Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Δόλος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 378/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαϊου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ηρειώτη, περί αναιρέσεως της 456, 489/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. .... 2. ..... και 3. ..., που δεν παραστάθηκαν. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 18 Απριλίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 143/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα με δόλο(πρόθεση)πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών,που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και, επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και τα αποδέχεται. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση προϋποθέτει,αντικειμενικά μεν την αφαίρεση ζωής άλλου,με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή, της θανάτωσης του άλλου, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ειδικότερα, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεως του και το αποδέχεται. Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 του ΠΚ στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ευσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα αποδείξεως και δεν προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του, δίχως να λάβει υπόψη του μία τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου συντίθεται από το γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο αυτά στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (και προκύπτει από το περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή). Όταν όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, χωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, να τεκμαίρεται και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως εφόσον βεβαίως είναι σαφής και ορισμένος, δηλαδή, αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνόλο τους και όχι ορισμένο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ' έκαστον, ή να συσχετίζονται ειδικώς, ή να συγκρίνονται προς άλληλο, ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου τούτων. Τέλος η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) με την προσβαλλόμενη 489/2006 απόφασή του κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο κατά πλειοψηφία για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, αφού απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί χαρακτηρισμού της εν λόγω πράξεως ως ανθρωποκτονίας από αμέλεια, και ομόφωνα για την πράξη της οπλοχρησίας, επέβαλε δε σ' αυτόν ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών αντιστοίχως και συνολική ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του τις ελαφρυντικές περιστάσεις των άρθρων 84 παρ. 2 εδ. α' και ε' του Π.Κ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, η πλειοψηφούσα γνώμη του Μικτού Ορκωτού Εφετείου δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση της ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο εκκαλών κατατάχθηκε στο σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας το 1991 και υπηρετούσε με το βαθμό του Αστυφύλακα. Το 1997 μετατέθηκε στην ομάδα "ΖΗΤΑ" της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής (Δ.Α.Δ.Α.). Κατά το χρονικό διάστημα από ... μέχρι .... είχε διατεθεί από την ομάδα "ΖΗΤΑ" της Δ.Α.Δ.Α. στο Αστυνομικό Τμήμα Αχαρνών. Στις ..... από ώρα 15.30' έως ώρα 21.30' είχε διατεθεί να εκτελέσει υπηρεσία σε μικτό συνεργείο ελέγχου (μπλόκο), για τον έλεγχο οχημάτων στην περιοχή του Αστυνομικού Τμήματος Αχαρνών. Στο συνεργείο αυτό μετείχαν και οι Γ1 και Γ2 Αστυφύλακες της Υποδιεύθυνσης Τροχαίας Αθηνών και του Αστυνομικού Τμήματος Αχαρνών, αντίστοιχα. Περί ώρα 15.30' της ίδιας ημέρας οι τρεις Αστυφύλακες μετέβησαν στο πρώτο καθορισμένο σημείο ελέγχου, επιβαίνοντες οι κατηγορούμενος στην με αριθμό κυκλοφορίας ..... υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα και οι άλλοι δύο στο με αριθμό κυκλοφορίας .... υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Περί ώρα 19.30' μετέβησαν σε άλλο σημείο ελέγχου, που βρίσκεται στο ... Αττικής και συγκεκριμένα στην οδό....., σε μικρή απόσταση από τη διασταύρωση αυτής με την οδό ..... Πλησίον του συγκεκριμένου σημείου υπάρχει συνοικισμός αθίγγανων του ..... και η περιοχή χαρακτηρίζεται για τον υψηλό βαθμό εγκληματικότητας και επικινδυνότητας της και με την έννοια αυτή δεν αρκούσε η ομάδα των τριών ατόμων, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας υπερασπίσεως ......., αστυνομικός, προϊστάμενος του κατηγορουμένου στην Αμεση Δράση, χαρακτηρίζοντας ως τραγικό λάθος της υπηρεσίας που απέστειλε μόνον τρία άτομα. Η οδός .... είναι ευθεία, διπλής κατεύθυνσης, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος επτά μέτρων. Οι Αστυφύλακες Γ1 και Γ2 στάθμευσαν το υπηρεσιακό αυτοκίνητο στο δεξιό άκρο της οδού, με το εμπρόσθιο τμήμα του (μέτωπο) προς το ......, ενώ ο κατηγορούμενος στάθμευσε την υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα πάνω στο πεζοδρόμιο, μπροστά και δεξιά του υπηρεσιακού αυτοκινήτου. Σε απόσταση εβδομήντα περίπου μέτρων από το ανωτέρω σημείο και συγκεκριμένα στον οικοδομικό αριθμό ..... υπήρχε κολόνα φωτισμού της Δ.Ε.Η. και ένα παντοπωλείο μίνι - μάρκετ. Το σήμα για να σταματήσει ο οδηγός κάποιου οχήματος, προκειμένου να υποβληθεί σε έλεγχο, έκανε κατά κανόνα ο Αστυφύλακας της Υπηρεσίας Τροχαίας Αττικής, Γ1, ο οποίος έφερε ειδικό φωσφορούχο γιλέκο, που τον καθιστούσε αντιληπτό από απόσταση. Σε εκτέλεση των καθηκόντων τους και στα πλαίσια του ελέγχου, που πραγματοποιούσαν, περί ώρα 20.00' ακινητοποίησαν, για τον άνω σκοπό, στο δεξιό του οδοστρώματος και μπροστά από το σταθμευμένο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, ένα ιδιωτικής χρήσης επιβατηγό αυτοκίνητο, εργοστασίου .... (...), οδηγό γυναίκα. Ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς την πόρτα του οδηγού, για να ζητήσει προς έλεγχο τα σχετικά έγγραφα (άδεια κυκλοφορίας, οδήγησης κ.λ.π.), ενώ ο Αστυφύλακας Γ1, που φορούσε φωσφορούχο γιλέκο, βρισκόταν μπροστά από το ελεγχόμενο αυτοκίνητο. Τη στιγμή εκείνη οι τρεις Αστυφύλακες άκουσας δυνατό θόρυβο από εξάτμιση αυτοκινήτου, το οποίο εκινείτο με αυξημένη ταχύτητα και αναμμένους τους προβολείς, με κατεύθυνση από .... προς ...... Επρόκειτο για το με αριθμό κυκλοφορίας ..... ιδιωτικής χρήσης φορτηγό (αγροτικό) αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Ψ, ετών 21, αθίγγανος. Αμέσως διέκοψαν τον έλεγχο του προηγουμένου αυτοκινήτου και έσπευσαν να το ακινητοποιήσουν. Προς τούτο, ο Αστυφύλακας Γ1 πήγε στην αριστερή πλευρά του ελεγχόμενου αυτοκινήτου και έκανε σήμα στάσης στον οδηγό του ερχόμενου προς το μέρος τους αυτοκινήτου, προκειμένου να διακόψει την πορεία του. Ο κατηγορούμενος, που φορούσε μαύρη δερμάτινη στολή και αποστολή του ήταν να ακολουθεί τα οχήματα που δεν ανταποκρίνοντο στο σήμα στάσεως, εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες, παρά ταύτα μετέβη απέναντι από το ελεγχόμενο αυτοκίνητο, πλησίον της διαχωριστικής (των δύο αντιθέτων κατευθύσεων) γραμμής της οδού και αφού έκανε και αυτός το ίδιο σήμα στάσης, εξήγαγε από τη θήκη του το υπηρεσιακό όπλο του, ήτοι ένα πιστόλι ....., με αριθμό ......, ώστε να το δει ο οδηγός του ερχόμενου αυτοκινήτου, να φοβηθεί και να σταματήσει, αλλά και όπως είχε εκπαιδευτεί σε σεμινάριο αυτοπροστασίας στην Αμεση Δράση, ήτοι να κρατούν συνήθως το όπλο στο χέρι, όταν πραγματοποιούνται έλεγχοι σε επικίνδυνες περιοχές και σε άλλες ύποπτες περιπτώσεις. Όμως, ο οδηγός του φορτηγού, Ψ, που όπως διαπιστώθηκε αργότερα οδηγούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος (2,43 γραμμ. ανά 1000 εκ αίματος), δεν συμμορφώθηκε στις υποδείξεις των Αστυνομικών και συνέχισε να κινείται με υπερβολική ταχύτητα και με ελιγμούς επικίνδυνους για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των Αστυνομικών. Ο Αστυφύλακας Γ1 απέφυγε το εν λόγω αυτοκίνητο με εκτίναξη προς τα αριστερά, σε σχέση με την θέση του, και μπροστά από το ελεγχόμενο αυτοκίνητο ......, ενώ σχετική αποφευκτική κίνηση (υποχώρηση) προς το κέντρο της οδού, προς τα δεξιά σε σχέση με την θέση του και αριστερά αναφορικά με την προς ..... πορεία του φορτηγού αυτοκινήτου, όπως η πραγματική αυτή κατάσταση απεικονίζεται στο σχετικό σχεδιάγραμμα και το συνοδευτικό υπόμνημα, έκανε και ο κατηγορούμενος, ο οποίος, όμως, εξοργισθείς από τον παραπάνω τρόπο, που οδηγούσε το αυτοκίνητο ο Ψ και την άρνησή του να συμμορφωθεί στο σήμα στάσης, που έγινε από τον ίδιο και τον Αστυφύλακα Γ1, κατά τη στιγμή, που το αυτοκίνητο απομακρυνόταν και βρισκόταν σε απόσταση περί τα 10 μ. περίπου από αυτόν, πυροβόλησε μία φορά προς τη θέση του οδηγού. Ομόφωνα αρνητικά αξιολογείται, ως μη ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος κατηγορουμένου περί τυχαίας εκπυρσοκροτήσεως του όπλου του στην προσπάθειά του να ανακτήσει την απωλεσθείσα κατά την πραγματοποίηση του παραπάνω περιγραφομένου προς τα δεξιά αποφευκτικού ελιγμού ισορροπίας του, όταν ασυναίσθητα κρατήθηκε από την σκανδάλη και έφυγε η βολίδα, όπως αναληθώς υποστήριξε απολογούμενος. Και τούτο προεχόντως για τον λόγο ότι είχε αντίθετη προς την πορεία του αυτοκίνητου κατεύθυνση, το οποίο είχε διέλθει από το σημείο της θεάσεώς του και βρισκόταν ήδη σε απόσταση περίπου δέκα (10) μέτρων όπισθεν αυτού, για την προς το οποίο απεύθυνση της βολίδας του απαιτείτο και πραγματοποίησε ολόκληρη περιστροφή του σώματός του προς την κατεύθυνση του ήδη διελθόντος φορτηγού αυτοκινήτου. Η βολίδα θρυμμάτισε τον οπίσθιο ανεμοθώρακα του οχήματος,διαπέρασε το προσκέφαλο υποστήριξης της κεφαλής του οδηγού και προκάλεσε σ' αυτόν διαμπερές τραύμα με πύλη εισόδου την ινιακή χώρα, αριστερά της μέσης γραμμής και πύλη εξόδου την αριστερή υπερόφρυο χώρα. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Το αυτοκίνητο συνέχισε ακυβέρνητο την πορεία του και επέπεσε στην άνω τσιμεντένια κολώνα της ΔΕΗ, σε απόσταση 70 μ., περίπου, όπου και ακινητοποιήθηκε. Η εκδοχή του δευτέρου πυροβολισμού, όπως κατέθεσαν ορισμένοι μάρτυρες,δεν αποδείχθηκε,καθόσον ο κατηγορούμενος, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, είχε τοποθετήσει δέκα τρία φυσίγγια στη γεμιστήρα του υπηρεσιακού πιστολιού και ένα φυσίγγιο στη θαλάμη (σύνολο δέκα τέσσερα), διότι έτσι είχε διδαχθεί κατά την εκπαίδευσή του στη σχολή αξιωματικών και όχι δέκα πέντε φυσίγγια στη γεμιστήρα, προκειμένου να εξασφαλίζεται η καλή λειτουργία του επαναστατικού ελατηρίου.Από τα δέκα τέσσερα φυσίγγια, το ένα ερρίφθη και τα δέκα τρία παραδόθηκαν στη συνέχεια σε Αξιωματικούς της ΥΔΕΖΙ και κατασχέθηκαν, μαζί με τα υπηρεσιακά όπλα και τα φυσίγγια των άλλων Αξιωματικών. Για το λόγο αυτό βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος ένας κάλυκας από τον .......,ο οποίος τον παρέδωσε στον Ανακριτή του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος, κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης,που διενεργούσε. Μετά τη διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου(πυροβολισμού)και του επελθόντος αποτελέσματος (θάνατος Ψ) απομένει να ερευνηθεί εάν το επελθόν αποτέλεσμα οφείλεται σε πρόθεση ή αμέλεια του κατηγορουμένου,καθόσον όπως προαναφέρθηκε, ο ισχυρισμός του τελευταίου,περί τυχαίας εκπυρσοκρότησης του όπλου του, ελέγχεται ως αβάσιμος.Σε τέτοια περίπτωση, η βολίδα έπρεπε να κατευθυνθεί προς τα επάνω και όχι προς την κατεύθυνση του αυτοκινήτου,που απομακρυνόταν.Αντίθετα,προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ηθελημένα και ευρισκόμενος σε όρθια θέση πυροβόλησε κατά του θύματος.Υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες ενήργησε ο κατηγορούμενος, ομόφωνα γίνεται δεκτό ότι ναι μεν αυτός δεν επεδίωκε άμεσα το θάνατό του οδηγού του διερχόμενου φορτηγού αυτοκινήτου Ψ,τον οποίο,άλλωστε δεν γνώριζε και δεν είχε προηγούμενα μαζί του, πλην όμως, πυροβόλησε κατ' αυτού από οργή, που δεν απέκλειε την ήρεμη ψυχική σκέψη, εξ' αιτίας της ως άνω προηγηθείσας παράνομης και ανάρμοστης συμπεριφοράς του(επικίνδυνη οδήγηση, άρνηση συμμόρφωσης σε σήμα στάσης Αστυνομικών),μολονότι προέβλεψε, ως έμπειρος, άλλωστε και ειδικά εκπαιδευμένος Αστυνομικός της ομάδας "ΖΗΤΑ" της Αμεσης Δράσης, ότι, λόγω της μικρής απόστασης των 10 μ. περίπου, από την οποία πυροβόλησε και της υπ'αυτού κατεύθυνσης της βολής προς τη θέση του οδηγού,ήταν ενδεχόμενο η βολίδα να πλήξει θανάσιμα τον τελευταίο.Κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου ο εκκαλών κατηγορούμενος προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάσιμου τραυματισμού του Ψ,ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του, το οποίο αποδέχθηκε, την κρίση της δε αυτή στηρίζει στις ακόλουθες ουσιαστικές παραδοχές. Και ειδικότερα α)πυροβόλησε προς την θέση του οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου είχε διέλθει από το σημείο θέσεώς του και ήδη βρισκόταν σε απόσταση δέκα (10) περίπου μέτρων, μετά προηγούμενη ολόκληρη περιστροφή του σώματος του, εξοργισθείς, χωρίς να αποκλείεται η ήρεμη σκέψη του, από τον τρόπο που οδηγούσε το αυτοκίνητο ο Ψ, την άρνησή του να ανταποκριθεί στο σήμα στάσεως και τον κίνδυνο που προκάλεσε για την ζωή και την σωματική ακεραιότητα του ιδίου και των συναδέλφων του, η οδήγηση του τελευταίου.Τη ψυχοσύνθεση του κατηγορουμένου καταδεικνύει το γεγονός ότι, φορώντας μαύρη δερμάτινη στολή, στάθηκε για την ακινητοποίηση του φορτηγού αυτοκινήτου απέναντι αυτού, πλησίον της διαχωριστικής των αντιθέτων κατευθύνσεων γραμμής της οδού, όταν ο αρμόδιος για το σήμα στάσεως τροχονόμος Γ1 στάθηκε, φέροντας ειδικό φωσφορούχο γιλέκο, που τον καθιστούσε αντιληπτό από απόσταση, στην αριστερή πλευρά, κατά την κατεύθυνση προς ....., του φορτηγού αυτοκινήτου, του ελεγχόμενου αυτοκινήτου τύπου ..... (....) και β) ο βαθμός προβλέψεως από τον κατηγορούμενο της πιθανότητας επελεύσεως του αξιόποινου αποτελέσματος του θανάσιμου τραυματισμού του Ψ ήταν ιδιαίτερα υψηλός, λαμβανομένου ότι πυροβόλησε προς την θέση του φορτηγού αυτοκινήτου από την απόσταση των δέκα (10) περίπου μέτρων, κατά την οποία η βολίδα δεν έχει απόκλιση καθ' ύψος ή κατά τα πλάγια, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας υπερασπίσεως Ζ1, οπλομηχανικός. Οι παραδοχές αυτές, και ειδικότερα τα αίτια που ώθησαν τον κατηγορούμενο στον πυροβολισμό και ο σκοπός ενεργείας του με τον τρόπο αυτό προς τον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου, αξιολογούμενα σε συνδυασμό προς την όλη ψυχοσύνθεση του κατηγορουμένου, με χαρακτηριστικό την έξαρση του συναισθήματος οργής του, προς ικανοποίηση του θιγέντος εγωϊσμού του, ως και ο υψηλός βαθμός προβλέψεως από εκείνος της πιθανότητας επελεύσεως του αξιόποινου αποτελέσματος του θανάσιμου τραυματισμού του Ψ, καταδεικνύεται και αποδεικνύουν τον κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου τον ψυχικό σύνδεσμο του κατηγορούμενου με το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα, με την έννοια της εγκληματικής επιδοκιμασίας και αποδοχής τούτου. Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά το δικαστήριο της ουσίας έκρινε, όπως αναφέρθηκε, ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο κατά πλειοψηφία ανθρωποκτο-νίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο και ομόφωνα οπλοχρησίας. Ετσι κρίνοντας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο και της οπλοχρησίας για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 299 παρ. 1 του Π.Κ. και 14 του ν. 2168/1993 που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδική αξιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το παραπάνω Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως Ζ1 οπλομηχανικού, την από ..... "Εκθεση βαλλιστικής αξιολογήσεως του ίδιου, το σχεδιάγραμμα ανάλυσης της βολής καθώς και τη ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, αφού από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του "τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και περιέχονται στη δικογραφία" καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε και την κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα υπεράσπισης καθώς και τα προαναφερόμενα έγγραφα που έχουν αναγνωστεί. Πέραν τούτου όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, στην αιτιολογία αυτής διαλαμβάνεται ότι " ...η βολίδα θρυμμάτισε τον οπίσθιο ανεμοθώρακα του οχήματος διαπέρασε το προσκέφαλο υποστήριξης της κεφαλής του οδηγού και προκάλεσε σ' αυτόν διαμπερές τραύμα με πύλη εισόδου την ινιακή χώρα, αριστερά της μέσης γραμμής και πύλη εξόδου την αριστερή υπερόφρυο χώρα. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος", πράγμα που σημαίνει ότι έλαβε υπόψη του και την αναγνωσθείσα ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής, ενώ περαιτέρω ρητώς κατονομάζεται ο ως άνω μάρτυρας υπερασπίσεως Ζ1. Περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αποκρούεται ο αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου περί τυχαίας εκπυρσοκροτήσεως του όπλου του και περί χαρακτηρισμού της πράξεώς του ως ανθρωποκτονία από αμέλεια. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχεται τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ενδεχόμενου δόλου του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου του διωκομένου εγκλήματος, αφού γίνεται δεκτή αιτιολογημένως με πραγματικά περιστατικά η πρόβλεψη και αποδοχή του αξιόποινου αποτελέσματος, αποκλείοντας, έτσι, την εκδοχή τελέσεως από αμέλεια. Τέλος, η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος πυροβόλησε κατά του αυτοκινήτου του θύματος από οργή, που δεν απέκλειε την ήρεμη ψυχική σκέψη του, εξαιτίας της προηγηθείσας ανάρμοστης συμπεριφοράς του (επικίνδυνη οδήγηση, άρνηση συμμόρφωσης σε σήμα στάσεως αστυνομικών) μολονότι προέβλεψε ως έμπειρος ότι, λόγω της μικρής απόστασης των δέκα (10) μέτρων περίπου από την οποία πυροβόλησε και της κατ' αυτού κατεύθυνσης της βολής προς την θέση του οδηγού ήταν ενδεχόμενο η βολή να πλήξει θανάσιμα τον τελευταίο, ως και ότι ο αναιρεσείων προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα και το αποδέχθηκε ως δυνατό συνεπεία της πράξεώς του, δεν περιέχει αντίφαση ή έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, διότι υφίσταται ανθρωποκτονία από πρόθεση όταν ο δράστης αποφάσισε και τέλεσε την πράξη σε κατάσταση έξαψης και οργής, αλλά τελώντας οπωσδήποτε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Β' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη ακροάσεως, λόγω μη απαντήσεως στον προαναφερθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από αυτά και, επειδή, δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, η κρινόμενη αίτησης αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Ιανουαρίου 2007 του x1 και τους επ' αυτής από 18 Απριλίου 2007 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 489/2006 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικαστεί τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ