Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για πλημμεληματική υπεξαίρεση. Απορρίπτει εισαγγελική πρόταση (αίτηση αναιρέσεως) για αναίρεση λόγω αντιφατικής αιτιολογίας ως προς το ύψος των υπεξαιρεθέντος ποσού. Απορρίπτει την αναίρεση του κατηγορουμένου ως απαράδεκτη.
Αριθμός 2507/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις α)του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, και β)του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 194/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ", που εδρεύει στις Αχαρνές Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ως και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητούν τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α) με αριθμό και ημερομηνία 16/11-3-2008 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, και β) στην από 3 Μαρτίου 2008, αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 452/2008.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 212/18-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων μετά της σχετικής δικογραφίας, α) την από 11-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά του παραπεμπτικού μέρους του υπ' αριθμ. 194/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, και β) την από 3-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του ανωτέρω υπ' αριθμ. 194/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ανωτέρω βούλευμα του, εκδοθέν κατόπιν εφέσεως της πολιτικώς εναγούσης ανωνύμου εταιρίας "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ" κατά του υπ' αριθμ. 2772/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο ΚλεάΧ στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, διά να δικασθή δι' υπεξαίρεση, φερομένη ως τελεσθείσα στην Αθήνα, την 25-10-2004. Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου προσέβαλε, διά της υπό κρίση αιτήσεως του, το ως άνω παραπεμπτικό μέρος του εν λόγω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και προβάλλει, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την έλλειψη νομίμου βάσεως, προσδιορίζων επαρκώς τις σχετικές αναιρετικές αιτιάσεις.
Επειδή, κατά το άρθρ. 375 §1ΠΚ,όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα πού περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους . Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών(73.000ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Εξάλλου, διά την πληρότητα της υπό του άρθρ. 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 του ΚΠΔ αξιουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρ. 484§1 περ.δ'ΚΠΔ λόγω αναιρέσεως κατά βουλεύματος, απαιτείται να εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά πού προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα πού θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθή, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου εκ του λόγου ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, πού περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 1167/2006,114/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο ανωτέρω βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 66/2007), δέχεται, αφ'ενός μεν, ότι στην Αθήνα, την 25-10-2004, ο κατηγορούμενος Χ παρανόμως ιδιοποιήθηκε εμπορεύματα της ανωνύμου εταιρείας "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ", τα οποία είχαν απαξιωθή κατά τον χρόνο πού εζητήθη η επιστροφή των (25-10-2004) και ότι ο αρνηθείς την απόδοση αυτών ανωτέρω κατηγορούμενος (Χ) "πρέπει να θεωρηθεί ως υπαίτιος του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, υπό την απλή μορφή της", κατ' αρθρ. 375§1 εδάφ.α' ΠΚ, δηλαδή χωρίς κακουργηματικό χαρακτήρα, αφ' ετέρου δε, ότι η αξία των υπεξαιρεθέντων ανέρχεται συνολικώς στο ποσό των 2.472.780,58 ευρώ. Όμως, με τις παραδοχές αυτές, υπάρχει αντίφαση ως προς την αξία των υπεξαιρεθέντων πραγμάτων, η οποία επιδρά στην βαρύτητα του ανωτέρω εγκλήματος και στον χαρακτηρισμό αυτού ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, με συνέπεια να στερείται το προσβαλλόμενο βούλευμα της ως άνω απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νομίμου βάσεως, αφού η ως άνω απόφαση καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της εφαρμοσθείσης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του αρθρ.375§1εδάφ.α'ΠΚ. Επομένως, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρ.484§1 περ.β',δ' ΚΠΔ προβαλλόμενοι, διά της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, λόγοι αναιρέσεως. Β) Κατά το άρθρ. 476§1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνη σχετικώς, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος πού έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος αυτό. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 482§1 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήση την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα και β) παύει προσωρινώς την ποινική δίωξη εναντίον του. Στην προκειμένη περίπτωση, διά της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, προσβάλλεται από αυτόν το ανωτέρω υπ αριθμ. 194/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, διά να δικασθή δι'ύπεξαίρεση εις βαθμό πλημμελήματος (άρθρ. 375§1 εδαφ.α' ΠΚ). Όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ είναι απαράδεκτη. Γ) Κατ' ακολουθία πρέπει, αφ'ενός μεν να αναιρεθή, κατά το ως άνω παραπεμπτικό μέρος του, το υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, αφ' ετέρου δε να αποριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ και να καταδικασθή ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς - προτείνω
Να αναιρεθή το υπ' αριθμ. 194/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά το παραπεμπτικό μέρος του.
Να παραπεμφθή η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές. Να απορριφθή η από 3-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ' αριθμ. 194/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 28 Μαρτίου 2008 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες α' από 11-3-2008 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και β) από 3-3-2008 αίτηση του κατηγορουμένου Χ, για αναίρεση του 194/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που παρέπεμψε τον τελευταίο στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικασθεί για υπεξαίρεση πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς. Επειδή, κατά το αρθρ. 375 §1 ΠΚ, όποιος, ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους . Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών (73.000 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 194/2008 βούλευμα, με επιτρεπτή καθ' ολοκληρία αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά από .την εκτίμηση και την αξιολόγηση των κατ' είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων ενώ ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΑΡΙΠΙΔΗΣ - ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΤΩΝ - ΤΣΙΓΑΡΩΝ - ΑΡΩΜΑΤΩΝ" και με το διακριτικό τίτλο "ΚΑΡΙΠΙΔΗΣ ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΑΕ", ενεργώντας ατομικά και χωρίς να έχει ληφθεί προς τούτο σχετική απόφαση από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας αυτής ιδιοποιήθηκε παράνομα εμπορεύματα ιδιοκτησίας της εγκαλούσης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ", τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της εταιρίας που εκπροσωπούσε με βάση την από 20-6-2001 σύμβαση μεταφοράς, αποθήκευσης και διανομής εμπορευμάτων που είχε καταρτιστεί μεταξύ της εταιρίας του και της εγκαλούσης εταιρίας, σύμφωνα με την οποία (σύμβαση) τα εμπορεύματα έπρεπε να διανεμηθούν σε πελάτες της (δηλαδή της εγκαλούσας), αφού αρνήθηκε να τα αποδώσει όπως είχε υποχρέωση στον αρμόδιο Δικαστικό Επιμελητή ..... ο οποίος την προαναφερόμενη ημερομηνία (25-10-2004) μετέβη στα γραφεία της εταιρίας του στο ..... επί της λεωφ. ..... προκειμένου να παραλάβει τα εμπορεύματα αυτά σε εκτέλεση της με αριθμ. 22561/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη βούλησή του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών με ίδια σκέψη αλλά και με επιτρεπτή παραπομπή στην εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι το γεγονός ότι τα εμπορεύματα αυτά, μετά την άρνηση του κατηγορουμένου να τα αποδώσει λόγω απαξίωσής του δεν αίρει την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης τόσο από αντικειμενικής όσο και από υποκειμενικής πλευράς και τούτο διότι όπως γίνεται δεκτό, η αξία του υλικού αντικειμένου υπεξαίρεσης δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αυτού, με συνέπεια αντικείμενο υπεξαίρεσης μπορεί να είναι και πράγμα χωρίς οικονομική αξία. Όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και συγκεκριμένα από την υπ' αριθ. Υ1/Γ.Π. οικ. 266 (Φ.Ε.Κ. Β 8/13-1-2003) Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Υγείας και Πρόνοιας και Γεωργίας, η οποία εκδόθηκε για την εφαρμογή στο Ελληνικό Δίκαιο της Οδηγίας 2001/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου και την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών πράξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, οι συγκεκριμένες ποσότητες καπνικών εμπορευμάτων από 1-1-2004 απαγορευόταν να διατεθούν στην ελληνική αγορά, με συνέπεια να έχουν πλέον απαξιωθεί κατά το χρόνο που ζητήθηκε να επιστραφούν, δηλ. στις 25-10-2004. Όμως το έγκλημα της υπεξαίρεσης δεν παύει να στοιχειοθετείται κατά την απλή μορφή του, δηλ. χωρίς τις επιβαρυντικές περιστάσεις που του προσδίδουν κακουργηματικό χαρακτήρα, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι έχουν ήδη πουληθεί από την εταιρεία "ΚΑΡΙΠΙΔΗΣ-ΠΕΙΡΑΙΚΗ Α.Ε." επί μέρους ποσότητες από τα επίδικα εμπορεύματα, συνολικής αξίας, όπως προαναφέρεται 21.233,00, ευρώ και το ποσόν αυτό το ιδιοποιήθηκε παράνομα η εν λόγω πωλήτρια εταιρεία. Επομένως και κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, όσον αφορά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος αλλά και τη βαρύτητά του, πρέπει να θεωρηθεί ως υπαίτιος του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, υπό την απλή μορφή της και με χρόνο τελέσεώς του την 25-10-2004, ο κατηγορούμενος Χ, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανώνυμης Εταιρείας με το διακριτικό τίτλο "ΚΑΡΙΠΙΔΗΣ-ΠΕΙΡΑΪΚΗ Α.Ε". Τα δε εμπορεύματα που υπεξαιρέθηκαν είναι αναλυτικά τα εξής: επακολουθούν δε σε φωτοτυπία φύλλα του κατηγορητηρίου στα οποία αναφέρονται σε ξεχωριστές στήλες η περιγραφή του είδους, της ποσότητας, της τιμής πωλήσεως, του ποσοστού του ΦΠΑ, της αξίας του ΦΠΑ, της καθαρής αξίας και της συνολικής αξίας των εμπορευμάτων.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσία την έφεση της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας κατά του 2772/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εξαφάνισε αυτό κατά το σκέλος του, με το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του ως άνω κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης των 73.000 ευρώ σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ" και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για να δικασθεί για υπεξαίρεση προβλεπομένη και τιμωρουμένη από την διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, ήτοι για πράξη τιμωρούμενη με φυλάκιση . Με αυτά που δέχθηκε ως άνω το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί και επιχειρήματα, με βάση τους οποίους, υπήγαγε τη συμπεριφορά αυτό στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 § 1α του ΠΚ, τις οποίες ορθώς και αιτιολογημένα εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ουδεμία αντίφαση δημιουργείται από τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, όσον αφορά την αξία των υπεξαιρεθέντων πραγμάτων, η οποία να επιδρά στον χαρακτηρισμό αυτού ως πλημμελήματος ή κακουργήματος, αφού εκτός της αναφοράς τόσον στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο εισαγγελική πρόταση αλλά και στο αιτιολογικό αυτού ιδιαίτερης σκέψης με παραπομπές μάλιστα στη θεωρία, ότι η αξιόποινη πράξη για την οποία το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι πρέπει να παραπεμφθεί είναι της υπεξαίρεσης, υπό την πλημμεληματική της μορφή και όχι με την κακουργηματική, όπως του αποδόθηκε με το κατηγορητήριο, η στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, και συγκεκριμένα στο αιτιολογικό αλλά και στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος πριν ακριβώς από την ενσωματωμένη σ' αυτά σε φωτοτυπία φύλλα του κατηγορητηρίου φράση, "τα εμπορεύματα δε αυτά αναλυτικά είναι τα εξής:" καθίσταται βέβαιο ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται μόνο στις στήλες των σελίδων του κατηγορητηρίου που αφορούσε στο είδος και στην ποσότητα των εμπορευμάτων, και από προφανή παραδοχή δεν διεγράφησαν οι στήλες των σελίδων αυτού (κατηγορητηρίου) που αφορούν στην τιμή πωλήσεως, στο ποσοστό, στην αξία του ΦΠΑ, στην καθαρή και στη συνολική αξία. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 484 § 1 περ. β' και δ' λόγος αναίρεσης του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου που υποστηρίζει ότι υπάρχει αντίφαση των παραδοχών του βουλεύματος όσον αφορά την αξία των υπεξαιρεθέντων πραγμάτων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 εδ. α' ΚΠΔ ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Εξάλλου κατά το άρθρο 482 παρ. 1α του ιδίου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος μόνον όταν τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα ή παύει προσωρινά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αναίρεση είναι απαράδεκτη. περαιτέρω, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός από άλλες περιπτώσεις που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, και όταν έχει ασκηθεί από πρόσωπο στο οποίο δεν αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 3-3-2008 αίτηση αναίρεσης πλήττεται το ως άνω βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για υπεξαίρεση σε βαθμό πλημμελήματος. Η αίτηση αυτή, στρέφεται κατά βουλεύματος που δεν υπόκειται σε αναίρεση και επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη. Μετά από αυτά πρέπει ν' απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Χ στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α) την από 11-3-2008 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού και β)την από 3-3-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του 194/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Χ στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ