Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 877 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Τοκογλυφία.




Περίληψη:
Κακουργηματική τοκογλυφία (επιδίωξη εκπλήρωσης τοκογλυφικών ωφελημάτων) κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Σύναψη προσυμφώνου αγοραπωλησίας με υποκρυπτόμενη σύμβαση δανείου με τοκογλυφικό τόκο. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης Εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω μη υποβολής έγκλησης. Η υποβολή έγκλησης δεν απαιτείτο για την κακουργηματική πλαστογραφία (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση) τόσο υπό την αρχική μορφή του άρθρου 404 Π.Κ, όσο και μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού, με το άρθρο 14 παρ.8 του ν. 1721/1999. Μόνο για τις πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεις των παρ. 1 και 2 του παραπάνω άρθρου απαιτείτο έγκληση πριν από την ισχύ του Ν. 1721/1999, μετά την ισχύ του ν. αυτού δεν απαιτείται έγκληση ούτε γι αυτές. Το δικαστήριο της ουσίας το οποίο επιλαμβάνεται της υποθέσεως μετά από απόφαση, με την οποία διατάχθηκαν κρείσσονες αποδείξεις, μπορεί και αν δεν κλητευθούν ή δεν εμφανισθούν οι μάρτυρες των οποίων είχε διατάξει την προσέλευση, να προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και να ανακαλέσει έτσι εμμέσως την προεκδοθείσα απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 548 ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολογία. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 877/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Μ. του Κ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Μαλανδρίνου, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νίκα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 14/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. συζ. Ε. Λ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.

Το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαρτίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 26 Φεβρουαρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 507/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 22-3-2012 (υπ' αριθμό πρωτ.2/2012) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα, του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση, Δικαστηρίου στρεφομένη κατά της υπ' αριθμό 14/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, είναι παραδεκτή (άρθρο 474 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ) και γι' αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ' αυτής με χρονολογία 26-2-2013 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδ. α και β Π.Κ. σε συνδυασμό με τις παραγράφους 1 και 3 του ίδιου άρθρου τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου (εδ.α') και όποιος επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση, (εδ.β') τιμωρούμενος, αν επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά την τροποποίηση της παρ.3 του ως άνω άρθρου, με την παρ. 8 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η εκ μέρους του δράστη (δανειστή) συνομολόγηση ή λήψη για τον εαυτό του ή για τρίτο, περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου. Βασικός όρος του αξιοποίνου της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι τα περιουσιακά ωφελήματα που συνομολογεί ή λαμβάνει ο δράστης να υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, οι οποίοι είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, τελούν δε σε αληθινή πραγματική συρροή, και ειδικότερα, αφ' ενός μεν με τη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, αφ' ετέρου δε με την επιδίωξη εκπλήρωσης των τοκογλυφικών ωφελημάτων που έχουν συνομολογηθεί. Ως κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι διαπράττεται η τοκογλυφία, σύμφωνα με το άρθρο 13 στ του ΠΚ, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Για την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας δεν προσαπαιτείται να έχει ο δράστης και προηγουμένως καταδικαστεί για όμοια πράξη, ούτε να παραπέμπεται για περισσότερες τέτοιες πράξεις, δεδομένου ότι κριτήριο συνδρομής του επιβαρυντικού στοιχείου της κατ' επάγγελμα τέλεσης είναι η διαπίστωση είτε ύπαρξης πρόθεσης βιοπορισμού από αυτή, είτε ροπή προς τέλεση αυτής .
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 14/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της επιδίωξης εκπληρώσεως τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το νόμιμο ποσοστό τόκου, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και τον καταδίκασε, σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι τη χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την απολογία του κατηγορουμένου και τα έγγραφα, δέχθηκε, κατά λέξη, τα εξής: "Η εγκαλούσα Α. Λ. και ο σύζυγος της Ε. Λ. το έτος 1995 είχαν άμεση και επιτακτική ανάγκη από μετρητά χρήματα καθόσον εις βάρος ενός ακινήτου του Ε. Λ., που αποτελούσε και την οικογενειακή τους στέγη απειλείτο αναγκαστικός πλειστηριασμός, που είχε ορισθεί για τις 21-6-1995, δοθέντος ότι προκειμένου να διασώσουν την οικογενειακή τους στέγη είχαν συμφωνήσει να εμφανισθεί ως υπερθεματίστρια η μητέρα της εγκαλούσας Π. χήρα Α. Χ. και έτσι να παραμείνει το ακίνητο σε αυτούς. Έτσι, κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν το ποσό των 4,000.000 δραχμών, ως εγγύηση, για τη συμμετοχή της μητέρας της εγκαλούσας στον πλειστηριασμό, από το οποίο 1.000.000 δρχ. δανείσθηκαν από τον Ν. Μ. του Δ., ο οποίος και αντιπροσώπευσε τη μητέρα της εγκαλούσας κατά την ημέρα του πλειστηριασμού. Με την υπ' αριθμ. .../21-6-1955 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Αταλάντης Στέφανου Κατσούδα, που είχε οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού, το ακίνητο κατακυρώθηκε στην Π. χήρα Α. Χ. (μητέρα της εγκαλούσας), αντί τιμήματος 16.002.000 δραχμών. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού Στέφανος Κατσούδας επέτρεψε την καταβολή του υπολοίπου (πέραν των 4.000.000 δρχ.) πλειστηριάσματος μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών, δηλαδή μέχρι 6-7-1995. Ο σύζυγος της εγκαλούσας είχε υποβάλλει αίτηση στην Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας, προκειμένου να δανειοδοτηθεί από αυτήν με το ποσό των 13.000.000 δρχ., το οποίο και έλαβαν τελικώς, στις 13-7-1995 και ενώ είχε λήξει η προθεσμία που τους είχε δοθεί για την καταβολή του υπολοίπου του πλειστηριάσματος, πλην όμως, από το αιτηθέν ποσό η τράπεζα παρακράτησε 1.500.000 δρχ., 1.000.000 δρχ. επέστρεψαν στον Ν. Μ., που τους το είχε δανείσει και 1.500.000 δρχ. κατέθεσε ο σύζυγος της εγκαλούσας σε τραπεζικό του λογαριασμό και έτσι είχαν στη διάθεση τους πλέον μόνον 9.000.000 δρχ., έναντι του απομένοντος πλειστηριάσματος των 12.000.000 δραχμών, το οποίο τους πίεζε να καταβάλουν ο συμβολαιογράφος - υπάλληλος του πλειστηριασμού, δοθέντος ότι είχε ήδη εκπνεύσει η προθεσμία, που τους είχε δώσει. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος γνώριζε την επιτακτική τους οικονομική ανάγκη προσφέρθηκε να δανείσει στην εγκαλούσα το ποσό των 3.000.000 δραχμών, λέγοντας της, ότι μπορεί να το εξοφλήσει σταδιακά χωρίς χρονικό περιορισμό. Κατ' αυτόν τον τρόπο, αφού πείσθηκε η εγκαλούσα στα λεγόμενα του, στις 13-7-1995, μετέβη με τον κατηγορούμενο στο συμβολαιογραφείο, που διατηρούσε στην Αταλάντη ο υπάλληλος του πλειστηριασμού Στέφανος Κατσούδας, για να συνταχθεί η πράξη κατάθεσης υπολοίπου πλειστηριάσματος και το συμβολαιογραφικό έγγραφο του δανείου. Ο κατηγορούμενος, όμως, που είχε σκοπό να λάβει για τον εαυτό του από το δάνειο, που υποσχέθηκε, περιουσιακά ωφελήματα, που υπερέβαιναν το κατά το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, της ζήτησε να συντάξουν αντί του συμβολαίου δανείου, εικονικό προσύμφωνο πώλησης του ακινήτου, στο οποίο αυτός θα εμφανιζόταν ως αγοραστής, που είχε καταβάλει ως προκαταβολή το ποσό των 8.000.000 δρχ., δηλαδή το ποσό του δανείου εκ 3.000.000 δρχ. προσαυξημένο κατά 5.000.000 δρχ. Στο προσύμφωνο αυτό θα συμφωνούσαν ότι η πωλήτρια-μητέρα της εγκαλούσας, Π. Χ. θα μπορούσε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, με την προϋπόθεση να επιστρέψει στον κατηγορούμενο την αναφερόμενη προκαταβολή των 8.000.000 δρχ. μέχρι τις 12-12-1995, που θα οριζόταν ως η καταληκτική ημερομηνία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου. Σε περίπτωση παρέλευσης της άνω προθεσμίας, ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να μεταβιβάσει με αυτοσύμβαση το ακίνητο στον εαυτό του, αφού πρώτα καταβάλει στην πωλήτρια το υπόλοιπο του τιμήματος ή να επιδιώξει δικαστικά την απόδοση της προκαταβολής, που φερόταν ότι είχε δώσει. Με τη συμφωνία αυτή ο κατηγορούμενος επεδίωκε να αποκτήσει ανταπαίτηση σε βάρος της εγκαλούσας, ποσού 8.000.000 δρχ., για παροχή δανείου, που συνήφθη στις 13-7-1995, ποσού 3.000,000 δρχ., δηλαδή ανταπαίτηση, που ενσωμάτωνε τόκους 5.000.000 δρχ., για χρονικό διάστημα πέντε μηνών (από 13-7-1995 έως 12-12-1995), που ήταν σαφώς ανώτεροι του κατά νόμο θεμιτού ποσοστού του τόκου, εφόσον το επιτόκιο ανερχόταν σε 166%. Κάτω από την έντονη ψυχολογική πίεση για την εξεύρεση χρημάτων, που αντιμετώπιζε η εγκαλούσα, δέχθηκε την πρόταση αυτή και έτσι με το πληρεξούσιο της μητέρας της, που διέθετε, της οποίας τη συναίνεση είχε, καταρτίσθηκε το υπ' αριθμ. .../14-7-1995 εικονικό προσύμφωνο πώλησης του ακινήτου του συμβολαιογράφου Στέφανου Κατσούδα με τους προαναφερόμενους όρους και αναγραφόμενο τίμημα πωλήσεως 25.000.000 δρχ., ενώ ταυτόχρονα συντάχτηκε η υπ' αριθμ. .../14-7-1995 πράξη κατάθεσης υπολοίπου πλειστηριάσματος αυτού. Με την υπ' αριθμ. .../5-12-1995 πράξη του ως άνω συμβολαιογράφου παρατάθηκε η ισχύς του προσυμφώνου μέχρι τις 8-1-1996, πλην όμως, η εγκαλούσα και ο σύζυγος της δεν μπορούσαν να αποδώσουν στον κατηγορούμενο το κεφάλαιο με τους τοκογλυφικούς τόκους δηλ. τα 8.000.000 δρχ. Μετά από αυτά ο κατηγορούμενος άσκησε κατ' αυτών την από 24-1-2001 και με αύξ. αρ. κατάθ. 1733/ΤΜ195/30-5-2001 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία ζητούσε την καταψήφιση αυτών στο ποσό των 8.000.000 δρχ., προερχόμενο από την προκαταβολή, που έδωσε με βάση το προαναφερόμενο προσύμφωνο, στο οποίο υπεκρύπτετο, όπως προελέχθη, τοκογλυφική σύμβαση δανείου, δηλαδή επεδίωξε να εισπράξει τοκογλυφικά ωφελήματα, που πηγάζουν από τοκογλυφική απαίτηση, πράξη, που αποτελεί έναν από τους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας του άρθρου 404 ΠΚ (βλ. ΑΠ 604/2000 Ποιν.Δ. 2000, 920). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ενεργούσε τοκογλυφικές πράξεις επανειλημμένα με το σκοπό πορισμού εισοδήματος, δοθέντος ότι στην περιοχή ... είχε αναπτύξει παρόμοια δραστηριότητα, το γεγονός δε αυτό καταθέτει η μάρτυρας Δ. Θ., αλλά και ο μάρτυρας Κ. Π., η πρώτη μάλιστα αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος προς εξασφάλιση δανείων, που της χορήγησε, την υποχρέωνε να εκδίδει επιταγές, που ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους, στη συνέχεια δε εξέδιδε διαταγές πληρωμής με βάση τις επιταγές αυτές, κατά των οποίων η μάρτυρας αυτή άσκησε ανακοπές, με τις οποίες ζητούσε την ακύρωση των διαταγών πληρωμής, για το λόγο ότι οι επιταγές με βάση τις οποίες εκδόθηκαν, ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους, εκδόθηκαν δε στη συνέχεια οι υπ' αριθμ. 1394/1997, 135/1998, 1338/1998, 297/1999 και 316/1999 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με τις οποίες ακυρώθηκαν οι διαταγές πληρωμής, που είχαν εκδοθεί, καθόσον οι επιταγές, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν αυτές ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους. Επίσης, ο κατηγορούμενος είχε παραπεμφθεί και παλαιότερα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας με την κατηγορία της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση μετά από μήνυση του Β. Θ. και της Δ. Θ.. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος του ότι, στη Λαμία, στις 30-5-2001, επεδίωξε την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, συνομολογηθέντων κατά την παροχή και παράταση της προθεσμίας πληρωμής δανείου, επιχειρεί δε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις αυτού του είδους, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης. Κατόπιν αυτών οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, που στο σύνολο τους συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, πρέπει ν' απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι". Στο διατακτικό τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στη Λαμία, στις 30-5-2001, επιδίωξε την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων, δηλαδή περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, συνομολογηθέντων κατά την παροχή και παράταση της προθεσμίας πληρωμής δανείου, επιχειρεί δε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις αυτού του είδους. Ειδικότερα, άσκησε εναντίον της Π. Χ. χας Α., την από 24-1-2001 και με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. 1733/ΤΜ 195/30-5-2001 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζητώντας την απόδοση προς αυτόν του ποσού των 8.000.000 δρχ. ισχυριζόμενος ότι το ποσό αυτό αντιπροσώπευε την προκαταβολή που είχε καταβάλει στην εναγομένη κατά τη γενόμενη προσυμφωνηθείσα μεταξύ τους πώληση προς αυτόν ακινήτου, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../14-7-1995 προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Κατσούδα, λόγω του ότι είχε υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, πλην όμως η ανωτέρω σύμβαση ήταν εικονική, υποκρύπτουσα σύμβαση δανείου που είχε συνάψει με την εγκαλούσα, Α. σύζ. Ε. Λ., μητέρα της εναγομένης, στις 14-7-1995, κατά την οποία είχε συνομολογήσει για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν προφανώς το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, δεδομένου ότι για κεφάλαιο ύψους 3.000.000 δρχ. συναφθέντος στις 14-7-2005, αποδοτέο κατά τη συμφωνία τους αρχικά στις 12-12-1995 και κατόπιν δοθείσας εκ μέρους του προθεσμίας πληρωμής στις 8-1-1996, συνομολόγησε τόκους ύψους 5.000.000 δρχ. (166% επιτόκιο για χρονικό διάστημα πέντε περίπου μηνών). Ο κατηγορούμενος επιχειρεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις αυτού του είδους, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση τους προκύπτει σκοπός για πορισμό μόνιμου και σημαντικού εισοδήματος, καθώς και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της κακουργηματικής (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια) επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13στ, 14, 16, 17, 18α, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 52, 79, 404 παράγραφοι 2 περ. β-α και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν τις παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή αιτιολογίες ή με άλλον τρόπο, και έτσι δε στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα κρίσης όλα τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης και ειδικότερα όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων 1) την 413/2000 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαμίας, το γεγονός δε ότι εξαίρονται οι καταθέσεις των μαρτύρων Δ. Θ. και Κ. Π. δεν υποδηλώνει ότι οι καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων και τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα δε λήφθηκαν υπόψη, και 2) η 200/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, το γεγονός δε, ότι δεν εξαίρεται η κατάθεση του μάρτυρα Κ. - Σ. Κ., τότε συμβολαιογράφου Αταλάντης, που περιέχεται σε αυτήν, δεν υποδηλώνει ότι η κατάθεση αυτή δε λήφθηκε υπόψη, β) προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο χρόνος και οι εν γένει περιστάσεις υπό τις οποίες επιδίωξε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με την άσκηση της με αρ. κατ. 1733/ΤΜ 195/30-5-2001 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κατά της Π. Χ. χας του Α., μητέρας της εγκαλούσας, ζητώντας την απόδοση ποσού 8.000.000 δρχ. ισχυριζόμενος ότι το ποσό αυτό αντιπροσώπευε την προκαταβολή που είχε καταβάλει στην εναγομένη, κατά τη γενομένη προσυμφωνηθείσα μεταξύ τους πώληση προς αυτόν ακινήτου, δυνάμει του .../1995, προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Κων/νου Κατσούδα, λόγω του ότι είχε υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, πλην όμως η σύμβαση αυτή ήταν εικονική, υποκρύπτουσα σύμβαση δανείου που είχε συνάψει με την εγκαλούσα Α. Λ., στις 14-7-1995, κατά την οποία είχε συνομολογήσει για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, δεδομένου ότι για κεφάλαιο δανείου 3.000.000 δρχ. συναφθέντος στις 14-7-1995, αποδοτέο κατά τη συμφωνία τους αρχικά στις 12-12-1995 και κατόπιν δοθείσας εκ μέρους του προθεσμίας πληρωμής στις 8-1-1996, συνομολόγησε τόκους ύψους 5.000.000 δρχ. (ποσοστό 166/% για χρονικό διάστημα πέντε μηνών), γ) αιτιολογείται πλήρως η κρίση του δικαστηρίου, με την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις επανειλημμένα με σκοπό πορισμού εισοδήματος, με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει παρόμοια δραστηριότητα που είχε αναπτύξει στην περιοχή ..., όπου διέμενε, περί της οποίας κατέθεσαν οι μάρτυρες Δ. Θ. και Κ. Π., δ) αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι από την επανειλημμένη τέλεση των ως άνω τοκογλυφικών πράξεων, προκύπτει και σταθερή ροπή του αναιρεσείοντος για την τέλεση της πράξεως αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητας του.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. σχετικός, I έως και V λόγοι του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, και Ι έως VII του δικογράφου των προσθέτων λόγων καθώς και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. VIIΙ λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων με τους οποίους, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, όταν διατάχθηκε η αναβολή της δίκης για κρείσσονες (ισχυρότερες) αποδείξεις, στο δικαστήριο της ουσίας ανήκει η κρίση περί του αν μπορεί αυτό να μορφώσει ασφαλή δικανική πεποίθηση για τη δικαζόμενη υπόθεση με τους μάρτυρες που εμφανίσθηκαν. Ενόψει τούτων, το δικαστήριο της ουσίας το οποίο επιλαμβάνεται της υποθέσεως μετά από απόφαση, με την οποία διατάχθηκαν κρείσσονες αποδείξεις, κατά το άρθρο 355 του ΚΠΔ, μπορεί και αν δεν κλητευθούν ή δεν εμφανισθούν οι μάρτυρες των οποίων είχε διατάξει την προσέλευση, να προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και να ανακαλέσει έτσι εμμέσως την προεκδοθείσα απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 548 του ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολογία (ΑΠ 743/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την 95/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας είχε αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως για να κληθούν και προσέλθουν οι εκ της διαδικασίας προκύψαντες μάρτυρες Α. Θ., Χ. Σ., Κ. Τ. και Κ. Ζ. και ορίστηκε ρητή δικάσιμος για την 25-1-2012, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο εμφανίσθηκαν μόνο οι δυο από τους παραπάνω μάρτυρες Χ. Σ. και Κ. Τ. και το Δικαστήριο προχώρησε στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως, ανακαλώντας έτσι εμμέσως την προεκδοθείσα απόφαση του, σύμφωνα με το άρθρο 548 του ΚΠΔ, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολογία, η δε αντίθετη με τα παραπάνω αιτίαση του αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν επικαλείται ότι, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, υπέβαλε αίτημα νέας αναβολής για ισχυρότερες αποδείξεις προς εξέταση των μαρτύρων που δεν εμφανίσθηκαν, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, σύμφωνα και με όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. σχετικός, ΙV λόγος του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το σκέλος με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για τον παραπάνω λόγο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, του άρθρου 404 Π.Κ., όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/3-6-1999, "1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, β) Όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν απ' αυτήν την απαίτηση. 3 Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. 5. Η ποινική δίωξη των πράξεων των παρ. 1 και 2 ασκείται ύστερα από έγκληση". Με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/3-6-1999 επήλθε νομοθετική μεταβολή στις ποινικές κυρώσεις του ανωτέρω εγκλήματος της τοκογλυφίας και ειδικότερα, στη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 404 Π.Κ. η φράση "με φυλάκιση μέχρι δύο ετών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών", στη δε παράγραφο 3 του άρθρου αυτού η φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", ενώ η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου καταργήθηκε. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, για την ποινική δίωξη της πράξεως της τοκογλυφίας με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσής της, και πριν από την τροποποίηση του άρθρου 404 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 8 του ως άνω Ν. 2721/1999 δεν απαιτούνταν έγκληση. Η έγκληση προβλεπόταν μόνο για τις πράξεις της τοκογλυφίας στις παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού (αυτές δηλαδή που δεν τελούνταν κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια κατά την παράγραφο 3), από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 εδ. γ' του ως άνω Ν. 2721/3-6-1999, από της ισχύος του οποίου για την ποινική δίωξη, κάθε μορφής τοκογλυφίας δεν απαιτείται πλέον έγκληση.
Συνεπώς, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Δικαστήριο της ουσίας καταδικάζοντας αυτόν για την πράξη της τοκογλυφίας, αντί να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, αφού είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της πράξεως, λόγω ελλείψεως νομίμου εγκλήσεως, κατά την παρ.5 του άρθρου 404 του ΠΚ όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 1721/1999 είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η ανωτέρω πράξη της τοκογλυφίας τελέστηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και επομένως, για τη δίωξη αυτής, όπως προαναφέρθηκε, δεν απαιτούνταν έγκληση. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. IX και X πρόσθετοι λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης, διότι για την ποινική δίωξη της πράξεως αυτής απαιτούνταν έγκληση, η οποία δεν υποβλήθηκε, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες υπό την επίκληση των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως αβάσιμη, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμό πρωτ. 2/22-3-2012 αίτηση του Α. Μ. του Κ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις δικαστικές φυλακές Μαλανδρίνου, και τους από 26-2-2013, Πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 14/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή