Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Επιδόσεως αποδεικτικό, Κατηγορούμενος, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Πότε υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπρόθεσμη. Αιτιολογημένη η απόρριψη της εφέσεως του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμης, αφού αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως και εκείνος της ασκήσεως του ένδικου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει αυτή, ενώ ο κατηγορούμενος δεν αναφέρει στην έκθεση εφέσεώς του λόγους που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της, ο δε λόγος ότι η επίδοση έγινε σε ανύπαρκτο πρόσωπο, ήτοι στον Κυριάκου Κωνσταντίνον και όχι στον Κυριάκο Κωνσταντίνου, είναι αβάσιμος, διότι πρόκειται για γραφική παραδρομή και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο, ήτοι τον κατηγορούμενο.
Αριθμός 1741/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητη, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πλεύρη, περί αναιρέσεως της 6434/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19.10.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1781/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν αυτόκλητοι, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, κατά της αποφάσεως που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνον αναίρεση. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται και για την απόφαση αυτή, η οποία απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη, Στην περίπτωση αυτή, τέτοια αιτιολογία, που ·να πληροί δηλαδή τις απαιτήσεις των διατάξεων αυτών, προϋποθέτει ότι διαλαμβάνεται στην απόφαση ή το βούλευμα του εφετείου, ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως και εκείνος της ασκήσεως του ένδικου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (ΟλΑΠ 5/1995, 6, 7/1994), χωρίς να απαιτείται ο ειδικότερος προσδιορισμός των κατ' άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας του, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία θα πρέπει να καλύπτει και το θέμα αυτό. Τέλος, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων, που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από τον νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου.
Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η 1781/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε ως απαράδεκτη, καθ' ό εκπρόθεσμη, την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 96.259/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που τον καταδίκασε ερήμην για απάτη, σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών. Στην κρινόμενη έκθεση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως θεωρήθηκε "ως έγκυρη η επίδοση της εκκαλουμένης υπ' αριθμόν 96259/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία διενεργήθηκε την .... από τον Αρχιφύλακα ....., με την διαδικασία της επίδοσης σε αγνώστου διαμονής πρόσωπο, καθόσον στο ως άνω αποδεικτικό επιδόσεως αναφέρεται ότι αυτή διενεργήθηκε στον ..... και όχι στον Χ1, όπως είναι το ορθό, ήτοι διενεργήθηκε επίδοση σε ανύπαρκτο πρόσωπο και όχι σε μένα και ως εκ τούτου πάσχει απολύτου ακυρότητας η προμνησθείσα έκθεση επίδοσης και η γενόμενη επίδοση και η έφεση μου έπρεπε να γίνει δεκτή ως εμπροθέσμως και προ πάσης επιδόσεως ασκηθείσα και το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία της υποθέσεως". Με την προσβαλλόμενη ως άνω απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, ότι "από τα όσα εξέθεσε ο αιτών - κατηγορούμενος ενώπιον του δικαστηρίου, τα νομίμως αναγνωσθέντα έγγραφα (βλ. τα ανωτέρω πρακτικά) και την όλη διαδικασία, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε ερήμην, με την υπ' αριθμ. 96259/2000 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών για απάτη, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη (αρθρ. 386 παρ. 1β - α Π.Κ.) της τυχόν ασκηθησομένης εφέσεως μη εχούσης ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η απόφαση αυτή (υπ' αριθμ. 96259/2000) επεδόθη νομίμως στην δηλωθείσα υπό του ιδίου κατά την απολογία του ενώπιον της 25ης Τακτικής Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 19.4.1999 (βλ. την σχετική έκθεση, νομίμως αναγνωσθείσα) διεύθυνση κατοικίας του, στην οδό ....., στα ...... Αττικής στις ... (βλ. αρθρ. 273 παρ. 1γ' ΚΠΔ και το υπό την αυτήν ημεροχρονολογίαν αποδεικτικό επιδόσεως του αρχιφύλακας ......), ησκήθη δε κατ' αυτής έφεση στις 25.6.2007, ήτοι εκπροθέσμως (αρθρ. 473 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ). Εκ των στοιχείων της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, οι οποίοι (λόγοι) διήρκεσαν μέχρι και της 22.6.2007, οπότε, κατά τον εκκαλούντα έλαβε γνώση της αποφάσεως (βλ. εφετήριο)". Οι παραπάνω παραδοχές περιέχουν την απαιτούμενη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ειδική και εμπεριστατωμένη, αιτιολογία, που απαιτούν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 129 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια ότι η ασκηθείσα έφεση ήταν εκπρόθεσμη, αφ' ετέρου δε, ορθώς εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 498 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο δε παραπάνω λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος, διότι, ναι μεν δεν γίνεται λόγος στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, πλην δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο, δηλαδή τον αναιρεσείοντα, άποψη άλλωστε, την οποία έχει ο ίδιος δεχθεί με την άσκηση της εφέσεως. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό 371/2007 και με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, που συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών κατά της 6.434/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ