Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Συνέργεια, Ληστεία, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής αποφάσεως, για απλή συνεργεία σε ληστεία, με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας και γ) της απόλυτης ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς τη συμμετοχική του δράση. Δεν υφίσταται αρνητική υπέρβαση εξουσίας, αφού περιέχεται στην απόφαση διάταξη περί δήμευσης των κατασχεθέντων, χωρίς να είναι αναγκαία η λεπτομερής αναφορά και περιγραφή των αντικειμένων. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού μετά την απολογία του κατηγορουμένου, δόθηκε ο λόγος στον ίδιο, αλλά και στο συνήγορο του να υποβάλλουν ερωτήσεις. Απορρίπτει αίτηση και πρόσθετους λόγους.
Αριθμός 1659/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Δήμου, περί αναιρέσεως της 38/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 1 Σεπτεμβρίου 2010 πρόσθετους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 430/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 211Α του ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 §8 του ν. 2408/1996, "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 §1 εδαφ. δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουμένου της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή της πληροφόρησής τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στη μαρτυρική κατάθεση ή στην ομολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεσή ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και σε καταθέσεις των μαρτύρων και τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της πράξεως της απλής συνέργιας σε ληστεία και του επέβαλε ποινή καθείρξεως (7) ετών. Από την παραδεκτή δε επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι την κρίση του περί της ενοχής του, το δικαστήριο δεν την στήριξε αποκλειστικά και μόνο σε όσα κατέθεσε η μάρτυρα κατηγορίας Τ, αδελφή του συγκατηγορούμενού του αναιρεσείοντος, Ρ, και η οποία ως πηγή των πληροφοριών της κατονομάζει τον ως άνω αδελφό της, αλλά στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα στις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, στην ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και στα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 38/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα "από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται στα πρακτικά, από την απόφαση και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, ότι αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Ο Ρ, Αλβανός υπήκοος από το έτος 1991 διέμενε με την οικογένεια του στην ..., όπου και εργαζόταν ως βοηθός υδραυλικού στον Α. Παράλληλα εργάζονταν και σε μπαρ της περιοχής, όπου επίσης εργάζονταν ως "DISK JOCKEY" και ο αδελφός του κατηγορουμένου Ζ, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά και γνώρισε και τον εκκαλούντα-κατηγορούμενο αδελφό του Χ. Ο τελευταίος υπηρετούσε ως αστυφύλακας στον Α.Σ. ... και λόγω της ιδιότητάς του αυτής γνώριζε, ότι στις αρχές κάθε μήνα από το κεντρικό ταχυδρομικό γραφείο ..., ενεργούνταν χρηματαποστολές προς τα περιφερειακά γραφεία των ΕΛΤΑ για πληρωμή συντάξεων, αφού το Τμήμα Ασφαλείας ... είχε ζητήσει από τα αρμόδια Αστυνομικά Τμήματα την επιτήρηση της διακίνησης των χρηματαποστολών. Την ταχυδρομική γραμμή ... με την από 27/8/1997 σύμβαση με τα ΕΛΤΑ είχε αναλάβει και εκτελούσε με το ... αυτοκίνητο του ο εξετασθείς ως μάρτυρας Λ και αυτό το γνώριζε ο κατ/νος Χ. Ο Ζ, τα έτη 1996-1997, στο ... εκμεταλλευόταν καφετέρια, την οποία αναγκάστηκε να κλείσει, και δημιούργησε χρέη προς τρίτους. Προς επίλυση των οικονομικών προβλημάτων του, συναποφάσισε με τον προαναφερθέντα φίλο του Ρ, να ληστέψουν την χρηματαποστολή των ΕΛΤΑ, που θα ενεργούσε ο Λ στις αρχές Μαρτίου 1998. Την πράξη αυτή υπέδειξε ο κατ/νος Χ, ο οποίος τους έδωσε πληροφορίες, ενίσχυσε την απόφαση τους και δέχθηκε να τους βοηθήσει για την πραγμάτωση του εγκλήματος αυτού. Προς το σκοπό αυτό την 16-17/ Φεβρουαρίου 1998 ο Ζ και ο Ρ μετέβησαν στο ..., όπου φιλοξενήθηκαν από τον κατ/νο Χ. Εκεί, όλοι μαζί, σχεδίασαν τη ληστεία και επέλεξαν ως ημέρα την 3/3/1998, επόμενη ημέρα της καθαρής Δευτέρας. Ο κατ/νος γνώριζε όλες τις λεπτομέρειες μεταφοράς των χρημάτων, καθόσον, αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, εκμεταλλευόμενος την υπηρεσία τροχονόμου που ασκούσε στην περιοχή της ..., είχε επιβιβαστεί στο ΔΧΦ αυτ/το του Λ και είχε σχετικές μετ' αυτού συζητήσεις για τα δρομολόγια, την ακριβή ώρα εκκίνησης κλπ. Επίσης ο κατ/νος και ο αδελφό του Ζ είχαν μεταβεί στην ..., είχαν εντοπίσει το Κομβικό Κέντρο των ΕΛΤΑ, όπου γινόταν η φόρτωση, έκαναν κατόπτευση της περιοχής και παρατήρησαν το ακολουθούμενο από τον μεταφορέα δρομολόγιο. Ακολούθως, την 2/3/1998 Ζ και ο Ρ μετέβησαν και πάλι στο ... με το υπ' αριθ. κυκλ. ... αυτοκίνητο του πρώτου, μάρκας GOLF χρώματος λευκού, όπου μαζί με τον κατ/νο Χ μελέτησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες, ώστε να μη αφήσουν ίχνη που θα οδηγούσαν στην σύλληψη τους. Έτσι οι αυτουργοί της ληστείας αποφάσισαν να εμφανισθούν ως αστυνομικοί, φέροντας μπλε μπουφάν του ιδίου χρώματος και τύπου με αυτά που χρησιμοποιεί το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, τα οποία τους προμήθευσε ο κατ/νος - που τα κατείχε λόγω της ιδιότητας του ως αστυνομικού-προκειμένου να παραπλανήσουν τον οδηγό της χρηματαποστολής για να διακόψει την πορεία του. Κατέληξαν δε ότι η ληστεία έπρεπε να λάβει χώρα λίγο μετά την φόρτωση των σάκκων στο κομβικό κέντρο των ΕΛΤΑ στην ...(στην έξοδο της πόλης προς την ..., σε πάροδο της οδού ...), Και τούτο γιατί, όπως ο κατ/νος είχε πληροφορηθεί κατά τις συζητήσεις αυτές, ένα περίπου χλμ αργότερα, στην πλατεία ..., επιβιβαζόταν στο εν λόγω όχημα η καθηγήτρια ... την οποία ο Λ-μετέφερε στον ..., και, ασφαλώς, με δύο άτομα παρόντα κατά την ληστεία υπήρχε κίνδυνος αποτυχίας ή αναγνωρίσεως τους. Ο Λ, την 0ό.00' ώρα της 3/3/1998 αφού αναχώρησε από την οικία του, οδηγώντας το εν λόγω φορτηγό του αυτοκίνητο, έφθασε στο κομβικό κέντρο των ΕΛΤΑ ... την 06.04 ώρα και άρχισε την φόρτωση των ταχυδρομικών σάκκων με τα χρήματα, αναχώρησε δε την 06.10 ώρα, αφού προηγουμένως με το κινητό του τηλέφωνο ειδοποίησε την καθηγήτρια ... να τον αναμένει σε γνωστό σημείο (πλατεία ...) για να πάρει και να την μεταφέρει στον ... όπου εκείνη υπηρετούσε, όπως είχε συνεννοηθεί μαζί της από την προηγούμενη ημέρα. Στη συνέχεια εισήλθε στην κεντρική οδό ... με κατεύθυνση προς το κέντρο της ... και, αφού διήνυσε λίγα μέτρα (40-50) διέκοψε την πορεία του, επειδή αντελήφθη άγνωστο πρόσωπο με περιβολή αστυνομικού να του δίδει σήμα στάσεως. Το πρόσωπο αυτό, μόλις ακινητοποίησε το όχημα του, προέτεινε το χέρι του και τον απείλησε με πιστόλι που κρατούσε. Ο μεταφορέας από το φόβο του άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, με αποτέλεσμα ο άγνωστος οπλοφόρος να καθίσει δίπλα του, απειλώντας τον με το πιστόλι, ενώ εμφανίστηκε και άλλο άγνωστο πρόσωπο με περιβολή αστυνομικού, που έφερε και αυτό μεγαλύτερο όπλο. Τα άγνωστα αυτά πρόσωπα ήταν ο αδελφός του κατηγορουμένου Ζ και ο Ρ. Αυτούς ο Λ τους αναγνώρισε κατά την προανάκριση, και συγκεκριμένα τον δεύτερο από φωτογραφίες. Επίσης και ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου με βεβαιότητα τους αναγνώρισε ως δράστες της ληστείας σε βάρος των ΕΛΤΑ, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τις ενέργειες τους. Ειδικότερα, αυτοί, με την απειλή των όπλων τους, τον εξανάγκασαν να οδηγήσει το αυτοκίνητο του σε πάροδο της κεντρικής οδού ... δεξιά προς τις εργατικές κατοικίες, στην οποία είχαν σταθμεύσει το αυτοκίνητο μάρκας GOLF, από το οποίο είχαν αφαιρέσει τις πινακίδες της κυκλοφορίας του. Εκεί, ο Ρ του έδεσε με σχοινί τα χέρια πίσω, ενώ ο Ζ του αφαίρεσε το κινητό του τηλέφωνο και μεταφόρτωσε από το φορτηγό στο αυτοκίνητο GOLF δέκα ταχυδρομικούς σάκκους, που περιείχαν το ποσό των 33.700.000 δρχ. Ακολούθως απομακρύνθηκαν με το αυτοκίνητο GOLF, με κατεύθυνση προς το κέντρο της .... Μετά τη ληστεία ο Λ κατευθύνθηκε πεζός προς το πρατήριο υγρών καυσίμων της SHELL στην οδό ... και ζήτησε τη βοήθεια του υπαλλήλου.., ο οποίος τον έλυσε και ειδοποίησε την Αστυνομία. Οι εν λόγω αυτουργοί της ληστείας οδήγησαν το αυτοκίνητο GOLF σε ερημική τοποθεσία, πλησίον του στρατοπέδου του 11ου ΣΠ (στη θέση ... όπου γίνεται η εκπαίδευση των ειδικών δυνάμεων της Αστυνομίας, στην οποία συμμετείχε και ο κατηγορούμενος, τότε αστυφύλακας, Χ. Εκεί, κατόπιν προσυνεννόησης ο τελευταίος είχε σταθμεύσει το ΙΧΕ αυτοκίνητο του, μάρκας AUDI, στο οποίο οι ληστές μεταφόρτωσαν τους ταχυδρομικούς σάκκους με τα χρήματα και αυτός, μετά τη λήξη της υπηρεσίας του, μετέφερε στην οικία του στο παράλιο ..., όπου ήδη είχαν μεταβεί ο αδελφός του και ο Ρ. Στην οικία αυτή έγινε η καταμέτρηση των χρημάτων, τα οποία απέκρυψαν στον απορροφητήρα της κουζίνας και συμφώνησαν να διανείμουν σε ίσα μέρη το ποσό των 30.000.000 δρχ., ενώ το υπόλοιπο ποσό των 3.700.000 δρχ θα διανεμόταν μεταξύ του Ζ και του Ρ, λόγω του κινδύνου που ανέλαβαν στην τέλεση της ληστείας. Ακολούθως, ο Ρ, από το προϊόν της ληστείας, έλαβε ως προκαταβολή 100.000-120.000 δρχ., μέρος του οποίου σπατάλησε το βράδυ της ίδιας ημέρας σε κέντρο διασκέδασης με αλλοδαπές γυναίκες στην περιοχή .... Την επόμενη ημέρα επέστρεψε στην ... και έδωσε στην αδελφή του Τ 30.000 δρχ για αγορά δώρου στην μητέρα του, η οποία τις επόμενες ημέρες (Αγίων Θεοδώρων) είχε την ονομαστική της εορτή. Μετά από μερικές ημέρες εκμυστηρεύτηκε στην ίδια (αδελφή του) με κάθε λεπτομέρεια τη ληστεία που τέλεσε με τον πρώτο κατ/νο Ζ την 3/3/1998 σε βάρος των ΕΛΤΑ και της είπε ότι την 7/3/1998, ημέρα Σάββατο, ο κατ/νος Χθα του παρέδιδε στην ... το μερίδιο του από το προϊόν της ληστείας. Την ημέρα αυτή ο Χ δεν μετέβη στην ... και, την 9/3/1998, ημέρα Δευτέρα και ώρα 10.00 ο Ρ, παρουσία του εργοδότη του Α, με το κινητό τηλέφωνο εκείνου, τον ενημέρωσε ότι θα τον επισκεπτόταν στο .... Μετά το τηλεφώνημα αυτό, ο κατ/νος Χ ήλθε στην ..., τις μεσημβρινές ώρες, συναντήθηκε με τον Ρ και φιλονίκησαν έντονα, γεγονός που υπέπεσε στην αντίληψη κατοίκων της περιοχής και δέχεται ο κατηγορούμενος, ισχυριζόμενος, ότι η φιλονικία τους είχε σχέση με την αθέτηση από τον Ρ προγενέστερης συμφωνίας για την πώληση και παράδοση κάποιου όπλου και την άρνησή του να του επιστρέψει το ποσό των 20.000 δρχ., που είχε λάβει προκαταβολή. Ο ισχυρισμός του αυτός όμως δεν αποδείχτηκε.
Συνεπώς η ανωτέρω φιλονικία συνδέεται προφανώς άμεσα με την αθέτηση της υπόσχεσης του κατ/νου Χ να του παραδώσει το μερίδιο του από το προϊόν της ληστείας. Μετά το επεισόδιο αυτό, ο Ρ, την 14.00 ώρα, επέστρεψε στην οικία του, έδωσε εντολή στην αδελφή του Τ να του ετοιμάσει τα ενδύματά του και της είπε ότι θα μετέβαινε με τον Ζ στο ... για να λάβουν το μερίδιο τους από τα χρήματα της ληστείας. Έτσι, με το αυτοκίνητο του Ζαναχώρησαν για το ..., όπου έφθασαν την 19.30' ώρα, όπως ο Ρενημέρωσε τηλεφωνικώς την αδελφή του Τ και της είπε ότι θα της τηλεφωνούσε και πάλι. Όπως έχει δεχθεί η με αριθμό 75-76-77/2004 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου "οι κατηγορούμενοι αδελφοί Χ και Ζ, μετά τη ληστεία, επειδή δεν επιθυμούσαν τη συμμετοχή του Ρ στη διανομή των χρημάτων, αλλά και λόγω του φόβου να τους καταδώσει στις αστυνομικές αρχές αποφάσισαν να τον θανατώσουν. Την πράξη της ανθρωποκτονίας ανέλαβε να εκτελέσει ο Ζ και τον ενεθάρρυνε ο αδελφός του Χ, ο οποίος, γνωρίζοντας την απόφαση του πρώτου, θέλησε να συμβάλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωση του εγκλήματος αυτού, υποδεικνύοντας σ' αυτόν τη θέση στην οικία του στο ..., όπου κατείχε το υπηρεσιακό του περίστροφο, μάρκας S και W, διαμετρήματος 38 ιντσών, με το οποίο ο πρώτος τέλεσε την ανθρωποκτονία. Έτσι ο Ζ με το πρόσχημα της διανομής των χρημάτων, μετέφερε τον παθόντα στο ... και όταν έφυγε από την οικία του ο αδελφός του για να εκτελέσει υπηρεσία γραφειοφύλακα στο ..., παρέλαβε κρυφά από τον παθόντα το περίστροφο του και ακολούθως μεταξύ της 19,30-21,30 ώρας τον παρέσυρε σε ερημική τοποθεσία, όπου, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τον πυροβόλησε μία φορά στο κεφάλι και συγκεκριμένα στη δεξιά υπερόφρυο χώρα, με πύλη εξόδου της βολίδας την αριστερά βρεγματική χώρα, με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατό του.". Με την εν λόγω απόφαση, που κατέστη αμετάκλητη, καθόσον η κατ' αυτής ασκηθείσα αναίρεση απερρίφθη, ο κατηγορούμενος και ο αδελφός του Ζ κρίθηκαν ένοχοι χωρίς ελαφρυντικά και επεβλήθη στον μεν Ζ η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, στον δε και νυν κατ/νο Χ η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης των 10 ετών, για απλή συνεργεία στην εν λόγω πράξη. Όπως ήδη προεκτέθηκε, η απόφαση αυτή δέχτηκε ως κίνητρο της ανθρωποκτονίας του Ρ την άρνηση των αδελφών Χ-Ζ να του δώσουν το μερίδιο του από την ληστεία και τον φόβο τους να μην τους καταδώσει. Επομένως αποδείχτηκε ότι ο εκκαλών κατ/νος Χ τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας σε ληστεία και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αναγνωριζομένης σ' αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδάφ. ε' του ΠΚ, ήτοι ότι, για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε καλά".
Στη συνέχεια το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ένοχο της πράξεως της απλής συνέργειας σε ληστεία και του επέβαλε ποινή καθείρξεως (7) ετών. Με αυτά που δέχθηκε, το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α και 2, 47 παρ. 1, και 380 παρ.1 του Π.Κ. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου, για την πράξη για την οποία αυτός καταδικάσθηκε και συγκεκριμένα, ότι ο αναιρεσείων με πρόθεση παρέσχε στον αδελφό του Ζ συνδρομή πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης της ληστείας που ο τελευταίος διέπραξε. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές εκείνες, σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων α) λόγω της υπηρεσιακής του ιδιότητας ως αστυφύλακα, γνώριζε ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα, γίνονταν με τη χρήση συγκεκριμένου δημόσιου μεταφορικού μέσου, μεταφορές χρηματαποστολών των ΕΛΤΑ, τις οποίες και ο ίδιος στο άμεσο παρελθόν είχε συνοδεύσει, β) γνώριζε ότι τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί ανάλογη χρηματαποστολή και ότι ο ίδιος είχε ενημερώσει τόσο τον αδελφό του Ζ, όσο και το συγκατηγορούμενό του Ρ, για το συγκεκριμένο δρομολόγιο, καθώς και για το γεγονός ότι είχαν φορτωθεί επί του συγκεκριμένου οχήματος ταχυδρομικοί σάκοι των ΕΛΤΑ με άγνωστο χρηματικό περιεχόμενο, δ) ότι την 16-17 Φεβρουαρίου 1998, είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του στο ..., τους φυσικούς δράστες της πράξεως της ληστείας, όπου και σχεδίασαν τον τρόπο δράσης τους, ε) ότι με τον αδελφό του Ζ, είχε επισκεφθεί και κατοπτεύσει το χώρο, όπου γινόταν η φόρτωση των χρηματαποστολών από το κέντρο των ΕΛΤΑ ..., στ) ότι την προηγούμενη ημέρα της ληστείας μετέβη με τους φυσικούς αυτουργούς στο ..., όπου μελέτησαν και τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου, ώστε να αποφύγουν ενδεχόμενη σύλληψή τους, ζ) ότι εφοδίασε τον αδελφό του με την αστυνομική του στολή, και ότι μετά από προηγούμενη συνεννόηση με τους λοιπούς δράστες, είχε σταθμεύσει το ΙΧΕ αυτοκίνητό του μάρκας audi, πλησίον του 11ου ΣΠ, όπου ο ίδιος συμμετείχε σε εκπαίδευση ειδικών δυνάμεων της ΕΛ.ΑΣ και στο οποίο είχαν μεταφορτώσει τους σάκους με το χρηματικό περιεχόμενο και η) ότι στη συνέχεια ο ίδιος ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, μετά τη λήξη της υπηρεσίας του, οδήγησε το αυτοκίνητό του μέχρι την οικία του, μεταφέροντας το προϊόν της ληστείας, όπου έγινε και η σχετική διανομή αυτού. Επιπρόσθετα στο αιτιολογικό της απόφασης, γίνεται ρητή μνεία και αναφορά στο γεγονός ότι το δικαστήριο προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε δεόντως, τόσο την από 15-11-2005 έκθεση αυτοψίας, όσο και τα από 20-7-2005 υπομνήματα του Π, καθώς και το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων χωρίς να κάνει οποιαδήποτε επιλεκτική χρήση αυτών. Επίσης, αιτιολογείται ο τρόπος της συμμετοχικής δράσης του και ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση δημιουργείται από το γεγονός ότι στο μεν αιτιολογικό γίνεται δεκτό ότι συνέδραμε τους δυο φυσικούς αυτουργούς, ενώ στο διατακτικό ένα. Και τούτο, γιατί οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή του δικαστηρίου που την εξέδωσε, αφού από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος ως απλούς συνεργός στη συγκεκριμένη πράξη της ληστείας, που τελέστηκε την 3-3-1998, η οποία διαπράχθηκε από δυο δράστες και όχι για κάποια άλλη πράξη ή ακόμη για κάποια άλλη ληστεία. Επίσης, είναι απορριπτέα η αιτίαση με την οποία πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σύμφωνα με την οποία ενώ, στη μείζονα σκέψη της γίνεται μνεία και αναφορά περί δεδικασμένου, δεν αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, που συνέχονται με την απόρριψη του. Τούτο προεχόντως, όχι μόνο γιατί δεν υποβλήθηκε αντίστοιχος ισχυρισμός, αλλά και γιατί η σχετική αναφορά περί δεδικασμένου, δεν συνδέεται με τυχόν έννομο συμφέρον του ήδη αναιρεσείοντος.
Συνεπώς, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, πρώτος και δεύτερος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, η οποία επήλθε από το γεγονός ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να περιλάβει διάταξη περί της τύχης του κατασχεθέντος ταχογράφου (δίσκου), καθώς και από το ότι δεν γίνεται ρητή μνεία και αναφορά στην απόφαση των κατ' είδος δημευθέντων και αναφερόμενων στην από 23-4-1998 έκθεση παραδόσεως του υπαστυνόμου Π. Παπαγεωργίου, αντικειμένων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 2 στοιχ. Η του Κ.Π.Δ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι στο διατακτικό αυτής περιλήφθηκε σχετική διάταξη με την οποία επικυρώνεται και στη συνέχεια διατάσσεται η δήμευση των αναφερομένων στην από 23-4-1998 έκθεση παραδόσεως αντικειμένων, των οποίων άλλωστε, δεν ήταν αναγκαία η λεπτομερής αναφορά τους, ενώ για τον ταχογράφο(δίσκο), προκύπτει ότι με σχετική διάταξη, έχει διαταχθεί η απόδοσή του. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ειδικότερα, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στον ίδιο τον κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του για να υποβάλλει ερωτήσεις. Ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ, λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι "ο Πρόεδρος μετά την απολογία του υπέβαλε ερωτήσεις και κατόπιν έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα και τους Δικαστές για να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις αν είχαν. Η Εισαγγελέας και οι Δικαστές υπέβαλαν ερωτήσεις προς τον κατηγορούμενο και εκείνος απάντησε όπως αναφέρεται στην απολογία του. Μετά από αυτά ο Πρόεδρος ρώτησε την Εισαγγελέα και το συνήγορο του κατηγορουμένου, εάν χρειάζονται καμία συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση και όταν απάντησαν αρνητικά, ο Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας", ώστε πλέον να μην καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία περί του ότι δόθηκε ο λόγος, τόσο στον κατηγορούμενο, όσο και στο συνήγορό του, να ασκήσουν το σχετικό δικαίωμά τους και το οποίο άσκησαν. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10 Μαρτίου 2010 αίτηση αναιρέσεως και τους από 1 Σεπτεμβρίου 2010 πρόσθετους λόγους, του Χ, ήδη κρατουμένου των δικαστικών Φυλακών ..., για αναίρεση της υπ' αριθμό 38/2010 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ