων του εφετείου που εκδίδονται ερήμην, νοείται κάθε τυχαίο γεγονός παρακωλυτικό της εμφάνισης του διαδίκου στο δικαστήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υπόθεσης, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως (Ολ.ΑΠ 29/1992 ΕλλΔνη 33.1445, ΑΠ 302/2007 ΕλλΔνη 49.400). Τέτοιο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρο του διαδίκου και η αδυναμία του εξαιτίας αυτής να καταθέσει εμπροθέσμως τις προτάσεις του, όπου τούτο απαιτείται κατά νόμο πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου να αποτραπεί η ερημοδικία του (ΑΠ 302/2007 ό.π.), ή να ενεργήσει με άλλον δικηγόρο, έστω και με συνεργάτη του (ΑΠ 1686/1997 Δ 29.659).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη -284/2009- απόφασή του (οι άλλες δύο αποφάσεις του, 1576/2008 και 1350/2003 είναι μη οριστικές), δέχτηκε τα εξής: "Στις 18-1-2007 συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 25.9.2002 έφεση της (ήδη αναιρεσίβλητης) κατά της υπ' αριθμ. 5053/1997 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η εν λόγω απόφαση είχε εκδοθεί κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του αρχικώς εναγομένου Η. Μ., που πέθανε μετά την άσκηση της αγωγής και την άσκηση της έφεσης της ήδη ανακόπτουσας (αναιρεσίβλητης) εκπροσωπουμένης από τον οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη της Ε. Π., που ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 7247/2000 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος του αρχικώς εναγομένου. Η ως άνω έφεση απορρίφθηκε με την ανακοπτόμενη υπ' αριθμ. 5319/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως ανυποστήρικτη, λόγω ερημοδικίας της εκκαλούσας, με την αιτιολογία ότι αυτή δεν παρέστη προσηκόντως, διότι δεν είχε καταθέσει προτάσεις το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ήτοι το αργότερο μέχρι τις 28-12-2006, όπως ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 524 και 528, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με τους ν. 2915/2001 και 3043/2002, αφού ο αρχικώς εναγόμενος ερημοδίκησε στον πρώτο βαθμό. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας Βασιλική Τριανταφύλλου - Γουνελά, λόγω ανωτέρας βίας, με την έννοια που αναφέρεται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και συγκεκριμένα συνεπεία αιφνίδιας ασθένειας της δεν μπόρεσε να καταθέσει τις προτάσεις της εκκαλούσας μέχρι τις 28-12-2006, που κατά τα προαναφερθέντα έπρεπε να τις καταθέσει, ούτε να ενεργήσει η ίδια με άλλον δικηγόρο, έστω και μη συνεργάτη της, ούτε και η ανακόπτουσα. Ειδικότερα, αυτή από τις 27-12-2006 έπασχε από λοίμωξη του ανωτέρου αναπνευστικού με τραχειίτιδα - δυσφωνία και επίμονο βήχα και έπρεπε να παραμείνει εκτός εργασίας, υπό αγωγή στο σπίτι της για έξι ημέρες τουλάχιστον, όπως βεβαιώνεται στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ανακόπτουσα από 27-12-2006 βεβαίωση του ιατρού Α. Ρ., παθολόγου -πνευμονολόγου, αναπληρωτή καθηγητή πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για το λόγο αυτό δεν μπόρεσε ούτε η ίδια να καταθέσει τις προτάσεις της ανακόπτουσας μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, ούτε να ενεργήσει η ίδια ή η εντολέας της με άλλον δικηγόρο, συνεπεία των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ήδη ανακόπτουσα δεν επικαλέστηκε την ως άνω ασθένεια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ούτε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στις 18-1-2007, που υπέβαλε αίτημα αναβολής, λόγω μη εμπρόθεσμης κατάθεσης των προτάσεών της, ούτε στις προτάσεις της και στην προσθήκη τους, που υπέβαλε κατά τη συζήτηση της έφεσής της. Και τούτο διότι ο λόγος της αναβολής αφορούσε τη μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεών της και όχι την ασθένειά της, η οποία ανάγονταν στην ημερομηνία κατάθεσης των προτάσεων και όχι στην ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκε η αναβολή.
Συνεπώς, αφού πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει ο επικαλούμενος με την υπό κρίση ανακοπή λόγος ανώτερης βίας για την ερημοδικία της εκκαλούσας, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η ανακοπτομένη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση στην ανακόπτουσα του παραβόλου ερημοδικίας, ποσού 290 ευρώ, που όρισε η ως άνω απόφαση και κατέβαλε αυτή, με το υπ' αριθμ. 581640/2007 γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Μετά δε την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης απόφασης, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση της έφεσης". Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης, και σωστά δεν κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα ανακοπή. Γι' αυτό, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1, 19 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά την οποία, αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου άρθρου, κατά την οποία, αν ο διάδικος που δικαιούταν να ασκήσει έφεση πέθανε, η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη στους καθολικούς διαδόχους ή τους κληροδόχους, προκύπτει, ότι για τους κληρονόμους και κληροδόχους - ως προς τους οποίους η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση σ' αυτούς της απόφασης που περατώνει τη δίκη - δεν εφαρμόζεται η καταχρηστική τριετής προθεσμία (ΑΠ 1017/1983 Δ 15.412). Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του περιεχομένου της, ότι ο αρχικώς εναγόμενος είχε πεθάνει στις 10.10.1996 (μετά την άσκηση της αγωγής) αλλά δικάσθηκε ερήμην ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γιατί ο θάνατός του δεν γνωστοποιήθηκε από τους κληρονόμους του, ώστε να επέλθει βίαιη διακοπή της δίκης, η εκκαλούμενη δε απόφαση επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στις 18.9.2002, και η έφεση ασκήθηκε από αυτήν στις 26.9.2002, εν τέλει δε να δεχθεί τυπικά την έφεση ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Γι' αυτό, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙV. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε και τα εξής: "Επίδικα είναι τα εξής ακίνητα: 1) ένας αγρός ..., 2) ένας αγρός ..., 3) ένας αγρός ..., 4) ένας αγρός ..., 5) ένας αγρός ..., 6) ένα οικόπεδο ... και 7) ένα ισόγειο κατάστημα οικοδομής που βρίσκεται στα ... ... Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι ο αρχικώς εναγόμενος Η. Μ. του Σ., ο οποίος ήταν μόνιμος κάτοικος ..., το έτος 1974 δώρισε προφορικώς στην ενάγουσα, θυγατέρα της αδελφής του Δ., τα ως άνω ακίνητα και ότι αυτή έκτοτε τα νεμήθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής με διάνοια κυρίου και συγκεκριμένα ότι όργωνε τα αγροτικά ακίνητα, τα καλλιεργούσε με δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι), θέριζε και συνέλεγε τους καρπούς, προέβαινε στην κοπή της χορτονομής κατά τις περιόδους της αγρανάπαυσης, στη μίσθωση των αστικών ακινήτων, στην ιδιόχρηση αυτών, στη συντήρηση και επισκευή του κτίσματος, στην οριοθέτησή τους με σταθερά σημεία και στην επίβλεψή τους, όπως ισχυρίζεται με την αγωγή της. Ο μάρτυράς της Ι. Ρ., που εξετάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καταθέτει μεν ότι ο θείος της ενάγουσας το έτος 1974 της τα δώρισε προφορικά, όπως του είπε ο ίδιος, ότι η ενάγουσα τότε ήταν δέκα ετών και ότι έκτοτε τα καλλιεργούσαν για λογαριασμό της η μάννα της και ο πατέρας της, όμως η κατάθεσή του δεν κρίνεται αξιόπιστη. Και τούτο διότι, όσον αφορά τα έξι πρώτα επίδικα ακίνητα, στις 12-2-1993 τα αδέλφια του αρχικώς εναγομένου Γ. Σ. Μ., πατέρας της εκκαλούσας, Δ. Σ. Μ. και Δ. συζ. Ι. Τ., το γένος Σ. Μ., μητέρα της ενάγουσας, η οποία κατά την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα καλλιεργούσε με το σύζυγό της τα επίδικα για λογαριασμό της, με την υπ' αριθμ. .../1993 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Κρωπίας Κόνωνα Λεβαντή, αναγνώρισαν ότι ο αδελφός τους και αρχικώς εναγόμενος Η. Σ. Μ. κατέχει και νέμεται με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως, από το έτος 1943 μέχρι σήμερα, δηλαδή μέχρι τις 12-2-1993 που συντάχθηκε το ως άνω συμβόλαιο, τα εν λόγω ακίνητα. Εάν πράγματι είχε μεταβιβάσει τη νομή τους προφορικά στην ενάγουσα και εάν αυτή τα νέμονταν έκτοτε συνεχώς, τουλάχιστον η μητέρα της δεν θα προέβαινε στην ως άνω αναγνώριση ένα έτος πριν η θυγατέρα της καταστεί κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία. Όσον αφορά το έβδομο ακίνητο, αυτό αποτελεί την υπ' αριθμ. Κ-2 ισόγεια οριζόντια ιδιοκτησία (κατάστημα) τριώροφης, οικοδομής που είχε ανεγερθεί επί οικοπέδου εκτάσεως 352,80 τ.μ. που βρίσκεται στα ..., επί των οδών ... και ..., η οποία συνεστήθη με την υπ' αριθμ. .../1990 πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου Κρωπίας από τους συγκυρίους του ακινήτου, ήτοι τους: α) Δ. Μ., β) Γ. Μ., γ) τον αρχικώς εναγόμενο Η. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον αδελφό του Γ. Μ., δυνάμει του αναφερομένου σ' αυτή πληρεξουσίου και δ) τη Δ. Μ., μητέρα της ενάγουσας. Ανεξαρτήτως του ότι για το εν λόγω ακίνητο ο μάρτυρας της ενάγουσας δεν κατέθεσε ότι αυτή άσκησε συγκεκριμένες πράξεις νομής, αυτό μέχρι το έτος 1990 δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έκτακτης χρησικτησίας, διότι αυτή είναι δυνατή μόνο επί συνεστημένης νομίμως οροφοκτησίας (βλ. ΑΠ 630/2006, Ελ.Δ. 47, 1068). Αλλά και μετά τη σύσταση της προαναφερθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας, η ίδια η μητέρα της ενάγουσας Δ. Τ., με το από 1-9-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, ενεργώντας για λογαριασμό του αδελφού της Η. Μ., δηλαδή του αρχικώς εναγομένου, εκμίσθωσε το κατάστημα αυτό στην Ε. Σ.. Επομένως, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα νεμήθηκε τα επίδικα ακίνητα, ώστε να καταστεί κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Έτσι που έκρινε το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, ενώ με πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία απέρριψε την αγωγή - που είχε ως βάση την απόκτηση των επίδικων ακινήτων από την αναιρεσείουσα (ενάγουσα) με έκτακτη χρησικτησία (ΑΚ 1045, 1051)-, γι' αυτό και οι λόγοι της αναίρεσης, τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ και τέταρτο, κατά το τέταρτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
V. Με τον τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (όχι η από τον αριθμό 9 περ.α', αλλά) η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη "ομολογία" της αναιρεσιβλήτου, ότι τα επίδικα ανήκαν στη μητέρα της αναιρεσείουσας (ενάγουσας) κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, και, έτσι, απέρριψε ολικά την ένδικη -από 26.8.1996- αναγνωριστική κυριότητας ακινήτων αγωγή της αναιρεσείουσας, ενώ έπρεπε να την δεχθεί εν μέρει κατά το προεκτεθέν ποσοστό εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων. Όμως, ο προεκτιθέμενος ισχυρισμός δεν αποτελεί ομολογία αλλά αιτιολογημένη άρνηση της βάσης της αγωγής. Έτσι, ο αναιρετικός αυτός λόγος, ως μη ιδρυώμενος, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
VI. Με τον ίδιο, κατά το τρίτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την έφεση της αναιρεσιβλήτου κατά το μέρος της που αφορά στο προεκτεθέν ποσοστό εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων, ως προς τα οποία η αναιρεσίβλητη "ομολόγησε" ότι τα επίδικα ανήκαν στη μητέρα της αναιρεσείουσας, και δέχτηκε κατά παραβίαση των άρθρων 522 και 528 ΚΠολΔ ότι η υπόθεση μεταβιβάσθηκε σ' αυτό -Εφετείο- και κατά το ποσοστό αυτό εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων και ότι η εφεσίβλητη (αναιρεσείουσα) νομιμοποιούνταν παθητικά. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ως μη ιδρυώμενος, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, ο ίδιος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στη μητέρα της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, δηλαδή "πράγμα" κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη τον εν λόγω ισχυρισμό και τον απέρριψε εκ του πράγματος κατ' ουσίαν. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, η οποία ηττάται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5.5.2009 αίτηση της Β. Τ. του Ι. και Δ. για αναίρεση των 284/2009, 1576/2008 και 1350/2003 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ