Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1830 / 2009    (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Έλλειψη αιτιολογίας αν δεν γίνεται μνεία των αποδεικτικών μέσων. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος περιλαμβάνεται στις μαρτυρικές καταθέσεις. Ψευδής καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα - προϋποθέσεις. Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1830/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μουστάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Σαράντη Δρινέα - Εισηγητή, Νικόλαο Πάσσο, Σοφία Καραχάλιου και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 6451/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χρηστάκη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 585/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή η απαιτούμενη από τα άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων κατά το είδος τους, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για τον σχηματισμό της καταδικαστικής ή απαλλακτικής ή όποιας άλλης κρίσεώς του. Ειδικότερη αναφορά των αποδεικτικών μέσων, όπως τα ονόματα των μαρτύρων κ.λ.π., δεν είναι αναγκαία, όπως δεν είναι αναγκαία και αναφορά των περιστατικών που προέκυψαν από καθένα πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων των αποδεικτικών μέσων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο αυτών και όχι ορισμένα από αυτά. Η κατά το άρθρ. 178 του ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων είναι ενδεικτική και αφορά στα κυριότερα μόνο από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Οι καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος υπάγονται στις μαρτυρικές καταθέσεις, χωρίς να είναι αναγκαία ειδικότερη μνεία αυτών. Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι στο σκεπτικό της αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη οι καταθέσεις "των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο αυτό", χωρίς να μνημονεύεται και η κατάθεση του χωρίς όρκο εξετασθέντος στο ίδιο Δικαστήριο πολιτικώς ενάγοντος ούτε καμία άλλη αναφορά αυτής (καταθέσεώς του) γίνεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης 6451/2008 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημ/των) μνημονεύεται σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις καταθέσεις "των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο αυτό". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν προσδιορίζεται με την αιτίαση σε ποια σημεία η κατάθεση αυτή ωφελεί τον αναιρεσείοντα και ποια η βλάβη του από τη μη λήψη υπόψη της καταθέσεως αυτής, σε κάθε περίπτωση δε είναι αβάσιμος, διότι εφόσον το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι για τον σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή του αναιρεσείοντος έλαβε υπόψη, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιόν του, παρέπεται ότι έλαβε υπόψη και την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος που δόθηκε χωρίς όρκο, ως του κατ' εξοχήν μάρτυρα κατηγορίας, από την παραδεκτή επισκόπηση της οποίας, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, προκύπτει ότι με αυτήν κατατίθενται ιδιαιτέρως επιβαρυντικά για τον αναιρεσείοντα στοιχεία, η δε αντίθετη μνεία στο σκεπτικό περί "ενόρκως" εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας πρέπει να αποδοθεί σε προφανή από αβλεψία μη κατάλληλη προσαρμογή του τμήματος αυτού του εντύπου της αποφάσεως. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ. "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται, αντικειμενικώς, η καταμηνυόμενη ή αναφερόμενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκλημα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταμηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται, αντικειμενικώς, α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση και β) τα κατατιθέμενα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας ψευδή ότι τα κατατιθέμενα είναι ψευδή ή τη γνώση με την ανωτέρω έννοια, των αληθινών, τα οποία σκοπίμως αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει και αφετέρου, τη θέληση καταθέσεως ψευδών πραγματικών περιστατικών ή αποκρύψεως των αληθινών ή αρνήσεως καταθέσεως των αληθινών. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται η εν γνώσει τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως στην ψευδή καταμήνυση, και στην ψευδορκία μάρτυρα ή υπερχειλής δόλος, όπως στη ψευδή καταμήνυση, απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικώς με τις ανωτέρω μορφές δόλου, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που καταμήνυσε ή κατέθεσε στην Αρχή και επί πλέον, όταν απαιτείται υπερχειλής δόλος (εγκληματικός σκοπός), να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο δράστης επιδίωκε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, για να αποκλειστεί και στις δύο περιπτώσεις, ότι ο δράστης ενήργησε από ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 6451/2008 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος προσδιορίζει, απεδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 2000 ο πολιτικώς ενάγων Ψ δάνεισε το ποσό των 17.000.000 δρχ. στον ΑΑ, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ανώνυμης εταιρείας "ERMIS MARTIME COMPORATION", τον οποίο γνώριζε από το έτος 1998. Ο ΑΑ παρέδωσε με οπισθογράφηση στον πολιτικώς ενάγοντα ισόποση μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή, έκδοσης 12.11.2000 από την πιο πάνω εταιρία και πληρωτέα σε διαταγή του. Κατά τον μήνα Νοέμβριο του 2000 ο πολιτικώς ενάγων εμφάνισε την πιο πάνω επιταγή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων. Μετά από παράκληση του ΑΑ μέσω κοινού τους φίλου του και μάρτυρα ΒΒ, στον πολιτικώς ενάγοντα να μη σφραγίσει την επιταγή, ο τελευταίος μετέβη μαζί με τον φίλο του στο γραφείο του ΑΑ και δέχθηκε να αντικαταστήσει την πιο πάνω επιταγή, που του την παρέδωσε, και σε αντικατάσταση της έλαβε το χρηματικό ποσό των 5.000.000 δρχ., καθώς και με οπισθογράφηση τέσσερις (4) τραπεζικές, επιταγές με αριθμούς ..., ..., ... και ..., με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης 12-12-2000, 12-1-2001, 12-2-2001 και 12-3-2000, αντίστοιχα, ποσού 3.000.000, 3.000.000, 3.000.000 και 3.400.000 δραχμών, αντίστοιχα, έκδοσης της πιο πάνω εταιρίας πληρωτέες σε διαταγή του ιδίου από την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. Ο πολιτικώς ενάγων εμφάνισε την τελευταία ... επιταγή ποσού 3.400.000 δρχ. προς πληρωμή στην τράπεζα και πληρώθηκε. Στις 20.12.2000 ο πολιτικώς ενάγων εμφάνισε εμπρόθεσμα την πρώτη πιο πάνω επιταγή προς πληρωμή, η οποία όμως δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου και της από 11.12.2000 υπεύθυνης δήλωσης του δικαιούχου του λογαριασμού για κλοπή της επιταγής. Στη συνέχεια ο πολιτικώς ενάγων εμφάνισε εμπρόθεσμα τις άλλες δύο επιταγές, οι οποίες είχαν ανακληθεί, λόγω κλοπής με επαρκές υπόλοιπο. Ο ΑΑ, που πράγματι όφειλε στον πολιτικώς ενάγοντα το ισόποσο των πιο πάνω επιταγών, ενεργώντας δόλια και με σκοπό να αντικρούσει δικαστική διεκδίκηση από τον πολιτικώς ενάγοντα της απαίτησης και να αποφύγει την πληρωμή της πιο πάνω οφειλής του, προκάλεσε στον αναιρεσείοντα που χρησιμοποιούσε σε διάφορες εργασίες και ο οποίος γνώριζε από τον ίδιο την πιο πάνω οφειλή στον πολιτικώς ενάγοντα, την απόφαση να καταγγείλει την κλοπή των επίδικων επιταγών. Πράγματι, ο αναιρεσείων μετά από προτροπή του ΑΑ, εμφανίσθηκε την 6.12.2000 στο Αστυνομικό Τμήμα ... και υπέβαλε υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/86 για απώλεια των πιο πάνω επιταγών κατά τη μετάβαση του στο επί της οδού ... φαρμακείο της κ. ΓΓ. Στη συνέχεια ο ίδιος αναιρεσείων, μετά από προτροπή και εξυπηρέτηση του ΑΑ, παρότι ο τελευταίος ήταν ο ζημιωθείς ως δικαιούχος του λογαριασμού των επιταγών, υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών την από 9.4.2001 έγκληση κατά του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, με την οποία κατήγγειλε ότι "την 1.12.2000, ενώ εκινείτο από την πλατεία ... στην οδό ... μέχρι την οδό ..., έχοντας στην τσέπη του φάκελλο με τέσσερις (4) επιταγές, εκδόσεως της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία ΒΙΟ - ΕCΟ - SOL ΑΒΕΕ, σε διαταγή ΑΑ, που τις είχε οπισθογραφήσει λευκές και συγκεκριμένα τις με αριθμούς ..., ..., ..., ... επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως 12.3.2000, 12.12.2000, 12.2.2001 και 12.1.2001 αντίστοιχα και ποσού 3.400.000 δρχ. η πρώτη και 3.000.000 δρχ. εκάστη των λοιπών, ο εγκαλών Ψ του αφαίρεσε το φάκελλο αυτό, χωρίς να το αντιληφθεί εκείνος, με σκοπό να ιδιοποιηθεί τις πιο πάνω επιταγές που ήταν μέσα σ' αυτόν". Το περιεχόμενο της εγκλήσεώς του ο αναιρεσείων βεβαίωσε και στις 17.12.2001 εξεταζόμενος ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών Αγγελικής Δεμέστιχα, όπου κατέθεσε επιπλέον ότι "...εκ των υστέρων έμαθε ότι οι ως άνω επιταγές βρέθηκαν στα χέρια κάποιου Ψ, τον οποίο ο ΑΑ ούτε τον ξέρει ούτε είχε ποτέ συναλλαγές...", τα κατατεθέντα δε περιελήφθησαν στη με αριθμό ... ένορκη βεβαίωση. Μετά από αυτά ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του πολιτικώς ενάγοντος για τις πράξεις της κλοπής, πλαστογραφίας με χρήση των πλαστών εγγράφων κατ' εξακολούθηση και απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της με αριθμό 68154/2004 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία κήρυξε αυτόν αθώο των παραπάνω πράξεων και η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη.
Συνεπώς, εν όψει των προεκτεθέντων η αναλήθεια αυτών που περιέλαβε ο αναιρεσείων στην παραπάνω από 9.4.2001 έγκληση του είναι αποδεδειγμένη. Περαιτέρω συνεχίζει το Εφετείο αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων γνώριζε την αναλήθεια τόσο αυτών που περιέλαβε στην έγκλησή του, όσο και αυτών που κατέθεσε ενόρκως ενώπιον της Ειρηνοδίκου, αφού ο ίδιος ήταν στη δούλεψη του ΑΑ (του έκανε θελήματα, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες) και γνώριζε ότι ο πολιτικώς ενάγων είχε οικονομικές διαφορές με τον ΑΑ και συγκεκριμένα είχε δανείσει τον ΑΑ χρήματα και ο τελευταίος έδωσε τις με αριθμούς ..., ..., ..., ... μεταχρονολογημένες επιταγές, με ημερομηνίες εκδόσεως 12.3.2000, 12.12.2000, 12.2.2001 και 12.1.2001, αντίστοιχα και ποσού 3.400.000 δρχ. η πρώτη και 3.000.000 δρχ. εκάστη των λοιπών στον πολιτικώς ενάγοντα προς εξασφάλιση του δανείου. Γνώριζε δηλαδή ότι τις επιταγές έχει στα χέρια του ο Ψ και ουδέποτε ο ίδιος ο αναιρεσείων είχε τις εν λόγω επιταγές στα χέρια του. Ισχυρίζονται βεβαίως οι μάρτυρες ΒΒ και ΔΔ ότι ο ΑΑ βρήκε θύμα τον αναιρεσείοντα, ότι ο Χ έκανε τη μήνυση και τα είπε, πλην όμως ότι τον έβαλε ο ΑΑ, ότι του τα επέβαλε ο ΑΑ και ότι τέλος ο αναιρεσείων είναι ένα ανθρωπάκι. Τα ανωτέρω όμως δεν αναιρούν τη γνώση του αναιρεσείοντος περί της αναλήθειας των γεγονότων που περιέγραψε, αντιθέτως θέλοντας έστω και από ανάγκη να εξυπηρετήσει τη σκευωρία του ΑΑ, υπέβαλε την ως άνω έγκληση γνωρίζοντας ότι τα αναφερόμενα σε αυτήν όσο και τα αναφερόμενα στη συνέχεια ενώπιον της Ειρηνοδίκου είναι ψευδή. Επίσης, αποδείχθηκε ότι με την έγκληση του αυτή ο αναιρεσείων είχε σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του πολιτικώς ενάγοντος για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, πράγμα το οποίο και πέτυχε αυτός τελικά κατά τα εκτεθέντα. Από όλα αυτά που αποδείχθηκαν, κατέληξε το Εφετείο, προκύπτει ότι η παραπάνω συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, οι οποίες του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τα άρθρ. 93 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρ. 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως αλλά ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς, ελλειπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Η αιτιολογία δε αυτή δεν είναι τυπική και δεν αποτελεί επανάληψη του διατακτικού. Ειδικότερα, εκτίθενται με επάρκεια και σαφήνεια τα ψευδή πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας και αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος αναφορικώς προς τα εγκλήματα που καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, αφού παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας, του αναιρεσείοντος του ψευδούς γεγονότος που αναφέρει στη μήνυση και την ένορκη κατάθεση προς επιβεβαίωση του περιεχομένου της. Επί πλέον αιτιολογείται ο σκοπός του αναιρεσείοντος, αφού με την καταγγελθείσα πράξη επιδίωκε τη δίωξη του καταμηνυθέντος με την ειδική αιτιολογία ότι τα σώματα των επιταγών, που κατήγγειλε ότι αφαίρεσε παρανόμως ο πολιτικώς ενάγων από αυτόν, ουδέποτε κατείχε ο ίδιος (αναιρεσείων) αλλά τα είχε παραδώσει στον πρώτο ο ΑΑ προς εξόφληση δανείου, με την καταγγελία δε περί κλοπής στην οποία προέβη κατά προτροπή του τελευταίου, στου οποίου "τη δούλεψη" ήταν, επιδίωκε την ποινική δίωξη του πολιτικώς ενάγοντος, ώστε να αποφευχθεί η εξόφληση των επιταγών. Εκ του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι με την 68154/2004 απόφαση του Α' Τριμ. Πλημ/κείου Αθηνών, που έχει καταστεί αμετάκλητη, ο πολιτικώς ενάγων κηρύχθηκε αθώος των πράξεων της κλοπής, πλαστογραφίας και χρήσης πλαστών εγγράφων, για τις οποίες είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος του εξαιτίας της κατ' αυτού ως άνω καταγγελίας του αναιρεσείοντος και ότι συνεπώς "η αναλήθεια αυτών που περιέλαβε ο κατηγορούμενος στην παραπάνω από 9-4-2001 έγκλησή του είναι αποδεδειγμένη", δεν σημαίνει ότι το Εφετείο δέχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρ. 366 παρ. 2 του ΠΚ, αλλά με την αδόκιμη αυτή διατύπωση αναφέρεται ως εκ περισσού η τύχη της ψευδούς μηνύσεως που υπέβαλε ο αναιρεσείων κατά του πολιτικώς ενάγοντος.
Συνεπώς, ο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενος έτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβίαση των εφαρμοσθεισών ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, έτσι ώστε να στερείται νόμιμης βάσης, πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος, συνακόλουθα δε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ) και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2-4-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της 6451/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία καθορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2009.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή