Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2168 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Έννοια δεδικασμένου. Προϋποθέσεις. Ειδικότερα έννοια ιστορικής και νομικής αιτίας. Τι καλύπτει το δεδικασμένο, ιδίως επί ενστάσεων. Αναγνωριστική αγωγή. Αβάσιμος ο από το αρ. 16 άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. (Επικυρώνει ΕφΘεσσ. 1485/2012).





Αριθμός 2168/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Τ. χήρας Δ. Γ., το γένος Γ. Κ., 2)Κ. Γ. του Δ., 3)Δ. συζύγου Κ. Κ., το γένος Δ. Γ., κατοίκου ..., 4)Κ. συζύγου Ν. Π., το γένος Δ. Γ., κατοίκου ..., και 5)Ε. Γ. του Δ., κατοίκου .... Η 1η δεν παραστάθηκε, και οι 2ος, 3η, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χαρούλα Απαλαγάκη, η οποία δήλωσε ότι η 1η απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους λοιπούς, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μουζακιάρη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-2-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 152/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1485/2012 Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι ήδη αναιρεσείοντες με την από 18-4-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 16-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ως ιστορική αιτία νοείται το σύνολο των περιστατικών που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπήρξαν ή ότι δεν υπήρξαν, ως ιστορικό συμβάν, και τα οποία είναι, σύμφωνα με το νόμο, αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό της απόφασης, δηλαδή την έννομη συνέπεια που γίνεται δεκτή ως υπάρχουσα ή μη υπάρχουσα, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου κάθε μεταγενέστερος ισχυρισμός με τον οποίο επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση ή αξιολόγηση της κρίσιμης για την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εμπειρικής πραγματικότητας. Ως νομική δε αιτία που επίσης καλύπτεται από το δεδικασμένο νοείται ο νομικός κανόνας που διέπει την έννομη σχέση από την οποία απορρέει το προβαλλόμενο (και επιδικασθέν) δικαίωμα, υπάρχει δε ταυτότητα νομικής αιτίας όταν και η νέα αγωγή στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα, ενώ δεν υπάρχει τέτοια ταυτότητα στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η νέα αγωγή δεν στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι το δεδικασμένο καλύπτει και το προδικαστικό ζήτημα που κρίθηκε, το ζήτημα δηλαδή που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ'ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα, καθώς και (καλύπτει το δεδικασμένο) τις ενστάσεις που προτάθηκαν, όπως και εκείνες που δεν προτάθηκαν ενώ μπορούσαν να προταθούν και οι οποίες δεν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα και δεν μπορούν ως εκ τούτου να ασκηθούν με κύρια αγωγή. Τουναντίον το δεδικασμένο δεν καλύπτει τις μη προταθείσες ενστάσεις (ή προταθείσες που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες) οι οποίες στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Πρόκειται για τις χαρακτηριζόμενες στην επιστήμη ως γνήσιες μη αυθύπαρκτες ενστάσεις (ως στηριζόμενες σε άλλο, διαφορετικό δικαίωμα, για το οποίο μπορεί να ασκηθεί κύρια αγωγή), είναι δε τέτοιες ενστάσεις εκείνες του συμψηφισμού, της επίσχεσης, του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (μη εκπλήρωσης της σύμβασης), καθώς και το δικαίωμα του πωλητή να του επιστραφεί το πράγμα αν ο αγοραστής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης λόγω ελαττωμάτων (δικαίωμα αναστροφής κατά το προηγούμενο δίκαιο) του πράγματος και η σχετική αγωγή του γίνει τελεσιδίκως δεκτή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μεταξύ των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου στον οποίο θεμελιώνεται η ένσταση περιλαμβάνεται και ένα διαφορετικό, "αυτοτελές" δικαίωμα, όπως π.χ.η "ανταπαίτηση" στην ένσταση του συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.), η "συναφής αξίωση" στην ένσταση επισχέσεως (ΑΚ 325) κ.ο.κ. Το δικαίωμα τούτο βαίνει παραλλήλως προς το δικαίωμα που ασκήθηκε με την κριθείσα αγωγή και δεν εξαρτάται από αυτό, ούτε τούτο εξαρτάται από εκείνο, δυνάμενο, όπως προαναφέρθηκε, να ασκηθεί και με κύρια αγωγή και να κριθεί σε άλλη δίκη, η κατά την οποία παραδοχή του δεν αντιστρατεύεται (δεν αναιρεί ή αντιφάσκει προς) το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την παροχή και με το οποίο προφανώς και είναι συμβατή. Εν κατακλείδι, εκτός από την αμέσως προαναφερθείσα κατηγορία των μη αυθύπαρκτων ενστάσεων που δεν προτάθηκαν, όλες οι λοιπές ενστάσεις, είτε προτάθηκαν είτε δεν προτάθηκαν ενώ μπορούσαν να προταθούν και αφορούν το "δικαίωμα που κρίθηκε", δηλαδή την έννομη σχέση ή συνέπεια που διαγνώστηκε με την τελεσίδικη απόφαση ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει, μαζί με το αντικείμενό της, είτε είναι υλικό είτε όχι, καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης και δεν μπορούν να προβληθούν σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο, προσκρούοντας στην ανέκαθεν ισχύουσα και ενυπάρχουσα στο δεδικασμένο από την ίδια τη φύση του απαγορευτική τής επαναπροβολής τους δικαιϊκή αρχή non bis in idem (ουχί δις επί τω αυτώ) ή bis de eadem re ne sit actio (δεν δίδεται αγωγή δύο φορές για το ίδιο αντικείμενο). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή, ως έννομη σχέση - αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής νοείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο, όπως είναι και το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας, η έννομη δε αυτή σχέση πρέπει να είναι υπαρκτή και ενεστώσα κατά τον χρόνο της ασκήσεως της αναγνωριστικής αγωγής, ενώ αντικείμενο τέτοιας αγωγής δεν μπορεί να καταστούν προδικαστικά της έννομης σχέσης ζητήματα, όπως, κατ'άρχην, και παρωχημένες έννομες σχέσεις, παρελθούσες δηλ. έννομες σχέσεις οι εκ των οποίων έννομες συνέπειες έχουν παύσει να ισχύουν και για τη διάγνωση των οποίων δεν δικαιολογείται έννομο συμφέρον, ως βασική προϋπόθεση της ασκήσεως αναγνωριστικής αγωγής. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ.16 του ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, παρεπομένου ότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο δέχεται δεδικασμένο το οποίο και πράγματι υπάρχει στην συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τον νόμο.
ΙΙ. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου, οι ενάγοντες εξέθεταν σ'αυτήν ότι οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου Κ. και Β. Κ. αγόρασαν από τον δικαιοπάροχό τους (των αναιρεσειόντων) και αρχικό κληρούχο Δ. Γ. το υπ' αριθμ., προσωρινής διανομής, 53, και οριστικής τοιαύτης 1481, κληροτεμάχιο, εκτάσεως 16.688 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή Ν. Φώκαιας Χαλκιδικής, όπως αυτό ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, δυνάμει του από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, με αναγραφόμενο τίμημα αυτό των 330.000 δρχ., αλλά με πραγματικό (συμφωνηθέν) τίμημα αυτό των 735.000 δρχ., έναντι του οποίου οι αδελφοί Κ. τού κατέβαλαν το ποσό των 230.000 δρχ. με την συμφωνία το υπόλοιπο ποσό των 505.000 δρχ. να καταβληθεί την ημέρα κατά την οποία ο πωλητής Δ. Γ. θα συμφωνούσε και θα υπέγραφε το ανωτέρω έγγραφο ως βεβαίας χρονολογίας. Ότι η πραγματική ημερομηνία συντάξεως του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως ήταν η 10-1-1972 και ότι την επόμενη ημέρα, ήτοι την 11-1-1972, ο Δ. Γ. υπέγραψε ενώπιον του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννου Νάσλα την υπ' αοθμ..../1972 πράξη περί κτήσεως του προαναφερομένου από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, ως εγγράφου βεβαίας χρονολογίας, καθώς και τα υπ' αρθμ. ... και .../11-1-1972 συμβολαιογραφικά πληρεξούσια προς τους αδερφούς Κ.. Ότι παρά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα οι αγοραστές Κ. και Β. Κ. δεν κατέβαλαν στον δικαιοπάροχό τους το υπόλοιπο τίμημα των 505.000 δρχ., παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις του, και έτσι ο τελευταίος τούς επέδωσε την από 8-10-1972 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία τους έτασσε προθεσμία 10 ημερών προκειμένου να του καταβάλουν το υπόλοιπο τίμημα, άλλως δήλωνε ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση πωλήσεως και ότι ανακαλεί και τα προς αυτούς συμβολαιογραφικά πληρεξούσια αν οι αγοραστές αδερφοί Κ. δεν κατέβαλαν το υπόλοιπο ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος των 505.000 δρχ. εντός της ταχθείσης δεκαήμερης προθεσμίας. Ότι οι αγοραστές δεν κατέβαλαν το υπόλοιπο του τιμήματος εντός της ταχθείσης προθεσμίας και έτσι αποδέχθηκαν την υπαναχώρηση του πωλητού Δ. Γ. από την σύμβαση πωλήσεως, ο οποίος μετά ταύτα ουδέποτε τους παρέδωσε την νομή και κατοχή του επίδικου κληροτεμαχίου. Ότι οι αδελφοί Κ. δύο σχεδόν έτη μετά την υπαναχώρηση του δικαιοπαρόχου τους από την σύμβαση πωλήσεως του επίδικου ακινήτου, αφού παρακατέθεσαν το υπόλοιπο αναγραφέν στο ιδιωτικό συμφωνητικό ποσό των 100.000 δρχ., κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών την υπ' αριθμ. καταθ. 85/3-6-1974 αίτηση επικυρώσεως ανωμάλου δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν, βάσει του α.ν. 431/1968, την επικύρωση του από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, η οποία και απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 49/1975 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών, που κατέστη τελεσίδικη, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 25/1978 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Ότι μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων, καθώς και την έκδοση του ν. 666/1977, οι αδερφοί Κ., αφού παρακατέθεσαν το ποσό των 405.000 δρχ., κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας την υπ' αριθμ. καταθ. 10/3-3-1980 αίτηση επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν πλέον την επικύρωση του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, ως εγγράφου βεβαίας χρονολογίας. Ότι επί της αιτήσεως αυτής το Ειρηνοδικείο Κασσάνδρας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 10/1981 απόφασή του, με την οποία επικύρωσε το από 10-1-1972 βεβαίας χρονολογίας ιδιωτικό συμφωνητικό και η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 122/1986 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας την 11-7-1986. Ότι ο εναγόμενος, στον οποίο οι αδελφοί Κ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1988 συμβολαίου του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα μεταβίβασαν το επίδικο κληροτεμάχιο, δεν είναι κύριος του τελευταίου, διότι αυτό ουδέποτε περιήλθε στην κυριότητα των προαναφερομένων δικαιοπαρόχων του, αφού η ως άνω υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, στην οποία ο εναγόμενος στηρίζει την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, είναι παράνομη και ανυπόστατη, καθόσον παρανόμως επικύρωσε την προαναφερθείσα ανώμαλη δικαιοπραξία πωλήσεως, ενόψει του ότι α) αυτή (πώληση) δεν υφίστατο πλέον, μετά την υπαναχώρηση που είχε ασκήσει νόμιμα ο δικαιοπάροχός τους πωλητής και την συνεπεία της υπαναχώρησης αυτής αναδρομική διάλυσή της, β)άλλως, διότι η μεταξύ του δικαιοπαρόχου τους και των δικαιοπαρόχων του εναγομένου δικαιοπραξία πώλησης είχε συναφθεί υπό την διαλυτική αίρεση της μη μεταγραφής του οριστικού συμβολαίου και της μη μεταγραφής της αποφάσεως της επικύρωσης της ανωμάλου δικαιοπραξίας σε περίπτωση που ο πωλητής Δ. Γ. δεν λάβει προηγουμένως όλο το συμφωνηθέν τίμημα της πωλήσεως, η οποία (διαλυτική αίρεση) πληρώθηκε με την μη προγενέστερη εξόφληση του τιμήματος, με αποτέλεσμα την ανατροπή της πωλήσεως (...). Βάσει του ανωτέρω ιστορικού και των επιπρόσθετων ισχυρισμών ότι ο δικαιοπάροχός τους Δ. Γ. ουδέποτε παρέδωσε στους δικαιοπαρόχους του εναγομένου ή στον ίδιο την νομή και κατοχή του επίδικου ακινήτου, στην οποία βρισκόταν αυτός συνεχώς μέχρι τον χρόνο του θανάτου του, ήτοι το έτος 1988, μετά δε και αφού αποδέχθηκαν την κληρονομία, με την νομίμως μεταγραφείσα υπ' αριθμ. .../1989 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμ/φου Κασσάνδρας Αναστασίας Σαφράλη-Μαρμαρίδη, συνέχισαν οι ίδιοι (ενάγοντες) να βρίσκονται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του στην νομή και κατοχή του επιδίκου, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο (ανωτέρω αποδοχή κληρονομία ς), καλλιεργώντας σ' αυτό δημητριακά, μέχρι την 28-1-2004, οπότε ο εναγόμενος τους απέβαλε παράνομα δυνάμει της υπ' αριθμ. 9/28-1-2004 έκθεσης βίαιας αποβολής και εγκαταστάσεως του δικαστικού επιμελητού Κ. Β., βάσει της υπ' αριθμ. 103/1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, ζήτησαν α) να αναγνωριστεί ότι οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου ουδέποτε απέκτησαν την κυριότητα του επίδικου κληροτεμαχίου για τους ανωτέρω λόγους και ότι επομένως ούτε ο εναγόμενος έγινε κύριος του επίδικου, αφού απέκτησε παρά μη κυρίου, β)να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του επίδικου κληροτεμαχίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού κληρούχου Δ. Γ. κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους λοιπούς ενάγοντες, και γ)να διαταχθεί η αποβολή του εναγομένου από το επίδικο ακίνητο και η εγκατάστασή τους σ'αυτό (απόδοση). Ο εναγόμενος, όπως προκύπτει από τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρνήθηκε την αγωγή, και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη και απορριπτέα διότι προσκρούει στο δεδικασμένο που απορρέει αφενός από την υπ' αριθμ. 97/1990 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που εκδόθηκε επί αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας που άσκησαν οι ενάγοντες κατά του εναγομένου και κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 1674/1993 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 464/1996 απόφαση του Αρείου Πάγου, και αφετέρου από την υπ' αριθμ. 103/1999 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί διεκδικητικής αγωγής του εναγομένου κατά των εναγόντων και η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 3070/2003 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 1204/2006 απόφαση του Aρείου Πάγου, όπως ειδικότερα τα ανωτέρω περιστατικά αναφέρονται στις προτάσεις του.
ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. 988/1961 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής παραχωρήθηκε προσωρινά στον Δ. Γ., σύζυγο της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και πατέρα των λοιπών εφεσιβλήτων-εναγόντων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 36 του ν.δ. 3958/1959, ως εκχερσωθείσα από αυτόν και καλλιεργούμενη, κοινόχρηστη δασική έκταση, εμβαδού 17.250 τ.μ., λαβούσα τον αριθμό 53. Δυνάμει της υπ' αριθμ. Γγ/43623/29-8-1972 απόφασης του Νομάρχη Χαλκιδικής αναθεωρήθηκε μεταξύ άλλων αποφάσεων της Ε.Α.Χ. και η ανωτέρω απόφαση της τελευταίας, αναφορικά με την έκταση της παραχωρηθείσας έκτασης και τον αριθμό αυτής. Κατόπιν των ανωτέρω εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2587/13-10-1972 απόφαση της Ε.Α.Χ., σύμφωνα με την οποία, κατά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Ν. Φώκαιας Χαλκιδικής του έτους 1971, κυρωθείσα με το ν.δ. 1189/1972 (ΦΕΚ 99/7-11-1973), παραχωρήθηκε οριστικά στον προαναφερόμενο κληρούχο, μεταξύ άλλων τεμαχίων και το με αριθμό 1481 κληροτεμάχιο, εκτάσεως 16.688 τ. μ. (επίδικο), που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος Ν. Φώκαιας Χαλκιδικής (...). Μετά την ως άνω οριστική παραχώρηση εκδόθηκε στο όνομα του ανωτέρω κληρούχου ο υπ' αρθμ..../1-2-1974 οριστικός τίτλος κυριότητας της Δ/νσης Γεωργίας Χαλκιδικής, που μεταγράφηκε νόμιμα (...). Στις 10-1-1972, ο κληρούχος Δ. Γ. και οι Β. Κ. και Κ. Κ., υπέγραψαν το προχρονολογημένο από 22-12-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως για το επίδικο κληροτεμάχιο. Στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό αναγράφηκε ως συμφωνηθέν τίμημα αυτό των 330.000 δρχ., από το οποίο ο Δ. Γ. έλαβε την ημέρα συντάξεως αυτού (10-1-1972) το ποσό των 230.000 δρχ., ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος συμφωνήθηκε ότι θα καταβληθεί την ημέρα συντάξεως του οριστικού συμβολαιογραφικού συμβολαίου, σε περίπτωση δε που ο τελευταίος (Δ. Γ.) δεν λάβει προηγουμένως ολόκληρο το ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος (εξόφληση), δεν υποχρεούται να συντάξει οριστικό συμβόλαιο για το πωληθέν ακίνητο ή να συμφωνήσει στην μεταγραφή της απόφασης περί επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας. Επίσης στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό αναγράφηκε ότι ο κληρούχος, κατά την ημέρα υπογραφής του, παρέδωσε στους αγοραστές, αδερφούς Κ., την νομή και κατοχή του ακινήτου, προκειμένου οι τελευταίοι να ενεργήσουν επ' αυτού (ακινήτου) όλες τις αναγκαίες τοπογραφικές, χωματουργικές και γεωτρητικές εργασίες και να μεριμνήσουν με έξοδά τους για την περίφραξη αυτού. Παρά τα όσα αναγράφηκαν στο προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, το πραγματικά μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνηθέν τίμημα ανήλθε στο ποσό των 735.000 δρχ. και συνεπώς το υπόλοιπο του τιμήματος, μετά την καταβολή του ποσού των 230.000 δρχ., (ανέρχεται) στο ποσό των 505.000 δρχ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την επομένη της υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού, ήτοι την 11-1-1972, ο Δ. Γ. προσήλθε ενώπιον του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, όπου υπέγραψε την υπ' αριθμ. .../11-1-1972 πράξη κατάθεσης του προαναφερομένου από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο τοιουτοτρόπως κατέστη έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, ταυτόχρονα δε υπέγραψε και το υπ' αριθμ. .../11-1-1972 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τους αδερφούς Κ. και τον δικηγόρο Βασίλειο Τρωϊάνο και το υπ' αριθμ. .../11-1-1972 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τους αδερφούς Κ., με τα οποία τους εξουσιοδοτούσε να μεριμνήσουν για την τέλεση της οριστικής συμβάσεως πωλήσεως. Μετά τα ανωτέρω, ο Δ. Γ. όχλησε επανειλημμένα τους αγοραστές αδερφούς Κ., οι οποίοι όμως δεν του κατέβαλαν το υπόλοιπο ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος των 505.000 δρχ. Έτσι ο ανωτέρω κληρούχος, στις 5-10-1972, δυνάμει της υπ' αρθμ..../5-10-1972 πράξης του συμ/φου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Παπαδόπουλου ανακάλεσε τα προαναφερθέντα συμ/κά πληρεξούσια προς τους αδερφούς Κ. και τον δικηγόρο Βασίλειο Τρωϊάνο και στις 9-10-1972 επέδωσε προς τον συμ/φο Ιωάννη Νάσλα, τον δικηγόρο Βασίλειο Τρωϊάνο, τον Β. Κ. και τον Κ. Κ. την από 8-10-1972 εξώδικη δήλωσή του, στην οποία αφενός κατήγγειλε το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό ως προχρονολογημένο και άρα άκυρο και δήλωνε ότι προέβη στην ανάκληση των ανωτέρω συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, και αφετέρου έτασσε προθεσμία 10 ημερών προς τους αγοραστές αδερφούς Κ. προκειμένου να του καταβάλουν το υπόλοιπο συμφωνηθέν τίμημα, άλλως δήλωνε, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού, ότι με την άπρακτη παρέλευση της τασσομένης προθεσμίας περί εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος θεωρούσε την σύμβαση πωλήσεως ματαιωθείσα από υπαιτιότητα των ιδίων (αγοραστών) και υπαναχωρούσε από αυτήν. Οι αγοραστές αδερφοί Κ. δεν κατέβαλαν στον πωλητή, εντός της 10ήμερης προθεσμίας, το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος των 505.000 δρχ, αλλά, δύο έτη μετά την ανωτέρω εξώδικη δήλωση του πωλητή περί υπαναχώρησης από την σύμβαση πώλησης, αφού προέβησαν στην παρακατάθεση στο ΤΠΚ Δανείων Κασσάνδρας, υπέρ του Δ. Γ., του αναγραφομένου στο ιδιωτικό συμφωνητικό υπολοίπου ποσού του τιμήματος των 100.000 δρχ. (330.000-230.000), κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών την από 5-7-1974 και με αριθμό κατάθεσης 85/9-8-1974 αίτηση περί επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν, βάσει του άρθρου 3 του α.ν. 431/1968 και του άρθρου 15 παρ. 2 του ν.δ. 3958/1959, να επικυρωθεί το από 22-12-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο Δ. Γ. τους πώλησε το επίδικο κληροτεμάχιο, ισχυριζόμενοι ότι εξόφλησαν ολοσχερώς το συμφωνηθέν τίμημα των 330.000 δρχ. και ότι από την κατάρτιση της επίδικης συμβάσεως εγκαταστάθηκαν στην νομή και κατοχή του ακινήτου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 49/1975 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών, η οποία δεχόμενη αφενός ότι το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό ήτο προχρονολογημένο, με πραγματική ημερομηνία συντάξεως την 10-1-1972, και αφετέρου ότι οι αιτούντες δεν εξόφλησαν το υπόλοιπο του τιμήματος εκ δρχ. 405.000 και δεν άσκησαν μέχρι τις 23-5-1968 καμία διακατοχική πράξη επί του επιδίκου ακινήτου, απέρριψε την αίτηση 0ι αδερφοί Κ. άσκησαν κατά της ανωτέρω απόφασης την από 3-6-1976 και με αριθμό 6/8-6-1976 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 25/1978 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής η οποία την απέρριψε κατ' ουσίαν. Μετά ταύτα οι αδερφοί Κ. παρακατάθεσαν στο ΤΠΚ Δανείων Κασσάνδρας, υπέρ του Δ. Γ., το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος των 405.000 δρχ. (735.000 - 230.000 = 505.000 - 100.000 = 405.000) και κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας την από 20-1-1979 και με αριθμό κατάθεσης 5/28-2-1979 αίτηση περί επικύρωσης ανώμαλης δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν, βάσει του άρθρου 2 του ν. 666/1977, να επικυρωθεί το από 22-12-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό, ως έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, ισχυριζόμενοι ότι εξόφλησαν το, κατόπιν νέας συμφωνίας, υπόλοιπο τιμήματος των 405.000 δρχ. και ότι από την κατάρτιση του από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού έχουν εγκατασταθεί στην νομή και κατοχή του ακινήτου. Επί της δεύτερης αυτής αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10/1981 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, η οποία, αφού απέρριψε την προταθείσα υπό του καθ' ου η αίτηση Δ. Γ. ένσταση δεδικασμένου, απορρέουσα από την ήδη τελεσίδικη υπ' αριθμ. 49/1975 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών, διότι δεν υφίστατο ταυτότητα νομικής αιτίας, επικύρωσε την από 11-1-1972 δια ιδιωτικού συμφωνητικού βεβαίας χρονολογίας γενόμενη πώληση μεταξύ των διαδίκων, αφορώσα το επίδικο κληροτεμάχιο, απόφαση η οποία, κατόπιν απόρριψης της ασκηθείσας εφέσεως από τον Δ. Γ. με την υπ' αριθμ. 122/1986 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, κατέστη τελεσίδικη. Οι Β. και Κ. Κ., μετά την τελεσιδικία της ως άνω υπ' αριθμ. 10/1981 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, μετέγραψαν αυτή στις 11-7-1986 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας στον τόμο … με αριθμό 49, και ακολούθως μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως το επίδικο ακίνητο στον εναγόμενο, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../16-8-1988 συμβολαίου του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, στις 18-8-1988, στον τόμο … με αριθμό 92. Στις 26-8-1988 απεβίωσε άνευ διαθήκης ο κληρούχος Δ. Γ., ο οποίος κατά τον χρόνο του θανάτου του κατέλειπε ως πλησιέστερους συγγενείς την σύζυγό του Τ. Γ. (πρώτη ενάγουσα) και τα τέσσερα τέκνα του, Κ. Γ. (δεύτερο ενάγοντα), Δ. Γ. συζ. Κ. Κ. (τρίτη ενάγουσα), Κ. Γ. συζ. Ν. Π. (τέταρτη ενάγουσα) και Ε. Γ. (πέμπτη ενάγουσα), οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία του θανόντος συζύγου και πατρός τους, αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου ακίνητου, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1989 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας της συμ/φου Κασσάνδρας Αναστασίας Σάφραλη - Μαρμαρίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, στις 17-2-1989, στον τόμο 279 με αριθμό 11, ενώ, αντίστοιχα, συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν το επίδικο κληροτεμάχιο, όπως και ο δικαιοπάροχός τους. Τον Ιούλιο του 1989 οι ενάγοντες κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής την από 26-7-1989 και με αριθμό κατάθεσης 829-362/1989 αναγνωριστική αγωγή κατά του εναγομένου, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστούν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους λοιπούς ενάγοντες, βάσει παραγώγου (κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής) τρόπου και πρωτοτύπου (βάσει έκτακτης χρησικτησίας) τρόπου. Ειδικότερα οι ενάγοντες στην ανωτέρω αγωγή ισχυρίζονταν ότι στον δικαιοπάροχό τους Δ. Γ. είχε παραχωρηθεί, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1972 τίτλου κυριότητας της Νομαρχίας Χαλκιδικής, που μεταγράφηκε νόμιμα, το επίδικο κληροτεμάχιο, το οποίο ο κληρούχος ενέμετο και κατείχε από το 1948, καλλιεργώντας το με δημητριακά, μέχρι τις 26-8-1988 που πέθανε άνευ διαθήκης, οπότε οι ενάγοντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν αυτοί το επίδικο κληροτεμάχιο κατά το εξ αδιαθέτου κληρονομικό ποσοστό του ο καθένας, ενώ προέβησαν και στην αποδοχή της κληρονομίας, βάσει συμβολαιογραφικής δηλώσεως αποδοχής που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλλε ένσταση ιδίας κυριότητας στο ακίνητο, ισχυριζόμενος ότι αυτό περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../16-8-1988 συμβολαίου του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα από αγορά από τους αδερφούς Κ., οι οποίοι απέκτησαν το μεταβιβαζόμενο ακίνητο κατόπιν αγοράς το έτος 1967, με ιδιωτικό συμφωνητικό, από τον δικαιοπάροχο των εναγόντων Δ. Γ., αγοραπωλησία που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επί της ως άνω αγωγής των εναγόντων εκδόθηκε η υπ' αριθμ.97/1990 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία, δεχόμενη την προαναφερόμενη ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω απόφασης οι ενάγοντες άσκησαν την από 27-12-1990 και με αριθμό καταθ. 1/1990 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1674/1993 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε την έφεση στο σύνολό της κατ' ουσίαν. Οι ενάγοντες άσκησαν κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης την από 22-2-1994 και με αριθμό καταθ. 51/1-3-1994 αναίρεση, στην οποία, επαναλαμβάνοντας όλους τους απορριφθέντες λόγους της έφεσής τους, ζητούσαν την αναίρεσή της, και επί αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 464/1996 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την ασκηθείσα αναίρεση στο σύνολό της. Μετά ταύτα ο εναγόμενος άσκησε την από 15-12-1996 και με αριθμό καταθ. 52Π/10-2-1997 διεκδικητική αγωγή του κατά των εναγόντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος του επίδικου ακινήτου, βάσει παραγώγου τρόπου, και να υποχρεωθούν οι ενάγοντες, που το κατέχουν παράνομα, να του το αποδώσουν. Επί της ως άνω διεκδικητικής αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 103/1999 απόφαση του ίδιου πιο πάνω Δικαστηρίου, η οποία, δεχόμενη ότι υφίσταται δεδικασμένο από την υπ' αριθμ. 97/1990 αμετάκλητη απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου περί της κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο, δέχθηκε την αγωγή ως κατ' ουσία βάσιμη (...). Κατά της ανωτέρω απόφασης οι εκεί εναγόμενοι (νυν ενάγοντες) άσκησαν την από 26-10-1999 και με αριθμό καταθ. 103/1999 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1826/2000 προδικαστική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έταξε συμπληρωματικές αποδείξεις (...), μετά δε την διεξαγωγή αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1490/2001 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία, δεχόμενη τον ισχυρισμό των εκκαλούντων περί απόκτησης κυριότητας επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στον χρόνο νομής τους τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου τους κληρούχου Δ. Γ. από το 1972 έως τον χρόνο του θανάτου του στις 26-8-1988, εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 103/1999 απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και δικάζοντας την αγωγή την απέρριψε κατ' ουσίαν. Ο στην δίκη εκείνη ενάγων και νυν εναγόμενος άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την από 26-7-2001 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 13/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την προαναφερομένη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (...), παρέπεμψε δε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση με την από 27-2-2003 κλήση του εκεί ενάγοντος και νυν εναγομένου και συζητήθηκε ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 18-4-2003, εκδόθηκε δε η υπ' αριθμ. 3070/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ότι παρήχθη δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση υπ' αριθμ. 97/1980 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 321, 322 παρ.1 και 324 ΚΠολΔ για το με αυτήν κριθέν ουσιαστικό ζήτημα της ελλείψεως κυριότητας των τότε εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων επί του επίδικου αγροτεμαχίου και της ενστάσεως του τότε εναγομένου ήδη εκκαλούντος περί ιδίας κυριότητας αυτού επί του αυτού ακινήτου και απορρίφθηκε η έφεση κατά της η υπ' αριθμ. 103/1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου Θεσσαλονίκης οι τότε εναγόμενοι-εκκαλούντες άσκησαν την από 12-2-2004 και με αριθμό καταθ. 42/17-2-2004 αίτηση αναίρεσης, η οποία και απορρίφθηκε στο σύνολό της με την υπ' αριθμ. 1204/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στην εν λόγω αναίρεση για πρώτη φορά με τον δεύτερο λόγο αυτής οι τότε εναγόμενοι-εκκαλούντες (ήδη εφεσίβλητοι - ενάγοντες) επικαλέστηκαν ότι ο δικαιοπάροχός τους, αρχικός κληρούχος και πωλητής Δ. Γ. στην ένδικη ανώμαλη δικαιοπραξία (πώληση), είχε υπαναχωρήσει από την πώληση του επίδικου αγροτεμαχίου στους δικαιοπαρόχους τού ήδη εκκαλούντος-εναγομένου πριν από την επικύρωσή της και συγκεκριμένα την 8-10-1972, πριν την υποβολή από τους αδερφούς Κ. (δικαιοπαρόχους του νυν εκκαλούντος - εναγομένου) των αιτήσεων επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας τού από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας του επίδικου ακινήτου και την έκδοση της υπ' αριθμ. 49/1975 τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών και της υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, που αποτελεί και τον τίτλο κυριότητας των τελευταίων, υπαναχώρηση την οποία οι πωλητές αποδέχθηκαν και συνεπώς η μεταξύ τους πώληση είχε ανατραπεί, γεγονός που δεν εκρίθη από την υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, μη έχοντος τοιαύτη εξουσία. Με την άνω απόφαση ο λόγος αυτός αναίρεσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτος διότι δεν αναφέρεται σ' αυτόν ότι ο ως πράγμα θεωρούμενος και σ' αυτόν αναφερόμενος πραγματικός ισχυρισμός προτάθηκε ενώπιον του Εφετείου. Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης οι εφεσίβλητοι άσκησαν την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου ουδέποτε απέκτησαν την κυριότητα του επίδικου κληροτεμαχίου και επομένως ότι ούτε ο εναγόμενος έγινε κύριος αυτού, αφού απέκτησε παρά μη κυρίου, και να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του επίδικου κληροτεμαχίου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού κληρούχου Δ. Γ. κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους λοιπούς ενάγοντες, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους το αποδώσει". Και βάσει των παραδοχών αυτών και της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου που απορρέει από τις προρρηθείσες υπ'αριθμ.97/1990 και 103/1999 τελεσίδικες (και αμετάκλητες) αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα και την αγωγή των αναιρεσειόντων.
IV. Από το ανωτέρω, υπό ΙΙ, περιεχόμενο και αίτημα της αγωγής των αναιρεσειόντων, τις προαναφερθείσες, υπό ΙΙΙ, παραδοχές του Εφετείου και τις αναφερόμενες σ'αυτήν, ως άνω υπ'αριθμ.97/1990 και 103/1999 τελεσίδικες αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής προκύπτουν τα ακόλουθα: Αντικείμενο της αγωγής των αναιρεσειόντων ήταν το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας επί του επιδίκου και η διάγνωση, κατά το πρώτο από το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, σκέλος της (αρνητική αναγνωριστική αγωγή), ότι τούτο (δικαίωμα) δεν ανήκει στον αναιρεσίβλητο, αλλ'ότι, αντιθέτως, κατά το δεύτερο, από την ίδια διάταξη και εκείνην του άρθρου 1094 του ΑΚ (διεκδικητική αγωγή), σκέλος της, ανήκει στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι και το διεκδικούσαν. Αναφέρεται δε η αγωγή στην ενεστώσα, κατά την άσκησή της, έννομη αυτή σχέση, σύμφωνα άλλωστε και με την έννοια του άρθρου 70 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε (ανωτ. υπό Ι, στο τέλος), επιδιώκοντας (η αγωγή) την άρση της αβεβαιότητας ως προς αυτήν (ενεστώσα έννομη σχέση), την οποία προκαλεί η αμφισβήτησή της από τον αναιρεσίβλητο, που υποστηρίζει ότι το επίδικο του ανήκει. Ιστορική αιτία της αγωγής είναι, αντιστοίχως προς τα ανωτέρω, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν απέκτησε το επίδικο από κύριο (το απέκτησε "παρά μη κυρίου"), αφού οι φερόμενοι ως δικαιοπάροχοί του αδελφοί Κ. δεν είχαν αποκτήσει την κυριότητά του από τον αρχικό κύριο του επιδίκου - κληρούχο Δ.Γ. δυνάμει του προαναφερθέντος από 10-1-1972 ιδιωτικού συμφωνητικού και της επικύρωσης, με την υπ'αριθμ.10/1981 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μουδανιών, της ανώμαλης αυτής δικαιοπραξίας κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, λόγω της αναφερόμενης υπαναχώρησης του πωλητή από την πώληση αυτή πριν την επικύρωσή της από το Ειρηνοδικείο, αλλά και λόγω της πληρώσεως της διαλυτικής αίρεσης της μη καταβολής εμπροθέσμως ολόκληρου του συμφωνηθέντος τιμήματος, υπό την οποία τελούσε η σύμβαση, και ότι, αντιθέτως, οι αναιρεσείοντες έγιναν κύριοι του επιδίκου με κληρονομική διαδοχή, και ειδικότερα με την αποδοχή της κληρονομίας του αρχικού κυρίου του επιδίκου - κληρούχου πατέρα τους Δ.Γ., που απεβίωσε την 26-8-1988, και τη μεταγραφή της σχετικής δήλωσης αποδοχής. Νομική δε αιτία τής υπό αναγνώριση, αρνητικώς και θετικώς, έννομης σχέσης είναι οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 περ.1, 1193, 1199, 1710 παρ.2, 1813 του ΑΚ που διέπουν την έννομη αυτή σχέση (επίδικο δικαίωμα κυριότητας). Το δικαίωμα αυτό της κυριότητας επί του επιδίκου έχει κριθεί με τις προρρηθείσες υπ'αριθμ.97/1990 και 103/1999 τελεσίδικες (και αμετάκλητες) αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής ότι ανήκει στον αναιρεσίβλητο, που το απέκτησε με αγορά, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ'αριθμ..../1988 συμβολαίου, από τους ανωτέρω αδελφούς Κ., που ήταν κύριοι του επιδίκου, όχι δε και στους αναιρεσείοντες, ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος των οποίων - πατέρας τους δεν ήταν κύριος του επιδίκου κατά τον ως ανωτέρω χρόνο του θανάτου του, έχοντας πωλήσει το επίδικο στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου με την επικυρωθείσα ως άνω ανώμαλη δικαιοπραξία. Ενόψει τούτων, από τα οποία καθίσταται προφανές ότι πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς το δικαίωμα που κρίθηκε (κυριότητα επιδίκου), μεταξύ δε των ίδιων προσώπων υπό την αυτήν ιδιότητα παρισταμένων, από τις προρρηθείσες τελεσίδικες αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής παράγεται δεδικασμένο στην παρούσα δίκη ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου, όχι δε στην κυριότητα των αναιρεσειόντων, όπως οι τελευταίοι ισχυρίζονται με την κριθείσα ένδικη αγωγή τους. Ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας τους είχε υπαναχωρήσει, ως ανωτέρω, από την επικυρωθείσα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου μεταβίβαση του επιδίκου στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου, οι οποίοι επομένως και δεν απέκτησαν την κυριότητα με την επικύρωση αυτή, ισχυρισμός ο οποίος πράγματι προβλήθηκε το πρώτον με την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, δεν προσδίδει στην αγωγή αυτή νέα, διαφορετική από την κατά τα ανωτέρω τελεσιδίκως κριθείσα, ιστορική και νομική αιτία ούτε συνιστά άλλο αντικείμενο δίκης ή μη αυθύπαρκτη (δυνάμενη να ασκηθεί και με κύρια αγωγή) ένσταση που δεν προτάθηκε, ώστε να μην καλύπτεται από το προαναφερθέν δεδικασμένο. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί απλώς και μόνον επίκληση ελαττωματικότητας που είχε εμφιλοχωρήσει στην εν έτει 1972 μεταβίβαση της κυριότητας με ιδιωτικό συμφωνητικό στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου και στην εν έτει 1981 επικύρωση από το Ειρηνοδικείο της ανώμαλης αυτής δικαιοπραξίας, που είχε ως αποτέλεσμα κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων - εναγόντων, να μην μεταβιβασθεί το επίδικο στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου - αγοραστές, η ελαττωματικότητα όμως αυτή, ως έλλειψη κυριότητας των τελευταίων στο επίδικο, έπρεπε να προβληθεί στις προαναφερθείσες δίκες στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής είτε ως αντένσταση στην πρώτη, είτε ως ένσταση στη δεύτερη, κατά της προβαλλόμενης από τον αναιρεσίβλητο δικής του κυριότητας στο επίδικο, της οποίας προϋπόθεση αποτελεί κατά νόμον (άρθρ.1033 ΑΚ) η κυριότητα των δικαιοπαρόχων του. Επομένως και σύμφωνα με τις διατάξεις περί δεδικασμένου που προαναφέρθηκαν (ανωτ.υπό Ι) ο ανωτέρω ισχυρισμός και κατ'επέκτασιν η κυριότητα του αναιρεσιβλήτου στο επίδικο, ως αγοράσαντος από κύριο, και η ανυπαρξία κυριότητας των αναιρεσειόντων σ'αυτό, καλύπτονται από το δεδικασμένο που παράγεται από τις ειρημένες τελεσίδικες αποφάσεις, όπως ήδη έχει αναφερθεί και όπως κατ'ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ως άνω διατάξεων το Εφετείο, που απέρριψε για τον λόγο αυτόν (δεδικασμένο) ως απαράδεκτη την κριθείσα αγωγή των αναιρεσειόντων, δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου στην ένδικη περίπτωση, είναι δε αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τον αρ.16 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αλλά και με τον δεύτερο, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, από την ίδια διάταξη (και όχι εκείνην του αρ.19 του ίδιου άρθρου, που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες), λόγους της αιτήσεώς τους. Η αναφορά, τέλος, του Εφετείου στην κατά τα προεκτεθέντα υπαναχώρηση του απώτερου δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου και πατέρα των αναιρεσειόντων - αρχικού κληρούχου από την πώληση του επίδικου κληροτεμαχίου με ιδιωτικό συμφωνητικό στους άμεσους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου, αφενός, και η παραδοχή του (Εφετείου) ότι η ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων είναι απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, κατά τα επίσης προεκτεθέντα, αφ'ετέρου, προφανώς και δεν συνιστούν αντιφατικές διατάξεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με το επικουρικό δεύτερο σκέλος, από τον αρ.17 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, του ίδιου δεύτερου λόγου της αιτήσεώς τους.
V. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ.495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-4-2013 αίτηση των Τ. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ'αριθμ.1485/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή