Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 511 / 2012    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Δασικά αδικήματα.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση, για παράνομη εκχέρσωση ιδιωτικής δασικής έκτασης. Οι λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την ενοχή και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συγγνωστής νομικής πλάνης καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 511/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Ανδρέα Ξένο και Αθανάσιο Γεωργόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Φεβρουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Χ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρήγο, περί αναιρέσεως της 864/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Οκτωβρίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1335/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 71 παρ.3 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως (η παρ. 3) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ.2 Ν. 2145/1993, "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000 δραχμές). Κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ίδιου Ν. 998/1979, "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων, ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεων, οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" και κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχρός υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερος των εν προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που προβλέπεται και τιμωρείται από την πρώτη από αυτές και που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποίησής του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής έκτασης, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ.1, 2 και 3 του άρθρου 3 του πιο πάνω Ν. 998/1979, και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις παραπάνω αναφερόμενες. Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικώς το δάσος από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών επί της επιφανείας του εδάφους. Το δικαστήριο, συνεπώς, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής έκτασης ή της πρόκλησης βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των πιο πάνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής του είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής έκτασης, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της έκτασης που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής.
Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η από τα παραπάνω άρθρα επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από το άρθρο 31 παρ.2 ΠΚ περί συγγνωστής νομικής πλάνης, που αποκλείει τον καταλογισμό της πράξης στο δράστη. Από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 προκύπτει ότι για να μη καταλογιστεί η πράξη στο δράστη, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, απαιτείται να συντρέχει πεπλανημένη πίστη αυτού για το δικαίωμά του να εκτελέσει την πράξη και άγνοια του άδικου χαρακτήρα της, τον οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, οποιαδήποτε και να κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων. Η απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς υπό την αυτονόητη, όμως, προϋπόθεση ότι έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την προδιαληφθείσα διάταξη, είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διάταξης ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό, κατά τέτοιο τρόπο, που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομικής βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 864/2011 απόφασής του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, που δίκασε κατ' έφεση, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στη δασική θέση "Καρακονήσι" του ιδιωτικού δάσους της περιφέρειας Δήμου Σούρπης Μαγνησίας, κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2004, παράβλαψε την κατά προορισμό χρήση δάσους με τον παρακάτω αναφερόμενο τρόπο. Ειδικότερα με σκοπό τη δημιουργία ελαιοπεριβόλου επί ιδιωτικής δασικής εκτάσεως 5,525 στρεμμάτων κειμένης στην ως άνω δασική θέση, παράνομα και χωρίς άδεια της αρμόδιας Δασικής Αρχής, απομάκρυνε δι' αποψιλώσεως τους θάμνους πρίνου και κέδρου που υπήρχαν σ' αυτή και προέβη στην διατήρηση και περιποίηση 45 ατόμων αγριελιάς και επί πλέον φύτεψε και 23 άτομα ήρεμης ελιάς νεαρής ηλικίας παραβλάπτοντας την κατά προορισμό χρήση του δάσους. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Α. Χ., ο οποίος κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος θείος του αγόρασε έκταση που είχε πουρνάρια και θάμνους. Άλλωστε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος απολογούμενος κατέθεσε ότι το κτήμα το αγόρασε για συναισθηματικούς λόγους και αποδείχθηκε ότι κατά την αγορά του δεν έδειξε την δέουσα προσοχή εάν πρόκειται ή όχι για δασικέ έκταση. Πλέον όμως για την πράξη του αυτή πρέπει να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του 84§2α' ΠΚ, όχι όμως και του 84§2β' ΠΚ το οποίο δεν προτάθηκε κατά τρόπο ορισμένο και κρίνεται απορριπτέο (ΑΠ 1172/2003 ΠΧρ ΝΔ 310). Όπως απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του κατηγορουμένου για την κήρυξη της έκτασης εν μέρει ως αναδασωτέας, αφού για την κήρυξη αυτή τηρήθηκαν όλες οι νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας (βλ. κατάθεση Ζ.) και γνωστοποιήθηκε αυτό και στον βοηθό Νομής του κατηγορουμένου Α. Χ., ανιψιό του που επιμελείται το κτήμα (βλ. Μαργαρίτη Ποιν. Δικ. άρθρ. 31 αρ. 10, σελ. 119, έτους 2009). Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το ελαφρυντικό του 84§2α' ΠΚ". Στη συνέχεια το Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο για την παραπάνω πράξη της παράνομης εκχέρσωσης ιδιωτικής δασικής έκτασης, με την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου, και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης έξι μηνών, που ανεστάλη για τρία χρόνια. Με βάση τις πιο πάνω παραδοχές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 εδ.α', 27 παρ.1 ΠΚ, 71 παρ.3 Ν. 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 46 παρ.2 Ν. 2145/1993, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, αναφέρονται, αναλυτικά, τα θεμελιούντα, όπως προαναφέρθηκε, την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του προδιαληφθέντος εγκλήματος περιστατικά. Ενώ, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στερείται αιτιολογίας, διότι, ενώ, κατ' αυτόν, πρόκειται για αναδασωτέα δασική έκταση, δεν αναφέρεται σ' αυτή αν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η σχετική περί αναδάσωσης απόφαση και το συνοδεύον αυτή σχεδιάγραμμα, είναι απορριπτέα, ως επί εσφαλμένης προϋπόθεσης ερειδόμενη, αφού αυτός καταδικάστηκε για το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης και όχι για το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης αναδασωτέας δασικής έκτασης, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του οποίου είναι αναγκαία τα προδιαληφθέντα στοιχεία. Εξάλλου, ως προς τον ισχυρισμό της συγγνωστής νομικής πλάνης, εκ περισσού το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε απορριπτική (γι' αυτόν) διάταξη, αφού δεν είχε υποχρέωση ν' απαντήσει γι' αυτόν, καθόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, επί λέξει "υπέβαλλαν τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συγγνωστής νομικής πλάνης, τον οποίο και ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο", ήτοι πρόβαλαν ισχυρισμό συγγνωστής νομικής πλάνης, χωρίς κανένα πραγματικό περιστατικό θεμελιωτικό τούτου, με συνέπεια ο εν λόγω ισχυρισμός να είναι αόριστος και το Δικαστήριο να μην έχει υποχρέωση ν' απαντήσει επί ενός τέτοιου ισχυρισμού. Επομένως, οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', και κατ' ορθό χαρακτηρισμό από στοιχ. Δ' σε στοιχ. Ε' ΚΠΔ μοναδικοί λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη της από τα προδιαληφθέντα άρθρα του Συντάγματος και του ΚΠΔ επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ.1, 583 παρ.1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 25 Οκτωβρίου 2011, αίτηση του Α. Χ. του Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της 864/2001 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή