Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδίκη κατηγορουμένου για κατοχή και πώληση ναρκωτικών. Δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 211 Α του ΚΠΔ, όταν το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση έλαβε υπόψη του όχι μόνο την απολογία συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, αλλά και την κατάθεση αστυνομικού ο οποίος είχε και άλλες πηγές πληροφοριών εκτός από τον συγκατηγορούμενο. Αν το σκεπτικό της αποφάσεως είναι δυνατόν να αναγνωστεί, είναι αντίστοιχα δυνατός και ο έλεγχος της υπάρξεως αιτιολογίας και της ορθής εφαρμογής του νόμου. Αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς που διατυπώθηκε ορισμένως με συνοδεύοντα περιστατικά. Αναιρείται η απόφαση ως προς την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού και ως προς την επιβληθεί-σα ποινή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2025/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Διοματάρη, περί αναιρέσεως της 1832/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 24 Απριλίου 2009 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1930/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός καθίσταται αόριστος και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αν όμως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι σαφής και ορισμένος κατά τα άνω και δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψή του, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Μεταξύ των ως άνω ισχυρισμών περιλαμβάνονται και εκείνοι που αφορούν στη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 του ΠΚ, οι οποίοι είναι ορισμένοι όταν παρατίθενται όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί η επίκληση μόνο της νομικής διάταξης που προβλέπει την αντίστοιχη ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίο αυτή είναι γνωστή στη νομική ορολογία. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1832/2008 απόφασή του δέχτηκε σχετικά με τον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: "Σε σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο αποδείχτηκε κατά την πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου ότι τέλεσε τις ως έπεται πράξεις ήτοι: Ο 1ος κατηγορούμενος Χ1, α) Στον ... στις αρχές Σεπτεμβρίου 2003 επώλησε μέσω του Χ2 στον Χ3 και Χ4 484,6 γρ. ινδικής κάνναβης, αντί του ποσού των 300 ευρώ, β) στον ... την 6-9-2003 κατείχε ναρκωτικά, συγκεκριμένα κατείχε 484,6 γρ. ινδικής κάνναβης. Τα παραπάνω προκύπτουν προεχόντως από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού ΑΑ, ο οποίος εκτός άλλων κατέθεσε ότι "Στις 7-9-03 εκτελούσαμε απογευματινή περιπολία ασφαλείας και από πληροφορίες συλλάβαμε στο σταθμό της ... δύο άτομα που κατείχαν μισό κιλό ινδική κάνναβη. Από την προανάκριση προέκυψε ότι είχαν προμηθευτεί τα παραπάνω ναρκωτικά από άτομο Αλβανικής καταγωγής που δούλευε σε ψησταριά στη ... . Ο Χ2 ήταν ο μεσολαβητής. Ο Χ2 αναγνώρισε τον αλλοδαπό ως το άτομο που του έδωσε τα ναρκωτικά για τον Χ3 και τον Χ4 έναντι 300 ευρώ. Δεν είχε απασχολήσει ο Χ1 ξανά την υπηρεσία μας. Τον συλλάβαμε στην ψησταριά. Δεν βρέθηκαν πράγματα στο σπίτι του. Κατά την εξέταση των δύο συλληφθέντων ξεκίνησε η περιγραφή του αλλοδαπού. Το τηλετυπικό σήμα είναι περιληπτικό. Χ2 συνελήφθη πριν τον Χ1. Στην αρχή μετά τη σύλληψη στο σταθμό ανέφεραν κάποιον αλλοδαπό "ΩΩ" που είχαν γνωρίσει στα ... . Είπαν και για τον αλλοδαπό στην ψησταριά. Δεν θυμάμαι αν βρήκαμε τίποτα στο Χ2. Η έκθεση σύλληψης του Χ1 συνετάγη τελευταία. Δεν είδαμε τον Χ2 να κάνει συναλλαγή με τα δύο άτομα. Η περιγραφή του Χ1 είχε προκύψει από τον Χ3 και Χ4. Όταν φύγαμε να πάμε στον ... είχαμε περιγραφή των ατόμων και όχι ονόματα. Ο Χ2 με τους Χ3 και Χ4 ήταν φίλοι. Δεν γνωρίζω αν είχε οικονομικό όφελος ο Χ2 από τη συναλλαγή. Πάνω του βρήκαμε 200 ευρώ. Δεν είχαμε πληροφορίες πριν για το Χ2". Επομένως, κατά την πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου τούτου ο κατηγορούμενος Χ1 πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν αξιόποινων πράξεων". Μετά από αυτά το Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε στον ανωτέρω κατηγορούμενο την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών. Με αυτά που δέχτηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία καταδίκασε τον κατηγορούμενο (πώληση και κατοχή ναρκωτικών), τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περιπτ. Β και 3 του Ν. 1729/1987, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα προκύπτει ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αναγνωσθείσες υπ' αριθ. ..., ..., ... εκθέσεις εξέτασης του Γενικού Χημείου του Κράτους περί της ιδιότητας των κατασχεθέντων ως ναρκωτικών, το ότι δε εξαίρει την κατάθεση του αστυνομικού ΑΑ δεν σημαίνει ότι αγνόησε τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επίσης προκύπτει ότι η ανάγνωση του σκεπτικού της αποφάσεως είναι μεν δυσχερής αλλά όχι αδύνατη και έτσι είναι δυνατός αφενός ο έλεγχος της ύπαρξης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και αφετέρου ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου και οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω προβάλλει ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική γι' αυτόν κρίση στηρίχθηκε μόνο στην απολογία των συγκατηγορουμένων του Χ2, Χ3 και Χ4 και στην κατάθεση του αστυνομικού ΑΑ ο οποίος όμως ως μοναδική πηγή πληροφοριών είχε τους ανωτέρω συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντος και έτσι παραβίασε το άρθρο 211Α του ΚΠΔ που επιφέρει απόλιτη ακιρότιτα της διαδικασίας. Όπως όμως προκίπτει από τα πρακτικά της δίκης, συγκατιγορούμενος του αναιρεσίοντος για την ίδια πράξη ήταν μόνο ο Χ2 και όχι και οι Χ3 και Χ4, οι οποίοι, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο ο προαναφερθείς αστυνομικός, του περιέγραψαν τον αναιρεσείοντα και ότι εργαζόταν σε ψησταριά στη ... και επιπλέον ο αστυνομικός κατέθεσε ότι είχαν από πριν πληροφορίες για τον αλλοδαπό. Επομένως δεν παραβιάστηκε εν προκειμένω το άρθρο 211 Α του ΚΠΔ και δεν προκλήθηκε η απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 περίπτ. δ' του ίδιου Κώδικα και έτσι ο σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης από τις ανωτέρω παραδοχές της αποφάσεως, περί του ότι οι Χ3 και Χ4 περιέγραψαν στον μάρτυρα αστυνομικό ΑΑ τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα που εργαζόταν σε ψησταριά στη ... ως του πωλητή σ' αυτούς των ναρκωτικών, προκύπτει ότι η απόφαση εκ των πραγμάτων αντιμετώπισε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι την ημέρα εκείνη εργαζόταν συνεχώς στην ψησταριά και δεν απομακρύνθηκε από αυτήν, λαμβάνοντας αρνητική θέση σ' αυτόν. Επομένως η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η απόφαση δεν αντιμετώπισε και δεν έλαβε θέση στον ανωτέρω ισχυρισμό του, ο οποίος κατ' αυτόν συνιστά "άλλοθι", είναι αβάσιμη. Τέλος κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο οι συνήγοροι του ήδη αναιρεσείοντος πρόβαλαν τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι συντρέχει στο πρόσωπο αυτού η ελαφρυντική περίσταση του άρθρο 84 παρ. 2 ε' του ΠΚ και ζήτησαν να του αναγνωριστεί αυτή, κατέθεσαν δε γραπτώς τον ισχυρισμό αυτόν και τον ανέπτυξαν και προφορικά. Ο εν λόγω ισχυρισμός καταχωρίστηκε στα πρακτικά ως εξής: "Επικουρικά και εφόσον το Δικαστήριο Υμών καταλήξει σε καταδικαστική κρίση για τον κατηγορούμενο Χ1, θα πρέπει να του αναγνωρίσει το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε' ΠΚ, ότι δηλ. συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρόνο μετά την πράξη του. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, αφού αποφυλακίστηκε δυνάμει της εκκαλουμένης που χορήγησε ανασταλτική ισχύ στην ασκηθησομένη έφεση, συνέχισε να διαβιεί στην Ελλάδα νομίμως, εργαζόμενος και χωρίς να απασχολήσει για οιονδήποτε λόγο τις Αστυνομικές Αρχές (βλ. σχετικά έγγραφα που προσκομίσθηκαν και ανεγνώσθηκαν ενώπιον του Ακροατηρίου Υμών αντίγραφο του από 7/7/05 διαβατηρίου του Αλβανικών Αρχών, αντίγραφα των υπ' αριθ. ... και ... βεβαιώσεων του Τμήματος Αλλοδαπών Βορειοανατολικής Αττικής, αντίγραφο της από 17/6/04 αναγγελίας πρόσληψης και αντίγραφα βεβαιώσεων εργοδότη, καθώς και ένσημα καθ' όλο το διάστημα της αποφυλάκισής του έως σήμερα)". Το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό με την εξής αιτιολογία: "Ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου για αναγνώριση ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν προέκυψε η συνδρομή των προϋποθέσεων παραδοχής του". Ο προαναφερθείς ισχυρισμός, όπως διατυπώθηκε, ήταν σαφής και ορισμένος και συνοδευόταν από πραγματικά περιστατικά που είναι ικανά να τον θεμελιώσουν και έτσι το Δικαστήριο όφειλε να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Η ανωτέρω όμως αιτιολογία δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν αναφέρει περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η μη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως. Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως του κύριου δικογράφου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα και κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού του και κατ' ακολουθίαν και ως προς την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή, αφού σε περίπτωση παραδοχής του εν λόγω ισχυρισμού επηρεάζεται και το ύψος της ποινής. Περίπτωση επεκτατικού αποτελέσματος κατά το άρθρο 469 του ΚΠΔ και στο συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος Χ2 δεν συντρέχει εν προκειμένω, γιατί ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως που αφορά στη συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος. Κατόπιν τούτων πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 1832/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 και κατά το μέρος που αφορά στην απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του ΠΚ, καθώς και ως προς την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ