Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1212 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ανώνυμη εταιρία.




Περίληψη:
Παραβάσεις άρθρων 55 και 57 β΄ Ν. 2190/1920. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης και για απόλυτη ακυρότητα λόγω εκδίκασης της υπόθεσης μετ' αναβολή σε δικάσιμο που είχε ήδη κληρωθεί η σύνθεσή του. Όχι τέτοια ακυρότητα όταν η αναβολή σε ρητή δικάσιμο επιβάλλεται από τον κίνδυνο παραγραφής του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και αυτός δεν επικαλείται οποιαδήποτε βλάβη των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1212/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Προεδρεύων Αρεοπαγίτης, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Δημητρίου Πατινίδη), Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη, Χριστόφορο Κοσμίδη και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Οικονομίδη, περί αναιρέσεως της 53848α/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1549/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 5-11-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 53848α/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Σύμφωνα με το άρθρο 55 του ν. 219/1920 "περί ανωνύμων εταιριών" τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή "δραχμών 300.000 κατ' ελάχιστον" ή δια της ετέρας των ποινών αυτών κάθε ιδρυτής του Διοικητικού Συμβουλίου ή διευθυντής ανωνύμου εταιρίας, ο οποίος εν γνώσει του ποιείται ψευδείς δηλώσεις προς την αρχήν, αφορώσας την εγγραφή και την καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, την τιμή της εκδόσεως των μετοχών και των ισολογισμών. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 57 περ. β' του ίδιου ως άνω νόμου τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή "δραχμών 300.000 κατ' ελάχιστον" η δια ετέρας των ποινών τούτων, όποιος εν γνώσει συνέταξε ή ενέκρινε ισολογισμών εναντίον των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή του καταστατικού. Εξάλλου, καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 53848α/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: (όσον αφορά τον αναιρεσείοντα):
"Η εταιρία με την επωνυμία "OMIKRON GROUP ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ - ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "OMIKRON GROUP", που εδρεύει στο ... επί της οδού ..., συνεστήθη το έτος 1991 με αντικείμενο την έκδοση και εμπορία παντός είδους εκδόσεων ενημερωτικού και μορφωτικού αντικειμένου, την οργάνωση και λειτουργία εγκαταστάσεων για την παραγωγή ταινιών κινηματογράφου και τηλεόρασης κ.α. Οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι, Ψ και Δ, είχαν την ιδιότητα του Προέδρου και Αντιπροέδρου του ΔΣ της παραπάνω εταιρίας και τους είχε ανατεθεί η εκπροσώπηση της δυνάμει του από 19/10/2001 καταστατικού, που είχε δημοσιευθεί στο υπ'αριθμ. 1367/22.2.2002 ΦΕΚ, τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος Χ, λογιστής, απασχολείτο από το έτος 1996 στην παραπάνω εταιρία ως οικονομικός της διευθυντής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μέχρι τις 31/10/2002, οπότε απεχώρησε οικειοθελώς. Λόγω της πιο πάνω ιδιότητάς του ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος για το σύνολο των οικονομικών θεμάτων της εταιρίας και για την ορθή λειτουργία του λογιστηρίου της, καθώς και για τη σύνταξη του ισολογισμού της στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης. Μετά την αποχώρησή του τη θέση του οικονομικού διευθυντή ανέλαβε ο Μ, ο οποίος με τη βοήθεια του Ν, προϊσταμένου του λογιστηρίου, ενήργησαν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία της εταιρίας. Από τον έλεγχο αυτό προέκυψαν ατασθαλίες του πρώτου κατηγορουμένου, για τις οποίες η εταιρία υπέβαλε την από 29/1/2003 έγκληση της σε βάρος του για τις πράξεις της πλαστογραφίας και απάτης σε βαθμό κακουργήματος, όπως και την από 3/2/2003 αγωγή της για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας. Στις 7/3/2003 ο εκπρόσωπος της εταιρίας Τ και ο πρώτος κατηγορούμενος υπέγραψαν το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος αναγνώρισε την οφειλή του ύψους 1.392.292,19 ευρώ και υποσχέθηκε να την εξοφλήσει, όπως και πράγματι έγινε με τμηματικές καταβολές. Στα πλαίσια της αντιδικίας του πρώτου κατηγορουμένου και των εκπροσώπων της εταιρίας με την ανταλλαγή μηνύσεων και αγωγών, ο πρώτος κατηγορούμενος απέστειλε το έτος 2005 προς τη Νομαρχία Αθηνών, Διεύθυνση Ανωνύμων Εταιριών και Εμπορίου, επιστολή του, με την οποία τους γνώριζε ότι στον ισολογισμό της 31/12/2001, που είχε συντάξει και δημοσιεύσει ο ίδιος, είχε σκοπίμως αποκρύβει το ποσό του δανείου, που είχε εκταμιευθεί στις 19/12/2001, ύψους 200.000.000 δρχ., το οποίο έπρεπε να εμφανίζεται στο ενεργητικό της και ζητούσε να προβεί η παραπάνω υπηρεσία στις νόμιμες ενέργειες. Με αφορμή την επιστολή αυτή, η οποία διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ασκήθηκε η υπ'αριθμ. ΙΑ 2006/6022 ποινική δίωξη σε βάρος όλων των μελών του ΔΣ της εταιρίας και του πρώτου κατηγορουμένου ως οικονομικού της Διευθυντή για την πράξη της παράβασης του άρθρου 55 του ν. 2190/1920. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στον ισολογισμό, που συντάχθηκε αποκλειστικά από τον πρώτο κατηγορούμενο, όπως ο ίδιος ομολογεί στην από 4/2/2008 δήλωση του, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, για την εταιρική χρήση 1/1/2001 έως 31/12/2001 και δημοσιεύθηκε από αυτόν με την ιδιότητα του οικονομικού διευθυντή στο υπ'αριθμ- 1674/26.2.2003 ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), δεν εμφανιζόταν δάνειο, που είχε χορηγηθεί προς την εταιρία για την αγορά ακινήτου από την τράπεζα EFG EUROΒΑΝΚ, ποσού ενός δισεκατομμυρίου δρχ., από το οποίο ποσό 586.940,58 ευρώ ή 200.000.000 δρχ. είχε εκταμιευθεί από τις 21/12/2001, ενώ θα έπρεπε να εμφανίζεται στον ισολογισμό στο ενεργητικό της εταιρίας. Τελικά η αγορά του ακινήτου ματαιώθηκε πριν το τέλος του έτους 2001 και τα μέλη του ΔΣ της εταιρίας έλαβαν απόφαση να επιστραφεί το ποσό του δανείου στην τράπεζα για να μην επιβαρύνονται με τόκους, έδωσαν δε προς τούτο σχετική εντολή στον πρώτο κατηγορούμενο. Επομένως, αποδείχθηκε ότι όταν ενέκριναν τον παραπάνω ισολογισμό οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι πίστευαν βάσιμα ότι το ποσό που είχε εκταμιευθεί από το δάνειο είχε ήδη επιστραφεί στην τράπεζα και δεν είχαν γνώση της πραγματικής κατάστασης, ούτε σκοπό να μην το εμφανίσουν στον ισολογισμό. Η πράξη αυτή της σύνταξης και δημοσίευσης του ισολογισμού της 31/12/2001 κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών", που περιείχε ψευδή δήλωση προς την αρχή, αποδείχθηκε ότι έγινε σκοπίμως από τον πρώτο κατηγορούμενο, για να μπορέσει να αποκρύψει λογιστικά χρηματικό ποσό που είχε λάβει από χρήματα της εταιρίας για λογαριασμό του, ενώ αντίθετα η παράλειψη της αναγραφής του αποδείχθηκε ότι δεν αλλοίωνε τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας, ώστε αποδεικνύεται ότι οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενοι, όπως και η εταιρία, δεν είχαν κανένα όφελος από τη μη εμφάνιση του εκταμιευθέντος ποσού του δανείου και δεν προέβησαν σκοπίμως σε απόκρυψή του... Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ, των πράξεων που του αποδίδονται, αφού αποδείχθηκε ότι με την ιδιότητα του οικονομικού διευθυντή συνέταξε και δημοσίευσε τον ισολογισμό της 31/12/2001, στον οποίο σκόπιμα απέκρυψε ποσό 200.000.000 δρχ., που είχε εκταμιευθεί πριν τις 31/12/2001 και έπρεπε να εμφανίζεται στο ενεργητικό της εταιρίας και έτσι υπέβαλε ψευδή δήλωση στην αρχή και συνέταξε ισολογισμό κατά παράβαση του ν. 2190/1920.....". Ακολούθως το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις των άρθρων 55 και 57 περ. β' του ν. 2190/1920 και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία, και συνολική χρηματική ποινή 1500 ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 94 παρ. 1 ΠΚ, 55 και 57 περ. β' του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών" τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριό του. Ακόμη, ως προς το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων που καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων (άρθρα 55 και 57 περ. β' του ν. 2190/1920, ο οποίος περιλαμβάνει και τον ενδεχόμενο, δεν είναι αναγκαία η ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των τετελεσμένων ως άνω δύο εγκλημάτων και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Γι' αυτό όσα αντίθετα των ανωτέρω ισχυρίζεται ο αναιρεσείων περί μη ειδικής αιτιολογίας του δόλου του στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατ' ακολουθίαν ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Καθό μέρος δε με τον ως άνω λόγο πλήττεται η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των υπό στοιχ. Β' παρ. 1, 8 και 10 του άρθρου 17 του ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών" γεννάται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας αν η υπόθεση είχε αναβληθεί σε δικάσιμο για την οποία είχε ήδη γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου, εκτός αν είχε συντρέξει σπουδαίος λόγος αναβολής σε σύντομη ρητή δικάσιμο, η οποία πρέπει να αιτιολογείται ειδική στην αναβλητική απόφαση. Τέτοιος δε λόγος είναι και η επικείμενη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής του εγκλήματος ή των εγκλημάτων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο (πρβλ παρ. 8 εδ. α' περ. 1 του ως άνω άρθρου). Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με τις υπ' αριθμ. 48380 και 48381/19-6-2009 αποφάσεις του ανέβαλε μετά από παραδοχή αιτήματος αναβολής του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος Ψ (αδυναμίας του λόγω λόγον υγείας να προσέλθει στο Δικαστήριο), και συνεκδίκασε με συναφή υπόθεση την εκδίκαση των κατ' αυτού κατηγοριών για παραβάσεις των άρθρων 55 και 57 περ. β' του ν. 2190/1920, για τη δικάσιμο της 22-7-2009, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αναιρεσείων, χωρίς να συμπροσβάλλει με την κρινόμενη αίτησή του, τις ως άνω δύο αναβλητικές αποφάσεις, πρόβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (βλ. σελ 5 των πρακτικών συνεδρίασης αυτού) τον από το προαναφερόμενο άρθρο του ΚΟΔΚΔΛ αυτοτελή ισχυρισμό (περί συνθέσεως του Δικαστηρίου που εκδίκαζε την έφεσή του, η οποία είχε κληρωθεί όμως πριν ορισθεί η 22-7-2009 ως δικάσιμος της έφεσης και ήταν γνωστή, όταν αναβλήθηκε στις 19-6-2009 η συζήτησή της). Το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του (βλ. σελ 114 αυτής) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δικαιολόγησε τη μη εξαίρεση της σύνθεσής του στην οποία κατάτεινε ουσιαστικά ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος στον κίνδυνο παραγραφής των πράξεων για τις οποίες διώκονταν όλοι οι κατηγορούμενοι ή μόνο ο αναιρεσείων (συμπλήρωση οκταετίας στις 31-12-2009) και στο ότι ο αναιρεσείων (ως και οι λοιποί δύο συγκατηγορούμενοί του που τελικά αθωώθηκαν) δεν στερήθηκαν κάποιου υπερασπιστικού δικαιώματός τους ή υπέστησαν κάποια δικονομική βλάβη από την ως άνω αναβολή της συζήτησης των εφέσεών τους). Η ως άνω αιτιολογία απόρριψης του προαναφερομένου αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος είναι όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, ουδεμία άλλωστε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο επήλθε σε βάρος των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου από την εκδίκαση της έφεσή του από την αναφερόμενη στην αρχή της προσβαλλόμενης απόφασης σύνθεση του δικάσαντος δικαστηρίου. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης περί απολύτου ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από όλα τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης παραδεκτός για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5 Νοεμβρίου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 53848α/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουνίου 2010.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή