Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2003 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Κλητήριο θέσπισμα.




Περίληψη:
Απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο τριμελές εφετείο, λόγω ιδιάζουσας δωσιδικίας.




Αριθμός 2003/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 1 Δεκεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε στο συμβούλιο αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 205/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης.
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Σεπτεμβρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1223/2010.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 318/1-10-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Δικαστήριό Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 482 του Κ.Π.Δ., την 11/20-9-2010 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ δικηγόρου κατοίκου ... κατά του 205/13-8-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και εκθέτω τα ακόλουθα :
ΙΙ. Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης με το προσβαλλόμενο βούλευμά του απέρριψε ως απαράδεκτη την από 10-12-2009 προσφυγή του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του 7695/2009 κλητήριου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης, με το οποίο είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης για να δικαστεί για το έγκλημα της αυτοδικίας, επειδή αυτή (έφεση) ασκήθηκε χωρίς να συνταχθεί σχετική έκθεση από τον αρμόδιο Γραμματέα σύμφωνα με το α. 322 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 15-9-2010. Ο αναιρεσείων με την αίτησή του αυτή ζητά την αναίρεση του βουλεύματος αυτού επειδή εσφαλμένα έκρινε ως απαράδεκτη την προσφυγή του ενώ έπρεπε να την κρίνει παραδεκτή και να την εξετάσει στην ουσία της.
ΙΙΙ. Με το α. 482 του ΚΠΔ καθορίζονται κατά περιοριστικό τρόπο τα βουλεύματα εναντίον των οποίων επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη άλλη ρητή διάταξη που προβλέπει το ένδικο αυτό μέσο. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται στον κατηγορούμενο δικηγόρο να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά του κλητήριου θεσπίσματος, με το οποίο είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (α. 322 του ΚΠΔ),:α) ως αβάσιμη στην ουσία της (ΑΠ 269/2008, ΑΠ1247/2006, ΑΠ 209/2005, ΑΠ 1194/2003) και β) ως απαράδεκτη (ΑΠ 289/2010, ΑΠ 286/2010, ΑΠ 394/2009, ΑΠ 1556/2005). Ο περιορισμός αυτός δεν είναι αντίθετος: α) με το α. 20 παρ. 1 Συντ. β) το α. 6 παρ. 1 της Ευρ. ΣΔ.Α. και γ) το α. 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ αφού η παρ. 2 του α. 476 του ΚΠΔ που επέτρεπε αυτό καταργήθηκε από το α. 38 του Ν. 3160/2003 (ΑΠ 1337/2005, ΑΠ 456/2003, ΑΠ 1845/2000). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όπως αντικ. με το άρθρο 2 παρ.18 του Ν.2408/96,όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο (ΑΠ 1547/2008, ΑΠ 401/2006).
ΙV. Επειδή ο αναιρεσείων στρέφεται κατά του παραπάνω βουλεύματος χωρίς να προβλέπεται η άσκηση της αναιρέσεως που άσκησε εναντίον αυτού πρέπει το Δικαστήριό Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με όσα παραπάνω (ΙΙΙ) εκτέθηκαν και τα άρθρα 476 παρ. 1και 2, 482 και 583 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο αντ. από το άρθρο 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 και το άρθρο 3 του Ν. 663/77 όπως αντ. από το άρθρο 18 του Ν. 969/79 και τις 134423/1992 και 58553/2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης,: α) να απορρίψει την αναίρεση αυτή ως απαράδεκτη και να διατάξει την εκτέλεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος και β) να επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα σχετικά δικαστικά έξοδα από 220 Ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω :
Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η 11/20-9-2010 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένης Χ δικηγόρου κατοίκου ... κατά του 205/13-8-2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης
Β) Να διαταχθεί η εκτέλεση του βουλεύματος αυτού και
Γ) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα ύψους 220 Ευρώ.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος. Κ. Κατσιρώδης

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και τον αναιρεσείοντα, ο οποίος ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 476 του ΚΠοινΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 38 παρ. 2 του ν. 3160/2003, "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεση τους κατά του πρωτόδικου βουλεύματος ως απαράδεκτη. Αναίρεση επιτρέπεται πλέον μόνο κατά αποφάσεως, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, και όχι και κατά βουλεύματος που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι, κατά το άρθρο 138 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ, "η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα", αφού η πιο πάνω παράγραφος 2 του άρθρου 476 του ΚΠοινΔ, πριν αντικατασταθεί κατά τα ανωτέρω, όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και έτσι, με την αντικατάσταση αυτή, εκφράσθηκε ρητά η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Η αυτή ρύθμιση προσήκει και όταν πρόκειται βούλευμα του συμβουλίου εφετών, που απέρριψε ως απαράδεκτη προσφυγή του κατηγορουμένου, που τυγχάνει ιδιάζουσας δωσιδικίας (άρθρο 111 παρ. 7 ΚΠοινΔ), διότι η προσφυγή αυτή αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο, επί του οποίου η αυτή, όπως και επί εφέσεως, προσήκει λύση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, που τυγχάνει πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας (111 παρ. 7 ΚΠοινΔ), ως δικηγόρος με το υπ αριθ. 7695/2009 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Εφετών Κρήτης, παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, για να δικασθεί για το έγκλημα τη αυτοδικίας. Κατά του ως άνω θεσπίσματος άσκησε την από 10.12.2009 προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ αριθ. 205/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, με το οποίο απορρίφθηκε αυτή ως απαράδεκτη. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο κατηγορούμενος άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, κατά του βουλεύματος αυτού δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 11/20.9.2010 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθ. 205/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή