Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 736 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Εμπρησμός, Ακροάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Εμπρησμός από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα. Στοιχεία εγκλήματος. Λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Αίτημα επιδείξεως πειστηρίου και πραγματογνωμοσύνης. Πρέπει να είναι σαφές και ορισμένο. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης, διότι το Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στο αίτημα (επίδειξης πειστηρίου). Έγγραφα. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των εγγράφων αυτών, που δεν αναγνώστηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα. Η ακυρότητα, όμως, αυτή αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο του εγγράφου προκύπτει από άλλο αποδεικτικό μέσο ή αν αυτό το έγγραφο προκύπτει από άλλο αποδεικτικό μέσο ή αν αυτό το έγγραφο διαλαμβάνεται απλώς διηγηματικά στην απόφαση. Λόγοι που αφορούν εκτίμηση αποδείξεων. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 736/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Θωμά, περί αναιρέσεως της 5953/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2019/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Β' ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης της απόφασης είναι και η έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ.2 ίδιου Κώδικα, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' Κ.Π.Δ., στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριo αρνήθηκε ή παρέλειψε να απαντήσει στο σχετικό αίτημα. Τέτοιο δικαίωμα αποτελεί και εκείνο του κατηγορουμένου, όταν σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 Κ.Π.Δ. υποβάλλει αίτημα επιδείξεως σ` αυτόν πειστηρίου, που χρειάζεται να αναγνωρίσει. Αν δεν απαντήσει το δικαστήριο επί του πιο πάνω αιτήματος του κατηγορουμένου, υφίσταται έλλειψη ακροάσεως αυτού κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου κώδικα λόγος αναιρέσεως. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το Δικαστήριο απορρίψει αναιτιολόγητα το αίτημα αυτό, ιδρύεται από το αυτό άρθρο περ. Α λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρο 171 παρ.1δ του ΚΠΔ, με την προϋπόθεση ότι - και στις δύο περιπτώσεις - το αίτημα έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 178, 180 παρ. 1, 183 και 139 του ΚΠΔ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο όμως, όταν απορρίπτει σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου οφείλει να αιτιολογήσει ειδικώς την απόφασή του, διαφορετικά, όταν δηλαδή απορρίπτει το εν λόγω αίτημα, χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. Δ' ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, από το Άρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας ή μη των λόγων αναίρεσης, προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη 5953/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάστηκε για το αδίκημα του εμπρησμού από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, Κατά την διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο, "ζήτησε να προσκομισθεί στο Δικαστήριο το κράνος του κατηγορουμένου", στη συνέχεια δε, αφού ανάπτυξε προφορικά κατέθεσε και γραπτά αίτημα, με το οποίο, ισχυρίστηκε ότι "ένας από τους κυρίαρχους λόγους που οδήγησαν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στη δικανική πεποίθηση περί ενοχής του κατηγορουμένου, ήταν ότι το κράνος (δίκυκλης μοτοσικλέτας), που βρέθηκε πλησίον του ισογείου καταστήματος πρατηρίου άρτου (κειμένου επί της οδού ...), "αποδείχθηκε" πως ανήκε στον κατηγορούμενο Χ1" και ότι το αντικείμενο αυτό και κατά την διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου "απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα και αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορούμενου", ενόψει δε αυτών πρόβαλε το εξής, κατά λέξη, αίτημα: "να διαταχθεί η διενέργεια εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, με τη μέθοδο ανάλυσης D.N.A., η οποία θα απoφανθεί με αιτιολογημένη έκθεση για την ύπαρξη ή μη αξιοποιήσιμου βιολογικού υλικού και τον προσδιορισμό γενετικού υλικού στο κράνος (που αποτελεί και πειστήριο της παρούσας υποθέσεως) και την σύγκριση αυτού με το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου Χ1". Επακολούθησε η απολογία του κατηγορουμένου, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, αυτός αρνήθηκε ότι το επίμαχο κράνος ήταν δικό του. Ακολούθως το Δικαστήριο, με την περί ενοχής απόφασή του, απέρριψε το πιο πάνω αίτημα του κατηγορουμένου με την εξής αιτιολογία: "...Το αίτημα του κατηγορουμένου να διαταχθεί εργαστηριακή πραγματογνωμοσύνη για να διερευνηθεί με τη μέθοδο ανάλυσης D.Ν.Α. η ύπαρξη ή μη βιολογικού υλικού αυτού σε κατασχεθέν κράνος, το οποίο βρέθηκε έξω από το επίδικο κατάστημα μετά τον εμπρησμό και το οποίο κατά τη μηνύτρια ανήκει στον κατηγορούμενο, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, καθόσον ο εντοπισμός του κατόχου του εν λόγω κράνους δεν εκτιμάται σαν αποφασιστικό στοιχείο για την κρισιολόγηση της ενοχής η μη του κατηγορουμένου, τα δε προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία θεμελιώνουν πλήρως την ενοχή του τελευταίου για την εκδικαζόμενη αξιόποινη πράξη...". Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου πρόβαλε σαφές και ορισμένο αίτημα μόνο για την διενέργεια εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, όχι όμως και αίτημα για την επίδειξη πειστηρίου. Το προφορικώς υποβληθέν αίτημα "να προσκομισθεί στο Δικαστήριο το κράνος του κατηγορουμένου", αυτοτελώς κρινόμενο, είναι αόριστο, αφού δεν καθορίζονται τα συγκεκριμένα προσδιοριστικά στοιχεία του πειστηρίου του οποίου ζητείται η επίδειξη, ούτε και ο λόγος για τον οποίο προβάλλεται το αίτημα αυτό. Ο αναιρεσείων στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αναφέρει ότι "ζήτησε να προσκομιστεί το κράνος μοτοσικλέτας, που φέρεται ότι ανήκει στον κατηγορούμενο, το οποίο βρέθηκε εκτός του καταστήματος που έλαβε χώρα ο εμπρησμός και κατασχέθηκε ως πειστήριο, αυτό δε να επιδειχθεί στο μάρτυρα ..., ο οποίος κατέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την υποβολή του αιτήματος, προκειμένου ο τελευταίος να αναγνωρίσει αν το κράνος αυτό ανήκει στον κατηγορούμενο ή όχι". Ουδέν όμως από τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση προσδιοριστικά στοιχεία του πειστηρίου και του λόγου, για τον οποίο ζητήθηκε η προσκόμιση και επίδειξη αυτού, μνημονεύονται στο αίτημα που υπέβαλε ο κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, πλην του ότι, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για "κράνος του κατηγορουμένου". Το αίτημα αυτό μόνο αν συσχετισθεί με το εγγράφως υποβληθέν αμέσως μετά αίτημα καθίσται ορισμένο και σαφές. Από το περιεχόμενο δε του εγγράφως υποβληθέντος αιτήματος, προκύπτει, ότι δεν ζητήθηκε - αυτοτελώς - η προσκόμιση του κράνους στο ακροατήριο, "προκειμένου ο τελευταίος να αναγνωρίσει αν το κράνος αυτό ανήκει στον κατηγορούμενο ή όχι", όπως αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση (αφού ήδη ο κατηγορούμενος απολογούμενος αρνήθηκε ότι ήταν δικό του), αλλά προκειμένου να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός του ότι αυτό δεν ανήκε σε αυτόν, η διαπίστωση δε αυτή, κατά τον κατηγορούμενο, μπορούσε να επιτευχθεί, με την προτεινόμενη απ' αυτόν διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Επομένως ο προβαλλόμενος πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, της έλλειψης ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, με την αιτίαση, ότι, ενώ είχε υποβάλει ο κατηγορούμενος στο Δικαστήριο, εκτός από το αίτημα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, και αίτημα για την προσκόμιση και επίδειξη πειστηρίου (του κράνους), το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματος αυτού, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν είχε υποβληθεί σαφές και ορισμένο σχετικό αίτημα. Ανεξαρτήτως τούτων, το Δικαστήριο με την πιο πάνω απορριπτική του αιτήματος για την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του, με την παραδοχή ότι "ο εντοπισμός του κατόχου του εν λόγω κράνους δεν εκτιμάται σαν αποφασιστικό στοιχείο για την κρισιολόγηση της ενοχής η μη του κατηγορουμένου", διέλαβε και τους λόγους για τους οποίους ήταν περιττή (αλυσιτελής) η προσκόμιση και η επίδειξη του εν λόγω κράνους στο Δικαστήριο. Για τους ίδιους λόγους είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος και ο δεύτερος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (364 παρ.1, 170 παρ.1 δ ΚΠΔ), με την αιτίαση ότι, δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, λόγω της αρνήσεως του Δικαστηρίου να δεχθεί το αίτημα της προσκομιδής και της επίδειξης πειστηρίου, ήτοι του κράνους μοτοσικλέτας.

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331 παρ. 1, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠΔ, συνάγεται ότι, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, για τον σχηματισμό της ουσιαστικής κρίσης του περί ενοχής του κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και έγγραφο, το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζοντας, τοιουτοτρόπως, την άσκηση του από το άρθρο 358 ΚΠΔ πηγάζοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές επί του αποδεικτικού τούτου μέσου, επέρχεται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητά της επ' ακροατηρίου διαδικασίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Α' ΚΠΔ αναιρετικός λόγος. Η ακυρότητα, όμως, αυτή αποτρέπεται, όταν το μη αναγνωσθέν δημοσίως έγγραφο δεν ελήφθη, ευθέως ή αμέσως, υπόψη προς σχηματισμό της περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου κρίσης του από το δικαστήριο ή αν το περιεχόμενο του τοιούτου εγγράφου προκύπτει από άλλο αποδεικτικό μέσο ή αν αυτό το έγγραφο διαλαμβάνεται απλώς διηγηματικά στην απόφαση.
Εν προκειμένω, με τον τρίτο (με στοιχείο Β2) από το άρθρο 510 παρ. 1Α' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, προβάλλεται, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, γιατί το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως κατά λέξη αναφέρει ο αναιρεσείων, "την από 5/12/2005 προανακριτική απολογία του κατηγορουμένου χωρίς αυτή να συμπεριλαμβάνεται στα έγγραφα που αναγνώστηκαν". Τούτο δε προκύπτει, κατά τον αναιρεσείοντα, διότι στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι "Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι έβαλε αυτός τη φωτιά και εξεταζόμενος κατά την προανάκριση επικαλέστηκε ως άλλοθι ότι τη νύχτα της πυρκαγιάς... Όμως το προβαλλόμενο άλλοθι δεν είναι ούτε ακλόνητο ούτε πειστικό". Ο αναιρετικός, όμως, αυτός λόγος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ' άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ, πρέπει, ως αβάσιμος, ν' απορριφθεί, καθόσον, το μεν η παραπάνω προανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου δεν ελήφθη ευθέως και αμέσως υπόψη, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, προς σχηματισμό της περί ενοχής του αναιρεσείοντος δικανικής πεποίθησης του ανωτέρω Δικαστηρίου και ιστορικώς απλά αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασής του, επιπλέον δε, τα όσα δέχθηκε το Δικαστήριο ότι αναφέρονται στην εν λόγω προανακριτική κατάθεση, επανέλαβε ο κατηγορούμενος, προς υπεράσπισή του και κατά την ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου απολογία του, κατά την οποία, αρνούμενος ότι αυτός έβαλε τη φωτιά, επικαλέστηκε ως άλλοθι, όπως κατά λέξη ανέφερε, ότι, "την ώρα του εμπρησμού είχα πάει στο μπαρ ... με τον Φ1, από τις 12.30 έως και 3.00. Όταν έφυγα από το μπαρ πήγα σπίτι μου περίπου 3,20-3.30π.μ". Επομένως, ανεξαρτήτως του ότι το περιεχόμενο της προανακριτικής κατάθεσης του κατηγορουμένου προκύπτει και από την απολογία του ίδιου ενώπιον του Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να επικαλεστεί, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε υπερασπιστικό αυτού ισχυρισμό που προβλήθηκε σε μη αναγνωσθέν έγγραφο.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 264 του Π.Κ. "Όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α)με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε ο θάνατος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του εμπρησμού από πρόθεση απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιοδήποτε τρόπο η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά οπωσδήποτε σημαντική και όχι συνηθισμένης έντασης με τάση εξάπλωσης και χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεσθεί και β) δυνατότητα να προκύψει κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο εννόμων αγαθών ή σε άνθρωπο. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι απ' αυτή μπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή σε άνθρωπο. Ο δόλος αρκεί να είναι και ενδεχόμενος. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς αλληλοσυ-μπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών που την εξέδωσε, δέχτηκε ανελέγκτως ότι από τα κατ' είδος αναφερόμενα σ' αυτήν αποδεικτικά μέσα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 5-12-2005, ώρα 03.30', ο κατηγορούμενος, Χ1, ενεργώντας με πρόθεση, αφού έσπασε την τζαμαρία του ισογείου καταστήματος πρατηρίου άρτου και γαλακτοκομικών προϊόντων ιδιοκτησίας της μηνύτριας, ... , επί των οδών ...στο ..., εισήλθε σε αυτό και με χρήση γυμνής φλόγας έβαλε φωτιά, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί πυρκαγιά, από την οποία καταστράφηκαν αρτοσκευάσματα και μέρος του εξοπλισμού του καταστήματος (ψυγείο, τέντα κλπ.), ρυπάνθηκαν από καπνούς τα προϊόντα και οι χώροι αυτού και προκλήθηκε κοινός κίνδυνος για τις άλλες ιδιοκτησίες της ίδιας τριώροφης οικοδομής και για παρακείμενα κτίσματα. Οι ένοικοι της οικοδομής αντιλήφθηκαν την πυρκαγιά αμέσως μετά την εκδήλωσή της και ειδοποίησαν την Πυροσβεστική Υπηρεσία, με την επέμβαση της οποίας η πυρκαγιά κατασβέστηκε και αποτράπηκε η πρόκληση μεγαλυτέρων υλικών ζημιών και η επέκταση της σε άλλα ακίνητα. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι έβαλε αυτός τη φωτιά και εξεταζόμενος κατά την προανάκριση επικαλέστηκε ως άλλοθι ότι τη νύχτα της πυρκαγιάς, ώρα 01.00'περίπου, πήγε με τον φίλο του, Φ1, για ποτό στο μπαρ "..." στα..., όπου παρέμεινε μέχρι ώρα 03.00', οπότε έφυγε μαζί με τον φίλο του και έφθασε στο σπίτι του ώρα 03.30', στο οποίο κοιμήθηκε μέχρι ώρα 07.30'. Όμως, το προβαλλόμενο άλλοθι δεν είναι ούτε ακλόνητο, ούτε πειστικό. Πρώτον επειδή μεταξύ του χρόνου αναχώρησης από το μπαρ και του χρόνου εκδήλωσης της πυρκαγιάς παρεμβάλλεται μισή ώρα, δηλαδή χρόνος υπεραρκετός για να διανύσει ο κατηγορούμενος τη σχετική απόσταση με μοτοποδήλατο και να προκαλέσει την πυρκαγιά. Δεύτερον επειδή όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, συσταθμιζόμενα και συναξιολογούμενα βάσει της αρχής της ηθικής απόδειξης κατά τα άρθρα 177 και 178 του ΚΠΔ, κατατείνουν και τεκμηριώνουν ότι αυτός προκάλεσε την πυρκαγιά, για να εκδικηθεί τη μηνύτρια, με την οποία διατηρούσε μακρόχρονη ερωτική σχέση και δεν ανεχόταν τη διακοπή της από μέρους της τελευταίας. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, όπως κατέθεσαν οι γονείς και ο αδελφός της μηνύτριας στο πρωτοβάθμιο και στο παρόν δικαστήριο, συζούσε επί πεντέμισι χρόνια με τη μηνύτρια, η οποία τους τελευταίους 4-5 μήνες πριν τον εμπρησμό αποφάσισε να διακόψει τη μεταξύ τους σχέση, επειδή ο κατηγορούμενος την προσέβαλλε, την χτυπούσε και την απειλούσε. Μετά τη διακοπή της σχέσης τους και συγκεκριμένα στις 30-11-2005 ο κατηγορούμενος χτύπησε άσχημα τη μηνύτρια και αμέσως μετά κατευθύνθηκε στο αρτοποιείο της μηνύτριας, όπου απείλησε τη μητέρα της ότι θα τους κάψει, αν αυτή δεν μεσολαβούσε για την επανασύνδεση του με την κόρη της. Ο κατηγορούμενος μετά το συμβάν της 30-11-2005 κλιμάκωσε την τακτική των απειλών για το κατάστημα και για τη ζωή της μηνύτριας και των οικείων της, προχωρώντας αρχικά στον επίδικο εμπρησμό και ένα περίπου μήνα αργότερα, στις 8-1-2006, στη θανάτωση της μηνύτριας με καραμπίνα ενώπιον του πατέρα της. Από τα προαναφερόμενα σε συνδυασμό και προς το κατατεθειμένο και στους δύο βαθμούς της δίκης γεγονός ότι η μηνύτρια και οι οικείοι της είχαν κακές σχέσεις μόνο με τον κατηγορούμενο, προκύπτει με δικανική βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού από πρόθεση, για την οποία κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης. Το αίτημα του κατηγορουμένου να διαταχθεί εργαστηριακή πραγματογνωμοσύνης για να διερευνηθεί με τη μέθοδο ανάλυσης D.Ν.Α. η ύπαρξη ή μη βιολογικού υλικού αυτού σε κατασχεθέν κράνος, το οποίο βρέθηκε έξω από το επίδικο κατάστημα μετά τον εμπρησμό και το οποίο κατά τη μηνύτρια ανήκει στον κατηγορούμενο, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, καθόσον ο εντοπισμός του κατόχου του εν λόγω κράνους δεν εκτιμάται σαν αποφασιστικό στοιχείο για την κρισιολόγηση της ενοχής η μη του κατηγορουμένου, τα δε προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία θεμελιώνουν πλήρως την ενοχή του τελευταίου για την εκδικαζόμενη αξιόποινη πράξη. Επίσης, ενόψει της προαναφερόμενης, βίαιης και απειλητικής σε εξακολουθητική και κλιμακούμενη βάση, συμπεριφοράς του κατηγορουμένου προς τη μηνύτρια και τους οικείους της, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις να αναγνωριστεί υπέρ αυτού η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, για την αναγνώριση της οποίας δεν αρκεί η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου... .
Συνεπώς, πρέπει το σχετικό αίτημα να απορριφθεί ως αβάσιμο". Κατόπιν των ανωτέρω το εν λόγω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (ήδη αναιρεσείοντα) του εγκλήματος του άρθρου 264α Π.Κ. (εμπρησμός από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ξένα πράγματα), και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών. Με τις παραδοχές του αυτές το Δικαστήριο που δίκασε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, και 264 περίπτ. α' Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε και εκ πλαγίου, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. IV. Ο αναιρεσείων, προκειμένου να στηρίξει τους υπό στοιχεία Γ1, Γ2 και Γ3 λόγους αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, αποδίδει σε αυτήν τις εξής πλημμέλειες : 1) Ότι, ενώ το προβαλλόμενο από τον αναιρεσείοντα και αναφερόμενο στην απόφαση άλλοθι ότι " τη νύχτα της πυρκαγιάς, ώρα 01:00 περίπου, πήγε με το φίλο του,Φ1, για ποτό στο μπαρ "Φ1" στα ..., όπου παρέμεινε μέχρι ώρα 03:00, οπότε έφυγε μαζί με το φίλο του και έφθασε στο σπίτι του ώρα 03:30, στο οποίο κοιμήθηκε μέχρι ώρα 07:30 ", αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα στην αίτηση αποδεικτικά μέσα, "ωστόσο η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται παντελώς αντιφατικά ότι "μεταξύ του χρόνου αναχώρησης από το μπαρ και του χρόνου εκδήλωσης της πυρκαγιάς παρεμβάλλεται μισή ώρα, δηλαδή χρόνος υπεραρκετός για να διανύσει ο κατηγορούμενος της σχετική απόσταση με το μοτοποδήλατο και να προκαλέσει την πυρκαγιά ", χωρίς να αναφέρει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει "ότι τόσο ο κατηγορούμενος όσο και ο μάρτυρας Φ1 λένε ψέματα" και ότι κατ' αυτόν τον τρόπο η προσβαλλομένη απόφαση αποδέχεται "δύο πραγματικά περιστατικά τελείως αντιφατικά μεταξύ τους, ήτοι ουσιαστικά ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε δύο τελείως διαφορετικές περιοχές ταυτοχρόνως, από τα οποία μάλιστα, κατά κύριο λόγο, προκύπτει η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου...". 2) Οτι "ενώ από την αναγνωσθείσα έκθεση απλής αυτοψίας... η ώρα εκδήλωσης της πυρκαγιάς στο πρατήριο άρτου είναι η 03:20π.μ., η προσβαλλομένη απόφαση μεταθέτει ανεπιτρέπτως την ώρα εκδήλωσης αυτής στην ώρα 03:30π.μ., χωρίς να διατυπώσει το οποιοδήποτε πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει ότι η ώρα εκδήλωσης της πυρκαγιάς, ήτοι 03:20 π.μ. ...Ιδιαίτερη αξία έχει η ανωτέρω πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως όταν αυτή συνδυασθεί με την έλλειψη του οποιοδήποτε πραγματικού περιστατικού από το οποίο να προκύπτει ότι η απόσταση μεταξύ του μπαρ "..." που βρίσκεται στα ..., μέχρι το πρατήριο άρτου που βρίσκεται στο ..., μπορεί να διανυθεί στο χρονικό διάστημα των 20' της ώρας και όχι των 30' λεπτών της ώρας που δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση" και 3) Ότι, ενώ δέχεται η απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος αναχώρησε περί ώρα 03:00 π.μ. της 5/12/2005 από το μπαρ "...", το οποίο βρίσκεται στα ..., και το πρατήριο άρτου, στο οποίο εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, βρισκόταν στην περιοχή του ..., και η ώρα έναρξης της πυρκαγιάς ήταν η 03:30 π.μ., ωστόσο δέχεται αναιτιολόγητα ότι η απόσταση αυτή διανύθηκε από τον κατηγορούμενο στο χρονικό διάστημα των 30' λεπτών της ώρας, χωρίς να αναφέρει ποια είναι η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ των δύο σημείων, και χωρίς να αναφέρει ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της μοτοσικλέτας που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος προκειμένου να διανύσει την εν λόγω απόσταση, ώστε να κριθεί αν είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει τέτοια ταχύτητα έτσι ώστε να καλύψει την εν λόγω απόσταση σε 30' λεπτά της ώρας. Όλες οι πιο πάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ουδεμία αντίφαση, που να θεμελιώνει αναιρετικό λόγο, προκαλείται από το ότι οι παραδοχές της απόφασης "αντιφάσκουν" με όσα υποστήριξε ο κατηγορούμενος στην απολογία του ή από όσα προκύπτουν από τα αποδεικτικά μέσα που αυτός αναφέρει. Εξάλλου, για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης δεν απαιτείται το Δικαστήριο να προσδιορίσει γιατί πείστηκε από ένα αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο, ούτε είναι ανάγκη να εκτίθενται τα επιπλέον πιο πάνω στοιχεία που αναφέρει ο αναιρεσείων. Η τυχόν δε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως οι πιο πάνω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγοι με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέοι. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12/12/2008 (με αρ.πρωτ. 10564/15-12-2008) αίτηση, του Χ1, και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., για αναίρεση της 5953/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή