Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1518 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Επανεξέταση λόγου αναιρέσεως.




Περίληψη:
Αίτηση επανεξετάσεως λόγων αιτήσεως αναιρέσεως που δεν ερευνήθηκαν από την απορριπτική της αιτήσεως απόφαση. Προϋποθέσεις (ΑΠ 530/2007). Πρέπει οι λόγοι να έχουν προταθεί με το δικόγραφο της κυρίας αιτήσεως και εκείνο των προσθέτων λόγων, όχι όμως και όταν δεν ερευνήθηκαν αυτεπαγγέλτως, κατ άρθρο 511 ΚΠΔ (ΑΠ 89/2009). Αν προκύπτει, από το σύνολο της αποφάσεως και τις αιτιολογίες της, όπως και την κρίση της επί των λόγων της αιτήσεως ότι ο Άρειος Πάγος ερεύνησε όλους τους λόγους αναιρέσεως, έστω και αν δεν διαλαμβάνει ειδική σκέψη επ' αυτών, χωρίς βέβαια να ελέγχεται η ορθότητα ή μη της κρίσεως του Αρείου Πάγου, η αίτηση επανεξετάσεως τυγχάνει αβάσιμη (ΑΠ 987/2010). Ερευνήθηκαν, κρίθηκαν και απορρίφθηκαν όλοι οι αναφερόμενοι στην κρινόμενη αίτηση λόγοι του δικογράφου των προσθέτων λόγων της κοινής αιτήσεως αναιρέσεως.




Αριθμός 1518/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις
των αναιρεσείοντων-κατηγορουμένων: 1)Χ1, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ... και 2)Χ2, κρατουμένου στη Δικαστική Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαϊωάννου, για αναίρεση της 375/2010 αποφάσεως του ΣΤ'Αρείου Πάγου. Το Στ' Αρείου Πάγου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση για επανάκριση, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2010 αίτησή τους αναιρέσεως των από 25 Οκτωβρίου 2009 προσθέτων λόγων, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 446/2010.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης για επανάκριση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή, κατά τα άρθρα 370 και 514 του Κ.Π.Δ., τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να επανεξετάσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή, με την οποία απορρίπτεται ένδικο μέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, ούτε δεύτερη αίτηση αναιρέσεως αλλά, στην περίπτωση κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδρομή, να ερευνήσει προταθέντα, παραδεκτώς, αναιρετικό λόγο, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, που σωρευτικώς διατυπώνεται με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι επί του μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και στην περίπτωση που ο Άρειος Πάγος, εκ παραδρομής, παρέλειψε να εξετάσει λόγο αναιρέσεως, αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 511 Κ.Π.Δ. ερευνώμενο, ο οποίος δεν προτάθηκε, ανεξαρτήτως του αν ο αναιρεσείων, με υποβληθέν υπόμνημά του στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως επεσήμανε την ύπαρξη τέτοιου λόγου και ζήτησε την αυτεπάγγελτη έρευνά του, καθόσον ο Άρειος Πάγος, μετά την εξέταση όλων των παραδεκτώς προβληθέντων αναιρετικών λόγων απεκδύεται της εξουσίας του και, ελλείψει εκκρεμότητας παραδεκτώς προταθέντος λόγου, δεν έχει δικαιοδοσία να επανέλθει εκ νέου προς εξέταση της υποθέσεως. Εξάλλου η δυνατότητα επανεξετάσεως από τον Άρειο Πάγο αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου, η οποία με προηγούμενη απόφασή του είχε απορριφθεί, σε σχέση με λόγο ή λόγους του αναιρετηρίου ή του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που φέρονται ότι δεν ερευνήθηκαν, ούτε απορρίφθηκαν με την προηγούμενη απόφαση, προϋποθέτει ότι οι λόγοι αυτοί, εκτός της παραδεκτής προβολής τους, να μην αφορούν και βελτίωση, διευκρίνιση και συμπλήρωση πλημμελειών που προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν. Η απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει με ρητή για καθένα απ' αυτούς απορριπτική σκέψη της αποφάσεως, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της αποφάσεως, είναι δε αδιάφορη για την κρίση της απορρίψεως η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, διότι εκείνο που αποτελεί αντικείμενο της σχετικής δίκης δεν είναι η ορθότητα ή μη της απορριπτικής κρίσεως του Δικαστηρίου, αλλά αν δεν εξετάσθηκε, από παραδρομή, κάποιος από τους λόγους αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου ή και εκείνου των προσθέτων και συνεπώς δεν υπήρξε απόφαση επ αυτού, οπότε, αν βασίμως παραπονείται ο αιτών την επανεξέταση αναιρεσείων, το Δικαστήριο θα κάνει δεκτή την αίτηση και θα επανεξετάσει τον λόγο αναιρέσεως, τον οποίο μπορεί να απορρίψει ή να τον κάνει δεκτό και αναιρέσει στο σύνολό της ή εν μέρει την προσβληθείσα με την αίτηση αναιρέσεως απόφαση.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας ή μη της, με την υπό κρίση αίτηση, διωκομένης επανεξετάσεως των αναφερομένων σ αυτήν λόγων του δικογράφου των προσθέτων λόγων της κοινής αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησαν οι αιτούντες-αναιρεσείοντες, κατά της 3327/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, αυτοί κηρύχθηκαν ένοχοι από κοινού, κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια, αγοράς, διαμετακόμισης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας σε πράξεις αγοράς, διαμετακόμισης απόπειρας διαμετακόμισης και απόπειρας εισαγωγής στην Χώρα 25 κιλών κοκκαϊνης. Οι αιτούντες άσκησαν, κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, την από 26-1-2009 κοινή αίτηση αναιρέσεως και τους από 29-10-2009 πρόσθετους λόγους αυτής. Η αίτηση αναιρέσεως, κατά το δικόγραφό των προσθέτων έγινε εν μέρει δεκτή με την 375/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναιρέθηκε, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η αναιρεσειβληθείσα απόφαση, ως προς την διάταξη της περί απορρίψεως του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου αναιρεσείοντος (Χ2) περί τοξικομανίας του και για την, καθ υπέρβαση εξουσίας, καταδικαστική και των δύο κρίση και για την πράξη της απόπειρας εισαγωγής στην Επικράτεια της ανωτέρω ποσότητας ναρκωτικής ουσίας, λόγω του ότι είχαν κηρυχθεί, πρωτόδικα, αθώοι αυτής. Στη συνέχεια αναιρέθηκε η απόφαση και ως προς την διάταξη της περί επιμέτρησης στον πρώτο αναιρεσείοντα της στερητικής της ελευθερίας ποινής της ισοβίου καθείρξεως και της χρηματικής ποινής και ως προς την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής στον δεύτερο αναιρεσείοντα Χ1. Με την ίδια απόφαση παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος της, στο 5μελές εφετείο για νέα κρίση και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως, κατά το κύριο δικόγραφό της και εκείνο των προσθέτων λόγων. Με την κρινόμενη αίτηση, με την επίκληση ότι το Δικαστήριο τούτο, από παραδρομή, δεν ερεύνησε τους πέμπτο, έβδομο, όγδοο, ένατο και δέκατο λόγους του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίοι και παρατίθενται στην αίτηση, χωρίς όμως να γίνεται επίκληση αν δέχθηκε και τι σε σχέση με αυτούς το Δικαστήριο, αλλά μόνον με την αναφορά ότι: ''τους αφήκεν αδίκαστους'', διώκεται η επανεξέτασή τους.
ΙΙΙ. 1. Κατ αρχή πρέπει να επισημανθεί ότι σε σχέση με τον 5ο λόγο οι αιτούντες επικαλούνται ότι, εσφαλμένως, υπέλαβε το Δικαστήριο τούτο, ότι στηρίζεται επί των διατάξεων περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενώ στηρίζεται στις διατάξεις περί υπερβάσεως εξουσίας του Εφετείου και έτσι συνομολογούν ότι το Δικαστήριο τούτο τον έλαβε υπόψη, τον έκρινε και τον απέρριψε. Όπως προκύπτει δε από το περιεχόμενο της 375/2010 αποφάσεως το Δικαστήριο διέλαβε ειδική αιτιολογία επί του λόγου αυτού του δικογράφου των προσθέτων λόγων και τον απέρριψε ρητώς ως απαράδεκτο (βλ. σελ. 23 στο τέλος και 24 μέχρι το μέσο). Όπως λέχθηκε ανωτέρω εκείνο που ερευνάται είναι αν υπήρξε απόφαση επί του ως άνω λόγου του δικογράφου των προσθέτων, είναι δε αδιάφορο και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης δίκης αν η σχετική κρίση του Δικαστηρίου είναι ορθή ή εσφαλμένη.
Συνεπώς ο 5ος λόγος ερευνήθηκε και απορρίφθηκε.
2. Με τους 7ο , 8ο και 9ο λόγους οι αναιρεσείοντες πρόβαλαν τις αιτιάσεις ότι, κατ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 45, 94 παρ. 2 ΠΚ και 5 παρ. 1 α', β', ιγ' Ν. 1729/1987 (νυν 20 Κ.Ν.Ν.), ως και εκ πλαγίου παραβίασης αυτών, λόγω αντιφατικών αιτιολογιών, το Εφετείο έκρινε ότι, μεταξύ των πράξεων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις τελευταίες, της αγοράς και διαμετακόμισης ναρκωτικών (εδαφ. α' και β') και της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης ή εποπτείας με οποιονδήποτε τρόπο της τέλεσης, μεταξύ των άλλων, και των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων (εδαφ. ιγ'), υπάρχει αληθινή συρροή και τους κήρυξε ενόχους, από κοινού, τέλεσης αμφοτέρων των πράξεων (αγοράς, διαμετακόμισης και οργάνωσης, χρηματοδότησης κλπ) με αντικείμενο την ποσότητα των 25 κιλών κοκαϊνης. Το Δικαστήριο τούτο, στην σκέψη, που αφορά την πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως του Εφετείου και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ΠΚ, αλλά και του νόμου 1729/1987, αφού παραθέτει τις παραδοχές του 5μελους Εφετείου επί των αξιοποίνων πράξεων που βάρυναν τους αναιρεσείοντες, ως και την περί ενοχής αυτών κρίση του (σελ. 11-17), κατέληξε στην κρίση ότι η προσβαλλομένη απόφαση, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων της, από κοινού (κατά συναυτουργία ενεργώντας), αγοράς και διακίνησης ναρκωτικών, ως και της οργάνωσης-χρηματοδότησης-κατεύθυνσης και εποπτείας για την τέλεση των ως άνω δύο πράξεων και της απόπειρας εισαγωγής στην ελληνική Επικράτεια ναρκωτικών ουσιών, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ επάγγελμα και συνήθεια τέλεσης αυτών από δράστες που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 13 στ' και ζ', 45, 94 ΠΚ και 5 παρ. 1 περ. α', β' και ιγ' και παρ. 2 και 8 Ν. 1729/1987, τις οποίες δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, αφού το πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού, δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ούτε περιέχει λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο (σελ. 18, 19 και 20). Κατ ακολουθία της κρίσεως αυτής απέρριψε ως αβάσιμους τους εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ σχετικούς λόγους του κυρίου δικογράφου και εκείνου των προσθέτων της αιτήσεως αναιρέσεως, τους οποίους δεν αναφέρει αριθμητικώς. Από το κατά τα άνω περιεχόμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι ερεύνησε και απέρριψε και τους τρεις ανωτέρω λόγους του δικογράφου των προσθέτων και δεν μπορεί να συναχθεί το αντίθετο, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αιτούντες - αναιρεσείοντες, εκ του ότι το Δικαστήριο δεν περιέλαβε στην απόφαση του, ούτε και ήταν άλλωστε υποχρεωμένο προς τούτο, ειδική νομική σκέψη για καθένα από τους λόγους αυτούς, ούτε τους απαριθμεί ρητώς στην απορριπτική τούτων κρίση του, αφού ρητώς δέχεται ότι το 5μελες Εφετείο, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, τις οποίες δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες τελέσεως από κοινού, όλων των ανωτέρω πράξεων, δεχθέν έτσι ότι συρρέουν αληθώς, επιπροσθέτως δε, με ειδική σκέψη, έκρινε ότι, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, το εφετείο δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι, από κοινού (κατά συναυτουργία ενεργώντας), όπως χαρακτηριστικά αναφέρει (βλ. σελ. 20). Όπως λέχθηκε ανωτέρω εκείνο που ερευνάται είναι αν υπήρξε απόφαση επί των ως άνω λόγων του δικογράφου των προσθέτων, είναι δε αδιάφορο και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης δίκης αν οι σχετικές ως άνω κρίσεις του Δικαστηρίου είναι ορθές ή εσφαλμένες.
Συνεπώς οι 7ος ,8ος και 9ος λόγοι ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν.
3. Με τον 10ο λόγο του δικογράφου των προσθέτων οι αναιρεσείοντες πρόβαλαν την αιτίαση ότι το Εφετείο ουδεμία διέλαβε αιτιολογία επί του αρνητικού των κατηγοριών που τους βάρυναν και ειδικότερα της αγοράς της ανωτέρω ποσότητας κοκαϊνης, ισχυρισμού, όπως αναλύεται στον λόγο αυτό, συνιστάμενο στο ότι ήταν, νομικώς και λογικώς, αδύνατον, όπως χαρακτηριστικά ισχυρίσθηκαν, ενόψει των αναγνωσθέντων δύο εγγράφων που επικαλέσθηκαν, να προέβησαν σε αγορά της ως άνω ποσότητας της εν λόγω ναρκωτικής ουσίας. Αρχικά πρέπει να λεχθεί ότι επί του αρνητικού της εν λόγω κατηγορίας ισχυρισμού αυτού, δεν ήταν υποχρεωμένο το Εφετείο να διαλάβει ειδική αιτιολογία, απάντησε δε επ αυτού με την απόφασή του περί ενοχής των αναιρεσειόντων και για την από κοινού αγορά της ναρκωτικής ουσίας, στην οποία κατέληξε μετά από αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία κατ είδος αναφέρει στα οποία περιλαμβάνονταν και τα εν λόγω έγγραφα. Κατόπιν τούτου ο συγκεκριμένος λόγος, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, έπληττε την εκτίμηση των αποδείξεων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τύγχανε απαράδεκτος. Πάντως το Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο τούτο και τους αναλόγου περιεχομένου λοιπούς λόγους του κυρίου δικογράφου και εκείνο των προσθέτων της αιτήσεως αναιρέσεως με ειδική σκέψη στο τέλος της σελ. 21 με το ακόλουθο περιεχόμενο: '' Κατά τα λοιπά οι αναιρεσείοντες, υπό το πρόσχημα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν απαραδέκτως την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών (όσον αφορά το μέρος ως προς την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας)''.
Συνεπώς και ο 10ος λόγος ερευνήθηκε και απορρίφθηκε. Κατ ακολουθία τούτων, εφόσον όλοι οι ανωτέρω λόγοι του δικογράφου των προσθέτων της αιτήσεως αναιρέσεως των αιτούντων, ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο τούτο, με την 375/2010 απόφασή του, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αιτούντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26-3-2010 αίτηση των: 1. Χ2 και 2. Χ1, για επανεξέταση των αναφερόμενων στο σκεπτικό λόγων του δικογράφου των προσθέτων λόγων της από 26-1-2009 αιτήσεως αναιρέσεως αυτών.

Και καταδικάζει τους αιτούντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) €, για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή