Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση από κοινού και κατά μόνας, ποσού άνω των 73.000 Ευρώ. Ηθική αυτουργία σε απάτη. Καθολική αναφορά σε εισαγγελική πρόταση. Ελλιπής χρονολογία εισαγγελικής πρότασης. 1) Έλλειψη αιτιολογίας 2) Εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης, 3) Απόλυτη ακυρότητα. Δεκτή αναίρεση κατά βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 924/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) X1 και 2) X2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2946/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Φεβρουαρίου 2007 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 394/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 337/19.09.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 5-2-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) X2 και β) X1, κατά του υπ'αριθμ. 2946/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος έπαυσε οριστικώς η κατά του εκ των αναιρεσειόντων X2 ποινική δίωξη δι'απιστία και δολία χρεωκοπία και επεκυρώθη το εκκληθέν από αυτούς υπ'αριθμ. 1990/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά το μέρος που παραπέμπτονται δι'αυτού οι αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δια να δικασθούν δι'υπεξαίρεση από κοινού πραγμάτων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 73.000 ευρώ, και δι'ηθική αυτουργία εις απάτη, ο δε εξ αυτών X2 και μόνος δι'υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλουν δε αυτοί, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την απόλυτο ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρ. 386 § 1 Π.Κ. (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α', β', δ' Κ.Π.Δ.).
Επειδή, η εκ του άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρ. 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου (βλ. ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 360/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/220, 888, αντιστοιχ.). Εξ'άλλου, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν'/41). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δι'αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση, δέχεται ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ'είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν, ως προς τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, υπεξαιρέσεως και ηθικής αυτουργίας εις απάτη, τα διαλαμβανόμενα στην εισαγγελική πρόταση πραγματικά περιστατικά, ως εξής: Με την υπ'αριθμ. 1584/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε πτώχευση η ανώνυμη εταιρία "ΤΙΜΟΛΕΩΝ Ε. ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ- ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΙΚΩΝ- ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ Α.Β.Ε.Ε.", υπό τον διακριτικό τίτλο "CHEMITRON S.Α.", εδρεύουσα στην Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής, κατόπιν της από 31-7-2001 δηλώσεως αναστολής των πληρωμών της, υπογραφομένης από τους εκ των κατηγορουμένων X2, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της άνω Α.Ε. και τα μέλη του Δ.Σ. αυτής Γ1, Γ2 και Γ3. Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε την 22-11-01 και όρισε χρόνο παύσεως των πληρωμών της ανωτέρω εταιρίας την 31-7-2001. Με την υπ' αριθμ. 932/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διορίσθηκε προσωρινή σύνδικος και με την υπ'αριθμ. 1633/2002 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου διορίσθηκε οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως της άνω εταιρείας η δικηγόρος Αθηνών Τρισεύγενη Θεοδωροπούλου η οποία επιμελήθηκε της πτωχευτικής διαδικασίας και με την υπ'αριθμ. 1707/2002 απόφαση του Εισηγητή της πτωχεύσεως ανατέθηκε στον ορκωτό ελεγκτή λογιστή Β1 η διενέργεια τακτικού ελέγχου για τις διαχειριστικές χρήσεις 1999, 2000 και 2001 της άνω πτωχής εταιρίας. Ο τελευταίος, αφού παρέλαβε τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας και διενήργησε τον έλεγχο κατέληξε στα συμπεράσματα που περιέχονται στην υπ'αρ. πρωτ: ..... έκθεσή του, διαβιβασθείσα προς την ως άνω σύνδικο. Εν συνεχεία, η εισαγγελική πρόταση παραθέτει τα εν λόγω συμπεράσματα του ανωτέρω ελεγκτού και ακολούθως παραθέτει μέρος των αναφερομένων από την ανωτέρω οριστική σύνδικο στο από 24-11-2003 υπόμνημά της προς τον Εισηγητή της πτωχεύσεως, χωρίς, όμως, να διευκρινίζει (η εισαγγελική πρόταση) ποιά εκ των περιεχομένων στο υπόμνημα, ως και στα συμπεράσματα του ανωτέρω ελεγκτού, πραγματικά περιστατικά δέχεται ότι πραγματώνουν τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Περαιτέρω, στην εισαγγελική πρόταση εκτίθεται ότι "Σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχεύσασας Α.Ε. προέκυψαν τα ακόλουθα, ειδικότερα από το ίδιο ως άνω υπόμνημα της παραπάνω οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως προς τον Εισηγητή της πτωχεύσεως αυτής:" και παρατίθεται το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος. Μετά δε την παράθεση αυτή, η εισαγγελική πρόταση δέχεται, ότι "τα σαφή αυτά περιστατικά του υπομνήματος της οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως της ανωτέρω ΑΕ επιβεβαιώνονται και από την από 2-4-2004 ένορκη κατάθεσή της καθώς και από την από 2-3-2004 ένορκη κατάθεση του ορκωτού λογιστή Β1 και από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας" και ότι, μετά από αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίζουν επ'ακροατηρίω κατηγορία κατά των εκκαλούντων για τις αποδιδόμενες σ'αυτούς αξιόποινες πράξεις. 'Όμως, υπό τα δεδομένα αυτά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η εισαγγελική πρόταση, στην οποία αυτό αναφέρεται, δεν διευκρινίζει ποιά από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά δέχεται ως συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων και δεν εκθέτει τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Εξ'άλλου, λόγω της ως άνω ασαφείας καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίες παρεβιάσθησαν εκ πλαγίου και, έτσι, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Επομένως, αυτό πρέπει να αναιρεθή, λόγω των ανωτέρω πλημμελειών, εκ του άρθρ. 484 § 1 περ. β', δ' Κ.Π.Δ. Ως προς τις λοιπές αιτιάσεις, η περί απολύτου ακυρότητος (άρθρ. 171 § 1β Κ.Π.Δ.), λόγω ελλείψεως ακριβούς χρονολογίας επί της εισαγγελικής προτάσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού εκ του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν προκύπτει αμφιβολία περί του ότι αυτή (εισαγγελική πρόταση) προηγήθη της κρίσεως του Συμβουλίου. Η δε αιτίαση, περί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 386 § 1 Π.Κ., είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού δεν προσδιορίζει εις τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση του εν λόγω άρθρου, εν σχέσει προς τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (ΑΠ 354/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/887).
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 2946/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 28 Μαΐου 2007Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Επειδή, η εκ του αρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και του αρθρ. 139 του Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αρκεί να εκτίθενται σ'αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του αρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στον νομό έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο 2946/06 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκαν οι εφέσεις των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά του 1990/06 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν για να δικαστούν, για υπεξαίρεση από κοινού πραγμάτων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας το ποσό των 73.000 Ευρώ και για ηθική αυτουργία σε απάτη, ο δε εξ αυτών Χ2, μόνος, για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 73.000 Ευρώ. Το προσβαλλόμενη Βούλευμα, με καθολική αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι, από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιοριζόμενα, προέκυψαν, ως προς τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, τα ακόλουθα περιστατικά: Με την υπ' αρ. 1584/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε σε πτώχευση η ανώνυμη εταιρία "ΤΙΜΟΛΕΩΝ Ε. ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ - ΑΠΟΛΥΜΑΝΤΙΚΩΝ - ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ Α.Β.Ε.Ε.", υπό τον διακριτικό τίτλο "CHEMITRON S.A.", εδρεύουσα στην Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής, κατόπιν της από 31-7-2001 δηλώσεως αναστολής των πληρωμών της, υπογραφομένης από τους εκ των κατηγορουμένων Χ2, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της άνω Α.Ε. και τα μέλη του Δ.Σ. αυτής Γ1, Γ2 και Γ3. Η ως άνω απόφαση δημοσιεύθηκε την 22-11-01 και όρισε χρόνο παύσεως των πληρωμών της ανωτέρω εταιρίας την 31-7-2001. Με την υπ' αριθμ. 932/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διορίσθηκε προσωρινή σύνδικος και, με την υπ'αριθμ. 1633/2002 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, διορίσθηκε οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως της άνω εταιρείας η δικηγόρος Αθηνών Τρισεύγενη Θεοδωροπούλου, η οποία επιμελήθηκε της πτωχευτικής διαδικασίας και με την υπ'αριθμ. 1707/2002 απόφαση του Εισηγητή της πτωχεύσεως, ανατέθηκε στον ορκωτό ελεγκτή λογιστή Β1 η διενέργεια τακτικού ελέγχου για τις διαχειριστικές χρήσεις 1999, 2000 και 2001 της άνω πτωχής εταιρείας. Ο τελευταίος, αφού παρέλαβε τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας και διενήργησε τον έλεγχο, κατέληξε, στα εξής συμπεράσματα που περιέχονται στην υπ' αρ. ...... έκθεσή του, που διαβίβασε προς την ως άνω σύνδικο: "1) Στα λογιστικά (και θεωρημένα από την Δ.Ο.Υ.) βιβλία της εταιρίας δεν διενεργήθηκαν οι λεγόμενες "Εγγραφές κλεισίματος Ισολογισμού" της 31/07/2001 γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν συνετάχθη καν ο αναγκαίος Ισολογισμός της ημερομηνίας παύσεως πληρωμών (και από τον οποίο Ισολογισμό να προκύπτει βεβαίως και η αδυναμία πληρωμών). 2) Το Ισοζύγιο της 31/07/2001 δεν είναι συμφωνημένο (διαφέρει η χρέωση από την πίστωση κατά το ποσό των 175.000.000 περίπου) και κατά συνέπεια ήταν αδύνατο να διενεργηθούν οι παραπάνω αναφερόμενες "Εγγραφές κλεισίματος Ισολογισμού".... 3) Θεωρούμε σημαντικό το γεγονός που περιγράφεται κατωτέρω... Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα 15 έως 18 Ιουνίου 2001, (διενεργήθηκαν είκοσι (20) περίπου λογιστικές εγγραφές με τις οποίες "ενεγράφησαν λογιστικώς" οι εξής οικονομικές πράξεις - συναλλαγές: Συναλλαγή πρώτη: Ο κ. Χ2 φέρεται ότι κατέθεσε στο Ταμείο της εταιρείας το ποσό των δρχ. 206.000.000 περίπου (διακοσίων έξι εκατομμυρίων) κατά το παραπάνω τριήμερο (15-18/6/2001) με συνέπεια να πιστωθεί ισόποσα ο λογαριασμός του και να φαίνεται από τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ότι η τελευταία του οφείλει το παραπάνω ποσό των δρχ. 206.000.000. Συναλλαγή δεύτερη: Στο ίδιο ως άνω τριήμερο η εταιρεία πλήρωσε σε πελάτες της το ποσό δρχ. 45.494.533 (σαράντα πέντε εκατομμυρίων τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα τριών) χωρίς να προκύπτει για ποιο λόγο. Η επιστροφή αυτή αφορά τους: α) ......, δρχ. 13.645.780, β) ......, δρχ. 21.848.753, γ) ........., δρχ. 10.000.000, Σύνολο δρχ. 45.494.533. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν τα παραπάνω ποσά καταβλήθηκαν πράγματι στους πελάτες διότι δεν έχουμε σχετικές αποδείξεις. Τούτο μπορεί να διερευνηθεί αρμοδίως. 4) Με τις οικονομικές συναλλαγές που περιγράφονται στην προηγούμενη παράγραφο, το χρηματικό απόθεμα της εταιρείας (υπόλοιπο του λογιστικού λογαριασμού "Ταμείον") κατά την 31/07/2001 ανέρχεται στο ποσό των δρχ. 156.000.000 περίπου. Το ποσό αυτό δεν προκύπτει από τα βιβλία της εταιρείας ότι είναι κατατεθειμένο σε κάποιον τραπεζικό λογαριασμό και κατά συνέπεια πρέπει να ευρίσκεται στα χέρια του νομίμου διαχειριστή της εταιρείας (δηλ. του Χ2). 5) Δεν μπορέσαμε να διαπιστώσουμε τα εξής σημαντικά: α) Ποιες εμπορικές συμβάσεις είναι σε ισχύ μετά την 31/07/2001 και κυρίως ποιες από αυτές αναφέρονται στα εμπορικά σήματα που χρησιμοποιούσε η εταιρεία, ποιοι τα διαχειρίζονται, αν νομίμως τα διαχειρίζονται, τι οφέλη αποκομίζουν από αυτά και αν ωφελείται ή ζημιώνεται η εταιρεία, β) Δεν γνωρίζουμε εάν καταχωρήθηκαν στα βιβλία της εταιρείας όλες οι οικονομικές συναλλαγές αυτής, που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την 31/07/2001...". Όπως αναφέρει η ως άνω οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως της εν λόγω Α.Ε. στο από 24/11/2003 10σέλιδο υπόμνημά της προς τον Εισηγητή της Πτώχευσης: "Βασικό εμπόδιο στον έλεγχο (της πτωχεύσασας Α.Ε.) ήταν η άρνηση και αδιαφορία του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου της κ, Χ2 να συνεργασθεί και να δώσει πληροφορίες. Συγκεκριμένα, με τις από 6/11/2002 και 21/3/2003 εξώδικες δηλώσεις - κλήσεις μου προς τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της πτωχής κ. Χ2, ζήτησα να μου παραδώσει τον ισολογισμό της 31/7/2001 νόμιμα υπογεγραμμένο διότι η πτωχή δεν είχε καταθέσει τέτοιο Ισολογισμό στον Γραμματέα των Πτωχεύσεων καθώς και βιβλία και στοιχεία της εταιρείας απαραίτητα για την διενέργεια του ελέγχου από τον ορκωτό λογιστή, όπως μου γνωστοποίησε ο εν λόγω ορκωτός λογιστής, με το υπ' αριθ. πρωτ. ..... έγγραφό του, πλην, όμως, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ουδέποτε μου τα παρέδωσε (Σχετ. 6α - Εξώδικη γνωστοποίηση - δήλωση του Χ2)... Με την από 13/11/2003 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή μου προς τον κ. Χ2, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της άνω εταιρείας, ζήτησα να μου παραδώσει το χρηματικό απόθεμα της εταιρείας (υπόλοιπο του λογιστικού λογαριασμού "Ταμείον"), το οποίο κατά την 31/7/2001 ανερχόταν στο ποσό των δρχ. 156.000.000 περίπου, χωρίς όμως αποτέλεσμα". Περαιτέρω η ως άνω οριστική σύνδικος της πτωχεύσεως, στο παραπάνω υπόμνημά της προς τον Εισηγητή της Πτώχευσης της άνω Α.Ε., αναφέρει: "Β. ΑΠΟΓΡΑΦΗ: Από την απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας, που ξεκίνησε την 3/3/2003 και ολοκληρώθηκε την 4/4/2003 στο πτωχευτικό κατάστημα της εταιρείας στην Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής, οδός Σοφούλη, αριθ. 62, κατά την οποία δεν παρέστη ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής Χ2, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα: 1) Το πτωχευτικό κατάστημα, το οποίο σφραγίσθηκε με την υπ' αριθ. 33/2001 έκθεση σφραγίσεως της Ειρηνοδίκου Ν. Ιωνίας, είναι ένα δωμάτιο, που βρίσκεται μέσα στο χώρο των γραφείων της εταιρείας "ΚΑΓΚΛΗΣ ΧΗΜΙΚΑ Α.Ε.". 2) α) Μέσα στο άνω πτωχευτικό κατάστημα δεν βρέθηκαν κινητά περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Κατά την απογραφή βρέθηκαν μόνο προϊόντα της εταιρείας, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην έκθεση απογραφής, εκτιμηθείσας αξίας 1.509,95 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά είναι κατάλληλα για χρήση, καθώς και βιβλία και στοιχεία λογιστηρίου της εταιρείας, όπως περιγράφονται αναλυτικά στην έκθεση απογραφής. β) Στα έγγραφα της εταιρείας βρέθηκε η από .... δανειστική σύμβαση μεταξύ της εταιρείας "ΤΙΜΟΛΕΩΝ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΟΣ Α.Β.Ε.Ε." εκπροσωπούμενη από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής Χ2 και του Χ1, Αντιπροέδρου αυτής, σύμφωνα με την οποία ο Χ1 χορήγησε δάνειο ύψους 20.000.000 δρχ. προς την εταιρεία, η οποία του παραχώρησε δικαίωμα ενεχύρου στα κινητά πράγματα κυριότητας της, τα οποία αναλυτικά καταγράφονται σε ξεχωριστό κείμενο με τίτλο "Πρωτόκολλο Α - ΛΙΣΤΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ CHEMITRON S.A." που επισυνάπτεται στο άνω συμφωνητικό και ήταν εξοπλισμός χημείου, ηλεκτρονικός εξοπλισμός γραφείων, φωτοαντιγραφικό, τηλεφωνικός εξοπλισμός εταιρείας, έπιπλα, εξοπλισμός παραγωγής (αντλίες, αναδευτήρες, κομπρεσέρ, παλετοφόρος, δεξαμενές, καλούπι φιάλης) και επιβατηγό αυτοκίνητο. Διευκρινίζεται ότι στο άνω ιδιωτικό συμφωνητικό βεβαιώνεται το γνήσιο των υπογραφών των άνω συμβαλλομένων Χ2 και Χ1 από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο του Αστυνομικού Τμήματος Κορίνθου, ενώπιον του οποίου υπέγραψαν. Όλα τα κινητά περιουσιακά στοιχεία της πτωχής, όπως αναλυτικά καταγράφονται σε κείμενο με τίτλο "Πρωτόκολλο Α - ΛΙΣΤΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ CHEMITRON S.A.", παρέλαβε ο ενεχυρούχος δανειστής Χ1 την 26/9/2000 από τον εκπρόσωπο της εταιρείας "CHEMITRON S.A.", Χ2, όπως προκύπτει από το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό... Με την από 13/11/2003 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή μου προς τον Χ1, Αντιπρόεδρο της άνω εταιρείας ζήτησα να με ενημερώσει για την τύχη των άνω κινητών πραγμάτων της εταιρείας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 3) Από τον έλεγχο των βιβλίων της άνω εταιρείας και σύμφωνα με το υπ' αριθ. πρωτ. ...... έγγραφο του ορκωτού ελεγκτή λογιστή Β1 διαπιστώθηκαν επίσης τα εξής: "Όπως προκύπτει στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, και ειδικότερα στο λογιστικό λογαριασμό "Έπιπλα και Σκεύη και Λοιπός Εξοπλισμός" καταχωρήθηκαν σχετικές αγορές που έλαβαν χώρα, από 5/1/2001 έως 4/5/2001, συνολικού ύψους δρχ. 17.652.677. Σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο "Βιβλίο Ημερολογίου" αιτιολογία οι αγορές αυτές αφορούν σε επιστημονικά όργανα και "Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές". Τίποτε από τα παραπάνω δεν βρέθηκε κατά την απογραφή. Με την από 13/11/2003 εξώδικη δήλωση - πρόσκλησή μου προς τον Χ2, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της άνω εταιρείας, ζήτησα να μου παραδώσει τα ανωτέρω περιγραφόμενα κινητά πράγματα της εταιρείας, τα οποία εμφανίζονται στο λογιστικό βιβλίο που ονομάζεται "ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ" ως αγορές στη χρήση 2001 και τα οποία δεν βρέθηκαν κατά την απογραφή στο πτωχευτικό κατάστημα, χωρίς όμως αποτέλεσμα". Ο εξοπλισμός αυτός, της Α.Ε. όπως προέκυψε, φέρεται ότι αγοράστηκε το 2001, ως εξής: "1) 5-1-2001,......., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 20.000, 2) 11-1-2001, ....., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 1.350.000, 3) 22-1-2001, ....., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 1.530.000, 4) 26-1-2001, HELLAMCO Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 1.113.583, 5) 1-2-2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 270.994, 6) 5-2-2001, HELLAMCO Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 11.634.041, 7) 9-2-2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 330.000, 8) 14-1- 2001, ....., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 589.500, 9) 16- 2-2001, ......, Επιστημονικά όργανα, δρχ. 216.670, 10) 20-2-2001, ......., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 49.153, 11) 1-3-2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 142.830, 12) 2-3-2001, ......., Επιστημονικά όργανα (Έκπτωση), δρχ. - 20.000, 13) 7-3-2001, ......., Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, δρχ. 271.000, 14) 27-3- 2001, METROLAB Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 63.810, 15) 11-4-2001, METROLAB A.E., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 6.100 και 16) 4-5-2001, HELLAMCO Α.Ε., Επιστημονικά όργανα, δρχ. 85.000 ΣΥΝΟΛΟ: ΔΡΧ. 17.652.677". Σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχεύσασας Α.Ε. προέκυψαν τα ακόλουθα, ειδικότερα από το ίδιο ως άνω υπόμνημα της παραπάνω οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως προς τον Εισηγητή της πτώχευσης αυτής: "Την 21/10/2002 από τον έλεγχο που διενέργησα στο Υπουργείο Ανάπτυξης διαπίστωσα τα εξής: 1. Ότι η εν λόγω εταιρεία ήταν δικαιούχος των κάτωθι ημεδαπών σημάτων: 1) TEV A WASH (
Αριθμός σήματος ....), 2) TEV A SOAP (
Αριθμός σήματος .....), 3) TEV A YARN (
Αριθμός σήματος .....), 4) TEV A SERT (
Αριθμός σήματος .....) και 5) TEV A POL (
Αριθμός σήματος .....), τα οποία καταχωρήθηκαν στα βιβλία σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης στο όνομα της εν λόγω πτωχεύσασας εταιρείας την 26/6/2000 και με αριθ. πρωτ. ..., ..., ...., .... και ....... 2. Την 22/4/2002, ήτοι μετά την κήρυξη της πτώχευσης της άνω εταιρείας, καταχωρήθηκαν στα βιβλία των σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης, οι μεταβιβάσεις των άνω σημάτων TEV A WASH (.....), TEV A SOAP (.....), TEV A YARN (....), TEV A SERT (....) και TEV A POL (....), από την πτωχευθείσα εταιρεία CHEMITRON S.A. εκπροσωπούμενη από τον Χ1, προς την εταιρεία με την επωνυμία ".... LIMITED", (που εδρεύει στην ..... Κύπρου). Στις αιτήσεις που υποβλήθηκαν προς το Υπουργείο Ανάπτυξης (με αριθ. πρωτ. ..., ...., ...., ..... και ......) για τις εν λόγω μεταβιβάσεις, ο εκπρόσωπος τις μεταβιβάσας εταιρείας CHEMITRON S.A., Χ1, απέκρυψε το πραγματικό γεγονός, ότι, κατά τον άνω χρόνο, αυτή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση. Διευκρινίζεται ότι στις άνω αιτήσεις επισυνάπτεται ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης σημάτων από την πτωχευθείσα εταιρεία CHEMITRON S.A. εκπροσωπούμενη από τον Χ1, προς την εταιρεία με την επωνυμία ...... LIMITED, (που εδρεύει στην ..... Κύπρου), το οποίο φέρει ημερομηνία "5/9/2000", στο οποίο παρατηρούνται τα εξής: α) Στο άνω συμφωνητικό βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής, από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο του Τμήματος Ασφαλείας Κορίνθου, του εκπροσώπου της δικαιοπαρόχου εταιρίας (πτωχευθείσας) Χ1, Αντιπροέδρου αυτής, με ημερομηνία 26/3/2002, ήτοι σε χρόνο που η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία είχε ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση, ο ίδιος δε είχε παραιτηθεί από τη θέση του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. αυτής από 6/2/2001...
Υπάρχει επίσης βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του εκπροσώπου της δικαιοδόχου εταιρείας (..... LIMITED) από τις αρμόδιες Αρχές της Κύπρου την 14/3/2002 και 19/3/2002. β) Με το ίδιο ως άνω συμφωνητικό, η δικαιοπάροχος (ήδη πτωχευθείσα) CHEMITRON S.A. εκπροσωπούμενη από ΤΟΥ Χ1 και η δικαιούχος (..... LIMITED) διόρισαν αντίκλητο και πληρεξούσιο δικηγόρο στον οποίο παρείχαν την εντολή να υποβάλει στο Υπουργείο Ανάπτυξης το άνω συμφωνητικό και τα λοιπά απαιτούμενα έγγραφα για την καταχώρηση της μεταβίβασης και να παρίσταται στη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων τον κ. Νικόλαο Μπάρτζη, Δικηγόρο, Ο οποίος και προέβη στις άνω ενέργειες την 27/3/2002, ήτοι μετά την κήρυξη της πτώχευσης της άνω εταιρείας. Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ήταν απαραίτητη για την καταχώρηση των μεταβιβάσεων των σημάτων στο Υπουργείο Ανάπτυξης και την παροχή της άνω εξουσιοδότησης.
Συνεπώς την 26/3/2002 ο Χ1 εμφανίσθηκε ότι ενεργούσε ως έχων εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, ενώ, όπως προανέφερα, είχε ήδη παραιτηθεί από τη θέση του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. αυτής από 6/2/2001 και η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία είχε ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση από 31/7/2001. Τούτα αποσιωπήθηκαν, τόσο ενώπιον του Τμήματος Ασφάλειας Κορίνθου, όσο και ενώπιον του Υπουργείου Ανάπτυξης. γ) Στο άνω ιδιωτικό συμφωνητικό υπάρχει βεβαίωση ακριβούς φωτοαντιγράφου από τον Νικόλαο Μπάρτζη, δικηγόρο, ενεργούντος για λογαριασμό και των δυο εταιρειών, με ημερομηνία 26/3/2002, το οποίο προσκομίζει ο ίδιος στο Υπουργείο Ανάπτυξης, υποβάλλοντας και τις σχετικές αιτήσεις για τις μεταβιβάσεις των σημάτων, αποκρύπτοντας όλα τα ανωτέρω, ενώ δεν αμφισβητείται η γνώση του. Όλα τα ανωτέρω χρησιμοποιήθηκαν και είχαν έννομες συνέπειες για την μεταβίβαση των σημάτων από την πτωχευθείσα εταιρεία CHEMITRON S.A.προς την εταιρεία ...... LIMITED. δ) Ότι ως πληρεξούσιος δικηγόρος της πτωχευθείσας εταιρείας CHEMITRON S.A., ο Νικόλαος Μπάρτζης, Δικηγόρος Αθηνών, (Χαρ. Τρικούπη, αριθ. 13), συνέταξε και υπέγραψε την από 31/7/2001 δήλωση αναστολής πληρωμών αυτής, την κατέθεσε και υπέγραψε την σχετική έκθεση καταθέσεως, παραστάθηκε και εκπροσώπησε την εταιρεία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτησή της. Διορίσθηκε προσωρινός σύνδικος αυτής, με την υπ' αριθ. 1584/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κήρυξε την πτώχευση της άνω εταιρείας και του γνωστοποιήθηκε ο διορισμός την 29/11/2001, όπως προκύπτει από το ..... αποδεικτικό επιδόσεως της Δικαστικής επιμελήτριας των Δικαστηρίων ........ Αποποιήθηκε τον διορισμό του και εξεδόθη η υπ' αριθ. 490/15-4-2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί αντικαταστάσεώς του. Τα σαφή αυτά περιστατικά του υπομνήματος της οριστικής συνδίκου της πτωχεύσεως της ανωτέρω Α.Ε. επιβεβαιώνονται και από την από 2-4-2004 ένορκη κατάθεσή της, καθώς και από την από 2-3-2004 ένορκη κατάθεση του ορκωτού λογιστή Β1 και από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας", κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι, μετά από αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν επ' ακροατηρίω κατηγορία σε βάρος των εκκαλούντων, για τις αποδιδόμενες σ'αυτούς, ως άνω, αξιόποινες πράξεις και ότι ορθά πραπέμφθηκαν με το πρωτόδικο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο Βούλευμα την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, η εισαγγελική πρόταση, στην οποία, επιτρεπτώς μεν, αναφέρεται εξολοκλήρου το Συμβούλιο, δεν διευκρινίζει, ποια από τα αναφερόμενα, ως προκύψαντα, πραγματικά περιστατικά, συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες, ούτε, άλλωστε, και εκθέτει τους συλλογισμούς, με τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά, στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Το μόνο το οποίο διαλαμβάνει η Εισαγγελική πρόταση είναι, αφενός μεν τα συμπεράσματα του ορκωτού λογιστή Β1, ο οποίος διορίστηκε με την υπ' αρ. 1702/2002 απόφαση του Εισηγητή της πτωχεύσεως, προκειμένου να διενεργήσει διαχειριστικό έλεγχο της πτωχής εταιρείας "CHEMITRON S.A." και τα οποία (συμπεράσματα), περιέχονται στην υπ' αρ. ...... έκθεσή του, καθώς και στην από 2.3.2004 ένορκη κατάθεσή του, αφ' ετέρου δε τα συμπεράσματα της οριστικής συνδίκου Τρισεύγενης Θεοδωροπούλου, τα οποία περιέχονται, τόσο στο από 24.11.2003 υπόμνημά της, όσο και στην από 2.4.2004 ένορκη κατάθεσή της, χωρίς, όμως, σ'αυτή (εισαγγελική πρόταση), να διευκρινίζεται, ποια εκ των πραγματικών περιστατικών, που περιέχονται στα συμπεράσματα των αναφερομένων (ορκωτού λογιστή και οριστικής συνδίκου), συγκροτούν, αντικειμενικά και υποκειμενικά, τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος των δύο συνεκδικαζομένων αναιρέσεων, με τον οποίο προβάλλονται ταυτόσημες αιτιάσεις, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τα άρθρα 485 και 519 του Κ.Π.Δ.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αρ. 2946/2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές, άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008 . Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ