Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Επιεικέστερος νόμος, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Παραγραφή, Αναίρεση μερική.
Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Αιτιολογία αποφάσεως. Στοιχεία αδικήματος άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997 και 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004. Παραγραφή. Λόγος αναίρεσης για μη λήψη υπόψη παραγραφής του αδικήματος. Πότε παραγράφεται το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας για μη αναφορά επί μέρους οφειλών. Αβάσιμοι οι λόγοι. Οι διατάξεις του αρ. 34 του Ν. 3220/2004 δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων και λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους. Είναι δυσμενέστερες κατά τούτο για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους με την ισχύ του Ν. 2523/1997. Εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικροτέρων εκείνων που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Παραδοχή αυτεπαγγέλτως λόγου αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. Δέχεται εν μέρει αναίρεση. Παραπομπή για νέα επιμέτρηση της ποινής.
Φ.Π
Αριθμός 498/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου .................. , κατοίκου ..................., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλούμη, περί αναιρέσεως της 14639/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 357/07.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η παραγραφή του αδικήματος της μη καταβολής προς το Δημόσιο χρεών και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 7 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997, κατά την οποία "Ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση." Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 2 των 3220/2004 ως εξής . "7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.". Η νέα αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη ως προς το θέμα της παραγραφής και ως εκ τούτου έχει εφαρμογή και για τα αδικήματα που τελέστηκαν υπό την ισχύ του ν. 2523/1997 Χρόνος δε έναρξης της ποινικής ευθύνης είναι ο καθοριζόμενος με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.1 του ν. 2523/97 (παρέλευση προθεσμίας καταβολής της τρίτης δόσης και επί εφάπαξ καταβλητέου χρέους παρέλευση διμήνου από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία πρέπει να καταβληθεί το χρέος). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών (3) ετών. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β`, 370 εδ. β`, 511 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003) και 514 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης, που εξαλείφει την ποινική δίωξη της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από τον Αρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώνει τη συμπλήρωσή της μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και δεχθεί ως βάσιμο ένα λόγο αυτής, οφείλει, μετά την εντεύθεν αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και ειδικότερα του ότι "στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2000 έως 1-11-2004 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος καθυστέρησε να καταβάλει προς το Δημόσιο χρέη βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών , το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία υπερβαίνει το ποσό το 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, ενώ είχαν βεβαιωθεί στην Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης χρέη συνολικού ύψους 452.312,91 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την 11/1/2005 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών), καθυστέρησε να τα καταβάλει προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από την ημέρα που αντίστοιχα το κάθε χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως οι ημερομηνίες αυτές και τα αντίστοιχα ποσά αναλύονται στον παρακάτω πίνακα χρεών, που συνέταξε η Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης ως εξής...". Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως προβάλλει τις αιτιάσεις ότι "παρά το νόμο το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που εκδίκασε την υπόθεσή του κατά τη συνεδρίαση της 10-11-2006, δεν κήρυξε την ολική ,άλλως τη μερική παραγραφή της πράξεως, καίτοι ως διάταξη δημόσιας τάξεως έπρεπε να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και να αποφανθεί περί αυτής. Ο νόμος 2954/2001, ο οποίος αναφέρει ότι τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των νόμων 1882/90 και 2523/97 (άρθρο 19) παραγράφονται μετά μία πενταετία αφ' ότου θεωρηθεί το οικείο πόρισμα του φορολογικού ελέγχου, δεν είναι δυνατόν να κατισχύσει των γενικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, αφ' ετέρου δε η διάταξη αυτή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί, διότι είναι δυσμενέστερη των διατάξεων του ν. 2523/1997, όσον αφορά την παραγραφή, δεδομένου ότι με τον προαναφερθέντα νόμο δεν θίγονται οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα περί παραγραφής και επομένως εφ' όσον ο έλεγχος αναφέρεται στα έτη 2001 - 2002, έπρεπε να κηρυχθούν παραγεγραμμένες, πολλώ δε μάλλον, εφ' όσον, όπως προέκυψε και από την κατάθεση της μάρτυρος εφοριακού, αυτός αφεώρα τη χρήση των ετών 1994 - 1995, πράγμα που καθιστά έτι βεβαία την παραγραφή όλων των φερομένων παράνομων πράξεων". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατ', εξακολούθηση, για την οποία κρίθηκε ένοχος και η οποία φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος (25 παρ.1γ,7,8 του ν. 1882/1990, όπως αντικ. με άρθρο 23 Ν.2523/97) , τελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2000 έως 1-11-2004 , και συνεπώς , η πράξη αυτή, με τον συνυπολογισμό και του χρόνου αναστολής της παραγραφής (λαμβανομένου υπόψη ότι επιδόθηκε στον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα το κλήτηριο θέσπισμα, με το οποίο εκαλείτο να εμφανισθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης στις 23-5-2005- βλ. από 12-5-2005 αποδεικτικό επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας ....................., δεν έχει παραγραφεί. Οι επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα διατάξεις του ν. 2954/2001, αφορούν την ρυθμιζόμενη από το άρθρο 21 παρ. 10 παραγραφή των αδικημάτων των άρθρων 17-19 του ίδιου νόμου 2523/97, όπου, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο), κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία όμως αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Επομένως, αλυσιτελώς την επικαλείται ο αναιρεσείων και ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, όπως εκτιμάται, προβάλλεται η αιτίαση, ότι οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά το χρόνο εκδίκασης της υποθέσεως από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο (10/11/2006), που δίκασε ως εφετείο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν.1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους που η εξόφλησή του έχει ρυθμισθεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν.1882/1990 με το άρθρο 23 του ν.2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση : 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Κατά διατάξεις του Ν. 2523/1997 (άρ. 23 παρ.1), το έγκλημα της καθυστέρησης καταβολής βεβαιωμένου χρέους, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους (και δύο (2) τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει το 1.000.000 δρχ. όταν πρόκειται για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους) και τα (2.000.000) δρχ. όταν πρόκειται για τους λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα (2.000.000) και (3.000.000) δρχ., γ) ενός έτους και έξι μηνών τουλάχιστον αντίστοιχα, εφ' όσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερβαίνουν τα 3.000.000 και 4.500.000 δρχ. Κατά το άρθρο 34 (αύξηση ορίου ληξιπροθέσμων χρεών για ποινική δίωξη οφειλετών) του Ν. 3220/2004, που η ισχύς του άρχισε από 1-1-2004,που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κλπ. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ. β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες, ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσής τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών μικροτέρων εκείνων, που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κρίσιμα στοιχεία, για πράξεις που είχαν τελεσθεί κατά την ισχύ του Ν. 2523/1997, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι : 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης, όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί αυτόν που ορίζεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος παρ.3 και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 περ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά επίσης και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη 14639/2006 απόφασή του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής. "... .. Ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2000 έως 1-11-2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος καθυστέρησε να καταβάλει στις δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρέη που υπερβαίνουν το συνολικό ποσό το 120.000 ευρώ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και ειδικότερα, ενώ είχαν βεβαιωθεί στην Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης χρέη συνολικού ύψους 452.312,91 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την 11/1/2005 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών), καθυστέρησε να τα καταβάλει προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, από την ημέρα που αντίστοιχα το κάθε χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως οι ημερομηνίες αυτές και τα αντίστοιχα ποσά αναλύονται στους πίνακες χρεών, που συνέταξε η Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης και αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το παρόν σκεπτικό...." . Ειδικότερα οι επί μέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, όπως αυτές προσδιορίζονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. τον περιεχόμενο στο διατακτικό πίνακα χρεών), αφορούν μη καταβολή βεβαιωμένων από την ΔΟΥ Θεσσαλονίκης χρεών Α) 261,39 ευρώ καταβλητέου σε δύο δόσεις, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2000 και 29/9/2000 Β) 235,61 ευρώ καταβλητέου σε δύο δόσεις, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2001 και 29/9/2001 Γ) 19,46 ευρώ καταβλητέου εφάπαξ, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας καταβολής στις 30/5/2003 και Δ) 451.796,45 ευρώ καταβλητέου εφάπαξ, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας καταβολής στις 30/5/2003.
Κατ' ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο δίκασε ως εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα, για παραβίαση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρα 26 παρ.1, 27, 84 παρ.2β, 98 ΠΚ, 25 παρ.1γ,7,8 του ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 23 Ν.2523/97 και 34 παρ.1,2 ν. 3220/04) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την τέταρτη (στοιχ. Δ.) και βασικότερη επί μέρους πράξη του πιο πάνω κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορουμένος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Επισημαίνεται ότι στους πίνακες χρεών, που συνέταξε η Ε' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης και αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό της αποφάσεως και κατά τη γενόμενη στο πιο πάνω σκεπτικό ρητή αναφορά ότι διατακτικό και σκεπτικό αποτελούν ενιαίο σύνολο, διαλαμβάνονται όλα τα αναφερόμενα στην πιο πάνω σκέψη κρίσιμα στοιχεία, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η περιεχόμενη δε στον δεύτερο λόγο αναίρεσης μοναδική σχετική αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν "αναφέρεται στις επί μέρους βεβαιωθείσες οφειλές ώστε να είναι δυνατός και ο έλεγχος της νομιμότητας αυτών από το Δικαστήριο", είναι αβάσιμη, αφού, όπως προκύπτει από τα αλληλοσυμπληρούμενα σκεπτικό και διατακτικό και ιδιαίτερα από τους διαλαμβανόμενους στο διατακτικό πίνακες χρεών, αναφέρονται λεπτομερώς οι επί μέρους οφειλές του αναιρεσείοντος και ειδικότερα η αρχή που προέβη στην βεβαίωση των χρεών, το ύψος αυτών, ο τρόπος πληρωμής τους (εφάπαξ ή με δόσεις), ο ακριβής χρόνος καταβολής τους, κλπ .
Συνεπώς, ο δεύτερος, από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της αποφάσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την πιο πάνω επί μέρους πράξη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όμως, οι με τα στοιχεία Α, Β και Γ πιο πάνω αναφερόμενες επί μέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, είναι πράξεις που είχαν τελεσθεί υπό την ισχύ του Ν. 2523/1997 και αφορούσαν μη καταβολή χρεών ύψους 261,39 235,61 και 19,46 ευρώ, αντίστοιχα, δηλαδή ποσών μικροτέρων εκείνων των οποίων η μη καταβολή ορίζεται ως αξιόποινη με το νόμο αυτό. Επομένως, το Δικαστήριο, το οποίο εφάρμοσε τις δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις του άρθρου 34 παρ.1,2 του ν. 3220/04, λαμβάνοντας υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες στην προκειμένη περίπτωση επιεικέστερες αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2523/1997, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές αυτές ποινικές διατάξεις, και συνεπώς, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναίρεσης, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 511του ΚΠΔ, αφού η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή και εμφανίστηκε εκείνος που την άσκησε. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και, σύμφωνα και με τις διαλαμβανόμενες πιο πάνω σκέψεις, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για τις πράξεις αυτές.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 82 παρ.2 εδ. τελευταίο του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ.1 του Ν.2721/1999, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη, να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων. Εξάλλου, αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο και το δικαστήριο της ουσίας απορρίψει αυτό, πρέπει να αιτιολογήσει την απόρριψη ειδικώς και εμπεριστατωμένως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, διαφορετικά, αν αναιτιολόγητα απορρίψει το ως άνω αίτημα, ιδρύεται ο κατά τα ανωτέρω από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος. Πρέπει, όμως, το ως άνω αίτημα να προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του, ήτοι εκείνα εκ των οποίων προκύπτει ότι αρκεί η μετατροπή για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων πράξεων και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την μετατροπή ή ο χαρακτηρισμός, με τον οποίο είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον πρόεδρο, μετά την περί ενοχής και ποινής απόφαση του Δικαστηρίου, "ζήτησε την μετατροπή της ποινής που επιβλήθηκε στον πελάτη του". Το αίτημα αυτό της μετατροπής της ποινής, έτσι που προβλήθηκε, χωρίς επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει ότι η μετατροπή της ποινής αρκεί για να αποτρέψει τον κατηγορούμενο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, είναι αόριστο.
Συνεπώς το Δικαστήριο, ως εκ περισσού ασχολήθηκε με το αίτημα αυτό και το απέρριψε με την αιτιολογία, ότι "....λόγω της φύσης του αδικήματος για το οποίο κρίθηκε σήμερα ένοχος ο κατηγορούμενος, αλλά και λόγω της φύσης των άλλων αδικημάτων, που έχει τελέσει στο παρελθόν και για τα οποία έχει κριθεί ένοχος αμετάκλητα, όπως προκύπτει από ανάγνωση του ποινικού του μητρώου το δικαστήριο κρίνει ότι δεν αρκεί η μετατροπή της ποινής σε χρηματική για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αδικημάτων......". Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του ΚΠΔ τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. IV.Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για τις ανωτέρω και στο διατακτικό αναφερόμενες πράξεις, απορριπτομένης της αναιρέσεως κατά τα λοιπά και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής που θα επιβληθεί, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 14639/10-11-2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δηλαδή ως προς τις αναφερόμενες στο σκεπτικό και αμέσως παρακάτω πράξεις, καθώς και ως προς την ποινή που επιβλήθηκε για το σύνολο των πράξεων.
Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο ............. του ............. και της ............., κάτοικο ............., για μη καταβολή των εξής χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση Α) 261,39 ευρώ, καταβλητέου σε δύο δόσεις, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2000 και 29/9/2000 Β) 235,61 ευρώ καταβλητέου σε δύο δόσεις με ημερομηνία λήξης προθεσμίας κάθε δόσης, αντίστοιχα, στις 31/3/2001 και 29/9/2001 Γ) 19,46 ευρώ καταβλητέου εφάπαξ, με ημερομηνία λήξης προθεσμίας καταβολής στις 30/5/2003.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την 27/20-2-2007 αίτηση του ............. του ............. και της ............., κατοίκου ............., κατά της 14639/10-11-2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την ανωτέρω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
498/2008 - σελ. 22