Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ναρκωτικά, Μάρτυρες.
Περίληψη:
Αγορά, εισαγωγή, συγκατοχή, πώληση ναρκωτικών ουσιών. 1. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 2. Η κατάθεση μαρτύρων - αστυνομικών, ότι αυτά που καταθέτουν τα γνωρίζουν μόνο από την κατάθεση συγκατηγορουμένου, αξιολογούνται μεν, πλην δεν μπορεί να έχουν την αξιοπιστία της αμέσου γνώσεως και έτσι μόνη της δεν θα μπορεί να στηρίξει καταδίκη συνδυαστικά τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του κατηγορουμένου ή την μαρτυρική κατάθεση προσώπου στο οποίο τα διηγήθηκε αυτός όσο και σε καταθέσεις μαρτύρων ή αναγνωσθείσες καταθέσεις και αναγνωσθέντα έγγραφα. Το επιτρεπτό της καταθέσεως του μάρτυρα εξ ακοής ή μάρτυρα εκ διηγήσεως, προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 ΚΠΔ, που τον υποχρεώνει να κατονομάσει την πηγή των πληροφοριών του. Ο νομοθέτης, με την προσθήκη της παρ. 2, με την παρ. 9 του άρθρου 2 Ν. 2408/1996, φαίνεται να στάθμισε τα αγαθά της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και της προστασίας του μάρτυρα αφενός και της προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αφετέρου και έδωσε προτεραιότητα στο δεύτερο. Όμως, ναι μεν το δικαστήριο υποχρεούται να μην αξιοποιήσει μία τέτοια μαρτυρική κατάθεση, που έγινε κατά παραβίαση του νόμου, ωστόσο η εκτίμηση αυτής μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δικονομική κύρωση για την παραβίαση της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 224 παρ.2 δεν προβλέπεται, ούτε η παραβίαση αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού στην περιοριστική ρύθμιση του άρθρου 510 ΚΠΔ, δεν περιλαμβάνεται τέτοιος λόγος αναιρέσεως (βλ. Ζησιάδη Ποιν.Δικ. Β. 1977.Σ.97, ΑΠ 756/2009,71, 326/2007, 1166/2006) -.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1914/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Π. Σ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σταματάκη, και 2) Σ. Κ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Ψύρρα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 2279/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Δεκεμβρίου 2009 και 23 Δεκεμβρίου 2009 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 83/2010.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 21-12-2009 και από 23-12-2009 δύο αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Π. Σ. του Κ. και Σ. Κ. του Μ., αντίστοιχα, κατά της ιδίας 2279/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συναφείας και να εξετασθούν περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. α, β, ζ του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.2161/1993 και κωδικοποιήθηκε δια ν. 3459/2006 (ΚΝΝ), τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή δύο χιλιάδων εννιακοσίων (2.900) μέχρι διακοσίων ενενήντα χιλιάδων (290.000) ευρώ, όποιος πλην άλλων, εισάγει στην επικράτεια, αγοράζει κατέχει ή κατέχει ναρκωτικά. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών: Με τον όρο κατοχή ναρκωτικών, στα οποία περιλαμβάνεται και η κοκαΐνη (Πιν. Β Αρ. 3 άρθρου 4 παρ.3 ν. 1729/1987), θεωρείται η φυσική εξουσίαση της ναρκωτικής ουσίας από το δράστη ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή της και να τη διαθέτει πραγματικά κατά τη δική του βούληση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς. Συγκατοχή ναρκωτικών υπάρχει όταν υφίσταται μεταξύ των δραστών κοινός δόλος φυσικής εξουσιάσεως της συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας, η οποία πρέπει να είναι σαφώς προσδιορισμένη και να υφίσταται η δυνατότητα σε όλους τους συναυτουργούς ασκήσεως της φυσικής αυτής εξουσιάσεως με τη δυνατότητα διαθέσεως και διαπιστώσεως οποτεδήποτε της υπάρξεως αυτής.
Από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 του ΠΚ, που ορίζει ότι, όποιος παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη, προκύπτει ότι η παρεχόμενη συνδρομή μπορεί να είναι υλική ή και ψυχική. Ψυχική δε συνέργεια είναι η βοήθεια που παρέχεται στο δράστη το αργότερο μέχρι τη συντέλεση της πράξεως, με συμβουλές και υποδείξεις για τον τρόπο τελέσεως ή με ψυχική ενίσχυση και ενθάρρυνση του δράστη που έχει ήδη λάβει την απόφαση προς τέλεση της αξιόποινης πράξεως.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. (Ολ. ΑΠ 1/2005).
Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 2279/2009 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενόρκως στο δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώστηκαν καθώς και από τα έγγραφα, που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχτηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Την 21-4-2005, περιήλθε στην υποδ/νση δίωξης ναρκωτικών της δ/νσης ασφαλείας Αττικής, πληροφορία ότι άτομο με το όνομα "Σ.", που κυκλοφορεί με όχημα μάρκας "SUZUKI" με αριθμ. κυκλοφορίας ..., στην περιοχή του δημαρχείου ...ς, συνεργάζεται με υπήκοο Πακιστάν με το γνωστό σε τρίτους όνομα "Σ." και κατέχουν σημαντική ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, αναζητώντας αγοραστές. Ότι η ποσότητα αυτή έχει εισαχθεί από το Βέλγιο. Προς αξιοποίηση της πληροφορίας αυτής, οι αστυνομικοί της υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών, εντόπισαν το αυτοκίνητο αυτό, που ανήκε στον τρίτο κατηγορούμενο Σ. Κ., και το έθεσαν σε παρακολούθηση, από την οποία προέκυψε ότι αυτός διέμενε στην οδό ... στη . ... Άρχισε δε η επιτήρηση του ιδίου και της κατοικίας του. Την 22-4-2005, ο ως άνω ήλθε σε επαφή με μελαμψό άτομο, που διέμενε στο ..., επί της οδού .... Υποθέτοντας ότι ήταν ο Πακιστανός που ήταν γνωστός με το όνομα "Σ." έθεσαν αυτόν και την οικία του επίσης υπό επιτήρηση. Την 25-4-2005, καθόν χρόνο δύο διαφορετικές ομάδες αστυνομικών παρακολουθούσαν παράλληλα τις οικίες αυτές, περί ώρα 11.00 αντιλήφθησαν τα εξής: Ο τρίτος κατηγορούμενος εξήλθε από την οικία του με τον "Σ." που εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο τέταρτος κατηγορούμενος A. M. του A., και μαζί πήγαν σε ένα "σούπερ μάρκετ" που βρισκόταν πλησίον της οικίας. Επέστρεψαν και μετά από μισή ώρα περίπου ξαναβγήκε μόνος του και κινήθηκε με το αυτοκίνητό του στην οδό ... στην ..., όπου επισκέφθηκε ένα τριώροφο σπίτι και εξήλθε στην βεράντα αυτού. Μετά από λίγη ώρα ξαναεπέστρεψε στην οικία του. Στη συνέχεια εξήλθε και πήγε με το αυτοκίνητό του σε ένα βιβλιοπωλείο και επέστρεψε ξανά. Αμέσως εξήλθε από την οικία και συναντήθηκε με ένα ζευγάρι που αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν ο πρώτος και η δεύτερη από τους κατηγορουμένους ήτοι ο Π. Σ. και η Ν. Ξ.. Αυτοί επιβιβάστηκαν στο όχημά του (SUZUKI) στο πίσω κάθισμα και κατευθύνθηκαν όλοι μαζί στην οικία του Σ. (πρώτου κατηγορουμένου). Καθοδόν σταμάτησαν δίπλα σε ένα σταθμευμένο όχημα με πινακίδες Βελγίου ..., μάρκας MAZDA, κατέβηκε από το SUZUKI ο πρώτος κατηγορούμενος (Σ.) το άνοιξε και πήρε μια τσάντα, την οποία μετέφερε στο όχημα του τρίτου (SUZUKI). Κατευθύνθηκε το όχημα στην παρΑ.ακή και σε κάποιο πάρκιγκ στη λεωφ. ..., αφού κατέβηκε τοπ ζευγάρι, παρκάρισε το όχημα. Ο Σ. (τρίτος) πήρε ένα "σακ βουαγιάζ" από το "πορτ μπαγκάζ" και επιχείρησε να περάσει τον δρόμο απέναντι. Οι αστυνομικοί θεώρησαν ότι ήταν κατάλληλη στιγμή να τον ελέγξουν. Κατά τον έλεγχο που ακολούθησε σε σωματική του έρευνα δεν βρέθηκε τίποτα στο "σακ βουαγιάζ" επίσης δεν βρέθηκε κάτι, στο όχημά του όμως (SUZUKI) στο εμπρόσθιο κάθισμα στη θέση του συνοδηγού, βρήκαν την σακκούλα που είχε μεταφέρει ο πρώτος κατηγορούμενος από το όχημα με τις πινακίδες Βελγίου στο όχημα του τρίτου κατηγορουμένου (SUZUKI). Η σακκούλα αυτή περιείχε την απαγορευμένη ναρκωτική ουσία κοκαΐνη, βάρους μικτού 2.215,7 γραμ. ως ανιχνεύτηκε από την Γ' Χημική Υπηρεσία Αθηνών και ήταν συσκευασμένη σε τέσσερις συσκευασίες σε σχήμα παραλληλόγραμμο, καλυμμένες με ταινία και διαφανές πλαστικό. Το ένα δέμα από αυτά ήταν ανοιγμένο, γιατί είχε ανοιχτεί η κολλητική ταινία. Επίσης έκαναν έλεγχο στο ζεύγος Σ. - Ξ., που απέβη αρνητικός. Ακολούθησε έλεγχος στην οικία του Κ. στην οδό ... στη ..., με επίσης αρνητικό αποτέλεσμα. Στην οικία αυτή βρισκόταν η Ρωσίδα σύντροφός του και ένα ανήλικο τέκνο της και ο τέταρτος κατηγορούμενος (Σ.), ο οποίος δήλωσε τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Αυτός είπε ότι με τον τρίτο κατηγορούμενο είχαν δημιουργήσει στην Κρήτη επιχείρηση εισαγωγής πλακιδίων και επειδή χρειαζόταν χρήματα αυτός (Κ.ς) είπε ότι είχε άνθρωπο να φέρει δύο κιλά κοκαΐνης προς πώληση. Από κάποιον γνωστό του που ήταν στη φυλακή, ονόματι Α., γνώρισε κάποιο άτομο με το όνομα "Γ." τον οποίο γνώρισε στον Κ. (τρίτο κατηγορούμενο) για να πουλήσουν την κοκαΐνη. Μάλιστα, την 22-4-2005, ο τρίτος κατηγορούμενος του έδωσε λίγη κοκαΐνη για να την δώσει στον Γ. (αγνώστων λοιπών στοιχείων), ως δείγμα. Προφανώς γι' αυτό είχε ανοιχθεί το ένα δέμα της συσκευασίας από το οποίο πήραν το δείγμα της κοκαΐνης. Ο Κ.ς είπε στους αστυνομικούς (μεταξύ των οποίων και ο επ' ακροατηρίω εξετασθείς μάρτυς Α. Ρ.) ότι ο Σ. και η Ξ. ήταν πατριώτες, ότι αυτός χρωστούσε στον Σ. χρήματα και ο τελευταίος του είπε να βρουν αγοραστές να δώσουν τα ναρκωτικά. Ταυτόχρονα έλαβε χώρα έρευνα τόσο στον Σ. όσο και στην Ξ. καθώς και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο διέμενε χωρίς να βρεθούν ναρκωτικές ουσίες. Οι ίδιοι δήλωσαν ότι είχαν έλθει οδικώς από το Βέλγιο, μέσω Γαλλίας-Ελβετίας-Ιταλίας με προορισμό την Πάτρα και διατηρούν ερωτικό δεσμό μεταξύ τους. Ακολούθησε και έλεγχος στην οικία του τέταρτου κατηγορουμένου στην οδό ... στο ..., όπου βρέθηκε ο Β. Ι. και ένα ανήλικος, εκ των οποίων ο πρώτος κατείχε ακατέργαστη ινδική κάνναβη, βάρους 100 γρ. και 10 αυτοσχέδιες σακκούλες συνολικού βάρους 50 γραμμαρίων, τις οποίες είχε προμηθευθεί και κατείχε για δική του χρήση. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκε ότι την κοκαΐνη μικτού βάρους 2.215,7 γρ. που βρέθηκε στο όχημα του τρίτου κατηγορουμένου (SUZUKI) είχε αγοράσει ο πρώτος κατηγορούμενος Σ. ένα μήνα περίπου πριν από τη σύλληψή του (ήτοι 25-3-2005 έως 20-4-2005) από το Βέλγιο όπου κατοικεί μονίμως, με σκοπό την εμπορία της στην Αθήνα, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για απαγορευμένη ναρκωτική ουσία, από άγνωστο πωλητή αντί αγνώστου τιμήματος και την εισήγαγε στην Ελληνική Επικράτεια την 22-4-2005 και ειδικότερα στο λιμάνι της Πάτρας και από εκεί στην Αθήνα μεταφέροντάς τη με το με αρ. κυκλ. ... ΙΧΕ όχημα, κυριότητάς του, μάρκας MAZDA. Στις ως άνω πράξεις του πρώτου κατηγορουμένου με πρόθεση και με σκοπό την εμπορία παρέσχε συνδρομή ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Κ., με τον οποίο ο πρώτος είχε συναντηθεί στην Ελλάδα πριν την εισαγωγή και του παρέσχε ψυχική συνδρομή ενθαρρύνοντάς τον στην εισαγωγή αφού τον διαβεβαίωσε ότι έχει διακινητές και αγοραστές για την περαιτέρω διάθεσή της στην Ελλάδα, όπως και τήρησε την διαβεβαίωσή του, στην οποία και στηρίχθηκε ψυχικά ο πρώτος κατηγορούμενος, που ήδη είχε λάβει την απόφαση της εισαγωγής. Η διαβεβαίωση αυτή επαληθεύθηκε με το γεγονός ότι ο τρίτος κατηγορούμενος ήλθε σε επαφή με τον τέταρτο κατηγορούμενο, ο οποίος του συνέστησε ως αγοραστή τον "Γ." με τον οποίο και ήλθε σε επαφή προκειμένου να πωληθεί η ποσότητα κοκαΐνης και του παρέδωσε και δείγμα αυτής για να διαπιστωθεί το είδος, η καθαρότητα και η ποιότητά της. Στην ως άνω εισαγωγή της κοκαΐνης αυτής, παρέσχε στον πρώτο κατηγορούμενο με πρόθεση απλή συνδρομή η δεύτερη κατηγορούμενη Ν. Ξ., η οποία με την παρουσία της ως συνοδού αυτού στο ταξίδι της εισαγωγής τον συνέδραμε ψυχικά και τον διευκόλυνε με τη συνοδεία της καθόλη τη διάρκειά του και τον έλεγχο που υπέστη στα σύνορα, αφού εισήγαγε αυτήν οδικώς από Βέλγιο μέσω Γαλλίας-Ελβετίας-Ιταλίας. Άμα τη εισαγωγή της στην Ελλάδα η ποσότητα της κοκαΐνης αυτής τέθηκε στην συγκατοχή των τριών κατηγορουμένων (πρώτου, τρίτου και τέταρτου) οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να την εξουσιάζουν, να διαπιστώνουν την ύπαρξή της και να την διαθέτουν πραγματικά κατά τη βούλησή τους (ΑΠ 624/2006 ΝοΒ 54, 1361, ΑΠ 1190/2006 ΠΧρ Ν 432).Το γεγονός της συγκατοχής της αποδεικνύεται από το ότι ο πρώτος είχε αυτή τοποθετημένη στο όχημά του (με βελγικές πινακίδες), ο τρίτος την παρέλαβε από τον πρώτο στο δικό του όχημα, ο τέταρτος ήταν σε επαφή με τον υποψήφιο αγοραστή "Γ." στον οποίο είχε παραδοθεί δείγμα καθόν χρόνο ακόμα δεν την είχε παραλάβει ο δεύτερος στο όχημά του. Άρα και οι τρεις κατηγορούμενοι, υποκειμενικώς τελούσαν σε γνώση του περιεχομένου και της απαγορευμένης κατοχής της ναρκωτικής ουσίας, την οποία από κοινού προόριζαν να διαθέσουν επί κέρδει (ΑΠ 584/98 ΠοινΔικ. 98, 634 ΑΠ 813/2005 ΠΧρ 2006, 32). Το γεγονός ότι ο πρώτος την παρέδωσε στον τρίτο δεν αίρει το στοιχείο της συγκατοχής αυτού, αφού την παρέδωσε προκειμένου να διατεθεί με αντίστοιχο κέρδος από την πώλησή της, δεδομένου ότι η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνιστάται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων διαδοχικές (ΑΠ 1700/2006 Ποιν ΔΤ 1846). Ούτε το γεγονός ότι ο τρίτος κατηγορούμενος συνέδραμε ψυχικά τον πρώτο στην εισαγωγή της στην Ελληνική Επικράτεια στοιχειοθετεί απαλλαγή του, από την αξιόποινη πράξη της συγκατοχής της ως άνω ναρκωτικής ουσίας ως αβάσιμα (επικουρικά σε σχέση με την ενοχή του) ισχυρίζεται αφού το έγκλημα της εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών στην Ελληνική Επικράτεια συρρέει αληθώς με το έγκλημα της κατοχής (βλ. σχ. ΑΠ 319/80 Π.Χρ Λ'560, ΑΠ 1100/81 ΠΧρ ΛΒ 410, ΑΠ 1328/93 ΠΧρ ΜΓ 1144, ΑΠ 1243/2006 ΕλΔ/νη 47 1570). Το δικαστήριο πείστηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας από τους οποίους ο πρώτος χαρακτηριστικά κατέθεσε αυτά που του δήλωσαν διηγηματικά ο τρίτος και ο τέταρτος κατηγορούμενος, σε σχέση με την εισαγωγή της ναρκωτικής αυτής ουσίας από το Βέλγιο από τον πρώτο κατηγορούμενο, με τη διαβεβαίωση του τρίτου για τους αγοραστές αυτής, τον σκοπό πώλησης της, που συνδυάζεται όμως με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα(ΑΠ 1166/2006 ΠοινΔ 2006. 1471), ήτοι τις κινήσεις τους κατά την ημέρα της συλλήψεώς τους, μεταφορά της σακκούλας με την ναρκωτική ουσία από το όχημα με τις πινακίδες Βελγίου στο όχημα του τρίτου κατηγορουμένου, το ότι το ένα πακέτο της ουσίας αυτής ήταν ανοιγμένο, άρα πράγματι ελήφθη ποσότητα αυτής προς επίδειξη στον υποψήφιο αγοραστή, τη μεθοδικότητα με την οποία εκινείτο την ημέρα εκείνη ο τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος συνεχώς περιφερόταν με το όχημά του σε διάφορα μέρη πριν την κρίσιμη συνάντηση κατά την οποία παρέλαβε την ναρκωτική ουσία, ώστε να παραπλανήσει τυχόν ανθρώπους που τον παρακολουθούσαν (αστυνομικοί) σε σχέση με το ποια ήταν η κρίσιμη συνάντηση, τη συνεύρεση όλων των κατηγορουμένων στον τόπο ... - ... του τρίτου και τέταρτου στην οικία του, του τρίτου, δεύτερης και πρώτου έξω από αυτή, την άσχημη οικονομική κατάσταση του τρίτου κατηγορουμένου, ο οποίος έψαχνε για ανεύρεση κεφαλαίων προς στήριξη της επιχείρησής του εισαγωγής πλακιδίων. Το δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει στην ειλικρίνεια της καταθέσεως του ενόρκως εξετασθέντος επ' ακροατηρίω μάρτυρος αστυνομικού Ρ., σε σχέση με το χώρο από τον οποίο μεταφέρθηκε η απαγορευμένη ναρκωτική ουσία (όχημα πρώτου στο όχημα του τρίτου από τον πρώτο κατηγορούμενο) ο οποίος αβασίμως ισχυρίζεται ότι είχε επισκεφθεί με την δεύτερη κατηγορουμένη την οικία του τρίτου, για καφέ, ότι του έδωσε τη σακκούλα αυτή φεύγοντας, λέγοντάς του να τον περιμένει κάτω και ότι επειδή καθυστερούσε την τοποθέτησε για μη την κρατάει στο "πορτ μπαγκάζ" του οχήματός του. Επίσης ο τρίτος κατηγορούμενος αβασίμως ισχυρίζεται ότι τη σακκούλα αυτή την έφερε στην οικία του ο Σ. (τέταρτος) και επειδή είδε αστυνομικούς γύρω από την οικία και την τελευταία στιγμή του ομολόγησε ότι η σακκούλα περιείχε ναρκωτικά, θέλοντας να τα απομακρύνει από την οικία του, έδωσε στον
έφευγε εκείνη την ώρα από το σπίτι, χωρίς να σκεφθεί ότι μπορούσε να μπλέξει. Οι ισχυρισμοί αυτοί έρχονται σε πλήρη αντίφαση με την ως άνω κατάθεση του αστυνομικού (αυτόπτη μάρτυρα) των κινήσεών τους την ημέρα εκείνη που καταθέτει ότι "ο τρίτος κατηγορούμενος πήγε σε ένα βιβλιοπωλείο, γύρισε πίσω και μετά από λίγο ξαναβγήκε, πήρε το αμάξι, πήγε σε μια πλατεία όπου συνάντησε το ζευγάρι (άρα η συνάντησή τους έλαβε χώρα εκτός οικίας, στην οποία δεν είχε προηγηθεί επίσκεψη του πρώτου και της δεύτερης) μπήκαν όλοι μαζί στο αμάξι του Σ. και πήγαν στη .... Συνάντησαν ένα άλλο αμάξι (σταθμευμένο) με Βελγικές πινακίδες, κατέβηκε ο Σ. (πρώτος), πήρε μία τσάντα από το αμάξι αυτό και την πήγε στο αμάξι του Σ. (τρίτου). Μετά από λίγο χώρισαν, κατέβηκε το ζευγάρι και ο Σ. (τρίτος) πάρκαρε το αμάξι σε μία κάθετη λεωφόρο της παραλιακής και κατέβηκε. Άρα δεν έλαβε χώρα παράδοση της ναρκωτικής ουσίας στην οικία του τρίτου, στον πρώτο χωρίς αυτός να γνώριζε το περιεχόμενό της. Ούτε ο τέταρτος μετέφερε αυτή στην οικία του τρίτου. Από τις απολογίες του διαφαίνεται προσπάθεια του τρίτου κατηγορουμένου να απεμπλακεί τόσο αυτός όσο και ο πρώτος και δεύτερη από την αγορά, εισαγωγή και συγκατοχή της ναρκωτικής ουσίας, επίρριψη όλης της κατοχής αυτής (αποκλειστικής) στον τέταρτο, ο οποίος για καθαρά προσωπικούς λόγους ή συμφωνία του με τους πρώτο και τρίτο, ισχυρίζεται ότι τα ναρκωτικά αυτά τα έφερε ένα ξάδελφός του από την Τουρκία λέγοντάς του να μην πειράξει τη σακκούλα γιατί θα τον σκοτώσουν. Ότι τον πήρε τηλέφωνο κάποιος Γ. και του έκλεισε ραντεβού στη ... για να του πάει την τσάντα. Ότι πήγε και αυτός δεν ήρθε, φοβήθηκε και πήγε στο σπίτι του Κ.". Οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν έχουν λογικό έρεισμα διότι είναι απίθανο να αφέθηκε στο σπίτι του ποσότητα κοκαΐνης 2.215,7 γρ. μικτού βάρους, η αξία της οποίας είναι ιδιαίτερα σημαντική (1 γραμμάριο δίνει περίπου 10 δόσεις και κάθε δόση αποτιμάται περίπου 100 €), με κίνδυνο ο κύριος αυτής να την απωλέσει δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος αυτός μπορούσε να εξαφανιστεί μαζί με το εμπόρευμα έστω και με πιθανότητες να μη γίνει αντιληπτός. Αλλά και η δεύτερη κατηγορουμένη είναι εντελώς απίθανο να μετέβει αεροπορικώς στο Βέλγιο για μία μόνο ημέρα προκειμένου να συνοδεύσει τον πρώτο κατηγορούμενο στο ταξίδι του και να επωμιστεί κούραση ενός τέτοιου ταξιδιού, χωρίς διακοπές, χωρίς να γνώριζε τον σκοπό αυτού, λόγω και της ιδιαίτερης (ερωτικής) σχέσης της με τον κατηγορούμενο (πρώτο) αλλά γνώριζε και ήθελε να τον συνδράμει στην εισαγωγή της ναρκωτικής ουσίας. Ο ισχυρισμός αμφοτέρων ότι ήταν αδύνατο να εισαγάγουν την ναρκωτική ουσία διότι πέρασαν από ενδελεχή συνοριακό έλεγχο είναι αβάσιμος, διότι στην περίπτωση αληθείας του δεν θα υπήρχε διακομιστικό εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Μετά από αυτά πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι α) ο πρώτος (Π. Σ.) των αξιοποίνων πράξεων αγοράς και εισαγωγής από κοινού με σκοπό την εμπορία και της κατοχής από κοινού με σκοπό την εμπορία, β) η δεύτερη κατηγορούμενη της απλής συνέργειας στην εισαγωγή από κοινού με σκοπό την εμπορία, γ) ο τρίτος κατηγορούμενος, Σ. Κ.ς,: 1) της απλής συνέργειας της αγοράς και εισαγωγής από τον πρώτο κατηγορούμενο και κατοχής από κοινού με τον πρώτο και τον τέταρτο και δ) ο τέταρτος κατηγορούμενος της κατοχής από κοινού της αυτής ποσότητας ναρκωτικής ουσίας, ως ειδικότερα θα αναφερθούν και στο διατακτικό της παρούσας".
Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποίαν καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 47 παρ.1 του ΠΚ και 5 παρ. 1 περ. α, β, ζ και 2 του ν.1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2161/1993 και κωδικοποιήθηκε δια ν. 3459/2006 (20 ΚΝΝ), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, α) αιτιολογείται επαρκώς στις σελίδες 25 και 26 του αιτιολογικού η συγκατοχή της ιδίας ποσότητας ναρκωτικών ουσιών εκ μέρους και των δύο καταδικασθέντων αναιρεσειόντων, με συγκλίνουσες αναφερόμενες πράξεις τους, με την έννοια ότι μετά την εισαγωγή της στην επικράτεια, όλοι τελούσαν σε γνώση πού βρίσκεται και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να την εξουσιάζουν, να διαπιστώσουν την ύπαρξή της και να τη διαθέσουν πραγματικά κατά τη βούλησή τους, ανεξάρτητα που βρέθηκε κατά τη στιγμή της συλλήψεώς τους, β) σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές δεν υπάρχει αντίφαση ως προς το χρόνο εισαγωγής των ναρκωτικών που είναι η 22-4-2005 (σελ. 24 αιτιολογικού και διατακτικό) και το χρόνο (22-4-2005 σελ. 22 αιτιολογικού) που άνοιξε ο κατηγορούμενος Σ. Κ.ς το ένα από τα τέσσερα δέματα κοκαΐνης και έδωσε ένα δείγμα στον τέταρτο κατηγορούμενο Α. Μ. για να το δώσει σε κάποιο υποψήφιο αγοραστή ονόματι Γ., ενώ δεν υπάρχει στο αιτιολογικό παραδοχή ότι ο πρώτος αναιρεσείων Π. Σ. εισήλθε στην Ελλάδα από το Βέλγιο την 25-4-2009, ώστε είναι αδύνατο αυτός να εισήγαγε τα ναρκωτικά την 25-4-2009 και να λήφθηκε δείγμα την 22-4-2009, (προφανώς εννοεί το 2005), όπως αυτός στην ένδικη αίτησή του διατείνεται.
Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, συναφείς λόγοι αναιρέσεως και των δύο αιτήσεων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211 Α' του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2408/1996, "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουμένου της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή της πληροφόρησής τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Το ανωτέρω άρθρο 211 Α' ΚΠοινΔ δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για κανόνα αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που τίθεται διευκρινιστικά συμπληρωματικά στη βασική αρχή που εισάγει το άρθρο 177 ΚΠοινΔ, την οποίαν εντεύθεν και δεν καταλύει, ούτε άλλωστε αυτό απαγορεύει την αξιοποίηση της μαρτυρικής καταθέσεως του συγκατηγορουμένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο, απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να μην αρκείται, στην προσπάθειά του για την αναζήτηση της αληθείας, στην μαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά να επεκτείνει την αναζήτησή του και σε άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκμηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα την δικανική του πεποίθηση. Η διάταξη αναφέρεται σε "μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου" - ο συγκατηγορούμενος δηλαδή να εξετάσθηκε ως μάρτυρας ή να απολογήθηκε ως κατηγορούμενος - και μάλιστα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας από τις οποίες και δη απ' ευθείας έγινε η άντληση των πληροφοριών για την καταδίκη. Έτσι η κατάθεση μαρτύρων - αστυνομικών, ότι αυτά που καταθέτουν τα γνωρίζουν μόνο από την κατάθεση συγκατηγορουμένου, αξιολογούνται μεν, πλην δεν μπορεί να έχουν την αξιοπιστία της αμέσου γνώσεως και έτσι μόνη της δεν θα μπορεί να στηρίξει καταδίκη, (παραβιαζομένης και με αυτό τον τρόπο της άνω αρχής) όπως όταν το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικώς στη μαρτυρική κατάθεση ή στην ομολογία του συγκατηγορουμένου, ή την μαρτυρική κατάθεση άλλου προσώπου, το οποίο ως μοναδική πηγή πληροφορήσεώς του έχει τον τελευταίο αυτό, αλλά συνδυαστικά τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του κατηγορουμένου ή την μαρτυρική κατάθεση προσώπου στο οποίο τα διηγήθηκε αυτός όσο και σε καταθέσεις μαρτύρων ή σε αναγνωσθείσες καταθέσεις και σε αναγνωσθέντα έγγραφα. Το επιτρεπτό της καταθέσεως του μάρτυρα εξ ακοής ή μάρτυρα εκ διηγήσεως, προκύπτει από την άνω διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 ΚΠοινΔ, που τον υποχρεώνει να κατονομάσει την πηγή των πληροφοριών του. Ο νομοθέτης, με την προσθήκη της παρ. 2, με την παρ. 9 του άρθρου 2 ν. 2408/1996, στάθμισε τα αγαθά της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και της προστασίας του μάρτυρα αφενός και της προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αφετέρου και έδωσε προτεραιότητα στο δεύτερο. Όμως, ναι μεν το δικαστήριο υποχρεούται να μην αξιοποιήσει μία τέτοια μαρτυρική κατάθεση, που έγινε κατά παραβίαση του νόμου, ωστόσο η εκτίμηση αυτής μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δικονομική κύρωση για την παραβίαση της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 224 παρ. 2 δεν προβλέπεται, ούτε η παραβίαση αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού στην περιοριστική ρύθμιση του άρθρου 510 ΚΠοινΔ, δεν περιλαμβάνεται τέτοιος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προπαρατεθείσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει, ότι το Πενταμελές Εφετείο θεμελίωσε την καταδικαστική του απόφαση όχι μόνο σε όλα όσα οι αστυνομικοί μάρτυρες κατηγορίας άκουσαν κατά την προσαγωγή των κατηγορούμενων στην αστυνομία, πριν ή κατά τη διεξαχθείσα προανάκριση, ούτε και σε όσα υπέπεσαν στην αντίληψή τους κατά την απολογία των συγκατηγορούμενων των αναιρεσειόντων, αλλά και σε όσα οι ίδιοι αντιλήφθηκαν εκτός της αστυνομίας, κατά την παρακο-λούθηση αυτών και του έτερου συγκατηγορουμένου τους, κατά τις μετακινήσεις τους και τις συναντήσεις τους σε περιοχές της ... και ... της Αττικής, κατά τη μεταφορά της σακκούλας με τα ναρκωτικά από το αυτοκίνητο του πρώτου αναιρεσείοντος στο αυτοκίνητο του άλλου αναιρεσείοντος και στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και σε άλλα αποδεικτικά μέσα (π.χ. πειστήρια, ΙΧΕ), για την ύπαρξη των οποίων και τη σημασία τους στο σχηματισμό της περί ενοχής κρίσεώς του, τόσο για την συγκατοχή, όσον και για την αγορά και την εισαγωγή των ναρκωτικών ουσιών, διατυπώνεται πλήρης, σαφής, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Κατά συνέπεια, το Πενταμελές Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 211 Α σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. δ του ΚΠοινΔ και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε από το λόγο αυτό απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Επομένως, και ο συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσεί-οντος Παντελή Σ. για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορ-ριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 21-12-2009 και από 23-12-2009 δύο αιτήσεις αναιρέσεως του Π. Σ. του Κ. και του Σ. Κ. του Μ., αντίστοιχα, περί αναιρέσεως της με αριθμό 2279/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ