Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Ληστεία.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 §§1,2 ΠΚ)- στοιχεία πράξης. Πότε υπάρχει δόλος προμελετημένος και απρομελέτητος. Στοιχεία ληστείας (άρθρο 380§1 ΠΚ) - Βίαια αφαίρεση κινητού πράγματος - δόλος. Ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία να συρρέουν αληθώς όταν η θανάτωση του θύματος περιλαμβάεται στο δόλο του δράστου και έγνη προς τον σκοπόν αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων του θύματος. Πότε υπάρχει από κοινού τέλεση (άρθρο 45 ΠΚ). Πότε υπάρχει αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος (άρθρο 484§1 στοιχ.ε' ΚΠΔ). Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου στο παραπεμπτικό βούλευμα (άρθρο 484§1 στοιχ. β' ΚΠΔ). Άρθρο 309§2 ΚΠΔ - αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει υπάρχει απόλυτη ακυρότης (άρθρο 171§1 στοιχ. δ' ΚΠΔ). Πότε υπάρχει απόλυτη ακυρότης επί πράξεων της προδικασίας (άρθρα 173§2, 174 ΚΠΔ). Δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρα 273§2, 100, 101, 102, 103, 104, 105 ΚΠΔ) - Προκύπτει από την προανακριτική εξέταση του αναιρεσείοντος ότι δεν εστερήθη αυτών. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 284/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη προσωρινά κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 900/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.11.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1545/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 393/3.12.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι) Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32§§1+4, 138§2β, 485§1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 38/2-11-2009 (ενώπιον του Διευθυντή των φυλακών ... αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., οδός ..., ήδη προσωρινά κρατούμενου, κατά του υπ' αρ. 900/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τ' ακόλουθα :
ΙΙ) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ' αρ. 902/2009 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Περιφέρειας Εφετείου Θεσσαλονίκης όπως δικασθεί για α) ανθρωποκτονία από πρόθεση από κοινού (σε ήρεμη ψυχική κατάσταση) β) ληστεία από κοινού, γ) παράνομη οπλοφορία, δ) οπλοχρησία, ε) παράνομη κατοχή πυρομαχικών (αρ. 1, 14, 26§1α, 45, 94§1, 299§1, 380§1, Π.Κ. και αρ. 1§ 1α, 10§1, 13α, 14 Ν. 2168/93).
Μετά από έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος εξεδόθη το υπ' αρ. 900/2009 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Θεσ/νίκης με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του, ως προς τις υπό στοιχεία (ως ανωτέρω) α, β, ε πράξεις ενώ έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τις υπό στοιχ. γ, δ πράξεις παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας για τις οποίες έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής τους. Συγχρόνως διετάχθη η εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, που του επεβλήθη με το 1/2009 ένταλμα προσωρινής κρατήσεως του 1ου Ειδικού Ανακριτή Θεσ/νίκης, μέχρι συμπληρώσεως έτους.
ΙΙΙ) Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως (που αφορά μόνο τις α' και β' πράξεις) είναι νομότυπη αφού ασκήθηκε ενώπιον του Διευθυντή Φυλακών ... όπου κρατείται ο αναιρεσείων (474§ 1 Κ.Π.Δ.), εμπρόθεσμη κατ' αρ. 473§1 Κ.Π.Δ. αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα την 21-10-2009 και η αναίρεση ασκήθηκε την 2-11-2009 ημέρα Δευτέρα. Είναι επίσης παραδεκτή διότι στρέφεται κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση 483§1 Κ.Π.Δ. και περιέχει συγκεκριμένους (σαφείς) λόγους αναιρέσεως (αρ. 474§2, 484§1 Κ.Π.Δ.).
ΙV) Προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως :
Α) Ακυρότητα λόγω αναιτιολόγητης απορρίψεως του αιτήματος περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως.
Β) Απόλυτη ακυρότητα λόγω ακύρων πράξεων της προδικασίας (αρ. 484§1α Κ.Π.Δ.) και δη παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά την προδικασία ήτοι των προβλεπομένων υπό του αρ. 96 Κ.Π.Δ. δικαιωμάτων και επόμενα. Η παραίτησή του από τα δικαιώματα του κατηγορουμένου δεν ήταν αληθής. Εσφαλμένως διαλαμβάνεται ότι κατά την απολογία του ενώπιον του ανακριτή παρουσία συνηγόρου επιβεβαίωσε την προανακριτική του απολογία με μία όλως ανατρεπτική των εις βάρος του κατηγοριών, κατά την άποψή του, αλλ' αντιθέτως ήσσονος ποινικής αξιολόγησης κατά την άποψη του Δικαστικού Συμβουλίου, επεξηγηματική διευκρίνιση (σελ. 11 αιτήσεως αναιρέσεως). Συνεπώς η παραβίαση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων ως κατηγορουμένου, καθιστά άκυρη την έκθεση εξέτασής του, χωρίς να έχει σημασία το περιεχόμενο της κατάθεσής της και κατά πόσο διαφέρει ή συμπίπτει με αυτό της απολογίας ενώπιον του ανακριτή.
Γ) Εσφαλένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής και ποινικής διατάξεως διότι από την πρώτη στιγμή ισχυρίστηκε ότι υπήρξε απλός συνεργός στο αδίκημα της ληστείας, ότι βάση του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού προκύπτει πως ουδέποτε πυροβόλησε τον Ψ, δεν είχε αντιληφθεί τον ανθρωποκτόνο δόλο του δράστη της ανθρωποκτονίας (ονόματι ΑΑ). Αμέσως μετά την σύλληψή του συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές. Εσφαλμένως παραπέμπεται ως υπαίτιος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται μόνο στις προπαρασκευαστικές πράξεις, πράξεις αναφορικά με το αδίκημα της ληστείας, αλλά αδυνατεί να θεμελιώσει τον απαιτούμενο ανθρωποκτόνο δόλο, η ίδια η περιγραφή της ανθρωποκτονίας που το βούλευμα κάμει, αποδεικνύει αναμφισβήτητα την πλήρη έλλειψή του.
V) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 1178/1993, 760/1996, 711/2000 ΠΧ ΜΔ' 167, ΜΖ' 379, ΝΑ' 55 αντίστοιχα). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (απ 760/1996, 1155/2000 ΠΧ ΜΖ'379, ΝΑ' 398 αντίστοιχα Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου σελ. 68 επ.).
Τέλος κατ' αρ. 484 §1α Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως είναι η απόλυτη ακυρότητα κατ' αρ. 171§1 ιδίου κώδικα και σύμφωνα με το δ' εδάφιο της τελευταίας ως άνω διατάξεως τέτοιοι λόγοι είναι αυτοί που αφορούν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (Α. Καρρά Ποιν. Δικ. Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 364). Οι λόγοι αυτοί ακυρότητας αφορούν τόσο την προδικασία όσο και την διαδικασία ενώπιον των συμβουλίων.
Στην περίπτωση που εκ μέρους του κατηγορουμένου υποβληθεί αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου (αρ. 309§2 Κ.Π.Δ.), το συμβούλιο οφείλει να απαντήσει και εάν το απορρίψει πρέπει να αιτιολογήσει την σχετική κρίση του, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος κατ' αρ. 171 §1δ και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 484§1α Κ.Π.Δ. (Α.Π. 2125/2002 Π.Χρ. ΝΓ/134, 3179/98 Π.Χρ. ΜΘ/732).
Η παραδοχή στο αιτιολογικό του βουλεύματος ότι το αίτημα του εκκαλούντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του συμβουλίου απορρίπτεται επειδή η εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου δεν θα παράσχει οιαδήποτε διασάφηση ή κάτι επί πλέον στη υποστήριξη των απόψεών του, δεδομένου ότι αυτός έχει ήδη αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του με την απολογία του, την προσκόμιση εγγράφων και την υποβολή εγγράφων υπομνημάτων συνιστά την ειδική αιτιολογία (αρ. 93§3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., Α.Π 960/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1346, Α.Π. 292/2003 Π.Δ/σύνη 2003/844) αφού είναι σαφές πως το συμβούλιο απορρίπτοντας το αίτημα έλαβε υπόψη του την απολογία του κατηγορουμένου, τα υπομνήματά του, τα έγγραφα που προσεκόμισε από τα οποία καθίσταται σαφές ότι δεν παρίσταται ανάγκη (περαιτέρω) διευκρινίσεων.
Η παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ως προσδιορίζονται από το άρθρο 20§1 του Συντάγματος, τα άρ. 96, 97, 99, 100, 101, 102, 103, 273§2 εδ. α'Κ.Π.Δ. το αρ. 6§3 της ΕΣΔΑ συνιστά λόγους απολύτου ακυρότητας που καθιστούν το βούλευμα αναιρετέο (Α. Καρρά Ποιν. Δικον. Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 403 επομ. όπως Α.Π. 105/98 Π.Χρ. ΜΗ/754).
VΙ) Κατά το άρθρο 299§1 Π.Κ. όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Ενώ κατά την παράγραφο 2 αυτού "αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με την παράλειψη οφειλομένης από τον νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει την γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και την θέληση καταστροφής και ζωής άλλου ανθρώπου.
Γενικά ο δόλος διαγινώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη (πληγέν σημείο, ένταση πλήγματος, απόσταση τυχόν συνοδευτική της πράξεως συμπεριφορά).
Ο δόλος πρέπει να κατευθύνεται προς την αφαίρεση ζωής άλλου, εάν υπάρχει διαζευκτικός δόλος ανθρωποκτονίας ή σωματικής βλάβης υπερισχύει ο δόλος ανθρωποκτονίας. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί και για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως και υπάρχει όταν, παρότι ο δράστης θεώρησε ως ενδεχόμενο το αποτέλεσμα της πράξεως ή παραλείψεώς του τον θάνατο άλλου εν τούτοις δεν απέστη, αποδεχόμενος την πραγμάτωση αυτού. Απαιτείται να διακριβωθεί ότι ο δράστης επιδοκιμάζει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξεώς του (Χωραφά Ποινικό Τόμος Α' έκδοση 9η 1978 σελ. 260-261, Τούση- Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ' υπ' αρ. 299 σελ. 753 επ. Α.Π. 418/99 Π.Χρ. Ν/41 Α.Π. 1633/2008 Π.Χρ. ΝΘ/2009). Τούτο μπορεί να κριθεί ιδίως από την επικινδυνότητα του χρησιμοποιηθέντος μέσου Α.Π. 1206/2000 Π.Χρ. ΝΑ (415).
Ο δόλος στη ανθρωποκτονία έχει δύο διαβαθμίσεις τον προμελετημένο (§1) και τον απρομελέτητο ή βρασμό ψυχικής ορμής (§2). Στην πρώτη περίπτωση, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, ενώ στην δεύτερη απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά την λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της πράξεως, διότι αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής κατά ένα από τα δύο στάδια αυτά δεν εφαρμόζεται η §2 αλλά η §1 (Α.Π. 343/2000 Π.Χρ. Ν/897).
Βρασμός ψυχικής ορμής δηλαδή απρομελέτητος δόλος, υπάρχει, όταν ο δράστης απεφάσισε και εξετέλεσε την πράξη υπό το κράτος ψυχικής υπερδιεγέρσεως που προεκλήθη από την αιφνίδια υπερένταση κάποιου συναισθήματος ή πάθους λ.χ. οργής, φόβου, θλίψεως, έρωτος, ζηλοτυπίας (Α.Π. 1217/99 Π.Χρ. Ν/614) που έφθασε μέχρι του σημείου του βρασμού, ώστε να αποκλείεται η σκέψη και ο δράστης να στερείται της δυνατότητας να σταθμίσει τα αίτια που τον ωθούν στην πράξη ή τον απωθούν από αυτήν (Α.Π. 343/2000 Π.Χρ. Ν/897, Α.Π. 1217/99 Ποιν. Χρ. Ν/614).
Απαιτείται ειδική αιτιολογία του ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση είτε μόνο κατά την απόφαση είτε μόνο κατά την εκτέλεση (Α.Π. 952/89 Π.Χρ. Μ/282, Α.Π. 1681/2005 Ποιν. Δικ/σύνη 2006 σελ. 387) αρκεί δε η παρεμφερής έκφραση "ενήργησε ψυχραίμως" ή να εκτίθεται προμελέτη, η οποία λογικώς αποκλείει την ψυχική ορμή, ενώ ειδική αιτιολογία περί ελλείψεως ψυχικής ορμής απαιτείται, μόνο αν υπεβλήθη αυτοτελής ισχυρισμός κατά τρόπο ορισμένο (Α.Π. 809/97 Π.Χρ. ΜΗ/248).
Αν το δικαστήριο της ουσίας διαλάβει ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχραιμία ή χρησιμοποίησε παρεμφερή έκφραση, συνάγεται ότι απέκλεισε την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής (Α.Π. 1935/2001 Π.Χρ. ΝΒ/719).
Από την διάταξη του αρ. 380§1 Π.Κ. που ορίζει "Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως τιμωρείται με κάθειρξη" προκύπτει ότι για την συγκρότηση του εγκλήματος αυτού (που είναι σύνθετο αποτελούμενο από τις πράξεις της κλοπής και της παράνομης βίας) απαιτείται συμπλεκτικώς: α) αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος (ολικά ή μερικά) από την κατοχή άλλου, β) η αφαίρεση να γίνει με σωματική βία κατά προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής (Α.Π. 1331/2006 Π.Χρ. ΝΖ/524 Α.Π. 87/2000 (Π.Χρ. Ν/406, Τούση - Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ' υπ' αρ. 380 σελ. 1028-1029).
Σωματική βία είναι εκείνη που επιδρά κατά τρόπο άμεσο στο σώμα του εξαναγκαζομένου και υπερνικά την προσβαλλομένη ή αναμενομένη αντίστασή του (Α.Π. 1331/2006 Π.Χρ. ΝΖ/529).
Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τα στοιχεία της κλοπής (αρ. 372 Π.Κ.) και την χρήση βίας ή απειλής (Τούση - Γεωργίου υπ' αρ. 380 παρ.8).
Στην περίπτωση που κατά την τέλεση της ληστείας επέρχεται θάνατος προσώπου, εν προκειμένω του προσώπου από το οποίο αφαιρούνται ξένα (ολικά ή μερικά) κινητά πράγματα με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση και ο εξαναγκασμός για την κάμψη της αντίστασης και παράδοση ή αφαίρεση των κινητών γίνεται με πρόκληση θανάτου του παθόντος εφ' όσον ο δράστης ενεργεί με δόλο ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας τελούνται δύο εγκλήματα, δηλαδή η ληστεία (χωρίς την επιβαρυντική περίσταση όμως) και η ανθρωποκτονία (Τούσης - Γεωργίου ερμ. Π.Κ. - έκδοση Γ υπ' αρ. 380 σελ. 1032, Γάφος Ειδ. Ποινικό τεύχος ΣΤ σελ. 95, Α.Π. 900/2000 Π.Χρ. ΝΒ/904, Α.Π. 1023/97 Π.Χρ. ΜΝ/360).
Τέλος, κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο αυτό "από κοινού" νοείται αντικειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επί μέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (Α.Π. 1141/2003 Π.Χρ. ΝΔ/353, Α.Π. 474/2001 Π.Χρ. ΝΒ/53).
VII) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/408, ΑΠ 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33), όπου προσδιορίζονται κατ'είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη και εξετιμήθησαν (ΑΠ 1071/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/134, ΑΠ 1151/2006 ΠΧρ ΝΖ/33), εδέχθη ότι προέκυψαν κατά την κρίση του (συμβουλίου) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20 Νοεμβρίου 2003 ο εκκαλών συναντήθηκε στην περιοχή της οδού ... της ... με έναν μη διακριβωθείσας ταυτότητας αλβανό υπήκοο, γνωστό με το μικρό όνομα "ΑΑ", τον οποίο είχε γνωρίσει κατά το παρελθόν, όταν εργαζόταν σε καφετέρια ευρισκόμενη στους ... Κατά τη συνάντηση τους αυτή οι προαναφερόμενοι, άγνωστο με τίνος πρωτοβουλία και κάτω από ποιες ειδικότερες συνθήκες, αποφάσισαν να ληστέψουν τον Ψ, ο οποίος εκμεταλλευόταν πρακτορείο ΠΡΟΠΟ στην οδό ... της ... Αποφάσισαν ειδικότερα να αφαιρέσουν με τη βία από τον Ψ τις εισπράξεις της ημέρας μετά το κλείσιμο του καταστήματος του και κατά τη μετάβαση του στο σπίτι του. Για την κατάστρωση των λεπτομερειών του εγκληματικού σχεδίου τους συναντήθηκαν ξανά το βράδυ της επόμενης ημέρας (21/11/2003) σε κοντινό προς το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ κατάστημα. Όταν, περί την 22.30' ώρα ο Ψ έκλεισε το πρακτορείο του και κατευθύνθηκε με το αυτοκίνητο του προς το σπίτι του αυτοί τον ακολούθησαν επιβαίνοντας στο οδηγούμενο από τον εκκαλούντα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του τελευταίου με αριθμό κυκλοφορίας ... Έτσι, διαπίστωσαν ότι ο Ψ διέμενε σε διαμέρισμα της επί της οδού ... της ... οικοδομή και ότι κατά την άφιξη του εκεί στάθμευε το αυτοκίνητο του στην πυλωτή της οικοδομής. Ο εκκαλών και ο προαναφερόμενος αλβανός συναντήθηκε και πάλι το μεσημέρι της άλλης ημέρας (22/11/2003) και μετέβησαν εκ νέου με το αυτοκίνητο του πρώτου στην οικοδομή όπου βρίσκονταν η κατοικία του Ψ. Αφού στάθμευσαν το αυτοκίνητο σε απόσταση 80 μέτρων περίπου, κατευθύνθηκαν πεζή προς την πολυκατοικία, εισήλθαν από μία πλαϊνή πόρτα στην είσοδο της πυλωτής, κατόπτευσαν επακριβώς τον χώρο αυτής και καθόρισαν τις τελευταίες λεπτομέρειες για την εκτέλεση της εγκληματικής απόφασης τους. Σύμφωνα με το καταστρωθέν σχέδιο, το βράδυ της επόμενης ημέρας θα μετέβαιναν και πάλι στην πιo πάνω οικοδομή, ο μεν εκκαλών με το αυτοκίνητο του, ο δε "ΑΑ" με μία δίκυκλη μοτοσικλέτα που θα οδηγούσε ένας μη εξακριβωθέντων στοιχείων ομοεθνής του, ο οποίος γνώριζε για τη σχεδιαζόμενη ληστεία και θα συμμετείχε σ' αυτή. Αμέσως μετά την άφιξη τους εκεί ο εκκαλών και ο "ΑΑ" θα πήγαιναν στην πυλωτή της οικοδομής και ο μεν πρώτος θα κρυβόταν σε πλαϊνή πόρτα ο δε δεύτερος θα παρέμενε στον χώρο αυτής. Μόλις ο Ψ θα έφθανε στην πυλωτή με το αυτοκίνητο του και θα εξερχόταν από αυτό, ο εκκαλών θα ορμούσε εναντίον του και θα του άρπαζε τα χρήματα που είχε μαζί του. Αμέσως μετά θα απομακρύνονταν γρήγορα από τον τόπο του εγκλήματος, ο εκκαλών με το αυτοκίνητο του και ο "ΑΑ" με τη μοτοσικλέτα του αναμένοντος συνεργού τους και αργότερα θα συναντιόντουσαν στο Πνευματικό Κέντρο της ... Πράγματι το βράδυ της 23/11/2003, περί την 22.00' ώρα, ο εκκαλών και οι δύο συνεργοί του συναντήθηκαν στη συμβολή των οδών ... και ..., στην ..., όπως είχε συμφωνηθεί. Ο εκκαλών κατέφθασε με το αυτοκίνητο του και οι δύο συνεργοί του με μία δίκυκλη μοτοσικλέτα τύπου ENDURO, μάρκας DT, που οδηγούσε ο προαναφερθείς άγνωστης ταυτότητας ομοεθνής του "ΑΑ". Ο "ΑΑ" έφερε μαζί του ένα ανεξακρίβωτης μάρκας πιστόλι, διαμετρήματος 7,65 MM, ενώ άγνωστης επίσης μάρκας πιστόλι είχε μαζί του και ο οδηγός της μοτοσικλέτας. Όλοι oι παραπάνω κατευθύνθηκαν με τα οχήματα τους στην περιοχή της κατοικίας του Ψ. Ο εκκαλών στάθμευσε το αυτοκίνητό του σε απόσταση 70 μέτρων περίπου από την οικοδομή, ενώ ο οδηγός της μοτοσικλέτας στάθμευσε το όχημα του έξω από την πολυκατοικία, σε πολύ μικρή απόσταση απ' αυτή και παρέμεινε εκεί αναμένοντας τους συνεργούς του. Ο εκκαλών και ο "ΑΑ" μπήκαν στην πυλωτή της οικοδομής. Ο πρώτος κρύφθηκε στην πλαϊνή πόρτα της πυλωτής καl ο δεύτερος στάθηκε στο βάθος αυτής. Περί την 23.00' ώρα έφθασε στην οικοδομή ο Ψ και αφού στάθμευσε το αυτοκίνητο του κατευθύνθηκε, διασχίζοντας την πυλωτή, προς την πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Εμφανίσθηκε τότε μπροστά του ο "ΑΑ", ο οποίος απειλώντας τον με προτεταμένο το πιστόλι, που είχε μαζί του, του ζήτησε να του παραδώσει τα χρήματα που είχε. Ο Ψ όμως αντέδρασε, όρμησε εναντίον του και προσπάθησε να τον αφοπλίσει πιάνοντάς τον από τα χέρια. Οι δύο συμπλακέντες έπεσαν στο έδαφος κατά τη διάρκεια της πάλης τους. Τότε ο εκκαλών προσέτρεξε σε βοήθεια του συνεργού του, πήρε από τα χέρια του το πιστόλι και πυροβόλησε με αυτό δύο φορές διαδοχικά τον Ψ. Η πρώτη σφαίρα βρήκε τον Ψ στη δεξιά πλάγια τραχηλική χώρα και βγήκε από την αριστερή πρόσθια μασχαλιαία γραμμή, σε απόσταση 8 εκατοστών από τη θηλή του αριστερού μαστού, ενώ η δεύτερη τον βρήκε στην αριστερή κοιλιακή χώρα. Η βίαιη είσοδος των βλημάτων στο σώμα του θύματος προκάλεσε εσωτερική και εξωτερική αιμορραγία, τρώση των τραχηλικών αγγείων, του αριστερού πνεύμονα, του εντέρου και του μεσεντερίου και διχασμό της κατιούσης αορτής, oι κακώσεις δε αυτές, ως μόνη ενεργός αιτία, επέφεραν άμεσα το θάνατο του. Αμέσως μετά τη θανάτωση του Ψ και την με τον τρόπο αυτόν εξουδετέρωση της εκδηλωθείσας αντίστασης του ο εκκαλών και ο "ΑΑ" πήραν το δερμάτινο τσαντάκι που είχε μαζί του το θύμα, το οποίο περιείχε το χρηματικό ποσό των 4000 ευρώ περίπου. Μάλιστα, οι δύο δράστες, λόγω προφανώς της βιασύνης τους να απομακρυνθούν, αφού δεδομένο ότι oι πυροβολισμοί θα είχαν ακουσθεί από τους περιοίκους, παρέλειψαν να ερευνήσουν για ανεύρεση χρημάτων στο σώμα του θύματος, με συνέπεια να μη αφαιρέσουν το ποσό των 2.500 ευρώ, που βρισκόταν στα θυλάκιά του. Από τα πραγματικά περιστατικά που προεκτέθηκαν συνάγεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της ληστείας από κοινού. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ενεργώντας στα πλαίσια της ειλημμένης εγκληματικής απόφασης και του λεπτομερώς καταστρωθέντος σχεδίου για τη διάπραξη της ληστείας, πυροβόλησε διαδοχικά δύο φορές κατά του θύματος με σκοπό να το θανατώσει και να εξουδετερώσει με τον τρόπο αυτόν την εκδηλωθείσα αντίσταση του, ώστε να καταστεί εφικτή η αφαίρεση των χρημάτων που είχε μαζί του, πράγμα που έκανε στη συνέχεια μαζί με το συνεργό του. Ο ανθρωποκτόνος σκοπός του καταδεικνύεται από το είδος του χρησιμοποιηθέντος μέσου την εγγύτητα της απόστασης από την οποία πυροβολήθηκε το θύμα, το επανειλημμένο των πυροβολισμών και τα πληγέντα σημεία του σώματος του θύματος. Τα δύο αδικήματα συρρέουν αληθινά, αφού η θανάτωση του θύματος περιλαμβανόταν στο δόλο του εκκαλούντος και έγινε με σκοπό την εξουδετέρωση της εκδηλωθείσας αντίστασης του και την επίτευξη της αφαίρεσης των χρημάτων που είχε μαζί του, η δε αφαίρεση των χρημάτων συνδέεται άμεσα με την θανάτωση. Ο εκκαλών, απολογούμενος μετά τη διαπίστωση, ύστερα από εργαστηριακή έρευνα, ότι ήταν δικά του τα δύο εκμεταλλεύσιμα αποτυπώματα που είχαν βρεθεί στο κάθετο πλαίσιο ενδιάμεσης πόρτας της πολυκατοικίας και στην εξωτερική επιφάνεια της βάσης χειρολαβής μιας νάυλον σακκούλας που είχε μαζί του το θύμα, παραδέχθηκε αναγκαστικά τη συμμετοχή του στο συμβάν τόσο κατά την προανακριτική απολογία του όσο και κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή και περιέγραψε με λεπτομέρεια τα όσα είχαν συμβεί. Βέβαια αυτός αρνείται ότι πυροβόλησε ηθελημένα το θύμα και ότι συνέπραξε στη μετά τη θανάτωση του αφαίρεση των χρημάτων του. Ισχυρίζεται ειδικότερα ότι μετά την εκδήλωση της αντίδρασης του Ψ και την επακολουθήσασα συμπλοκή αυτού και του "ΑΑ" προσέτρεξε για να αφοπλίσει τον συνεργό του, ότι κατά τη διάρκεια της προσπάθειας του να αφοπλίσει τον "ΑΑ" και αμέσως σχεδόν μόλις πάτησε το κουμπί απελευθέρωσης και απελευθερώθηκε ο γεμιστήρας το όπλο έπεσε στο έδαφος και εκπυρσοκρότησε και ότι αμέσως μετά τον πυροβολισμό ο ίδιος τράπηκε σε φυγή. Όμως, oι ισχυρισμοί αυτοί του εκκαλούντος είναι έκδηλα αναληθείς. Κατ' αρχήν το ανευρεθέν αποτύπωμα του χεριού του στη νάυλον σακκούλα που είχε μαζί του το θύμα μαρτυρεί ότι αυτός μετά τη θανάτωση του θύματος, ερεύνησε τη σακκούλα για να διαπιστώσει το περιεχόμενό της και καταδεικνύει την σύμπραξη του στη μετά τη θανάτωση του Ψ αφαίρεση των χρημάτων του. Εξ άλλου, είναι αναμφισβήτητο ότι το θύμα πυροβολήθηκε δύο φορές σε εντελώς διαφορετικά σημεία του σώματος, το ένα από τα οποία είναι ο δεξιός τράχηλος, ότι οι πυροβολισμοί ήταν διαδοχικοί, όπως επιβεβαιώνεται και από αυτήκοους μάρτυρες και ότι ο πυροβολισμός στην κοιλιά του θύματος δεν ήταν εξ επαφής, αφού, όπως κατέδειξε η εργαστηριακή έρευνα, στα ρούχα του θύματος δεν υπήρχαν ίχνη μολύβδου, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοπυροβολήθηκε από απόσταση μεγαλυτέρα των 50-70 εκατοστών. Το επανειλημμένο των πυροβολισμών, η διαδοχικότητα αυτών, η διαφορετικότητα των πληγέντων σημείων του σώματος του θύματος και η μαρτυρούσα την ύπαρξη κάποιας απόστασης μεταξύ του εκκαλούντος και του θύματος ανυπαρξία ιχνών μολύβδου στα ρούχα του τελευταίου αναιρούν τον περί τυχαίας εκπυρσοκρότησης του όπλου ισχυρισμό του εκκαλούντος και καταδεικνύουν ότι ο τελευταίος πυροβόλησε το θύμα ηθελημένα με σκοπό να το σκοτώσει. Επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος υπάρχουν και όσο αφορά την αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη της παράνομης κατοχής πυρομαχικών αφού, όπως προέκυψε κατά τη νομοτύπως ενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα, αυτός, στις 16/4/2009, κατείχε παράνομα στο σπίτι του, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ένα φυσίγγιο καραμπίνας με ένδειξη "FIOCCHI 12" και ένα φυσίγγιο καραμπίνας με ένδειξη "CHEDITTE 12". 0 εκκαλών, με την από 14/7/2009 αίτηση του προς το εκδόσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, η οποία απορρίφθηκε με το βούλευμα, ζήτησε να κηρυχθούν άκυρες η από 15/4/2009 έκθεση απολογίας του ενώπιον του υπαστυνόμου Α' του Τμήματος Εγκλημάτων κατά ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ... και όλες οι επακολουθήσασες διαδικαστικές πράξεις, ισχυριζόμενος ότι δεν του επιτράπηκε να ασκήσει τα δικαιώματα του ως κατηγορούμενος, αφού ούτε του γνωστοποιήθηκαν ποτέ τα δικαιώματα του, ούτε παραιτήθηκε από την άσκηση τους, όπως ψευδώς αναγράφεται στην έκθεση. Ο παραπάνω ισχυρισμός του εκκαλούντος είναι έκδηλα αβάσιμος. Στην προαναφερόμενη έκθεση απολογίας του, που χαρακτηρίζεται από την παντελή έλλειψη εντύπων τυποποιημένων ενδείξεων και την αναλυτική καταχώρηση του περιεχομένου της υπό μορφή ερωτήσεων και απαιτήσεων, περιγράφεται με σαφήνεια η αποδιδόμενη κατηγορία και γίνεται μνεία για την δυνατότητα άσκησης των κατά τα άρθρα 100, 101, 102, 103, 104, 105, και 273 του Κ.Π.Δ. δικαιωμάτων του, τα οποία μάλιστα αναφέρονται επακριβώς. Ο εκκαλών, που κατά την έκθεση φέρεται να παραιτήθηκε από την άσκηση των δικαιωμάτων του, υπέγραψε χωρίς καμία επιφύλαξη στην έκθεση. Πέρα από την ανεπιφύλακτη υπογραφή του εκκαλούντος στην έκθεση της προανακριτικής απολογίας του, η αβασιμότητα του ισχυρισμού αυτού περί στέρησης της δυνατότητας, άσκησης των δικαιωμάτων του ως κατηγορουμένου καταδεικνύεται κι από τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του. Πράγματι, μια ημέρα αργότερα, στις 16/4/2009, ο εκκαλών, μετά την επακολουθήσασα σύλληψη του με βάση το εκδοθέν σε βάρος του ένταλμα σύλληψης, απολογήθηκε ενώπιον του Ανακριτή, παριστάμενος με νομικό παραστάτη. Κατά την απολογία του αυτή αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της προανακριτικής απολογίας του με μία μόνο διαφοροποίηση, χωρίς να αμφισβητήσει με οποιονδήποτε τρόπο την αλήθεια του περιεχομένου της έκθεσης της ληφθείσας κατά την αστυνομική προανάκριση απολογίας του. Τέτοια αμφισβήτηση δεν εξέφρασε ο εκκαλών με οποιονδήποτε τρόπο ούτε κατά το διάστημα που επακολούθησε. Δύο μήνες σχεδόν αργότερα, όταν εμφανίσθηκε και πάλι ενώπιον του ανακριτή, παριστάμενος με άλλους νομικούς παραστάτες, για να απολογηθεί για την συμπληρωματικά αποδοθείσα σ' αυτόν πράξη της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά ότι κατά την προανακριτική απολογία του στερήθηκε της δυνατότητας άσκησης των δικαιωμάτων του ως κατηγορούμενος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, κρίνοντας με το προσβαλλόμενο βούλευμα του ότι υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας από κοινού και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών και παραπέμποντας τον για τις πράξεις αυτές στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, αποφαινόμενο παράλληλα για την περαιτέρω διάρκεια της προσωρινής κράτησης του, ορθά εφήρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία. Αντίθετα, εσφαλμένα παραπέμφθηκε ο εκκαλών για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, αφού το αξιόποινο των τιμωρουμένων σε βαθμό πλημμελήματος πράξεων αυτών είχε ήδη εξαλειφθεί λόγω παραγραφής, δεδομένου ότι είχε παρέλθει από την ημέρα της τέλεσης τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερα των πέντε ετών. Επίσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα δεν τίθεται θέμα ακυρότητας της έκθεσης της ληφθείσας κατά την αστυνομική προανάκριση απολογίας του εκκαλούντα, όπως ορθά αποφάνθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα απορρίπτοντας τη σχετική αίτηση του εκκαλούντος, με συνέπεια να μη πάσχουν ακυρότητα οι επακολουθήσασες διαδικαστικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Ενόψει αυτών πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη στην ουσία της κατά το μέρος της που αφορά τις διατάξεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος περί παραπομπής του εκκαλούντα για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας, με πρόθεση, της ληστείας από κοινού και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, περί της περαιτέρω διάρκειας της προσωρινής κράτησης του εκκαλούντος και περί απόρριψης της αίτησης του τελευταίου για κήρυξη ακυρότητας των πράξεων της προδικασίας και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις παραπάνω διατάξεις του και β) να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη στην ουσία της κατά το μέρος της που αφορά τις διατάξεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος περί παραπομπής του εκκαλούντος για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, να εξαφανισθεί το βούλευμα ως προς τις διατάξεις του αυτές και να αποφανθεί το Συμβούλιό σας να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις.
Επίσης το συμβούλιο Εφετών διέταξε την εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου (που κρατείται από 15-4-2009) επί ένα εξάμηνο μέχρι συμπληρώσεως έτους. Επίσης το συμβούλιο, ως προς το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του έκρινε ότι έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού η εμφάνισή του δεν θα παρέχει οιαδήποτε διασάφηση, ούτε κάτι επί πλέον, στην υποστήριξη των απόψεών του, δεδομένου ότι αυτός ήδη έχει αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του, με την απολογία του, την προσκόμιση εγγράφων και την υποβολή εγγράφων υπομνημάτων (με παραπομπή στην νομολογία Α.Π. 1175/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/154).
ΙΧ) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (902/2009) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία:
α) ως προς την απόρριψη του αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και δεν υφίσταται ακυρότητα (αρ. 171 παρ. 1δ-484 παρ. 1α ΚΠΔ) διότι εξηγεί πως η εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του δεν θα παρείχε οιαδήποτε διασάφηση ούτε κάτι επί πλέον προς υποστήριξη των απόψεών του αφού είχε υποστηρίξει με επάρκεια τις απόψεις του με την απολογία, τα έγγραφα και την υποβολή εγγράφων υπομνημάτων (Α.Π. 960/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1346, Α.Π. 292/2003 Π.Δ/σύνη 2003/844, ΑΠ 1104/95 Π.Χρ. ΜΣΤ/1667) και είναι σαφές ότι δεν υπήρξε παραβίαση δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
β) Ως προς την απόρριψη των προβληθέντων λόγων ακυρότητας πράξεων της προδικασίας, αφού με τις ήδη εκτεθείσες, σαφείς σκέψεις του, αιτιολογεί τους λόγους εκ των οποίων προκύπτει μη παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά την προδικασία και δη ενώπιον των αστυνομικών αρχών μετά την κλήση του προς απολογία μετά την ταυτοποίηση με το πρόσωπό του δακτυλικών αποτυπωμάτων που βρέθηκαν στην νάυλον σακκούλα που είχε μαζί του το θύμα, καθώς και σε αυτά που είχαν βρεθεί στο κάθετο πλαίσιο ενδιάμεσης πόρτας της πολυκατοικίας. Ο κατηγορούμενος ζήτησε να κηρυχθούν άκυρες οι από 15-4-2009 έκθεση απολογίας του ενώπιον του υπαστυνόμου Α' του Τμ. Εγκλημάτων κατά ζωής της Δ. Ασφ. Θεσσαλονίκης ... και όλες οι επακολουθήσασες δικαστικές πράξεις. Εξηγεί σαφώς το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του, ότι στην εν λόγω απολογία υπάρχει περιγραφή με σαφήνεια της διατυπωθείσας κατηγορίας, γίνεται μνεία για την δυνατότητα της ασκήσεως των κατά τα άρθρα 100, 101, 102, 103, 104, 105 και 274 ΚΠΔ δικαιωμάτων του, τα οποία αναφέρονται επακριβώς. Επίσης φέρεται, κατά την έκθεση, ότι παραιτήθηκε από την άσκηση των δικαιωμάτων του και υπέγραψε χωρίς επιφύλαξη την έκθεση. Από επιτρεπτή επισκόπηση της ανωτέρω απολογίας του προκύπτει ότι ιδίως έγινε επισήμανση να παρασταθεί με συνήγορο, να μελετήσει και λάβει αντίγραφα (ο ίδιος ή ο συνήγορός του) των εγγράφων της ανάκρισης και των πραγματικών περιστατικών του κατηγορητηρίου, να ζητήσει προθεσμία να απολογηθεί, να λάβει παράταση αυτής, και να αρνηθεί να απαντήσει "δικαίωμα σιωπής" (ως ρητώς αναγράφεται).
Ακολούθως μετά την υπογραφή του κάτω από την έκθεση παραιτήσεως κατεχωρήθη η απολογία του η οποία φέρει υπογραφές αυτού και των προανακριτικών υπαλλήλων όχι μόνο στο τέλος της, αλλά και στο τέλος εκάστης σελίδας. Το Συμβούλιο επισημαίνει επίσης στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος την επομένη της συλλήψεώς του απελογήθη ενώπιον του ανακριτή παρασταθείς με νομικό παραστάτη και κατά την απολογία του αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της προανακριτικής απολογίας του, χωρίς να αμφισβητήσει με οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της ληφθείσας κατά την αστυνομική προανάκριση απολογίας του. Βεβαίως ενώπιον του ανακριτή υπήρξε μία διαφοροποίηση και, ως συνάγεται από το βούλευμα, αυτή δεν είχε καμμία σχέση με τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, ούτε και προέβαλε κάποιο λόγο ακυρότητας. Μεταβολή της στάσης του υπήρξε σχεδόν δύο μήνες αργότερα, όταν εμφανίστηκε ενώπιον του ανακριτή με άλλους νομικούς παραστάτες.
Κατά συνέπεια είναι σαφές ότι δεν υπήρξε παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, του επεσημάνθηκε το δικαίωμα της σιωπής (και συνεπώς της μη αυτοενοχοποίησης), αυτός ρητά παραιτήθηκε από τα δικαιώματα που είχε και του γνωστοποίησαν οι αστυνομικοί και γι'αυτό δεν υφίσταται παραβίαση του αρ. 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ.
γ) Εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εν λόγω εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των αρ. 299 παρ. 1, 380 παρ. 1 Π.Κ. τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα γίνεται εκτενής αναφορά για τις συνθήκες τελέσεως των πράξεων προσδιορίζοντας τα αντικειμενικά στοιχεία αλλά και τα υποκειμενικά τέλεσης της πράξεως της ανθρωποκτονίας τόσο κατά το στάδιο της λήψης της αποφάσεως όσο και κατά την εκτέλεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (Α.Π. 118/2003 Π.Χρ. ΝΓ/907, Α.Π. 1093/85 Π.Χρ. ΛΣΤ/91, Α.Π. 2005/2007 Π.Χρ. ΝΗ/35) ότι στην α' πράξη του προέβη με την άμεση συνδρομή αλβανού υπηκόου με το όνομα ΑΑ και την ψυχική συνέργεια ετέρου άγνωστου δράστη αλβανικής υπηκοότητας και στην ληστεία με την σύμπραξη του προαναφερθέντος αγνώστου ατόμου με το όνομα ΑΑ.
Το Συμβούλιο Εφετών προέβη επίσης σε αιτιολογημένη αντίκρουση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου που σημαίνει ότι τους ερεύνησε πλήρως, δεν ήταν δε απαραίτητο (σύμφωνα με το εκτεθέν νομικό μέρος) η αναφορά των επιμέρους ενεργειών εκάστου των συναυτουργών (Α.Π. 1141/2003 Π.Χρ. ΝΔ/353, Α.Π. 474/2001 Π.Χρ. ΝΒ/53). Τέλος το βούλευμα διευκρινίζει τον δόλο ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας και είναι σαφές ότι τελέστηκαν δύο εγκλήματα δηλ. η ληστεία (χωρίς την επιβαρυντική περίσταση όμως) και η ανθρωποκτονία (Α.Π. 219/2002 Π.Χρ. ΝΒ/904, Α.Π. 900/2000 Π.Χρ. ΝΑ/165).
Κατ' ακολουθίαν των εκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα και πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (αρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω
1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 38/2-11-2009 (ενώπιον Διευθυντή Φυλακών ...) αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ... οδός ... ήδη προσωρινά κρατούμενος κατά του υπ'αρ. 900/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 30 Νοεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου πάγου
Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 299 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη" και παρ. 2 "Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης". Ούτω για την στοιχειοθέτηση της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλομένης από τον νόμο ενεργείας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση της καταστροφής της ζωής του άλλου. Ο δόλος γενικώς διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τας οποίας ετελέσθη η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένταση του πλήγματος, την απόσταση δράστου και θύματος, πρέπει δε να κατευθύνεται προς την αφαίρεση της ζωής άλλου (έστω και μη προσδιορισμένης ταυτότητος), και αρκεί για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της άνω ανθρωποκτονίας και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει όταν, παρότι ο δράστης εθεώρησε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξεως ή παραλείψεώς του τον θάνατο άλλου, εντούτοις δεν απέστη, αποδεχόμενος την πραγμάτωση αυτού βεβαίως απαιτείται προς τούτο να διακριβωθεί ότι ο δράστης ηθέλησε την πράξη του και στην περίπτωση ακόμη που ήθελε επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα που προέβλεψε. Περαιτέρω ο δόλος στην ανθρωποκτονία από πρόθεση έχει δύο διαβαθμίσεις, ήτοι υπάρχει ο προμελετημένος (της παρ. 1) και ο απρομελέτητος (της παρ. 2) όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστου είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, ενώ στη δευτέρα απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιεγέρσεως και κατά την λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της πράξεως. Δι' ο και απαιτείται ειδική αιτιολογία ότι ο δράστης - κατηγορούμενος ευρίσκετο εις ήρεμη ψυχική κατάσταση είτε μόνο κατά την απόφαση είτε μόνο κατά την εκτέλεση, ή να εκτίθεται προμελέτη η οποία λογικώς αποκλείει την ψυχική ορμή.
Κατ' άρθρον 380 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλο ξένο (ολικά ή μερικά) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη. Ούτω για την στοιχειοθέτηση της ληστείας απαιτείται αντικειμενικώς αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος (ολικά ή μερικά) από την κατοχή άλλου, η αφαίρεση να γίνει με σωματική βία κατά προσώπου ή απειλές ενωμένες, με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής (εδ. α') υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, κατέχεται από άλλον και δεν υπάρχει συναίνεση εκείνου, τη θέληση να το αφαιρέσει και να το υπαγάγει στην κατοχή του ή την κατοχή τρίτου. Τα άνω εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας συρρέουν αληθώς, όταν η θανάτωση του θύματος περιλαμβάνεται στο δόλο του δράστου και έγινε προς τον σκοπόν αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων που ανήκουν στο θύμα και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με την θανάτωση. Τέλος κατά το άρθρο 45 ΠΚ "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικώς (Ολομ. Α.Π. 50/1990). Και πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της κατά συναυτουργία τελέσεως, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η δράση του καθ' ενός συναυτουργού (Ολ. Α.Π. 50/1990). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται τι προέκυψεν εξ ενός εκάστου αυτών, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αυτή αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν και εφ' όσον αυτή είναι σαφής και πλήρης και με αυτήν συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήτο άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το τελευταίο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών ενώ η εισαγγελική πρόταση μπορεί να αναφέρεται και εις τις αιτιολογίες του πρωτοδίκου βουλεύματος, σε συνδυασμό με το διατακτικό του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία η εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (στο βούλευμα). Και εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διάφορο εκείνης που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το συμβούλιο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη ότι προέκυψαν από την ανάκριση, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του Νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Κατ' άρθρο 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ. "Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνιση τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα", κατά δε το άρθρο 316 παρ. 2 ιδίου Κώδικος "ως προς τη διαδικασία στο συμβούλιο εφετών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 306, 309 κ.ε για το συμβούλιο πλημμελειοδικών". Εξ αυτών προκύπτει ότι εάν το Συμβούλιο Εφετών δεν απαντήσει καθόλου επί του αιτήματος του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του ή αν αρνηθεί την εμφάνιση αναιτιολογήτως, επέρχεται απόλυτη ακυρότης, συμφώνως με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' ιδίου Κώδικος λόγον αναιρέσεως, και κατά το οποίο (171 παρ. 1δ') "ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν "την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος". Ούτως οι περιπτώσεις απολύτου ακυρότητος ορίζονται ρητώς και περιοριστικώς υπό του νόμου, διά να επέλθει δε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρ. 171, δεν είναι απαραίτητο να απαγγέλλεται ρητώς τούτο υπό ορισμένης διατάξεως, αρκεί να πρόκειται περί περιπτώσεων υπαγομένων εις το άρθρο αυτό. Απόλυτος ακυρότης υπάρχει (και) επί πράξεων της προδικασίας λαμβανομένη υπ' όψη μέχρις ότου η εις το ακροατήριο παραπομπή καταστεί αμετάκλητος (άρθρ. 173 παρ. 2), άλλως καλύπτεται, (άρθρ. 174), χωρίς να μπορεί να ληφθεί υπ' όψη, ούτε αυτεπαγγέλτως, εφ' όσον η απόλυτος ακυρότης του άρθρου 171 παρ. 1 δ' είναι φύσει και θέσει τεταγμένη διά να προστατεύσει τον κατηγορούμενο και μόνο και κατατείνει αποκλειστικώς στην προστασία των δικαιωμάτων του. Μεταξύ αυτών είναι και το εκ του άρθρου 273 παρ. 2 Κ.Π.Δ. (απορρέον), κατά το οποίον, "αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, σύμφωνα το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Επίσης έχει δικαίωμα να παραδώσει την απολογία του γραπτή. Σε αυτήν την περίπτωση όποιος ενεργεί την ανάκριση απευθύνει στον κατηγορούμενο τις απαραίτητες ερωτήσεις για να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο της έγγραφης απολογίας. Οι ερωτήσεις πρέπει να αναγράφονται ρητά στην έκθεση". Περαιτέρω κατ' άρθρον 175 ΚΠΔ η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 900/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, τούτο με αναφορά στην ενσωματωμένη πρόταση του παρ' αυτού Εισαγγελέως και μετ' έκθεση των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβεν υπ' όψη του, εδέχθη (ότι προέκυψαν) τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στις 20 Νοεμβρίου 2003 ο εκκαλών συναντήθηκε στην περιοχή της οδού ... της ... με έναν μη διακριβωθείσας ταυτότητας αλβανό υπήκοο, γνωστό με το μικρό όνομα "ΑΑ", τον οποίο είχε γνωρίσει κατά το παρελθόν, όταν εργαζόταν σε καφετέρια ευρισκόμενη στους ... Κατά τη συνάντησή τους αυτή οι προαναφερόμενοι, άγνωστο με τίνος πρωτοβουλία και κάτω από ποιες ειδικότερες συνθήκες, αποφάσισαν να ληστέψουν τον Ψ, ο οποίος εκμεταλλευόταν πρακτορείο ΠΡΟΠΟ στην οδό ... της ... Αποφάσισαν ειδικότερα να αφαιρέσουν με τη βία από τον Ψ τις εισπράξεις της ημέρας μετά το κλείσιμο του καταστήματός του και κατά τη μετάβασή του στο σπίτι του. Για την κατάστρωση των λεπτομερειών του εγκληματικού σχεδίου τους συναντήθηκαν ξανά το βράδυ της επόμενης ημέρας (21/11/2003) σε κοντινό προς το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ κατάστημα. Όταν, περί την 22.30' ώρα, ο Ψ έκλεισε το πρακτορείο του και κατευθύνθηκε με το αυτοκίνητό του προς το σπίτι του, αυτοί τον ακολούθησαν επιβαίνοντας στο οδηγούμενο από τον εκκαλούντα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του τελευταίου με αριθμό κυκλοφορίας ... Έτσι, διαπίστωσαν ότι ο Ψ διέμενε σε διαμέρισμα της επί της οδού ... της ... οικοδομή και ότι κατά την άφιξή του εκεί στάθμευε το αυτοκίνητό του στην πυλωτή της οικοδομής. Ο εκκαλών και ο προαναφερόμενος αλβανός συναντήθηκαν και πάλι το μεσημέρι της άλλης ημέρας (22/11/2003) και μετέβησαν εκ νέου με το αυτοκίνητο του πρώτου στην οικοδομή όπου βρισκόταν η κατοικία του Ψ. Αφού στάθμευσαν το αυτοκίνητο σε απόσταση 80 μέτρων περίπου, κατευθύνθηκαν πεζή προς την πολυκατοικία, εισήλθαν από μία πλαϊνή πόρτα στην είσοδο της πυλωτής, κατόπτευσαν επακριβώς τον χώρο αυτής και καθόρισαν τις τελευταίες λεπτομέρειες για την εκτέλεση της εγκληματικής απόφασής τους. Σύμφωνα με το καταστρωθέν σχέδιο, το βράδυ της επόμενης ημέρας θα μετέβαιναν και πάλι στην πιο πάνω οικοδομή, ο εν λόγω εκκαλών με το αυτοκίνητό του, ο δε "ΑΑ" με μία δίκυκλη μοτοσικλέτα που θα οδηγούσε ένας μη εξακριβωθέντων στοιχείων ομοεθνής του, ο οποίος γνώριζε για τη σχεδιαζόμενη ληστεία και θα συμμετείχε σ' αυτή. Αμέσως μετά την άφιξή τους εκεί, ο εκκαλών και ο "ΑΑ" θα πήγαιναν στην πυλωτή της οικοδομής και ο μεν πρώτος θα κρυβόταν σε πλαϊνή πόρτα ο δε δεύτερος θα παρέμενε στον χώρο αυτής. Μόλις ο Ψ θα έφθανε στην πυλωτή με το αυτοκίνητό του και θα εξερχόταν από αυτό, ο εκκαλών θα ορμούσε εναντίον του και θα του άρπαζε τα χρήματα που είχε μαζί του. Αμέσως μετά, θα απομακρύνονταν γρήγορα από τον τόπο του εγκλήματος, ο εκκαλών με το αυτοκίνητό του και ο "ΑΑ" με τη μοτοσικλέτα του αναμένοντος συνεργού τους και αργότερα θα συναντιόντουσαν στο Πνευματικό Κέντρο της ... Πράγματι το βράδυ της 23/11/2003, περί την 22.00' ώρα, ο εκκαλών και οι δύο συνεργοί του συναντήθηκαν στη συμβολή των οδών ... και ..., στην ..., όπως είχε συμφωνηθεί. Ο εκκαλών κατέφθασε με το αυτοκίνητό του και οι δύο συνεργοί του με μία δίκυκλη μοτοσικλέτα τύπου ENDURO, μάρκας DT, που οδηγούσε ο προαναφερθείς άγνωστης ταυτότητας ομοεθνής του "ΑΑ". Ο "ΑΑ" έφερε μαζί του ένα ανεξακρίβωτης μάρκας πιστόλι, διαμετρήματος 7,65 MM, ενώ άγνωστης επίσης μάρκας πιστόλι είχε μαζί του και ο οδηγός της μοτοσικλέτας. Όλοι οι παραπάνω κατευθύνθηκαν με τα οχήματά τους στην περιοχή της κατοικίας του Ψ. Ο εκκαλών στάθμευσε το αυτοκίνητό του σε απόσταση 70 μέτρων περίπου από την οικοδομή, ενώ ο οδηγός της μοτοσικλέτας στάθμευσε το όχημά του έξω από την πολυκατοικία, σε πολύ μικρή απόσταση απ' αυτή και παρέμεινε εκεί αναμένοντας τους συνεργούς του. Ο εκκαλών και ο "ΑΑ" μπήκαν στην πυλωτή της οικοδομής. Ο πρώτος κρύφθηκε στην πλαϊνή πόρτα της πυλωτής και ο δεύτερος στάθηκε στο βάθος αυτής. Περί την 23.00' ώρα έφθασε στην οικοδομή ο Ψ και αφού στάθμευσε το αυτοκίνητό του κατευθύνθηκε, διασχίζοντας την πυλωτή, προς την πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Εμφανίσθηκε τότε μπροστά του ο "ΑΑ", ο οποίος απειλώντας τον με προτεταμένο το πιστόλι, που είχε μαζί του, του ζήτησε να του παραδώσει τα χρήματα που είχε. Ο Ψ όμως αντέδρασε, όρμησε εναντίον του και προσπάθησε να τον αφοπλίσει, πιάνοντάς τον από τα χέρια. Οι δύο συμπλακέντες έπεσαν στο έδαφος κατά τη διάρκεια της πάλης τους. Τότε ο εκκαλών προσέτρεξε σε βοήθεια του συνεργού του, πήρε από τα χέρια του το πιστόλι και πυροβόλησε με αυτό δύο φορές διαδοχικά τον Ψ. Η πρώτη σφαίρα βρήκε τον Ψ στη δεξιά πλάγια τραχηλική χώρα και βγήκε από την αριστερή πρόσθια μασχαλιαία γραμμή, σε απόσταση 8 εκατοστών από τη θηλή του αριστερού μαστού, ενώ η δεύτερη τον βρήκε στην αριστερή κοιλιακή χώρα. Η βίαιη είσοδος των βλημάτων στο σώμα του θύματος προκάλεσε εσωτερική και εξωτερική αιμορραγία, τρώση των τραχηλικών αγγείων, του αριστερού πνεύμονα, του εντέρου και του μεσεντερίου και διχασμό της κατιούσης αορτής, οι κακώσεις δε αυτές, ως μόνη ενεργός αιτία, επέφεραν άμεσα το θάνατό του. Αμέσως μετά τη θανάτωση του Ψ και την με τον τρόπο αυτόν εξουδετέρωση της εκδηλωθείσας αντίστασής του ο εκκαλών και ο "ΑΑ" πήραν το δερμάτινο τσαντάκι που είχε μαζί του το θύμα, το οποίο περιείχε το χρηματικό ποσό των 4000 ευρώ περίπου. Μάλιστα, οι δύο δράστες, λόγω προφανώς της βιασύνης τους να απομακρυνθούν, αφού δεδομένο ότι οι πυροβολισμοί θα είχαν ακουσθεί από τους περιοίκους, παρέλειψαν να ερευνήσουν για ανεύρεση χρημάτων στο σώμα του θύματος, με συνέπεια να μην αφαιρέσουν το ποσό των 2.500 ευρώ, που βρισκόταν στα θυλάκιά του. Από τα πραγματικά περιστατικά που προεκτέθηκαν συνάγεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και της ληστείας από κοινού. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ενεργώντας στα πλαίσια της ειλημμένης εγκληματικής απόφασης και του λεπτομερώς καταστρωθέντος σχεδίου για τη διάπραξη της ληστείας, πυροβόλησε διαδοχικά δύο φορές κατά του θύματος με σκοπό να το θανατώσει και να εξουδετερώσει με τον τρόπο αυτόν την εκδηλωθείσα αντίστασή του, ώστε να καταστεί εφικτή η αφαίρεση των χρημάτων που είχε μαζί του, πράγμα που έκανε στη συνέχεια μαζί με το συνεργό του. Ο ανθρωποκτόνος σκοπός του καταδεικνύεται από το είδος του χρησιμοποιηθέντος μέσου, την εγγύτητα της απόστασης από την οποία πυροβολήθηκε το θύμα, το επανειλημμένο των πυροβολισμών και τα πληγέντα σημεία του σώματος του θύματος. Τα δύο αδικήματα συρρέουν αληθινά, αφού η θανάτωση του θύματος περιλαμβανόταν στο δόλο του εκκαλούντος και έγινε με σκοπό την εξουδετέρωση της εκδηλωθείσας αντίστασής του και την επίτευξη της αφαίρεσης των χρημάτων που είχε μαζί του, η δε αφαίρεση των χρημάτων συνδέεται άμεσα με την θανάτωση. Ο εκκαλών, απολογούμενος μετά τη διαπίστωση, ύστερα από εργαστηριακή έρευνα, ότι ήταν δικά του τα δύο εκμεταλλεύσιμα αποτυπώματα που είχαν βρεθεί στο κάθετο πλαίσιο ενδιάμεσης πόρτας της πολυκατοικίας και στην εξωτερική επιφάνεια της βάσης χειρολαβής μιας νάυλον σακκούλας που είχε μαζί του το θύμα, παραδέχθηκε αναγκαστικά τη συμμετοχή του στο συμβάν τόσο κατά την προανακριτική απολογία του όσο και κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή και περιέγραψε με λεπτομέρεια τα όσα είχαν συμβεί. Βέβαια αυτός αρνείται ότι πυροβόλησε ηθελημένα το θύμα και ότι συνέπραξε στη μετά τη θανάτωσή του αφαίρεση των χρημάτων του. Ισχυρίζεται ειδικότερα ότι μετά την εκδήλωση της αντίδρασης του Ψ και την επακολουθήσασα συμπλοκή αυτού και του "ΑΑ" προσέτρεξε για να αφοπλίσει τον συνεργό του, ότι κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του να αφοπλίσει τον "ΑΑ" και αμέσως σχεδόν μόλις πάτησε το κουμπί απελευθέρωσης και απελευθερώθηκε ο γεμιστήρας, το όπλο έπεσε στο έδαφος και εκπυρσοκρότησε και ότι αμέσως μετά τον πυροβολισμό ο ίδιος τράπηκε σε φυγή. Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί του εκκαλούντος είναι έκδηλα αναληθείς. Κατ' αρχήν, το ανευρεθέν αποτύπωμα του χεριού του στη νάυλον σακκούλα που είχε μαζί του το θύμα μαρτυρεί ότι αυτός, μετά τη θανάτωση του θύματος, ερεύνησε τη σακκούλα για να διαπιστώσει το περιεχόμενό της και καταδεικνύει την σύμπραξή του στη μετά τη θανάτωση του Ψ αφαίρεση των χρημάτων του. Εξ άλλου, είναι αναμφισβήτητο ότι το θύμα πυροβολήθηκε δύο φορές σε εντελώς διαφορετικά σημεία του σώματος, το ένα από τα οποία είναι ο δεξιός τράχηλος, ότι οι πυροβολισμοί ήταν διαδοχικοί, όπως επιβεβαιώνεται και από αυτήκοους μάρτυρες, και ότι ο πυροβολισμός στην κοιλιά του θύματος δεν ήταν εξ επαφής, αφού, όπως κατέδειξε η εργαστηριακή έρευνα, στα ρούχα του θύματος δεν υπήρχαν ίχνη μολύβδου, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοπυροβολήθηκε από απόσταση μεγαλύτερα των 50-70 εκατοστών. Το επανειλημμένο των πυροβολισμών, η διαδοχικότητα αυτών, η διαφορετικότητα των πληγέντων σημείων του σώματος του θύματος και η μαρτυρούσα την ύπαρξη κάποιας απόστασης μεταξύ του εκκαλούντος και του θύματος ανυπαρξία ιχνών μολύβδου στα ρούχα του τελευταίου αναιρούν τον περί τυχαίας εκπυρσοκρότησης του όπλου ισχυρισμό του εκκαλούντος και καταδεικνύουν ότι ο τελευταίος πυροβόλησε το θύμα ηθελημένα με σκοπό να το σκοτώσει. Επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος υπάρχουν και όσον αφορά την αποδιδομένη σ' αυτόν πράξη της παράνομης κατοχής πυρομαχικών αφού, όπως προέκυψε κατά τη νομοτύπως ενεργηθείσα κατ' οίκον έρευνα, αυτός, στις 16/4/2009, κατείχε παράνομα στο σπίτι του, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ένα φυσίγγιο καραμπίνας με ένδειξη "FIOCCHI 12" και ένα φυσίγγιο καραμπίνας με ένδειξη "CHEDΙTTE 12". Ο εκκαλών, με την από 14/7/2009 αίτησή του προς το εκδόσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, η οποία απορρίφθηκε με το βούλευμα, ζήτησε να κηρυχθούν άκυρες η από 15/4/2009 έκθεση απολογίας του ενώπιον του υπαστυνόμου Α' του Τμήματος Εγκλημάτων κατά ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ... και όλες οι επακολουθήσασες διαδικαστικές πράξεις, ισχυριζόμενος ότι δεν του επιτράπηκε να ασκήσει τα δικαιώματά του ως κατηγορούμενος, αφού ούτε του γνωστοποιήθηκαν ποτέ τα δικαιώματά του, ούτε παραιτήθηκε από την άσκησή τους, όπως ψευδώς αναγράφεται στην έκθεση. Ο παραπάνω ισχυρισμός του εκκαλούντος είναι έκδηλα αβάσιμος. Στην προαναφερόμενη έκθεση απολογίας του, που χαρακτηρίζεται από την παντελή έλλειψη εντύπων τυποποιημένων ενδείξεων και την αναλυτική καταχώρηση του περιεχομένου της υπό μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων, περιγράφεται με σαφήνεια η αποδιδόμενη κατηγορία και γίνεται μνεία για την δυνατότητα άσκησης των κατά τα άρθρα 100, 101, 102, 103, 104, 105, και 273 του Κ.Π.Δ. δικαιωμάτων του, τα οποία μάλιστα αναφέρονται επακριβώς. Ο εκκαλών, που κατά την έκθεση φέρεται να παραιτήθηκε από την άσκηση των δικαιωμάτων του, υπέγραψε χωρίς καμία επιφύλαξη στην έκθεση. Πέρα από την ανεπιφύλακτη υπογραφή του εκκαλούντος στην έκθεση της προανακριτικής απολογίας του, η αβασιμότητα του ισχυρισμού αυτού περί στέρησης της δυνατότητας άσκησης των δικαιωμάτων του ως κατηγορουμένου καταδεικνύεται κι από τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του. Πράγματι, μια ημέρα αργότερα, στις 16/4/2009, ο εκκαλών, μετά την επακολουθήσασα σύλληψή του με βάση το εκδοθέν σε βάρος του ένταλμα σύλληψης, απολογήθηκε ενώπιον του Ανακριτή, παριστάμενος με νομικό παραστάτη. Κατά την απολογία του αυτήν, αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της προανακριτικής απολογίας του με μία μόνο διαφοροποίηση, χωρίς να αμφισβητήσει με οποιονδήποτε τρόπο την αλήθεια του περιεχομένου της έκθεσης της ληφθείσας κατά την αστυνομική προανάκριση απολογίας του. Τέτοια αμφισβήτηση δεν εξέφρασε ο εκκαλών με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε κατά το διάστημα που επακολούθησε. Δύο μήνες σχεδόν αργότερα, όταν εμφανίσθηκε και πάλι ενώπιον του ανακριτή, παριστάμενος με άλλους νομικούς παραστάτες, για να απολογηθεί για την συμπληρωματικά αποδοθείσα σ' αυτόν πράξη της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά ότι κατά την προανακριτική απολογία του στερήθηκε της δυνατότητας άσκησης των δικαιωμάτων του ως κατηγορούμενος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, κρίνοντας με το προσβαλλόμενο βούλευμα του ότι υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντος για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας από κοινού και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών και παραπέμποντάς τον για τις πράξεις αυτές στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, αποφαινόμενο παράλληλα για την περαιτέρω διάρκεια της προσωρινής κράτησής του, ορθά εφήρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία. Αντίθετα, εσφαλμένα παραπέμφθηκε ο εκκαλών για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, αφού το αξιόποινο των τιμωρουμένων σε βαθμό πλημμελήματος πράξεων αυτών είχε ήδη εξαλειφθεί λόγω παραγραφής, δεδομένου ότι είχε παρέλθει από την ημέρα της τέλεσής τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Επίσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν τίθεται θέμα ακυρότητας της έκθεσης της ληφθείσας, κατά την αστυνομική προανάκριση, απολογίας του εκκαλούντος, όπως ορθά αποφάνθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα απορρίπτοντας τη σχετική αίτηση του εκκαλούντος, με συνέπεια να μη πάσχουν ακυρότητα οι επακολουθήσασες διαδικαστικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως αβάσιμη στην ουσία της κατά το μέρος της που αφορά τις διατάξεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος περί παραπομπής του εκκαλούντος για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας, με πρόθεση, της ληστείας από κοινού και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, περί της περαιτέρω διάρκειας της προσωρινής κράτησης του εκκαλούντος και περί απόρριψης της αίτησης του τελευταίου για κήρυξη ακυρότητας των πράξεων της προδικασίας και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις παραπάνω διατάξεις του και β) να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη στην ουσία της, κατά το μέρος της που αφορά τις διατάξεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος περί παραπομπής του εκκαλούντος για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, να εξαφανισθεί το βούλευμα ως προς τις διατάξεις του αυτές και να αποφανθεί το Συμβούλιο να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις". Ακόμη, το Συμβούλιο Εφετών ως άνω εδέχθη και με δική του σκέψη ότι "πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το αίτημα του εκκαλούντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, αφού η εμφάνισή του δεν θα παρέχει οιαδήποτε διασάφηση, ούτε κάτι επιπλέον, στην υποστήριξη των απόψεών του, δεδομένου ότι αυτός ήδη έχει αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του με την απολογία του, τις ένορκες καταθέσεις, την προσκόμιση εγγράφων και την υποβολή εγγράφων υπομνημάτων". Μετά ταύτα το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης αφού α) απέρριψε το αίτημα του τότε εκκαλούντος - νυν αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του, β) εδέχθη την έφεση ως βάσιμη κατ' ουσίαν κατά το μέρος που αφορούσε τις περί παραπομπής διατάξεις του πρωτοδίκου βουλεύματος για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας γ) εξαφάνισε το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς αυτές (τις διατάξεις) δ) έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για τις άνω πράξεις, και ε) διέταξε την εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, απέρριψε την έφεση κατ' ουσίαν τόσο κατά το μέρος που αφορά την απορριπτική του πρωτοδίκου βουλεύματος διάταξη της με ημερομηνία 14/7/2009 αιτήσεως του κατηγορουμένου περί κηρύξεως της ακυρότητος των πράξεων της προδικασίας όσο και κατά το μέρος που αφορά την παραπομπή του εκκαλούντος στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της ληστείας από κοινού και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, και επεκύρωσε ως προς αυτές το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο κατά το διατακτικό του έχει ως εξής: "ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, τον κατηγορούμενο Χ, κάτοικο ... [οδός ...] ήδη προσωρινά κρατούμενο στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης ..., για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι στους κατωτέρω τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, ήτοι: Α] Στην ..., στις 23.11.2003, περί ώρα 23.00, με πρόθεση σκότωσε άλλον, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά τη λήψη της απόφασης όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης αυτής. Ειδικότερα, μετέβη στην επί της οδού ... οικοδομή, στην οποία διέμενε ο Ψ, ιδιοκτήτης πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ, κατόπιν προσυνεννοήσεώς του με άγνωστο κατά την κυρία ανάκριση δράστη, αλβανικής υπηκοότητας, με το όνομα "ΑΑ" και όταν ο προαναφερόμενος Ψ, εισήλθε στην πυλωτή της ανωτέρω οικοδομής και δέχθηκε επίθεση από τον "ΑΑ", ο οποίος έφερε παρανόμως πυροβόλο όπλο [πιστόλι ή υποπολυβόλο], ο ίδιος [ο κατηγορούμενος] επενέβη, ώστε να ακινητοποιήσει τον Ψ, δεδομένου ότι αντιστάθηκε και επιχείρησε να αφοπλίσει τον "ΑΑ". Στη συνέχεια [ο κατηγορούμενος] πήρε το ανωτέρω πυροβόλο όπλο [πιστόλι ή υποπολυβόλο], το οποίο έφερε φυσίγγια διαμετρήματος [cal] 7,65 mm A.C.P. [32 Αυτο], χωρίς φυσικά να κατέχει άδεια οπλοφορίας και πυροβόλησε με αυτό τον Ψ, δύο φορές, σε καίρια και ζωτικά σημεία του σώματός του, από κοντινή απόσταση 50 - 70 mm, με πρόθεση να του αφαιρέσει τη ζωή. Συγκεκριμένα, τον έπληξε στη δεξιά πλάγια τραχηλική χώρα, στην οποία το θύμα έφερε στόμιο εισόδου [στρογγυλή οπή], ως από τραυματισμό που προκλήθηκε από βολίδα πυροβόλου όπλου και στόμιο εξόδου στην πρόσθια μασχαλιαία γραμμή σε απόσταση 8 εκατοστών από τη θηλή του μαστού αριστερά, με κάταγμα της αριστερής κλείδας, καθώς και στην αριστερή κοιλιακή χώρα, στην οποία το θύμα έφερε στρογγυλή οπή εισόδου, ιδίας διαμέτρου με το στόμιο εισόδου στη δεξιά πλάγια τραχηλική χώρα, ο δε θάνατός του οφειλόταν σε εσωτερική και εξωτερική αιμορραγία, με τρώση τραχηλικών αγγείων αριστερού-πνεύμονος και εντέρου, μεσεντερίου και διχασμού κατιούσης αορτής, ως κατόπιν πυροβολισμού με πυροβόλο όπλο. Τέλεσε δε την ανωτέρω πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά τη λήψη της απόφασης, όσο και κατά την εκτέλεση αυτής, με την άμεση συνδρομή του αλβανού υπηκόου με το όνομα "ΑΑ", αγνώστων λοιπών στοιχείων, και την ψυχική συνδρομή ετέρου αγνώστου δράστη, αλβανικής υπηκοότητας. Β] Στον ανωτέρω τόπο, κατά τον ανωτέρω χρόνο, ενεργώντας από κοινού με άγνωστο κατά την κυρία ανάκριση δράστη, με σωματική βία εναντίον προσώπου αφαίρεσε από άλλον ξένα ολικά κινητά πράγματα, για να ιδιοποιηθεί παρανόμως. Ειδικότερα, με τη χρήση του υπό στοιχ. Α πυροβόλου όπλου [πιστολίου ή υποπολυβόλου], το οποίο έφερε παρανόμως, πυροβόλησε δύο φορές κατά του Ψ και τον έπληξε στη δεξιά πλάγια τραχηλική χώρα και στην αριστερή κοιλιακή χώρα, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. Α πράξη. Αφού δε έκαμψε την αντίσταση του θύματός του, αφαίρεσε από την κατοχή του ένα δερμάτινο τσαντάκι που περιείχε το χρηματικό ποσό των 4.000 ευρώ περίπου, προερχόμενο από τις εισπράξεις του πρακτορείου ΠΡΟΠΟ, ιδιοκτησίας του, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Τέλεσε δε την ανωτέρω πράξη της ληστείας με τη σύμπραξη αγνώστου δράστη, αλβανικής υπηκοότητας, με το όνομα "ΑΑ" και την ψυχική συνδρομή ετέρου αγνώστου δράστη, αλβανικής υπηκοότητας. Γ) Στους ..., στις 16.4.2009, κατείχε παράνομα πυρομαχικά, υπαγόμενα στις διατάξεις του 1 παρ. 1 περ. δ του ν. 2168/1993. Ειδικότερα, κατείχε εντός της οικίας του επί της οδού ..., ένα φυσίγγιο καραμπίνας με ενδείξεις FIOCCHI 12, ένα φυσίγγιο καραμπίνας με ενδείξεις CHEDDITE 12 και επτά φυσίγγια κρότου χρώματος ασημί, διαμετρήματος 8 mm, χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής του τόπου κατοικίας του". Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, της ανθρωποκτονίας από πρόθεση της ληστείας από κοινού και της παράνομης κατοχής πυρομαχικών, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια τις ακριβείς συνθήκες τελέσεως των πράξεων και δή της ανθρωποκτονίας ως αυτουργός και της ληστείας ως συναυτουργός από κοινού, δηλαδή, με τον Αλβανό ονόματι "ΑΑ", τις κινήσεις και ενέργειές του προς θανάτωση του Ψ, ώστε να εξουδετερωθεί η αντίσταση του τελευταίου, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της θανατώσεως και της επακολουθησάσης αφαιρέσεως των χρημάτων του θύματος, την ήρεμη ψυχική κατάσταση και μάλιστα τόσο κατά την απόφαση όσο και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας από τον αναιρεσείοντα, την πρόθεση αυτού για την τέλεσή της και δή ως αυτουργός ως και την πρόθεσή του για την τέλεση της ληστείας ως συναυτουργός.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος της αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εις το βούλευμα και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των εφαρμοσθεισών από αυτό διατάξεων και κυρίως των (άρθρων) περί συμμετοχής, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθ' ο δε μέρος με αυτούς επιχειρείται διάφορος εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν και μάλιστα εις μεγάλην έκταση της αιτήσεως με την ανάλυση της απλής συνεργείας, την οποίαν ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι υπάρχει, είναι απαράδεκτοι (οι λόγοι αυτοί), διότι πλήττουν την ουσία της υποθέσεως. Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως του κατηγορουμένου, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης απερρίφθη με την όπως ανωτέρω εξετέθη αιτιολογία, η οποία δεν είναι ελλιπής, εφ' όσον αναφέρεται ότι η εμφάνιση ενώπιόν του ουδέν θα προσθέσει προς επιστήριξη των απόψεων του αναιρεσείοντος.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητος λόγω αναιτιολογήτου απορρίψεως του αιτήματος αυτού και της εξ αυτής παραβιάσεως των άρθρων 20 του Συντάγματος 5 παρ. παρ. 3, 4 και 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε, επίσης με πλήρη και σαφή αιτιολογία η οποία επίσης εξετέθη ανωτέρω, την έφεση κατά το κεφάλαιό της που αφορά την περί απορρίψεως της από 14/7/2009 αιτήσεως του εκκαλούντος, διάταξη του πρωτοδίκου βουλεύματος, για κήρυξη ακύρων (των) πράξεων της προδικασίας και δη της από 15/4/2009 εκθέσεως απολογίας του ενώπιον του υπαστυνόμου Α' του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της Διευθ. Ασφαλείας Θεσσαλονίκης ... και των επακολουθησασών διαδικαστικών πράξεων, εκ του λόγου ότι, κατά τις αιτιάσεις του δεν του εγνωστοποιήθησαν οι βαρύνουσες αυτόν κατηγορίες και δεν του εξηγήθησαν προφορικώς με την απαιτουμένη σαφήνεια τα δικαιώματά του ως κατηγορουμένου, ούτε του έγινε σχετική ερώτηση εάν επιθυμεί να κάμει χρήση αυτών, και ούτε υπέγραψε την άνω έκθεση εξετάσεώς του. Οι εμπεριστατωμένες σκέψεις του βουλεύματος που αφορούν την αιτιολογία προκύπτουν από την παραδεκτώς επισκοπουμένη, για την έρευνα της βασιμότητας του λόγου της αναιρέσεως, ως ανωτέρω έκθεση προανακριτικής εξετάσεως του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος και συμπίπτουν ακριβώς με αυτήν, όπου παρά τα αντίθετα παράπονα του αναιρεσείοντος αναλυτικώς αναφέρονται η λήψη της ταυτότητος του κατηγορουμένου, ή μετά ταύτα γνωστοποίηση της κατηγορίας με ολόκληρο το περιεχόμενό της, η ανακοίνωση των εγγράφων της ανακρίσεως, η εξήγηση όλων των δικαιωμάτων των προβλεπομένων από τα άρθρα 100, 101, 102, 103, 104, 105 ΚΠΔ, η επιθυμία του να εξετασθεί αμέσως, μετά την παραίτησή του απ' αυτών, η υπογραφή του εις εκάστη σελίδα και εις το τέλος της εκθέσεως εξετάσεώς του, εις την οποίαν, τέλος, αναφέρεται, και εις την επίσης παραδεκτώς επισκοπουμένη από 16/4/2009 ανακριτική του απολογία ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων. Μετά ταύτα, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί απολύτου ακυρότητος, εκ της αναιτιολογήτου απορρίψεως του αιτήματος περί κηρύξεως ακύρων πράξεων της προδικασίας και της εντεύθεν παραβιάσεως των δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά πάντα ταύτα και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2/11/2009 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθ. 900/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ