Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Σωματική βλάβη απλή.
Περίληψη:
Απλή σωματική βλάβη, άρθρο 308 ΠΚ. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπάρχει αιτιολογία. Ορθώς απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, χωρίς αιτιολογία, λόγω της αοριστίας του. Υπάρχει αιτιολογία ως προς την μετατροπή της ποινής. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 689/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο, περί αναιρέσεως της 127/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 643/07.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 του Π.Κ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλο κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα υπάρχει όταν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικές σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, αρκεί κατ' αρχή η γενική κατά το είδος τους αναφορά αυτών, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από καθένα από αυτά. Ωστόσο πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους προτείνει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του στο δικαστήριο της ουσίας δηλαδή εκείνους που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν είναι αρκετή μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή ο χαρακτηρισμός με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Η κατά τρόπο αόριστο προβολή των ισχυρισμών αυτών, δεν δημιουργεί υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει και συνεπώς, ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν απόρριψή τους. Εξ' άλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά στη διάταξη αυτή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου και από την όλη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος, στις 13-2-2004, στην ......, ως οδηγός του με αριθμό ..... ΙΧ επιβατηγού αυτοκινήτου, συνάντησε τον ......, τον οποίο, χωρίς να τον γνωρίζει, χτύπησε με τον πίσω προφυλακτήρα του παραπάνω αυτοκινήτου, προκαλώντας του κάκωση αριστερού γόνατος, στη συνέχεια δε, τον χτύπησε με άτομο που επέβαινε στο αυτοκίνητο, προκαλώντας στον παραπάνω, τις αναφερόμενες στο διατακτικό σωματικές βλάβες, που χαρακτηρίζονται ως απλές. Συνακόλουθα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για απλή σωματική βλάβη και του επέβαλε φυλάκιση 6 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο σκεπτικό του, που δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του αναλυτικού, άλλωστε, αιτιολογικού, αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ.1, και 308 παρ.1 του Π.Κ, που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο κατηγορούμενος από πρόθεση προκάλεσε στον παθόντα τις σωματικές κακώσεις που αυτός υπέστη και συγκεκριμένα τόσον αυτές, που προκλήθηκαν στο πρόσωπό του, με τα αλλεπάλληλα χτυπήματα με τα χέρια του και με τα πόδια του, όσο και τη σωματική κάκωση στο γόνατό του, που προκλήθηκε με το οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου του, και η οποία σαφώς δέχεται ότι προκλήθηκε επίσης, όχι από αμελή αλλά από δόλια συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατά την οδήγηση του οχήματός του. Σε σχέση δε με τις λοιπές επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας α) ως προς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συναπόφαση και ο κοινός δόλος του με τον άγνωστο συναυτουργό του β) ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του Π.Κ, και γ) για το ότι προέβη σε μετατροπή της ποινής που του επέβαλε το Δικαστήριο σε χρηματική και όχι σε αναστολή αυτής, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Ως προς την υπό στοιχείο (α) πλημμέλεια, πλήρως αιτιολογείται η παραδοχή, ότι οι προκληθείσες στον παθόντα σωματικές κακώσεις, υπήρξαν αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, η συμμετοχική δράση του οποίου, μόνη, ήταν ικανή να στηρίξει την κρίση του Δικαστηρίου επί της ενοχής, χωρίς να επηρεάζεται από την αντίστοιχη δράση του αγνώστου συναυτουργού, που υπήρξε και συνεπιβάτης στο όχημα που ο ίδιος ο αναιρεσείων οδηγούσε. Επίσης, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της μη συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων, δεν ήταν αναγκαία οποιαδήποτε αιτιολογία, ενόψει της πρόδηλης αοριστίας του σχετικού ισχυρισμού του, σύμφωνα με το οποίον η συνήγορός του, ζήτησε "να του αναγνωρίσει το Δικαστήριο ελαφρυντικό", χωρίς οποιαδήποτε αναφορά, είτε σε συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση και πολύ περισσότερο, είτε σε αντίστοιχη αναφορά των περιστατικών εκείνων, που να θεμελιώνουν ενδεχομένως την ύπαρξή του. Τέλος, ως προς την υπό στοιχείο (γ) πλημμέλεια, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν προέβη σε αναστολή της επιβληθείσας ποινής, αλλά σε μετατροπή της σε χρηματική ποινή, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρη αιτιολογία, ως προς την μη χορήγηση της αναστολής κατά το άρθρο 99 του Π.Κ, κρίση την οποία στήριξε εκτός άλλων στοιχείων (έρευνα της προσωπικότητάς του, τις λοιπές περιστάσεις) και στην ανάγνωση του δελτίου του ποινικού του μητρώου. Επομένως, οι μοναδικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-3-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 127/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Kαι
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ