Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Πραγματογνωμοσύνη, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Αίτηση Εισαγγελέα για αναίρεση αθωωτικής απόφασης για εμπρησμό από αμέλεια. Πότε υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας αθωωτικής αποφάσεως. Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους. Πρέπει, όμως, να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο η πραγματογνωμοσύνη που διατάσσεται από ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας, γιατί δεν προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκε και η πραγματογνωμοσύνη που είχε διαταχθεί από ανακριτικό υπάλληλο, και παραπομπή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1636/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο- Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Λιακούλη, περί αναιρέσεως της 1883/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, με συγκατηγορούμενους τους 1. Ψ1 και 2.Ψ2.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 343/2010.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, και τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, ασχέτως ποσού, οι οποίες τον βαρύνουν, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει εντός μηνός από τότε που κατέστησαν απαιτητές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ'αυτόν (εργατικές), με σκοπό αποδόσεώς τους στους κατά την παράγρ. 1 Οργανισμούς, και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 3 και 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχουν τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους και να τα καταβάλλει μέχρι το τέλος του επόμενου μηνός από το χρόνο που έχει ορισθεί.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών και την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 αποφάσεως, απαιτείται να προσδιορίζεται η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση από εργοδότη προσωπικού ασφαλισμένου στο ΙΚΑ με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και η συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες βαρύνουν τους εργαζόμενους σ' αυτόν και η μη καταβολή των σχετικών ποσών, εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά, στον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίο είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό (Ολ.ΑΠ 1/1996). Σε σχέση με το χρόνο τελέσεως της πράξεως, η αναφορά του είναι αναγκαία, μόνον όμως όταν αυτός ασκεί επιρροή στο ζήτημα της παραγραφής. Απαιτείται επί πλέον το υποκείμενο των εγκλημάτων αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη και σαν τέτοιος κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ιδίου Α.Ν. 1846/1951, νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο το υπαγόμενο στην ασφάλιση προσωπικό οφείλει να προσφέρει την υπηρεσία του. Επί νομικού προσώπου φερόμενου ως εργοδότη, απαιτείται αναφορά των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση αυτού στην επιχείρηση καθώς και αν πρόκειται για ατομική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορούμενου σ' αυτήν, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών στο ΙΚΑ. Δεν αρκεί δηλαδή ο χαρακτηρισμός του κατηγο-ρούμενου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρικής επιχειρήσεως. Ειδικότερα, όταν εργοδότης είναι ομόρρυθμη εταιρία, υπόχρεη για την καταβολή των άνω εισφορών είναι η εταιρεία και, ανεξάρτητα από το ότι αστικώς είναι υπόχρεα από το νόμο (άρθρο 20 και 22 του Εμπ. Ν.) και όλα τα ομόρρυθμα μέλη αυτής, ως αλληλεγγύως και σε ολόκληρον συνυπεύθυνοι, σε καταβολή των εισφορών μετά της εταιρείας τους, υπεύθυνος ποινικά είναι ο διαχειριστής ή οι συνδιαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρείας που ορίζει το καταστατικό της και, επομένως, όταν στην απόφαση αναφέρονται οι κατηγορούμενοι ως εργοδότες ομόρρυθμης εταιρείας, πρέπει να διευκρινίζεται αν αυτοί είναι ή όχι και διαχειριστές της εταιρείας.
Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, υπάρχει και όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν αναφέρονται, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή του, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει και όταν κατά την έκθεση των περιστατικών που ανάγονται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, παρατηρείται, είτε στην αυτοτελή αιτιολογία της αποφάσεως, είτε μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της, ασάφεια ή αντίφαση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1883/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, ομού με άλλους δύο συγκαταδικασθέντες, ως εργοδότης επιχειρήσεως Ο.Ε, για μη έγκαιρη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως 12 μηνών σε καθένα κατηγορούμενο. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το δικαστήριο ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Ειδικότερα δε αποδείχτηκε ότι: στη ... την 30/10/05 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης οικοδομοτεχνικού έργου με την επωνυμία "Ψ1 Α ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ..., είδος επιχείρησης οικοδ/χνικού έργου Αθλητική εφημερίδα μαχί με τους ανωτέρω συγκατηγορούμενους και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 7/01 έως 11/04 στην επιχείρηση του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΤΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 21987,03 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη μέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία.
Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ... ΠΕΕ, στην οποία αναγράφονται (....) μισθωτοί με ύψος αποδοχών ... ευρώ συνολικά.
Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο (εργοδοτικών) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 16820,84 Ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές.
Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του οικοδομοτεχνικό έργο (εργατικές) ποσού 5166,19 Ευρώ, με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση.
Έχοντας νόμιμη υποχρέωση, βάσει των ημερών απασχόλησης σε οικοδομοτεχνικές εργασίες των απασχολη-θέντων οικοδόμων, δεν κατέβαλε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τον Ειδικό Λογ/σμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα το ποσό των ... ΕΥΡΩ, το οποίο περιλαμβάνεται στην ανωτέρω ΠΕΕ. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ο κατηγορούμενοι για τις επίδικες αξιόποινες πράξεις". Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος και οι ανωτέρω κηρύχθηκαν ένοχοι του ότι: "στη ... την 30/10/05 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης οικοδομοτεχνικού έργου με την επωνυμία "Ψ1 Α ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ 1378 Υποκατάστημα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ..., είδος επιχείρησης οικοδ/χνικού έργου Αθλητική εφημερίδα μαχί με τους ανωτέρω συγκατηγορούμενους και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 7/01 έως 11/04 στην επιχείρησή του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 21987,03 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη μέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ... ΠΕΕ, στην οποία αναγράφονται (....) μισθωτοί με ύψος αποδοχών
... ευρώ συνολικά.
Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο (εργοδοτικών) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 16820,84 Ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές.
Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του οικοδομοτεχνικό έργο (εργατικές) ποσού 5166,19 Ευρώ, με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση, βάσει των ημερών απασχό-λησης σε οικοδομοτεχνικές εργασίες των απασχοληθέντων οικοδόμων, δεν κατέβαλε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τον Ειδικό Λογ/σμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα το ποσό των....ΕΥΡΩ, το οποίο περιλαμβάνεται στην ανωτέρω ΠΕΕ. Επομένως, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ο κατηγορού-μενοι για τις επίδικες αξιόποινες πράξεις".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τις άνω διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπερι-στατωμένη αιτιολογία. Τούτο δε διότι: α) ενώ στο διατακτικό κηρύσσει ενόχους τους τρεις κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων και τον αναιρεσείοντα, ότι ως εργοδότες της επιχείρησης εργοδομικού έργου με την επωνυμία "Ψ1 Α. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ", απασχόλησαν προσωπικό στην άνω επιχείρηση ομόρρυθμης εταιρείας, δεν εκτίθενται στο σκεπτικό αυτής, αλλά ούτε και στο διατακτικό, τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προκύπτει η θέση των κατηγορουμένων και δη του αναιρεσείοντος στην άνω εταιρεία, εάν δηλαδή ήταν ή όχι και διαχειριστής και εκπροσωπούσε την εταιρία αυτή, ώστε να ανακύπτει νομική υποχρέωση αυτού να παρακρατεί τις εισφορές των εργαζομένων και να αποδίδει αυτές, μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές της επιχειρήσεως, στο ΙΚΑ, β) στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε το Δικαστήριο ασαφώς ότι οι ανωτέρω εργαζόμενοι απασχο-λήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο από 7/01 έως11/04, συγχρόνως δε ότι ο χρόνος τελέσεως των αποδιδομένων στον αναιρεσείοντα δύο αξιόποινων πράξεων, είναι η 30-10-2005, χωρίς να διευκρινίζει το λόγο για τον οποίο ο χρόνος αυτός τελέσεως των πράξεων τοποθετείται πολύ μεταγενέστερα από το χρόνο απασχολήσεως των εργαζομένων και το χρόνο απαιτητού των μνημονευομένων ως οφειλομένων εισφορών, αφού, ελλείψει συμφωνίας, οι αποδοχές καταβάλλονται στο τέλος κάθε μήνα (άρθρο 655 ΑΚ). Υπάρχει, επομένως, ασάφεια ως προς το χρόνο τελέσεως των πράξεων τούτων, που είναι κρίσιμος για τυχόν εξάλειψη του αξιοποίνου των ανωτέρω, πρώτων χρονικά τουλάχιστον, πράξεων, λόγω παραγραφής, γ) στο αιτιολογικό, όσο και στο διατακτικό αναφέρει τη μη καταβολή στο ΙΚΑ και εισφορών, για τον ειδικό λογαριασμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, χωρίς να σημειώνει το συγκεκριμένο ποσό εισφορών. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στη πληττόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος. Κατόπιν αυτών, πρέπει, κατά παραδοχή της ένδικης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 469 εδαφ. α του ΚΠοινΔ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνον σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικώς στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους λοιπούς κατηγορουμένους. Κατά δε το εδαφ. γ' του ιδίου άρθρου, για τη συζήτηση του ενδίκου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελουμένων συγκατηγορουμένων, οι οποίοι, όμως, μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετέχουν στη δίκη. Κατά τη σαφή έννοια της άνω διατάξεως γενικές προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 469 ΚΠοινΔ είναι, α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που εδικαιούτο να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες λόγοι από αυτόν να μην αρμόζουν αποκλειστικώς στο πρόσωπό του, και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε να μην δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε να δικαιούνται μεν αλλά να μην το άσκησαν εντός της νομίμου προθεσμίας ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφ' όσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1883/2009 αποφάσεως προκύπτει ότι, κατ' έφεση, καταδικάστηκαν ερήμην, εκτός από τον άνω αναιρεσείοντα και οι συγκατηγορούμενοί του Ψ1 και Ψ2, για τις ίδιες ακριβώς πράξεις που προαναφέρθηκαν, κατά συναυτουργία, ως εργοδότες και οι τρεις της ίδιας επιχειρήσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και όσων προαναφέρθηκαν, αφού ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, που γίνεται δεκτός, δεν αφορά αποκλει-στικά το πρόσωπο του αναιρεσείοντος, συντρέχει περίπτωση επεκτατικού αποτελέσματος και ως προς τους άνω μη ασκή-σαντες αναίρεση συμμετόχους συγκατηγορουμένους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1883/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμε-λειοδικείου Λάρισας. Και
Επεκτείνει το αναιρετικό αποτέλεσμα της ανωτέρω 1883/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και ως προς τους συγκατηγορούμενους του αναιρεσεί-οντος Χ, καταδικασθέντες Ψ1 και Ψ2.
Παραπέμπει την όλη υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Οκτωβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ