Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1568 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Μαστροπεία, Πλάνη.




Περίληψη:
Μαστροπεία. Σωματεμπορία από κοινού. Επιβαρυντική περίπτωση αυτών. Καταδικαστική απόφαση. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή εφαρμογή ποινικών διατάξεων. Απόρριψη ισχυρισμών περί πραγματικής και νομικής πλάνης και περί συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2δ του ΠΚ. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και μη ορθή εφαρμογή ποινικών διατάξεων.




Αριθμός 1568/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Παπαγεωργόπουλο, περί αναιρέσεως της 37,38,39/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενη την Χ2.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 741/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 349 παρ. 1α και 2α του Π.Κ., όποιος για να εξυπηρετήσει την ακολασία άλλων προάγει στην πορνεία ανήλικο, που είναι νεότερο των δέκα πέντε ετών ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην καθ' οιονδήποτε τρόπο (παροτρύνσεις, πιέσεις κ.λπ.) και με οποιαδήποτε μέσα (παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων κλπ) παρακίνηση της γυναίκας (ανήλικης ή ενήλικης) που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσης ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας και με τη διάκριση ως προς το ύψος της ποινής εάν αυτή είναι νεώτερη των 15 ετών. Δεν είναι αναγκαίο η γυναίκα να είναι "αμέπτων" ηθών, είναι όμως αναγκαίο να μη είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος σε πλείονα πρόσωπα, άνευ εκλογής, δηλαδή η παροχή κατά συνήθεια σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό προσώπων, αντί χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Ακόμη, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 351 του Π.Κ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 του ν. 3064/2001 "όποιος με τη χρήση βίας, απειλή ή άλλον εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στη γενετήσια εκμετάλλευσή του τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. Κατά την παράγραφο 4 εδ. α, β και δ ΠΚ του ίδιου άρθρου, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ στον υπαίτιο, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αν η πράξη (της σωματεμπορίας) στρέφεται κατά ανηλίκου (περίπτωση α'), ή τελέσθηκε από ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχ. γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 349 του ΠΚ (περίπτωση β') ή τελείται κατ' επάγγελμα (άρθρο 13 περ. στ' ΠΚ - περίπτωση δ'). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ κάθε συναυτουργός μιας αξιόποινης πράξης τιμωρείται ως αυτουργός αυτής. Προϋπόθεση για την τέλεση μιας πράξης κατά συναυτουργία είναι α) ο κοινός δόλος των δραστών και β) η αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξη καθενός αυτών (δραστών). Η σύμπραξη μπορεί να συνίσταται, είτε στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, είτε στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, η δε πράξη να είναι άδικη για όλους τους συναυτουργούς. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για μη καταλογισμό της πράξης του δράστη λόγω πραγματικής πλάνης του (άρθρο 30 παρ. 1 του Π.Κ.), ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 37-38-39/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, για τον αναιρεσείοντα και τη συγκατηγορούμενή του Χ2 για τα εγκλήματα της μαστροπείας και της σωματεμπορίας από κοινού: "Περί τέλη Μαΐου του έτους 2004 περιήλθε στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών της Διευθύνσεως Ασφαλείας Αττικής η πληροφορία σπείρα Αλβανών των οποίων αναφέρθηκαν τα μικρά ονόματα εξωθεί στην πορνεία γυναίκες από την Αλβανία, μεταξύ των οποίων και μία ανήλικη ηλικίας 13-14 ετών, ότι στην ομάδα συμμετείχε και η μητέρα της ανήλικης, η οποία επίσης εκδιδόταν επί χρήμασι και ότι για το κλείσιμο των ραντεβού, τα οποία γίνονταν μόνο με αλλοδαπούς πελάτες προκειμένου να αποφύγουν οι δράστες τη σύλληψη τους με τη μέθοδο του αστυνομικού-"πελάτη", χρησιμοποιούσαν το κινητό τηλέφωνο με τον αριθμό ... . Μετά από έρευνες των αστυνομικών προέκυψε ότι οι ανωτέρω αλλοδαποί δράστες διέμεναν στο ξενοδοχείο ..., στην οδό ... αριθ. ..., στην ... . Στις 9-6-2004 αστυνομικοί της πιο πάνω υπηρεσίας έθεσαν υπό παρακολούθηση το προαναφερθέν ξενοδοχείο και διαπίστωσαν ότι τις πρωινές ώρες της ημέρας αυτής ένας άνδρας, μία γυναίκα και ένα κορίτσι, που όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, η δεύτερη κατηγορουμένη Χ2 και η κόρη της δεύτερης ΑΑ (η οποία ήταν ανήλικη και μάλιστα δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της, αφού είχε γεννηθεί στις 31-10-1989), βγήκαν από το ξενοδοχείο και συναντήθηκαν διαδοχικά σε τρία σημεία του κέντρου των ... (..., ... και ...) με ισάριθμους αλλοδαπούς άνδρες, προφανώς Πακιστανούς, με τους οποίους εισέρχονταν σε κάποιες οικίες και παρέμεναν εκεί επί 15-30 λεπτά. Τις μεσημβρινές ώρες της επομένης (10-6-2004) οι κατηγορούμενοι βγήκαν πάλι μαζί με την ανήλικη, μετέβησαν στην περιοχή ... και συναντήθηκαν με έναν αλλοδαπό, ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ήταν ο Πακιστανός υπήκοος ΒΒ. Όλοι μαζί μπήκαν σε διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας που βρισκόταν στην οδό ... αριθ. ... . Τότε επενέβησαν οι αστυνομικοί, οι οποίοι, συνοδευόμενοι από εκπρόσωπο της δικαστικής αρχής, διενήργησαν νόμιμη έρευνα. Κατά την έρευνα βρήκαν στο υπνοδωμάτιο τον ΒΒ ημίγυμνο και την ανήλικη εντελώς γυμνή, ενώ σε διπλανό δωμάτιο του διαμερίσματος ανέμεναν οι κατηγορούμενοι και ο Πακιστανός υπήκοος ΓΓ. Στο κρεβάτι του υπνοδωματίου βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα προφυλακτικό, στην κατοχή της δεύτερης κατηγορουμένης βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ένα πλαστό ειδικό δελτίο ταυτότητας ομογενούς και ένα κινητό τηλέφωνο, ενώ στην κατοχή του πρώτου κατηγορουμένου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν το χρηματικό ποσό των 6.580 ευρώ, ένα σημειωματάριο-ατζέντα με ονόματα και αριθμούς τηλεφώνων αλλοδαπών και ένα κινητό τηλέφωνο, που όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων είχε τον αριθμό κλήσεως ..., δηλαδή ήταν εκείνο μέσω του οποίου κανονίζονταν τα ερωτικά ραντεβού. Από την έρευνα που επακολούθησε διαπιστώθηκε ότι η δεύτερη κατηγορουμένη είχε τελέσει γάμο στην Αλβανία με τον ... και είχε αποκτήσει με αυτόν δύο τέκνα, τον ... και τη ΑΑ. Μετά τη λύση του γάμου της με τον ανωτέρω, ήλθε στην Ελλάδα μαζί με τον αρχικά συγκατηγορούμενό της και ήδη φυγόδικο ΔΔ, του οποίου το μικρό όνομα είχε αναφερθεί με την τηλεφωνική καταγγελία στους αστυνομικούς. Εδώ η δεύτερη κατηγορουμένη άρχισε να εκδίδεται επί χρήμασι, αποδίδοντας μέρος των χρημάτων που εισέπραττε στον ανωτέρω αρχικά συγκατηγορούμενό της. Κατά το διάστημα της παραμονής της στην Ελλάδα γνώρισε στην ... και τον πρώτο κατηγορούμενο, φίλο και συμμέτοχο του ΔΔ. Ένα περίπου έτος πριν από τη σύλληψή τους οι κατηγορούμενοι, από κοινού με τον ήδη φυγόδικο αρχικά συγκατηγορούμενό τους, εκμεταλλευόμενοι την ευάλωτη, λόγω ηλικίας και χαρακτήρα, θέση της πιο πάνω ανήλικης, με υποσχέσεις για οικονομικά άνετη ζωή και παροχή άλλων ωφελημάτων (όπως γλυκίσματα και σοκολάτες που της προσέφεραν προκειμένου να κάμψουν την αντίσταση της), μετέφεραν αυτήν στην Ελλάδα από την Αλβανία, όπου μέχρι τότε διέμενε με τον πατέρα της και από τότε μέχρι τις 10-6-2004 την κατακρατούσαν με σκοπό να προβούν στη γενετήσια εκμετάλλευση της και την προήγαγαν στην πορνεία, εκδίδοντας την για ερωτική συνεύρεση κατ' επανάληψη και με άγνωστο αριθμό αλλοδαπών ανδρών, ιδίως δε στις 10-6-2004 με τους προαναφερθέντες δύο άνδρες πακιστανικής καταγωγής, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος ύψους 45 ευρώ για κάθε συνεύρεση. Και ναι μεν η ανήλικη με την αναγνωσθείσα από 11-6-2004 προανακριτική της κατάθεση δήλωσε ότι πριν από τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις των κατηγορουμένων σε βάρος της είχε σχέσεις με κάποιον ομοεθνή της ονόματι ΕΕ και ότι αυτός την προήγαγε στην πορνεία κατά τα διαστήματα κατά τα οποία η μητέρα της δεύτερη κατηγορουμένη βρισκόταν στην Αλβανία και εν αγνοία εκείνης, όμως η κατάθεση της στο σχετικό σημείο της δεν κρίνεται πειστική και είναι προδήλως προϊόν υπαγορεύσεως από τους έμπειρους προαγωγούς της, οι οποίοι γνώριζαν τη σημασία μιας τέτοιας δηλώσεως και οι οποίοι, όπως ήδη έχει εκτεθεί, είχαν επίσης την εμπειρία και την πρόνοια να εκδίδουν την ανήλικη μόνο σε αλλοδαπούς για να αποφύγουν τη σύλληψη τους με τη μέθοδο του αστυνομικού-"πελάτη". Τέλος οι κατηγορούμενοι τελούσαν την αξιόποινη πράξη της σωματεμπορίας κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αξιόποινων πράξεων της μαστροπείας από κοινού και της σωματεμπορίας από κοινού, οι οποίες τους αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό, απορριπτομένου του ισχυρισμού της δεύτερης κατηγορουμένης ότι το αδίκημα της μαστροπείας απορροφάται από εκείνο της σωματεμπορίας. Το αίτημα των κατηγορουμένων να τους αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, διότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτής της αποφάσεως δεν προέκυψε ότι αυτοί έδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησαν να άρουν ή να μειώσουν τις συνέπειες των πράξεων τους. Αντίθετα παραμένουν αμετανόητοι εφόσον εξακολουθούν να αρνούνται τις πιο πάνω πράξεις τους, μόνη δε η απλή δήλωση της δεύτερης ότι μετανοεί διότι δεν προστάτευσε τη θυγατέρα της από το ΔΔ δεν αρκεί για την απόδειξη ειλικρινούς μεταμέλειας της κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως ...". Ακολούθως, με βάση τις άνω παραδοχές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα των αξιοποίνων πράξεων της μαστροπείας και της σωματεμπορίας από κοινού και, απορρίπτοντας τον αυτοτελή ισχυρισμό του για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ του ΠΚ, του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών και συνολική χρηματική ποινή εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 349 παρ. 1α, 2 περ. α και γ και 351 παρ. 1 και 4 περ. α, β και δ του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Εξάλλου και αναφορικά με την αιτίαση του αναιρεσείοντος περί μη εφαρμογής από το δικαστήριο της ουσίας της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 30 παρ. 1 του Π.Κ., πρέπει να επισημανθεί ότι αυτός επιχειρεί το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού να προβάλει τον ερειδόμενο στην προαναφερόμενη ποινική διάταξη αυτοτελή ισχυρισμό που οδηγεί, σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του, στο μη καταλογισμό των αξιοποίνων πράξεων της μαστροπείας και σωματεμπορίας ανηλίκου (μόνο ως προς το στοιχείο της μη γνώσης ότι η παθούσα θυγατέρα της συγκατηγορούμενής του ήταν ανήλικη και μικρότερη των 15 ετών, με συνέπεια τη μη θεμελίωση της επιβαρυντικής μορφής των ως άνω εγκλημάτων). Πλέον συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης ουδείς αυτοτελής ισχυρισμός εκ μέρους του αναιρεσείοντος ή της συνηγόρου του υποβλήθηκε περί πραγματικής του πλάνης, ούτε μπορεί να συναχθεί κάτι τέτοιο από το μέρος της απολογίας του κατά την οποία ανάφερε, κατά πιστή μεταφορά "Μου είχε πει ότι η κόρη της ήταν 17 ετών". Η συνήγορος του αναιρεσείοντος πρότεινε αορίστως μόνο τον αυτοτελή ισχυρισμό περί της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μετάνοιας, ήτοι του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' του ΠΚ, χωρίς την επίκληση οιουδήποτε περιστατικού που θα θεμελίωνε τον εν λόγω ισχυρισμό (βλ. 244 σελίδα των ως άνω πρακτικών). Επομένως η ως άνω αιτίαση του αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί καθόσον ερείδεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση, δηλονότι σε παραδεκτή προβολή του ισχυρισμού περί πραγματικής πλάνης ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, για τον οποία δεν αποφάνθηκε. Για τον αυτό λόγο είναι απορριπτέα και η αιτίαση περί μη αναγνωρίσεως από το δικαστήριο της ουσίας της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α του ΠΚ, λόγω του λευκού ποινικού μητρώου του (αναιρεσείοντος) που υπήρχε στη δικογραφία, αφού τέτοια ελαφρυντική περίσταση δεν επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων ή η παραστάσα συνήγορός του, παρεκτός του ότι η ύπαρξη του λευκού ποινικού μητρώου και μόνο δεν ήταν αρκετή για το ορισμένο και νόμιμο της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης. Επισημαίνεται ότι ο αναιρεσείων δεν παραπονείται για την απόρριψη του αορίστως προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μετάνοιάς του (άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ του ΠΚ).
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 8 Απριλίου 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 37-38-39/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή