Θέμα
Άσκηση πρόσθετων λόγων, Επαναφορά πραγμάτων, Προθεσμία.
Περίληψη:
Απώλεια προθεσμίας ασκήσεως προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Αίτηση επαναφοράς πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Απαράδεκτη, διότι δεν περιέχει τους πρόσθετους λόγους ούτε αναφέρει προηγηθείσα άσκηση αυτών. Εργαζόμενοι ΕΡΤ ΑΕ. Νόμιμη η συμφωνημένη παρακράτηση του μέρους των αποδοχών που υπερβαίνει την προβλεφθείσα αύξηση 12%. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 228/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Π. Α., 2) έως και 226) Ευαγγέλου Σταμούλου, κατοίκων απάντων, ως εκ της εργασίας τους, …, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Καρανάσιου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: α) Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της καταργηθείσας, αρχικά αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ - ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και β) Γ. Μ., ως διαχειριστή του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω καταργηθείσας ανώνυμης εταιρείας, κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκαν δια της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Εμμανουέλας Πανοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η αρχική διάδικος, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ-ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Λαλλά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος των ως άνω αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, δημοσίευσε δια του Προέδρου την απόφαση που έχει τον ίδιο αριθμό με αυτό το πρακτικό, με την οποία απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-9-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 289/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5102/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-10-2012 αίτησή τους. Ακόμη, οι αναιρεσείοντες με την από 22-5-2013 αίτηση, ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και με τους από 24-10-2013 πρόσθετους λόγους ζητούν, επίσης, την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 5-4-2013 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε αρεοπαγίτη και ήδη αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως και την από 15-11-2013 δική του έκθεση, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν α) η από 22-5-2013 αίτηση των Π. Α. κλπ κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΤ ΑΕ" για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την απώλεια της προθεσμίας άσκησης προσθέτων λόγων αναιρέσεως και β) οι από 24-10-2013 πρόσθετοι λόγοι των Π. Α. κλπ κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΤ ΑΕ" περί αναιρέσεως της 5102/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, των προσθέτων λόγων αυτής και της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Κατά το άρθρο 569 παρ.2 εδ. α' ΚΠολΔ, "Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης [...] ασκούνται μόνο με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ.3 και 571 ΚΠολΔ, οι οποίες προβλέπουν τον προσδιορισμό δικασίμου σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσμία για την επίδοση και την προπαρασκευή της συζήτησης και για τη σύνταξη της έκθεσης από τον εισηγητή αρεοπαγίτη, συνάγεται ότι ως ημέρα συζητήσεως, για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, νοείται αυτή που ορίζεται από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ.2 ΚΠολΔ και όχι η μεταγενέστερη, που τυχόν θα ορισθεί μετ' αναβολή ή ματαίωση της αρχικώς ορισθείσας (ΟλΑΠ 143/1984, ΑΠ 1239/2009). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 152 παρ.1 ΚΠολΔ, "Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση". Κατά το άρθρο 153 ΚΠολΔ, "Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου". Και κατά το άρθρο 155 ΚΠολΔ, "1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. 2. Η αίτηση της παρ.1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειάς τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και, εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος". Εάν κατά την άσκηση της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων δεν τηρηθεί κάποια από τις ως άνω προϋποθέσεις, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
2.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 22-5-2013 αίτηση, οι αιτούντες εκθέτουν ότι κατά της 5102/2010 τελεσιδίκου αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο έκρινε κατ' έφεση επί της 289/2008 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, έχουν ασκήσει την από 12-10-2012 αίτηση αναιρέσεως. Ότι με επίσπευση της καθ' ης η αίτηση (αναιρεσίβλητης) είχε ορισθεί αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως η 23-4-2013. Ότι από δόλο του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση, αυτοί ουδόλως κλητεύθηκαν για να παρασταθούν κατά την εν λόγω δικάσιμο. Ότι, ως εκ τούτου, δεν έλαβαν γνώση της δικασίμου και απώλεσαν τη δυνατότητα να ασκήσουν εμπροθέσμως (ως αναιρεσείοντες) πρόσθετους λόγους αναιρέσεως. Ότι στη δικάσιμο της 23-4-2013 εμφανίσθηκε μόνο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση (ως αναιρεσίβλητης) και πέτυχε την αναβολή της συζητήσεως για τη δικάσιμο της 26-11-2013. Ότι την ίδια ημέρα και μετά την εν λόγω διαδικαστική πράξη, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση ενημέρωσε, τηλεφωνικώς, τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αιτούντων για την αναβολή και για την ημερομηνία της νέας δικασίμου. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό και με την επίκληση του ότι χωρίς την κλήτευσή τους στη δικάσιμο της 23-4-2013, την οποία είχε την υποχρέωση να επιμεληθεί η αντίδικός τους, ως επισπεύδουσα τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα, με όση επιμέλεια και αν ενεργούσαν, να πληροφορηθούν τον προσδιορισμό και να ασκήσουν τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση προκειμένου, "μέχρι την ημερομηνία της μετ' αναβολή συζήτησης", να προβούν νομίμως και εμπροθέσμως στην ενέργεια αυτή.
3.
Η αίτηση επαναφοράς, κατά τα ιστορούμενα σ' αυτήν, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ήτοι μέσα σε τριάντα ημέρες από τότε που οι αιτούντες ενημερώθηκαν για την εκ μέρους της αναιρεσίβλητης επίσπευση της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, για την παράλειψη του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτής να τους κλητεύσει και για την αναβολή της συζητήσεως. Παρατηρείται, όμως, ότι οι αιτούντες όχι μόνο δεν αναφέρουν τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία θα μπορούσε να εξακριβωθεί η αλήθεια των ισχυρισμών τους, αλλά ούτε και συμπεριλαμβάνουν στην αίτησή τους την πράξη που παραλείφθηκε, ήτοι τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, περί των οποίων ούτε αναφέρουν ότι έχουν ήδη ασκηθεί. Αντιθέτως, από τη διατύπωση του αιτητικού του υπό κρίση ενδίκου βοηθήματος προκύπτει ευθέως ότι κατά την κατάθεσή του οι πρόσθετοι λόγοι δεν είχαν ασκηθεί και ότι με αυτό επιδιώκεται η χορήγηση προθεσμίας προκειμένου να ασκηθούν μέχρι τη μετ' αναβολή συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, η αίτηση επαναφοράς θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
4.
Μετά την εξέλιξη αυτή, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως που έχουν ασκηθεί με το από 24-10-2013 (ημερομηνία καταθέσεως) δικόγραφο, εν όψει της συζητήσεως της υποθέσεως κατά τη δικάσιμο της 26-11-2013, είναι προεχόντως απαράδεκτοι, ως εκπρόθεσμοι, διότι, με δεδομένο το ότι θα έπρεπε να έχουν ασκηθεί τριάντα ημέρες πριν από την αρχική δικάσιμο (23-4-2013), ο μόνος τρόπος για να ασκηθούν μετά ταύτα νομίμως και εμπροθέσμως ήταν είτε να περιέχονται στην αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων είτε να έχουν ασκηθεί πριν από αυτήν, με την προϋπόθεση ότι η αίτηση επαναφοράς θα ήταν παραδεκτή και βάσιμη.
5.
Σύμφωνα με την αρχή της εύνοιας των μισθωτών, την οποία καθιέρωνε το άρθρο 3 παρ.1 του προϊσχύσαντος ν. 3239/1955 "περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας", σε συνδυασμό με το άρθρο 680 ΑΚ και επανέλαβε η διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο ισχύοντος ν. 1876/1990 "για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις", οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των τυχόν δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Και τούτο, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας ΣΣΕ περιέχουν κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας, έτσι, ώστε με τις ατομικές συμβάσεις να απαγορεύεται μεν η δυσμενέστερη ρύθμιση των ίδιων ζητημάτων, να επιτρέπεται, όμως, η βελτίωση της προστασίας αυτής. Από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ αυτών δεν εφαρμόζεται μόνο στη σχέση ΣΣΕ και ατομικής συμβάσεως, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, ΣΣΕ, κανονισμού, ατομικής συμβάσεως) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση (πρβλ. και άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990, όσον αφορά τη σχέση ΣΣΕ και νόμων). Στην περίπτωση αυτή η ρύθμιση της ασθενέστερης πηγής μπορεί να αποκλίνει από τη ρύθμιση της ισχυρότερης, μόνο, όμως, προς το συμφέρον των εργαζομένων. Εν τούτοις, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά το συσχετισμό μιας ΣΣΕ ή άλλης πηγής κανόνων που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση και μιας ατομικής συμβάσεως ή, γενικότερα, κατά το συσχετισμό των διαφόρων κανονιστικών πηγών μεταξύ τους, τα σύνολα των όρων που ρυθμίζουν τις αποδοχές συγκρίνονται ως ενότητα. Υπό την έννοια αυτή, αν δεν υπάρχει αντίθετη, ειδική ρύθμιση, προκειμένου να εξευρεθούν και να θεωρηθούν εφαρμοστέοι οι ευνοϊκότεροι κανόνες, δεν είναι δυνατή η επιλογή ορισμένων όρων αποδοχών από μία πηγή και ορισμένων από άλλη, διότι δεν επιτρέπεται η σύγχρονη εφαρμογή περισσοτέρων κανονιστικών πηγών, αλλά πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που περιέχει τους ευνοϊκότερους όρους ως σύνολο, για το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων. Ειδικά, όσον αφορά στη συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ, αυτό αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ.1 του ν. 1876/1990 (ΑΠ 809/2008).
6.
Περαιτέρω, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, τους οποίους ρυθμίζει κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη τέτοια σύμβαση (διαδοχή ΣΣΕ). Διαδοχή ΣΣΕ υπάρχει όταν χρονικά νεότερη ΣΣΕ αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή ΣΣΕ, η νεότερη ΣΣΕ μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή ΣΣΕ δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της ευνοίας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξεως (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Κατά συνέπεια, νεότερη ΣΣΕ καταργεί την προηγουμένη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις, οπότε δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, κατά την οποία οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων, είναι επικρατέστεροι εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Εκτός εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ, οπότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και, εφ' όσον είναι ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, δεν μπορούν να μεταβληθούν με μεταγενέστερη ΣΣΕ που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης, οι οποίοι με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστεί, όμως, όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας κανονιστικός όρος της ΣΣΕ πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες διατάξεις για τους μισθωτούς, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ (ΑΠ 277/2009, ΑΠ 1017/2006).
7.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε τα εξής: Ότι oι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) ανήκουν, κατά περίπτωση, στο τακτικό ή έκτακτο προσωπικό της εναγομένης (ήδη αναιρεσίβλητης) ανώνυμης εταιρίας (πρώην "ΕΡΤ ΑΕ"), συνδεόμενοι με ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και απασχολούμενοι με διάφορες ειδικότητες. Ότι οι εργασιακές σχέσεις και η μισθολογική τους μεταχείριση ρυθμίζονται από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού (ΓΚΠ) της εναγομένης και τις ισχύουσες Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΣΣΕ), οι οποίες συνάπτονται εκάστοτε μεταξύ της εργοδότριας εταιρίας και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης" (ΠΟΣΠΕΡΤ), που συγκροτείται από τα πρωτοβάθμια σωματεία στα οποία μετέχουν όλοι οι ενάγοντες. Ότι με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας με την υπ' αριθ. 5/1-8-2001 πράξη, τροποποιήθηκε ο μέχρι τότε ισχύον ΓΚΠ της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.3 του ν. 1876/1990. 'Ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω ΕΣΣΕ, ορίσθηκε ότι "Στην παρούσα ΣΣΕ υπάγεται το τακτικό και έκτακτο (πλην δημοσιογράφων, ιατρών και δικηγόρων) προσωπικό της ΕΡΤ ΑΕ, που καλύπτεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία είναι μέλη της ΠΟΣΠΕΡΤ". Ότι με το άρθρο 2 της ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "1. Με την παρούσα σύμβαση θεσπίζεται νέο μισθολόγιο, το οποίο αποκαθιστά τις δυσχέρειες και αδυναμίες του προηγούμενου, όπως και τις ακραίες εξατομικεύσεις των αμοιβών, δημιουργώντας νέο, δικαιότερο, ορθολογικότερο, ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους, κατανοητό και εύκολα εφαρμόσιμο λογιστικά, μισθολογικό καθεστώς. 2. Οι διαφορές αποδοχών, που θα προκύψουν μεταξύ των καταβαλλομένων την 28-2-2001 και των δικαιουμένων με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου την 1-3-2001, θα καταβληθούν σταδιακά ως εξής: Α) Το 50% της διαφοράς από την 1-3-2001. Β) Το υπόλοιπο 50% της διαφοράς από την 1-3-2002. 3. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας, καταργούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ, όπως ενδεικτικά τα άρθρα 12, 13 κλπ και γενικά κάθε διάταξη που ρυθμίζει θέματα μισθολογικά ή σχετίζεται με τις καταργούμενες ρυθμίσεις. 4. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν μισθολογικά θέματα, εφ' εξής θεωρείται ότι η παραπομπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσης. 5. Η επανένταξη του προσωπικού με βάση τα νέα μισθολογικά κλιμάκια (ΜΚ) θα ολοκληρωθεί μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κατάθεση ενός πρωτοτύπου της παρούσας στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας". Ότι με τα άρθρα 3 - 8 καταστρώθηκε συνολικά το νέο μισθολόγιο, τα νέα ΜΚ, οι κανόνες ένταξης των εργαζομένων σε αυτά ανάλογα με την ειδικότητά τους, τα διατηρούμενα και καταργούμενα επιδόματα και, γενικά, το μισθολογικό καθεστώς των εργαζομένων που υπάγονταν στην από 31-7-2001 ΕΣΣΕ κατά τρόπο πλήρη, αλλά διαφορετικό του μέχρι τότε ισχύοντος βάσει του ΓΚΠ. Ότι με το άρθρο 9 της ίδια ΕΣΣΕ προβλέφθηκε ότι "Οι ποσοστιαίες αυξήσεις του νέου μισθολογίου, σε σχέση με τις καταβαλλόμενες αποδοχές της 28-2-2001, κυμαίνονται για όλους τους υπαλλήλους από 8% μέχρι 12%. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση μικρότερη του 8%, τότε καταβάλλεται συμπληρωματικό ποσό μέχρι την κάλυψη του συγκεκριμένου ποσοστού (8%), που διατηρείται ως θετική, προσωπική διαφορά και εμφανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη μισθολογική κατάσταση. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση μεγαλύτερη του 12%, τότε περικόπτεται ανάλογο ποσό, ώστε η αύξηση να περιοριστεί στο συγκεκριμένο ποσοστό (12%). Το ποσό που περικόπτεται εμφανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη μισθοδοτική κατάσταση ως αρνητική διαφορά. Η ανωτέρω προσωπική διαφορά (θετική ή αρνητική) λαμβάνεται υπ' όψη για τη σταδιακή εφαρμογή του νέου μισθολογίου, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ.2 του άρθρου 2". Ότι με το άρθρο 23, τέλος, της εν λόγω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "... Ευνοϊκότεροι όροι και συνθήκες εργασίας, που έχουν θεσπιστεί για τους εργαζόμενους της ΕΡΤ με διατάξεις Νόμων, ΣΣΕ, Διαιτητικών Αποφάσεων, ΓΚΠ και ΑΔΣ ΕΡΤ, δεν θίγονται με την παρούσα, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρμόζονται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό της ΕΡΤ, που καλύπτεται από την ΠΟΣΠΕΡΤ. Η ισχύς της παρούσας ΣΣΕ σε όσα θέματα δεν ορίζεται άλλη ημερομηνία, αρχίζει από 1-3-2001 και λήγει την 31-12-2002, οι δε διατάξεις της δεσμεύουν τα δύο μέρη για όλο το χρονικό διάστημα και μέχρι την υπογραφή νέας ΣΣΕ". Ότι, στη συνέχεια, με την από 12-2-2004, νεότερη ΕΣΣΕ μεταξύ της ΕΡΤ ΑΕ και της ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, συμφωνήθηκε η χορήγηση αυξήσεων επί των βασικών μισθών των ΜΚ, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος της, κατά ποσοστό 3,1% για το διάστημα από 1-1-2003, 3,1% για το διάστημα από 1-7-2003, 3,5% για το διάστημα από 1-1-2004 και 3,5% για το διάστημα από 1-7-2004, ήτοι συνολική αύξηση για όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα ανερχόμενη σε ποσοστό 13,2%. Ότι με το άρθρο 2 παρ.2 της ίδιας ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "2.1 Με την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργούνται όσες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ είναι αντίθετες με τα ρυθμιζόμενα με την παρούσα θέματα. (...). 2.2. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν μισθολογικά θέματα, θεωρείται ότι η παραπομπή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας και στις ΕΣΣΕ που έχουν υπογραφεί μέχρι σήμερα". Ότι με το άρθρο 15 παρ.2 ορίστηκε ότι "όλες οι προηγούμενες ΕΣΣΕ και διαιτητικές αποφάσεις με οποιονδήποτε τρόπο και αν θεσπίστηκαν και τέθηκαν σε ισχύ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο με την παρούσα και εξακολουθούν να ισχύουν σε όσα θέματα δεν τροποποιούνται με την παρούσα", ήτοι και η από 31-7-2001 ΕΣΣΕ και το άρθρο 9 αυτής. Ότι όμοια διάταξη περιλήφθηκε και στην από 16-1-.2005 ΕΣΣΕ μεταξύ ΕΡΤ και ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε αρμοδίως, με την οποία προβλέφθηκε μεταξύ άλλων, η χορήγηση αύξησης στους βασικούς μισθούς και τα εκεί αναφερόμενα επιδόματα. Ότι όλοι οι ενάγοντες, με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου που καθιερώθηκε με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, έλαβαν την ανώτατη, από αυτήν προβλεπόμενη αύξηση ποσοστού 12%, επί των μέχρι τότε καταβαλλόμενων αποδοχών τους. Ότι, επειδή από την εφαρμογή του νέου μισθολογίου προέκυπταν αποδοχές αυξημένες κατά ποσοστό πλέον του 12%, ήτοι μεγαλύτερες του ανώτατου συμφωνημένου ποσοστού αύξησης, τα επιπλέον ποσά, που αντιστοιχούσαν σε αύξηση μεγαλύτερη του 12%, καταχωρήθηκαν, έκτοτε, στις μισθοδοτικές τους καταστάσεις ως "αρνητική προσωπική διαφορά", σύμφωνα με το αναφερθέν άρθρο 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ. Σύμφωνα με τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η βάση της αγωγής, που ερείδεται στον ισχυρισμό ότι ο όρος της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που προέβλεψε την "αρνητική προσωπική διαφορά" και την εντεύθεν περικοπή των αποδοχών των εναγόντων, είναι (δήθεν) ανίσχυρος, επειδή προσκρούει στους ευμενέστερους όρους των ατομικών συμβάσεων αυτών, στις οποίες είχε ενσωματωθεί ο ΓΚΠ που δεν προέβλεπε τέτοια δυνατότητα περικοπής αποδοχών, τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη. Και τούτο, διότι οι ενάγοντες δεν συγκρίνουν το παλαιό με το νέο μισθολογικό καθεστώς ως ξεχωριστές οικονομικές ενότητες, αλλά επιχειρούν επιλεκτική εφαρμογή αφ' ενός όσων από τις ρυθμίσεις της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ τους συμφέρουν (ήτοι αυτών που προβλέπουν αύξηση των αποδοχών τους, και, μάλιστα, άνω του γενικώς συμφωνημένου ορίου 12%) και αφ' ετέρου εκείνων από τις ρυθμίσεις του ΓΚΠ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με την ίδια ΕΣΣΕ, που και πάλι τους συμφέρουν (ήτοι στο μέτρο που με αυτές δεν προβλεπόταν η ως άνω περικοπή), πράγμα ανεπίτρεπτο σύμφωνα με τις νομικές παραδοχές του.
8.
Περαιτέρω, όπως, επίσης, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τα εξής: Ότι ο ισχυρισμός των εναγόντων περί του ότι στους όρους της ατομικής συμβάσεως εργασίας ενός εκάστου εμπεριέχεται ο ΓΚΠ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, τυγχάνει και ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από τα αντίγραφα των από 31-5-1989 και 8-2-1990 ιδιωτικών συμφωνητικών, με τα οποία καταρτίστηκαν οι συμβάσεις εργασίας του 1ου και της 130ης από τους ενάγοντες, τα οποία δειγματοληπτικά έλαβε υπ' όψη του και τα οποία, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται χωρίς να αμφισβητούν οι ενάγοντες (261ΚΠολΔ), είναι πανομοιότυπα κατά περιεχόμενο για όλους, ορίζεται ότι "οι αποδοχές καθορίζονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για την ειδικότητα ..." και ότι ο εργαζόμενος "υπόκειται στις διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ" (άρθρο 2). Ότι από τη διατύπωση αυτή καθίσταται σαφές ότι οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων δεν παραπέμπουν σε συγκεκριμένη ΣΣΕ ή στον ΓΚΠ, ως ίσχυε σε δεδομένη χρονική στιγμή, αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται ρητά στις συμβάσεις τους ούτε συνάγεται εμμέσως από αυτές και, ως εκ τούτου, η παραπομπή αφορά στις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και τον εκάστοτε ισχύοντα ΓΚΠ. Ότι, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι το καθεστώς, που θέσπιζαν παλαιότερες ΣΣΕ και ΓΚΠ, ήταν ευνοϊκότερο για τους εργαζόμενους σε σχέση με εκείνο των νεότερων ΣΣΕ και ΓΚΠ, το τελευταίο, θεσπιζόμενο από πηγές ανήκουσες στην ίδια ιεραρχική βαθμίδα, υπερισχύει βάσει της αρχής της τάξεως. Ότι το άρθρο 12 παρ.10 του ΓΚΠ, το οποίο επικαλούνται οι ενάγοντες και σύμφωνα με το οποίο "μειωμένες αποδοχές καταβάλλονται στο προσωπικό στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό και από τις σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας", δεν αναφέρεται στην κρινόμενη περίπτωση αξίωσης αύξησης μεγαλύτερης της συμφωνηθείσας και χορηγηθείσας, αλλά σε διαφορετικές περιπτώσεις μείωσης καταβαλλόμενων αποδοχών. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες νομίμως είχαν υποστεί την παρακράτηση, για την οποία παραπονούνται και ουδέν δικαίωμα αναζήτησης αυτής έχουν αποκτήσει, για όσο χρόνο βρισκόταν σε τυπική ισχύ η από 31-7-2001 ΕΣΣΕ.
9.
Έτι περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε και τα εξής: Ότι μετά την 31-12-2002, αν και είχε λήξει η ισχύς της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, η εναγομένη συνέχισε να εφαρμόζει τον επίμαχο όρο αυτής ΕΣΣΕ αυτής και να εμφανίζει, στις μισθοδοτικές της καταστάσεις των εναγόντων, το ίδιο σταθερό ποσό ως αρνητική προσωπική διαφορά για τον καθένα από αυτούς. Ότι η εν λόγω εξακολούθηση της παρακράτησης υπήρξε νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, με τις επακολουθήσασες ΕΣΣΕ, με τις οποίες χορηγήθηκαν νέες αυξήσεις στις αποδοχές των εναγόντων, δεν επήλθε κατάργηση του όρου αυτού ή πρόβλεψη για ενσωμάτωση, σταδιακή ή μη, της "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" στις έκτοτε καταβαλλόμενες αποδοχές. Ότι, αντιθέτως, ρητά προβλέφθηκε ότι όλες οι παλαιότερες ΕΣΣΕ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο με τις νεότερες, στην έκταση αυτές που δεν τις τροποποιούν (άρθρο 2.2. και 15.2. της από 12-2-2004 ΕΣΣΕ και 21.2 της από 16-12-2005 ΕΣΣΕ). Ότι εξ αυτού συνάγεται ότι με τις νεότερες ΕΣΣΕ διατηρήθηκε τόσο ο όρος του άρθρου 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ περί "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" όσο και οι αποδοχές, όπως με εκείνη είχαν διαμορφωθεί, οι οποίες και αποτέλεσαν την βάση υπολογισμού των νέων αυξήσεων. Ότι, τέλος, εάν η εκδοχή των εναγόντων ήταν αληθής, θα επερχόταν αύξηση των αποδοχών τους σε ποσοστό μεγαλύτερο, από εκείνο που οι ίδιο, μέσω του συνδικαλιστικού τους φορέα, είχαν αποδεχθεί και συμφωνήσει με την εναγομένη. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ούτε για μετά την 1-1-2003 οι ενάγοντες είχαν αποκτήσει δικαίωμα αναζήτησης της "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" που παρακρατήθηκε.
10.
Εν κατακλείδι, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως εφετείο εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου, το οποίο είχε επιδικάσει στους ενάγοντες την αιτηθείσα διαφορά για ολόκληρο το ένδικο χρονικό διάστημα (από 1-3-2001 μέχρι 31-1-2006), δεχθέν ότι δεν θα έπρεπε να έχει εφαρμογή η δυσμενής γι' αυτούς διάταξη που προέβλεπε την παρακράτηση τής πέραν του ποσοστού 12% αύξησης του συνόλου των αποδοχών τους και απέρριψε, ως μη νόμιμη, τόσο τη βάση της αγωγής που στηριζόταν στην εν λόγω εσφαλμένη εκδοχή όσο και την, πρωτοδίκως μη ερευνηθείσα, επικουρική βάση περί επιδικάσεως της εν λόγω διαφοράς για το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 και εντεύθεν. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν στις σκέψεις αρ.5 και 6 της παρούσας, σε συνδυασμό με τους όρους του ΓΚΠ της αναιρεσίβλητης και των ΕΣΣΕ μεταξύ αυτής και του προσωπικού της, που μνημονεύονται στις ουσιαστικές παραδοχές του. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-5-2013 αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων και τους από 24-10-2013 πρόσθετους λόγους, ως απαράδεκτους.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-10-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 5102/ 2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου και της αναιρεσίβλητης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Δεκεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ