Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Απάτη πραγματική συρροή με πλαστογραφία μετά χρήσεως. Απορρίπτονται οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 393 παρ. 2 ΠΚ.
Αριθμός 1281/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη- Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, περί αναιρέσεως της 1943/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1702/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι απαραίτητη και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Περαιτέρω, η πλαστογραφία μετά χρήσεως και η απάτη συρρέουν αληθώς. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, στη διάταξη την οποία εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος, ο οποίος υπηρετούσε και υπηρετεί στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας ως υπάλληλος ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας, στο ... ... και στις 9-8-2001, ενεργώντας με πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιους σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. "Συγκεκριμένα, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε την περιουσία της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, παριστάνοντας εν γνώσει του ψευδώς στα μέλη της Επιτροπής της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, που ήταν αρμόδια για τις βεβαιώσεις των δικαιουμένων του επιδόματος ειδικοτήτων των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και της ειδικής αποζημιώσεως του Ν.2682/1999, ότι του είχε απονεμηθεί η ειδικότητα του ελεγκτή ραντάρ προσέγγισης Αθηνών, αποστέλλοντας τηλεομοιοτυπικώς προς το μέλος της ως άνω επιτροπής ... ακριβές αντίγραφο της με αριθμό πρωτοκόλλου Δ4/Α/23176/3862 πλαστής αποφάσεως απονομής της ως άνω ειδικότητας και με τον τρόπο αυτό παραπλανώντας και πείθοντας τα μέλη της ως άνω Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και τον Πρόεδρο της ..., να του χορηγήσει η Επιτροπή τα προβλεπόμενα από το άρθρο 34 του Ν. 2682/1999, για την ειδικότητα του Ελεγκτού ραντάρ προσέγγισης Αθηνών επίδομα και αποζημίωση αναδρομικά από τον χρόνο που αναγραφόταν στην ως άνω πλαστή απόφαση ότι απέκτησε την ειδικότητα του ελεγκτού ραντάρ προσέγγισης Αθηνών, δηλαδή από 1-6-2001, που φερόταν ότι εκδόθηκε η ως άνω πλαστή απόφαση, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε δώσει ακόμη εξετάσεις και δεν είχε ακόμη αποκτήσει την ειδικότητα του ελεγκτού ραντάρ προσέγγισης Αθηνών και δεν δικαιούταν το επίδομα και την αποζημίωση για την ειδικότητα αυτή και μάλιστα αναδρομικά από 1-6-2001 και με την εξαπάτηση αυτή κατάφερε το σκοπό του και λάμβανε το σχετικό επίδομα και την αποζημίωση που αντιστοιχούσαν στην ειδικότητα του ελεγκτού ραντάρ προσέγγισης από 1-6-2001 μέχρι και το μήνα Μάρτιο του 2002, προκαλώντας έτσι ζημία στην περιουσία της Πολιτικής Αεροπορίας που ανέρχεται συνολικά σε 1979,63 ευρώ και αποκομίζοντας ο ίδιος αντίστοιχο περιουσιακό όφελος. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν κατάλαβε ότι εισέπραττε από την 1-6-2001 μέχρι και το Μάρτιο του έτους 2002 παράνομα το επίδομα και την αποζημίωση που αντιστοιχεί στην ειδικότητα του ελεγκτού ραντάρ προσέγγισης Αθηνών, ενόψει ότι αυτός είναι υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ και απόφοιτος Πανεπιστημίου, δεν πείθει το Δικαστήριο και κρίνεται αβάσιμος. Επομένως, αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της απάτης για την οποία κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, σύμφωνα με το διατακτικό.". Με βάση τα παραπάνω το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για απάτη, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχτηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή, αναφορικά με τη σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ που εφάρμοσε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε', πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της 1) έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο και τι προκύπτει από καθένα από αυτά και 2) της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ, με τη μορφή της έλλειψης νόμιμης βάσης και της μη συρροής της απάτης με την πλαστογραφία μετά χρήσεως, για τις οποίες, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ασκήθηκε ποινική δίωξη, είναι αβάσιμοι.
Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ειδικά και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 393 ΠΚ, προκύπτει ότι το αξιόποινο του εγκλήματος της απάτης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα και ικανοποίησε πλήρως τον ζημιωθέντα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε 1)να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 393 ΠΚ ισχυρισμός του, για τη θεμελίωση του οποίου επικαλέστηκε ότι " από όλα τα έγγραφα που σας κατέθεσα αλλά και από όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων προκύπτει ότι αμέσως μόλις κατάλαβα ότι έχω εισπράξει ποσά τα οποία δεν δικαιούμουν, αυτοβούλως και χωρίς καμία καθυστέρηση τα επέστρεψα στην υπηρεσία, από όπου τα εισέπραξα, χωρίς να προσπαθήσω να ιδιοποιηθώ τίποτα που δεν μου αναλογούσε. Η καταβολή δε έγινε άμεσα, τον Ιούνιο του 2001, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που σας προσκόμισα αλλά και από τους μάρτυρες, πράγμα που δείχνει ότι ουδεμία πρόθεση είχα να λάβω παρανόμως τα χρήματα αυτά. Προς τούτο δε συνηγορεί και το γεγονός ότι εγώ έκανα συνεχείς αιτήσεις, προκειμένου να λάβω την πιστοποίηση για την ειδικότητα του ελεγκτή ΡΑΝΤΑΡ και να παίρνω νόμιμα το επίδομα αυτό, γεγονός που οδήγησε και στην αποκάλυψη της όλης υπόθεσης. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι τυγχάνει εφαρμογής το ανωτέρω αναφερόμενο άρθρο 393 παρ. 2 ΠΚ, αφού εγώ επέστρεψα οικειοθελώς όλα τα χρήματα που παρανόμως είχα εισπράξει, πολύ νωρίτερα από οποιαδήποτε άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά και οποιαδήποτε άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή Ε.Δ.Ε. κα κατά συνέπεια δεν πρέπει να μου επιβληθεί καμία ποινή." και 2) να αναγνωριστεί ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ, για τη θεμελίωση της οποίας επικαλέστηκε ότι μετά την τέλεση της πράξης του επέδειξε πολύ καλή συμπεριφορά εξακολουθώντας να προσφέρει συνειδητά καλές υπηρεσίες στο επαγγελματικό, οικογενειακό και κοινωνικό εν γένει περιβάλλον του, συμμετέχοντας σε όλες τις ανωτέρω κοινωνικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Το Δικαστήριο απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς, αντίστοιχα, με την αιτιολογία ότι 1) "δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο κατηγορούμενος ικανοποίησε πλήρως τη ζημιωθείσα Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας με την καταβολή του κεφαλαίου της ζημίας της και των τόκων υπερημερίας επί τούτου και ούτε δηλώνεται κάτι τέτοιο από την παθούσα Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και κατά συνέπεια ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί απαλλαγής του από κάθε ποινή για την ως άνω αξιόποινη πράξη της απάτης λόγω έμπρακτης μετάνοιας του, κατ' εφαρμογή του άρθρου 393 παρ. 2 του ΠΚ, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος." και 2)"δεν αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος μετά την τέλεση της ως άνω πράξης του συμπεριφέρθηκε καλά για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα". Οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν αόριστοι, διότι ο κατηγορούμενος, α) ως προς τον πρώτο, δεν προσδιόρισε το ύψος του ποσού που απέδωσε και δεν επικαλέστηκε ότι σ' εκείνο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας και β) ως προς το δεύτερο, δεν επικαλέστηκε, ευθέως, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία να θεμελιώνει τον ισχυρισμό αυτό, εκείνα δε τα οποία εμμέσως επικαλείται, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, αναφέρονται, κυρίως, στην ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α, η οποία, από παραδοχή της απόφασης, προκύπτει ότι αναγνωρίστηκε στο πρόσωπο του. Το δικαστήριο, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, όμως, εκ περισσού, διέλαβε στην απόφαση του την, κατά τα ανωτέρω, αιτιολογία, η οποία, ειδικότερα ως προς τη απόρριψη του πρώτου, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των παραπάνω ισχυρισμών. Τέλος αβάσιμος είναι και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε', δεύτερος, κατά το πρώτος μέρος του, λόγος της αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 393 του ΠΚ. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει, προς έρευνα, άλλος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-10-2007 αίτηση του ..., για αναίρεση της 1943/2007 απόφασης του Τριμελούς (για πλημμελήματα) Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ