Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 457 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Πλαστογραφία, Πολιτική αγωγή, Αναβολής αίτημα.




Περίληψη:
Πλαστογραφία με χρήση και απάτη. Στοιχεία των εγκλημάτων. Αιτιολογημένη καταδίκη για το έγκλημα από τον κατηγορούμενο, ο οποίος σε λευκό έγγραφο που είχε υπογράψει η εγκαλούσα για άλλο σκοπό, συμπλήρωσε ότι αυτή αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία της και το χρησιμοποίησε στη συνέχεια στο δικαστήριο, για να επιτύχει την απόρριψη σχετικής αγωγής της εγκαλούσης για ακυρότητα της απολύσεώς της. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και δεν χρειάζεται να αναφερθεί ιδιαιτέρως στα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι η κατάθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 457/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 8425/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 485/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 216 §1 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιάς του, με μεταβολή του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και, περαιτέρω, σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Εξάλλου η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ' αυτήν, με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου, για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία εκάστου των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Ωστόσο πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών για να μορφώσει την κρίση του περί της ενοχής ή αθωώσεως του κατηγορουμένου, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο να μνημονεύεται η τοιαύτη ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, ειδικότερα μάλιστα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας) ότι ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για περισσότερες αποδείξεις με σκοπό να προσκομιστούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει, όμως, αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του, αλλιώς ιδρύεται ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, ενώ η μη απάντηση σ' αυτό συνιστά έλλειψη ακροάσεως και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ.Β' του ίδιου Κώδικα. Αν ακολούθως το δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απαντήσει ή να απορρίψει αιτιολογημένα το αίτημα της αναβολής, προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου ή στην απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης ή απαράδεκτης, υποπίπτει στην πλημμέλεια της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ.Η' του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 8425/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο ήδη αναιρεσείον και ο ακολούθως αθωωθείς συγκατηγορούμενός του ζήτησαν την αναβολή της δίκης για περισσότερες αποδείξεις και συγκεκριμένα για να προσκομιστεί το πρωτότυπο του θεωρούμενου ως πλαστού εγγράφου, δηλαδή την από 16-4-2002 δήλωσης οικειοθελούς αποχώρησης της μηνύτριας, προκειμένου να διαπιστωθεί είτε με πραγματογνωμοσύνη είτε μακροσκοπικά ότι η υπογραφή της μηνύτριας τέθηκε κάτω από υπάρχον ήδη κείμενο. Το Δικαστήριο απέρριψε το ανωτέρω αίτημα με την ακόλουθη αιτιολογία: "Το αίτημα της αναβολής προς διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμο-σύνης του ένδικου εγγράφου προβάλλεται το πρώτον στο παρόν δικαστήριο, χωρίς παράλληλα να προσκομίζεται το πρωτότυπο του εν λόγω εγγράφου, που λογικά, εφόσον οι νυν εκκαλούντες - κατηγορούμενοι οι ίδιοι το προσκόμισαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επί ασκηθείσας εκ μέρους τους εφέσεως κατά της με αριθμό 67/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, πρέπει να το κατέχουν. Επί πλέον ουδόλως ισχυρίζονται ότι το εν λόγω έγγραφο ευρίσκεται στα χέρια τους, ώστε να αναζητηθεί, ενώ συγχρόνως εγκυμονεί ο κίνδυνος παραγραφής της υποθέσεως, αφού ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος είναι η 16η-4ου-2002. Κατόπιν των ανωτέρω η αίτηση των κατηγορουμένων περί αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης θα πρέπει να αναβληθεί". Η ανωτέρω αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής εκ παραδρομής γράφτηκε ότι πρέπει να αναβληθεί) είναι η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, γιατί εκτίθεται ο λόγος για τον οποίο κρίνεται απορριπτέο το αίτημα, ο οποίος συνίσταται στο ότι δεν προκύπτει ούτε γίνεται επίκληση για το ποιος κατέχει το έγγραφο ώστε αυτό να αναζητηθεί και επιπλέον πιθανολογείται ότι το έγγραφο πρέπει να το κατέχουν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι το προσκόμισαν στο πολιτικό δικαστήριο κατά την εκδίκαση της σχετικής αγωγής της μηνύτριας εναντίον τους και έτσι μπορούσαν αυτοί να το προσκομίσουν στο Δικαστήριο (άνευ ανάγκης δε, συνεπικουρείται η απορριπτική κρίση από το ότι επίκειται κίνδυνος παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως). Κατόπιν τούτου το Δικαστήριο ορθά προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι κατά το ανωτέρω σημείο.
Ακολούθως το Δικαστήριο εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά σχετικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα: "Στις 4-3-2002 με προφορική (άτυπη) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη από την εταιρεία με την τότε επωνυμία "ΑΦΟΙ Χ ΠΑΡΑΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑ ΑΕ" η πολιτικώς ενάγουσα, Ψ, για να εργασθεί ως πωλήτρια στο κατάστημα της εταιρείας επί της οδού .... Στις 18.4.2002 η ως άνω πολιτικώς ενάγουσα αισθάνθηκε ισχυρούς πόνους και μεταφέρθηκε στην ... - τμήμα έκτακτων περιστατικών επί της οδού ..., όπου μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι πάσχει από οξεία σκωληκοειδίτιδα και ότι διανύει το πρώτο τρίμηνο κύησης και παραπέμφθηκε, κατά σύσταση των ιατρών, σε νοσοκομείο με γυναικολογική και χειρουργική κλινική (βλ. και το ... πιστοποιητικό της ...). Στη συνέχεια την ίδια ημέρα (18.4.2002) μεταφέρθηκε στο Γ.Π.Ν.Α. ..., που νοσηλεύθηκε από 18.4.2002 μέχρι 20.4.2002 και διαγνώσθηκε άλγος (ΔΕ) λαγονίου, της χορηγήθηκε συντηρητική αγωγή και αναρρωτική άδεια πέντε (5) ημερών, δηλαδή μέχρι και 25.4.2002 (βλ. και το ... πιστοποιητικό νοσηλείας του ...). Η ενάγουσα επανήλθε στην εργασία της στις ..., και ήδη από 18.4.2002, μόλις διαπιστώθηκε η εγκυμοσύνη της ενημέρωσε την εργοδότρια εταιρεία. Προσέφερε τις υπηρεσίες της στην εργοδότρια εταιρεία στις 25.4.2002 και 26.4.2002, ημέρες Πέμπτη και Παρασκευή, αντίστοιχα, ενώ στις 27 και 28 που ήταν Σαββατοκύριακο, καθώς και τη Δευτέρα 29.4.2002, που είχε ρεπό, δεν εργάστηκε. Στις 30.4.2002 όταν επέστρεψε στην εργασία της η εργοδότρια εταιρεία την απέλυσε, χωρίς την τήρηση του εγγράφου τύπου και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Κατόπιν αυτού η εγκαλούσα προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας και εν συνεχεία άσκησε την από 3.7.2002 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας και να υποχρεωθεί η εργοδότρια εταιρία να της καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές, αποδοχές αδείας κλπ. Επ' αυτής (αγωγής) εκδικασθείσης ερήμην της εναγομένης εταιρείας εκδόθηκε η με αριθμό 67/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή τη αγωγή της νυν εγκαλούσας, και κατ' αυτής ασκήθηκε εκ μέρους της εργοδότριας εταιρείας έφεση κατά την εκδίκαση της οποίας η εκκαλούσα εταιρεία προσκόμισε το φερόμενο από 16.4.2002 έγγραφο, το οποίο στο πάνω αριστερό του τμήμα φέρει τη σφραγίδα της εταιρείας, αναγράφεται με κεφαλαία και μικρά γράμματα επί λέξει "ΔΗΛΩΣΗ ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΟΥΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ" Κατωτέρω αναγραφόμενη Ψ δηλώνω ότι απασχολήθηκα στην εταιρεία "Αφοι Χ Α.Ε.Ε." με έδρα την ... , σαν Υπ. γραφείου από την 5-3-2002 μέχρι 16-4-2002, οπότε και αποχωρώ οικειοθελώς, μη έχουσα καμμία περαιτέρω οικονομική απαίτηση, επειδή μου ικανοποιήθηκαν όλες οι από το νόμο απορρέουσες απαιτήσεις μου. ΑΘΗΝΑ 16.4.2002. Η δηλούσα και αποχωρούσα". Η εγκαλούσα δεν αμφισβητεί μεν την υπογραφή της στο συγκεκριμένο έγγραφο διαθέσεως, αποδείχθηκε δε ότι η δήλωση βουλήσεως, όπως εκεί αποτυπώνεται, δεν προέρχεται από την ίδια, ως εκδότρια, διότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ, ο οποίος εν τοις πράγμασι ασκούσε διοίκηση στην εταιρεία, όπως καταθέτουν οι εξετασθέντες στο ακροατήριο μάρτυρες, χωρίς καμιά εντολή της συμπλήρωσε το περιεχόμενο του, το δε έγγραφο αυτό όταν το υπέγραψε ήταν λευκό, χωρίς οποιοδήποτε κείμενο, και το υπέγραψε τρεις περίπου εβδομάδες μετά το χρόνο της πρόσληψης της με την διαβεβαίωση του πιο πάνω κατηγορουμένου ότι πρόκειται για "ένα τυπικό χαρτί για το Ι.Κ.Α.". Ισχυρίζονται βεβαίως οι κατηγορούμενοι ότι το κείμενο του πιο πάνω εγγράφου περί οικειοθελούς της αποχώρησης έχει συμπληρωθεί αυτόβουλα από την εγκαλούσα. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός δεν επιβεβαιώνεται, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι τόσο στις 17.4.2002 όσο και στις 18.4.2002 η εγκαλούσα, ενώ φέρεται, σύμφωνα με το πλαστό έγγραφο ότι έχει αποχωρήσει από την εταιρεία, εργαζόταν σ' αυτήν, καθώς α) από το προσκομιζόμενο από την ίδια με αριθμό ... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής της εταιρείας "... Α.Ε.Β.Ε.", αυτή παρέλαβε για λογαριασμό της εταιρείας εμπορεύματα και έχει υπογράψει κάτω από την ένδειξη ο παραλαβών, την υπογραφή δε στο πιο πάνω τιμολόγιο δεν αρνούνται οι κατηγορούμενοι, ενώ επιβεβαιώνεται η παραλαβή του ως άνω τιμολογίου στις 17.4.2002 και από την μάρτυρα υπερασπίσεως των κατηγορουμένων, ... και β) από την κατάθεση της συναδέλφου της ... προέκυψε ότι στις 18.4.2002 συνοδευόμενη απ' αυτήν μεταφέρθηκε από την εργασία της στο νοσοκομείο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα προαναφερθέντα έγγραφα των ανωτέρω νοσοκομείων .... Εξάλλου, ο ως άνω ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι κατείχαν το επίμαχο έγγραφο περί οικειοθελούς αποχώρησης της εγκαλούσας, το οποίο τάχα είχε συμπληρωθεί αυτόβουλα από την ίδια, δεν ευσταθεί, καθότι κατά τη συζήτηση της εργατικής διαφοράς στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 9.5.2002 οι κατηγορούμενοι ουδέν ανέφεραν περί του πιο πάνω εγγράφου (βλ. την μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενη και αναγνωσθείσα με αριθμό 8860/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος των κατηγορουμένων, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή των δια της με αριθμ. 67/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδικασθέντων στην νυν εγκαλούσα ποσών, ανέφερε το περιεχόμενο του 16.4.2002 εγγράφου, ως αυτό αναλυτικά αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας, στην από 1.3.2004 έφεση της εταιρείας που εκπροσωπούσε, κατά της νυν εγκαλούσας, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του το Δικαστήριο, σχετικά με το ότι η πολιτικώς ενάγουσα απεχώρησε από την εργασία της οικειοθελώς και να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής. Το εν λόγω έγγραφο, κατήρτισε ο δεύτερος κατηγορούμενος, αφού είχε υφαρπάσει την υπογραφή της εγκαλούσας με το πρόσχημα της αναγγελίας στο ΙΚΑ. Συντρέχουν λοιπόν στο πρόσωπο του δεύτερου κατηγορουμένου τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του αδικήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, όπως το αδίκημα εξειδικεύεται στο διατακτικό. Πρέπει κατ' ακολουθίαν τούτων να κηρυχθεί ένοχος και της πράξεως αυτής". Μετά από το Δικαστήριο καταδίκασε τον ανωτέρω κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος, σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση, για το οποίο καταδίκασε τον ως άνω κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 §1 του ΠΚ. Ειδικότερα αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος ετέλεσε την πράξη της πλαστογραφίας, ότι δηλαδή σε λευκό χαρτί με τη φίρμα της εταιρίας του, στο οποίο είχε θέσει την υπογραφή της η εγκαλούσα, παραπεισθείσα από τον κατηγορούμενο ότι το χαρτί αυτό θα χρησιμοποιείτο δήθεν στο ΙΚΑ, συμπλήρωσε ότι η εγκαλούσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, το έγγραφο δε αυτό χρησιμοποίησε στη συνέχεια στο πολιτικό δικαστήριο προκειμένου να επιτύχει την απόρριψη σχετικής εργατικής αγωγής της εγκαλούσης, με την οποία αυτή επικαλείτο ακυρότητα της απολύσεώς της και ζητούσε δεδουλευμένες αποδοχές. Επίσης προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε και η κατάθεση χωρίς όρκο της πολιτικώς ενάγουσας, αφού οι παραδοχές της αποφάσεως συμπορεύονται με την κατάθεση αυτή και επιπλέον γίνεται σαφής αναφορά ότι η εγκαλούσα δεν αμφισβήτησε την υπογραφή της στο πλαστό κατά περιεχόμενο έγγραφο. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και κατά το ανωτέρω σημείο.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 §2 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, προκαλεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 §1 περίπτ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζονται, αφενός οι αρχές της δημοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας και αφετέρου η άσκηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο.
Εν προκειμένω ο αναιρεσείων επικαλείται ότι το Δικαστήριο στο σκεπτικό της αποφάσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε α) το από ... πιστοποιητικό της ... και β) το υπ' αριθ. ... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής της εταιρείας "... ΑΕΒΕ", τα οποία όμως έγγραφα δεν είχαν αναγνωσθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και έτσι παραβιάστηκαν οι ανωτέρω αρχές και η άσκηση του ως άνω δικαιώματός του. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα ανωτέρω έγγραφα αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα αναγνωσθέντα με τους αύξοντες αριθμούς ... και ... αντίστοιχα, μόνο που α) το πρώτο έγγραφο αναφέρεται στο σκεπτικό με αριθμό πρωτοκόλλου ... και χρονολογία 21-5-2002, ενώ στα αναγνωσθέντα έγγραφα αναφέρεται με τον ίδιο αριθμό πρωτοκόλλου αλλά με χρονολογία 10-6-2002 και β) το δεύτερο έγγραφο αναφέρεται στο σκεπτικό με αριθμό ... και χρονολογία ..., ενώ στα αναγνωσθέντα έγγραφα αναφέρεται μόνο με τη χρονολογία 17-4-2002, πλην όμως και στις δύο περιπτώσεις, προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται για τα ίδια έγγραφα, αφού μάλιστα δεν αναγνώσθηκε άλλο ιατρικό πιστοποιητικό και άλλο τιμολόγιο - δελτίο αποστολής, ώστε να δημιουργηθεί ενδεχομένως αμφιβολία ως προς το εάν αυτά αναγνώσθηκαν. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, που δεν περιέχει άλλο λόγο, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 §1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 9-3-2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8425/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή