Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση. Γίνεται δεκτός ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από το ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη από το δικάσαν Εφετείο οι καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριό του μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και η απολογία του κατηγορουμένου. Παύει οριστικώς λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου διότι από το χρόνο τελέσεως των πράξεων ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημήσεως στις 10/11/2000 κατά την καταδικαστική απόφαση του Εφετείου μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως παρήλθε ο χρόνος παραγραφής πέντε ετών για τις πλημμεληματικές πράξεις και ο χρόνος αναστολής αυτών που είναι τριών ετών για πλημμελήματα όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία.
Αριθμός 512/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 2138/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1992/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται έτσι ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ'αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία, ούτε και παράθεση των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα, πρέπει, όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κλπ), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο αυτών. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το εάν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός αν, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφημήσεως και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Από τα πρακτικά της προβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι εξετάσθηκαν στο ακροατήριο ο Μ1 ως μάρτυρας κατηγορίας, η ...ως μάρτυρας υπερασπίσεως, ενώ αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο η από 10-11-2000 μήνυση του κατηγορουμένου κατά του μηνυτή και η υπ'αριθμ. 4933/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και απολογήθηκε επίσης πριν από την κήρυξη από τον διευθύνοντα τη συνεδρίαση της λήξεως της αποδεικτικής διαδικασίας ο παρευρισκόμενος στο ακροατήριο κατηγορούμενος.
Το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση προκειμένου να καταλήξει στην περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του διέλαβε στο σκεπτικό του τα ακόλουθα "ΣΚΕΠΤΙΚΟ: ο κατηγορούμενος στη Θεσσαλονίκη ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την από 10-11-2000 μήνυσή του, διώκοντας την ποινική δίωξη του Μ1, που ήταν λογιστής του για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση. Με την εν λόγω μήνυση που ήταν ψευδής κατά περιεχόμενο, γεγονός γνωστό στον κατηγορούμενο ασκήθηκε σε βάρος του ως άνω Μ1, ποινική δίωξη για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη επιτυγχάντοντας έτσι ο κατηγορούμενος την καταδίωξη του μηνυτή στην οποία και αποσκοπούσε. 'Όμως με την υπ'αριθμ. 4933/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ο μηνυτής κηρύχθηκε αθώος για το αδίκημα της απάτης κατ'εξακολούθηση. 'Όπως αποδείχθηκε ο νυν κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο μηνυτής δεν είχε προβεί στις καταγγελόμενες πράξεις και συγκεκριμένα ότι ο μηνυτής ποτέ δεν ανέλαβε την υποχρέωση να υποβάλει τη φορολογική δήλωση εκείνου στην εφορία, αλλά συμφώνησαν μόνο να τη συμπληρώσει προκειμένου να αποφευχθούν λάθη και παραλείψεις, καθώς ο μηνυτής ήταν επαγγελματίας λογιστής, ότι κατά την παράδοση των βιβλίων του (κατηγορουμένου) δεν έλαβε το ποσό των 28.000 δραχμών, ότι πράγματι εκλάπη μέσα από το αυτοκίνητο του μηνυτή ένας χαρτοφύλακας που περιείχε έγγραφα διαφόρων πελατών του και ενώ στην αρχή πίστεψε ότι είχαν χαθεί και τα βιβλία του κατηγορουμένου, στη συνέχεια τον ενημέρωσε πως αυτά δεν είχαν κλαπεί, ότι ποτέ δεν του ζήτησε χρήματα και συγκεκριμένα 25.000 δραχμές για αντικατάσταση των δήθεν κλαπέντων βιβλίων, και εν γνώσει του τον κατεμήνυσε ψευδώς απόσκοπώντας στην πρόκληση της καταδίκης του. Εξάλλου ο κατηγορούμενος την 10-11-2000 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Εισαγγαλέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης επιβεβαίωσε ότι δήθεν είναι αληθινό το περιεχόμενο την από 10-11-2000 μήνυσής του, και ότι δήθεν ο μηνυτής είχε τελέσει σε βάρος του το αδίκημα της απάτης κατ'εξακολούθηση, όπως αυτό αναφέρεται ειδικότερα παραπάνω, ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ως και του γραμματέα της Εισαγγελίας, κατά την κατάθεση της από 10-11-2000 μήνυσής του, για τον μηνυτή Μ1 τα προαναφερόμενα γεγονότα ενώ γνώριζε ότι όλα αυτά ήταν ψευδή και τα αληθινά ήταν αυτά που αναφέρονται παραπάνω, αυτά δε μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των εν λόγω αδικημάτων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και το διατακτικό της παρούσης...". Πέραν των αναγνωσθέντων εγγράφων, ήτοι της από 1-11-2000 μηνύσεως του κατηγορουμένου και της 4933/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης δεν γίνεται μνεία στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο. 'Ετσι δεν αναφέρεται στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη οι καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και η απολογία του κατηγορουμένου. Επίσης δεν προκύπτει ούτε από άλλη αναφορά του όλου περιεχομένου της άνω αποφάσεως, είτε ευθέως είτε διηγηματικώς, ότι λήφθηκαν πράγματι υπόψη από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, οι άνω μαρτυρικές καταθέσεις και η απολογία του κατηγορουμένου.
Συνεπώς, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και είναι βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγος της ενδίκου αιτήσεως με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η άνω πλημμέλεια, και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει, μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 παρ.6 ν. 2408/1996 και η παράγραφος 3 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του ν. 3346/2005, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ'αφ. β', 370 στοιχ. β' και 511, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 παρ.5 του ν. 3160/2003 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον 'Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως οφείλει μετά την αναίρεση της αποφάσεως που προσβάλλεται να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτή ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα και περιέχεται σ'αυτήν, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ.2, και 509 ΚΠοιΝΔ. ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση όπως ανωτέρω αναφέρθηκε ο ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που φέρονται κατά την 2138/2000 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ότι τελέσθηκαν στις 10-11-2000. Από τον χρόνο όμως τελέσεως αυτών των πράξεων μέχρι τη διάσκεψη και την έκδοση της προκειμένης αποφάσεως παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της οκταετίας δηλαδή αυτός των πέντε ετών που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων και τα τρία έτι που είναι ο χρόνος αναστολής αυτών. 'Ετσι το αξιόποινο των άνω πλημμεληματικών πράξεων έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής. Κατ'ακολουθία πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για τις άνω πράξεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2138/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παύει οριστικώς λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ1 για τις πράξεις α) της ψευδούς καταμηνύσεως β) της ψευδορκίας μάρτυρα και γ) της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται ότι αυτός τέλεσε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Νοεμβρίου 2000, σε βάρος του Μ1 με την κατάθεση της από 10-11-2000 μηνύσεως του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, το περιεχόμενο της οποίας εβεβαίωσε ενόρκως, εξεταζόμενος ενώπιον του άνω Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ότι δήθεν ήταν αληθινό και με όσα γεγονότα ισχυρίσθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών και του γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για τον καταμηνυθέντα Μ1 κατά την κατάθεση της άνω μηνύσεως και ενώ εγνώριζε ότι αυτά ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ