Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Απορρίπτει: Υπεξαίρεση. Έννοια. Στοιχεία αντικειμενικής υποστάσεως (ΑΠ2471/18-12-2009, ΑΠ 1/2009). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη - έννοια - πότε περιέχει η απόφαση. Παρακράτηση ΙΧΕ και ιδιοποίηση αυτοκινήτου, που είχε μισθωθεί από την πολιτικώς ενάγουσα στην κατηγορουμένη, παρά την έκδοση αποφάσεως που διέτασσε την απόδοση και την επίδοση επιταγής προς απόδοση. Αβάσιμος λόγος για έλλειψη αιτιολογίας. Απαράδεκτος λόγος εκ του άρθρου 510 παρ. 2 ΚΠΔ.
Αριθμός 1072/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κορφιάτη, περί αναιρέσεως της 890, 890α/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.
Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "ΧΡΟΦΙΝ Α.Ε. ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΣΕΩΝ ΑΥΤ/ΤΩΝ" που εδρεύει στη Μεταμόρφωση, Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουνίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1076/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Όπως προκύπτει από το από 26-10-2010 αποδεικτικό επιδόσεως του ... επιμελητή Εισαγγελίας Αρείου Πάγου η 1076/2009 κλήση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία κλητεύθηκε η πολιτικώς ενάγουσα εταιρία "ΧΡΟΦΙΝ Α.Ε.", η οποία μετέβαλε επωνυμία σε "SFS HELLAS FINA'', για τη σημερινή δικάσιμο, κατά την οποία έχει προσδιορισθεί προς εκδίκαση η από 22-6-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ1, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ αυτήν (155 παρ. 1 ΚΠΔ).
Συνεπώς, εφόσον δεν παραστάθηκε, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από την σειρά του οικείου εκθέματος, η δε αναιρεσείουσα εμφανίσθηκε, πρέπει να χωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτή παρούσα (513 παρ. 1 γ, 515 παρ. 2 α ΚΠΔ).
ΙΙ. Κατά το άρθρ. 375 §1 Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστο ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτείται: α) Το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη δικαιολογητική αιτία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του, πράγμα όμως το οποίο δεν συμβαίνει στην περίπτωση του ανωτέρω εγκλήματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που, δικάζοντας κατ' έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του από 9/8/2002 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης αυτοκινήτου η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "ΧΡΟΦΙΝ ΑΕ" εκμίσθωσε στην κατηγορουμένη ένα αυτοκίνητο, μάρκας BMW, με αριθμό κυκλοφορίας ..., με συμφωνημένη διάρκεια μίσθωσης 60 μήνες και μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 1.101,20 €. Η κατηγορουμένη παρέλαβε το αυτοκίνητο στην κατοχή της πλην, όμως , δεν κατέβαλε τα μισθώματα Νοεμβρίου 2003, Δεκεμβρίου 2003 και Ιανουαρίου 2004. Κατόπιν αυτού η εγκαλούσα εταιρεία κατήγγειλε, ως είχε δικαίωμα, τη σύμβαση μίσθωσης και ζήτησε από την κατηγορουμένη την απόδοση του αυτοκινήτου καταθέτοντας εναντίον της και την από 28/1/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την υπ' αριθμ. 112/2004 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου. Ωστόσο, η κατηγορουμένη, μολονότι στις 30-9-2005 της επιδόθηκε η ως άνω απόφαση (βλ. την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...) και της ζητήθηκε από την εγκαλούσα η απόδοση του εν λόγω οχήματος, αρνήθηκε να αποδώσει στην εγκαλούσα εταιρεία το προαναφερθέν αυτοκίνητο (βλ. την υπ' αριθμ ... έκθεση ματαίωσης αναγκαστικής αφαίρεσης αυτοκινήτου του πιο πάνω δικαστικού επιμελητή)του οποίου η αξία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, λαμβανομένων υπόψη των ισχυόντων κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων, αφού ανέρχεται στο ποσό των 45.000 €, και δολίως ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή χωρίς συναίνεση της ιδιοκτήμονός του και χωρίς άλλο δικαίωμα που να της παρέχεται από τον νόμο, κατακρατώντας αυτό, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο και παρά τις σχετικές οχλήσεις της εγκαλούσας, με αποτέλεσμα η τελευταία να υποστεί βλάβη. Με βάση τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την όλη αποδεικτική διαδικασία κατά τρόπο που πείθει αντικειμενικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατηγορουμένη είναι υπαίτια της υπεξαίρεσης του ως άνω αυτοκινήτου, που είναι αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη της ανωτέρω πράξεως και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα πέντε (15) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 375 παρ. 1 β του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, και για την πληρότητα της αιτιολογίας, αναφέρεται η έννομη σχέση, δυνάμει της οποίας είχε περιέλθει στην κατοχή της αναιρεσείουσας το υπαξαιρεθέν ΙΧΕ αυτοκίνητο, ως και η μη απόδοσή του στην κυρία αυτού πολιτικώς ενάγουσα, όταν νομίμως ζητήθηκε από την τελευταία, οπότε και εκδηλώθηκε η βούληση της να το ενσωματώσει στην περιουσία της, δεν χρειαζόταν δε το Δικαστήριο να παραθέτει λεπτομερώς τι προέκυψε από καθένα αποδεικτικό μέσο, ούτε να τα αναφέρει και αξιολογεί όλα, μεμονωμένα ή συγκριτικά με τα λοιπά, ως και πως κατέληξε στην καταδικαστική κρίση του. Δεν προκαλείται δε ασάφεια στην αιτιολογία της αποφάσεως εκ του ότι η από 24-1-2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής της πολιτικώς ενάγουσας κατά της αναιρεσείουσας αναφέρεται ως απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Ν. Ιωνίας, ενώ στα αναγνωσθέντα έγγραφα η αίτηση φέρεται να απευθύνεται στο Ειρηνοδικείο Νικαίας, αφού, από τις παραδοχές της αποφάσεως, σαφώς προκύπτει ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής με διαδίκους την πολιτικώς ενάγουσα (αιτούσα) και την μονοπρόσωπη ΕΠΕ της οποία διαχειρίστρια ήταν η αναιρεσείουσα (καθής), ήταν μία και απευθύνθηκε στο Ειρηνοδικείο Ν. Ιωνίας, το οποίο και την έκανε δεκτή με την 112/2004 απόφαση, η οποία, παρότι δεν αναφέρεται, μεταξύ των αναγνωσθέντων, στην οικεία θέση των πρακτικών, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή τους, για την ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης, συνάγεται αναμφίβολα, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι αναγνώσθηκε, το μεν διότι αναφέρεται τι έγινε δεκτό με αυτή, το δε διότι παρατίθεται στην αναγνωσθείσα ... έκθεση επιδόσεως της του δικαστικού επιμελητού του Πρωτοδικείου Αθηνών ..., που καταρτίσθηκε για την επίδοσή της στην αναιρεσείουσα.
Συνεπώς ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως, ανεξάρτητα του ότι πλήττεται η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την ιδιαίτερα μεγάλη αξία του υπεξαιρεθέντος αυτοκινήτου, οπότε, κατά τα ανωτέρω, τυγχάνει απαράδεκτος, επιχειρείται να θεμελιωθεί λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 2 ΚΠΔ, χωρίς να παρατίθεται συγκεκριμένη πλημμέλεια εκ του ΚΠολΔ (άρθρο 559), ως προς το κεφάλαιο της αξιώσεως της πολιτικώς ενάγουσας για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως ποσού 44 €, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αξιόποινη πράξη της αναιρεσείουσας, το οποίο και της επιδικάσθηκε.
Συνεπώς τυγχάνει παντελώς αόριστος και απορριπτέος ως απαράδεκτος. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 22-6-2009 αίτηση (δήλωση) της Χ1 για αναίρεση της με αριθμ. 890,890α/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ