Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 7 / 2005    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο, Αιτιολογία.




Περίληψη:
Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης που απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης λόγω συνδρομής σημαντικών αιτίων. Η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, (ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα) και περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό και βάσιμο λόγος αναίρεσης. Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση, ούτε αναφέρονται σ' αυτή τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή καθώς και τις αποδείξεις που τις στηρίζουν. Δεν εξηγεί επίσης τι κατέθεσε η μάρτυρας της κατηγορουμένης ή τι περιλαμβάνει το έγγραφο του Νοσοκομείου και πως παρά ταύτα αιτιολογείται η κρίση του ότι ο λόγος αναβολής δεν συνιστά σημαντικό αίτιο για αδυναμία εμφανίσεως της κατηγορουμένης στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ο αιτών την αναβολή έλαβε και προηγουμένως αναβολή για την ίδια υπόθεση με βάση την ίδια διάταξη του άρθρου 349 ΚΠοινΔ δεν συνιστά την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 στοιχ., β και 511, όπως αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. (Ολομ. ΑΠ 7/2005 Ποιν. Χρον ΝΕ.791). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)




Αριθμός 7/2005

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου Προεδρεύοντα (κωλυομένου του Προέδρου), Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ιωάννη Βερέτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Πολύκαρπο Βούλγαρη – Εισηγητή, Γεώργιο Σαραντινό, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Φώτιο Καϋμενάκη, Γεώργιο Καράμπελα και Μιχαήλ Δέτση, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Απριλίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ...... , κατοίκου …..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Γιαννόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 6678/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Αυγούστου 2003 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1722/2003.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την 2207/2004 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος (Ποινικού) του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψεως της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου (ν. 1756/1988) όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995 και 3 παρ. 3 του ν. 3810/1957 που έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 64 παρ. 5 του ν. 3810/1957 που έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 64 παρ. 5 του Εις. Ν. ΚΠολΔ, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά της 6678/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με τον οποίο προσβάλλεται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης του δικαστηρίου αυτού που απέρριψε αίτημα της αναιρεσείουσας για αναβολή της δίκης λόγω συνδρομής σημαντικών αιτίων στο πρόσωπό της, ένεκα των οποίων ήταν αδύνατη η εμφάνισή της στο ακροατήριο, και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη.Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 ΚΠΔ «αν ατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη….Η διάταξη του άρθρου 349 του ίδιου Κώδικα για αναβολή της συζήτησης, εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής. Εξ άλλου η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 6678/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 92584/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία αυτή καταδικάσθηκε για απάτη σε φυλάκιση δέκα μηνών μετά την απόρριψη αιτήματός της για αναβολή της δίκης λόγω ανυπερβλήτων αιτίων εμφανίσεώς της στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της αποδεικνύεται ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, αλλά αντ' αυτής εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η θυγατέρα της ……..., η οποία ανήγγειλε ότι η κατηγορουμένη αδυνατεί λόγω ασθενείας της να εμφανισθεί στο ακροατήριο και ζήτησε την αναβολή της δίκης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της προσκόμισε στο δικαστήριο το από 24-6-2003 εισιτήριο εισαγωγής του Νοσοκομείου Ζακύνθου, το οποίο αναγνώσθηκε, και η ιδία εξετάσθηκε ως μάρτυρας καταθέτοντας ότι «η μητέρα μου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Ζακύνθου. Έχει πάθει ηλίαση και θα μείνει στο Νοσοκομείο 2 και 3 ημέρες». Το δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε το αίτημα αναβολής ως ουσιαστικά αβάσιμο και την έφεση ως ανυποστήρικτη, με την εξής αιτιολογία όσον αφορά την παρεμπίπτουσα απόφαση «Επειδή κατά τις διατάξεις του άρθρου 349 ΚΠΔ το Δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη δίκη για σημαντικά αίτια που προβάλλονται από τον Εισαγγελέα ή κάποιον από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο λόγος που προβάλλει η κατηγορουμένη ...... είναι τέτοιος ώστε να την εμποδίζει να εμφανισθεί στο δικαστήριο αυτό κατά τη σημερινή δικάσιμο και συνακόλουθα, να αποτελεί σημαντικό αίτιο που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης. Γι' αυτό πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως προκύπτει από την 4869/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που βρίσκεται στη δικογραφία, αναβλήθηκε και πάλι η συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 16-5-2003 σύμφωνα με το άρθρο 349 ΚΠΔ ύστερα από αίτηση της κατηγορουμένης». Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη διότι δεν μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε για να καταλήξει στη σχετική απορριπτική κρίση, ούτε αναφέρονται σ' αυτή τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή καθώς και τις αποδείξεις που τις στηρίζουν. Δεν εξηγεί επίσης τι κατέθεσε η μάρτυρας της κατηγορουμένης ή τι περιλαμβάνει το έγγραφο του Νοσοκομείου Ζακύνθου και πως παρά ταύτα αιτιολογείται η κρίση του ότι ο λόγος αναβολής δεν συνιστά σημαντικό αίτιο για αδυναμία εμφανίσεως της κατηγορουμένης στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ο αιτών την αναβολή έλαβε και πρότερον αναβολή για την ίδια υπόθεση με βάση την ίδια διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ δεν συνιστά την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του νέου αιτήματος αναβολής. Εφόσον μετά ταύτα το παραπάνω δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να απορρίψει αιτιολογημένα το πιο πάνω αίτημα της αναιρεσείουσας για αναβολή της δίκης, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, υπερέβη σχετικώς την εξουσία του. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για τον αναφερόμενο ως άνω λόγο και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει τώρα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 στοιχ., β και 511, όπως αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 509 ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση της κατηγορουμένης κατά της 92584/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάσθηκε αυτή για απάτη σε φυλάκιση δέκα (10) μηνών, πράξη η οποία, όπως από την εκκαλούμενη απόφαση προκύπτει, τελέσθηκε στην Αθήνα στις 14-5-1997. Το αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος που είναι πλημμέλημα, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αφού από την τέλεσή της (14-5-1997) μέχρι τη διάσκεψη και δημοσίευση της παρούσης έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση περιέχει τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' σαφείς και ορισμένους λόγους αναιρέσεως ήτοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβασης εξουσίας που γίνονται δεκτοί, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, μη συντρέχοντος λόγους παραπομπής της υποθέσεως στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί την 6678/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της ……..για απάτη, πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαϊου 1997.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 10 Μαϊου 2005. Και,
Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 16 Ιουνίου 2005.

<< Επιστροφή