Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απόπειρα, Συναυτουργία, Εκβίαση.
Περίληψη:
Απόπειρα εκβίασης από κοινού. Πότε δημιουργείται ακυρότητα από τη μη ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης. Απορρίπτει αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης.
Αριθμός 1412/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) ... και 2) ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καπελάκη, περί αναιρέσεως της 1247/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ράϊκο.
Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Απριλίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 756/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου ή την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του, εγγράφων που δεν είναι βεβαία η ανάγνωσή τους, επιφέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ., γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 358 του ίδιου Κώδικα, τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του σε σχέση με το περιεχόμενο του εγγράφου, με την επιφύλαξη, ότι δεν πρόκειται για έγγραφα αποτελούντα τη βάση της κατηγορίας ή διαδικαστικά έγγραφα, αλλά για έγγραφα αποδεικτικά, το περιεχόμενο μάλιστα των οποίων δεν προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Όμως, ούτε απόλυτη, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ., ακυρότητα της διαδικασίας δημιουργείται, ούτε υπάρχει έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., ιδρύουσα τον αντίστοιχο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. β' του ίδιου Κώδικα, αναιρετικό λόγο, εκ της μη αναγνώσεως των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, έστω και αν έλαβε αυτά υπόψη του το Δικαστήριο, εκτός αν την ανάγνωση των πρακτικών αυτών ζήτησε ο κατηγορούμενος και το Δικαστήριο του την αρνήθηκε ή δεν απάντησε σχετικά. Επομένως, εφόσον από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει, ότι από μέρους του συνηγόρου των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων υποβλήθηκε αίτημα για την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, ούτε υποστηρίζεται το αντίθετο, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ., για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της μη αναγνώσεως των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος. Ο περαιτέρω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, ερειδόμενος επί του ιδίου, ως άνω, αναιρετικού λόγου, δηλαδή ότι δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι λήφθηκε υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση η από 25-8-2003 έγκληση του πολιτικώς ενάγοντος Π1, χωρίς αυτή να αναγνωσθεί, είναι επίσης αβάσιμος, κυρίως διότι, από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης, δεν προκύπτει ότι η έγκληση αυτή λήφθηκε υπόψη, πέρα από το γεγονός ότι, η ως άνω έγκληση αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο και για να ληφθεί υπόψη δεν ήταν αναγκαίο και αν αναγνωσθεί.
ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, της καταδικαστικής αποφάσεως, κατά το άρθρο 510 παρ, 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στην ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα περιστατικά εκείνα που προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως ή ακόμη στην απόφαση υπάρχει έλλειψη κάποιου από τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό κατά τέτοιο τρόπο που να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή όχι υπαγωγής αυτών στο νόμο και να στερείται έτσι η απόφαση νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 1247/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύονται, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, ο καθένας, ανασταλείσαν επί τριετίαν, για απόπειρα εκβίασης από κοινού, ήτοι για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42, 45 και 385 παρ. 1 β Π.Κ., δεχθέντος ειδικότερα του ως άνω Δικαστηρίου, ανελέγκτως, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Οι κτηγορούμενοι στην Καρδίτσα κατά τις παρακάτω ημερομηνίες από κοινού, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν το πλημμέλημα, της εκβίασης, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως της και ειδικότερα με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησαν ασκώντας ψυχολογική βία και απειλή βλάβης του επαγγέλματος του δικηγόρου που ασκεί ο εγκαλών Π1, κάτοικος ... στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας προς τον οποίο κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2003 διακείμενοι εχθρικά απέναντι του, καθόσον τον θεωρούσαν υπεύθυνο για την αντιδικία και τους αλλεπάλληλους δικαστικούς αγώνες που έχουν με τον πελάτη του ..., κάτοικο ..., παριστάμενο ενώπιον των Δικαστηρίων προς υπεράσπιση αυτού (πελάτη του), επιχείρησαν τηλεφωνικά αρχικά και δια ζώσης η δεύτερη εξ αυτών στη συνέχεια να εξαναγκάσουν αυτόν να τους πληρώσει το ποσό των 1000 ΕΥΡΩ που αντιστοιχεί δήθεν στο ποσό που κατέβαλαν στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ..., του Πρωτοδικείου Καρδίτσας για την υπεράσπιση του- στην ανωτέρω υπόθεση, με την απειλή ότι διαφορετικά θα τον μηνύσουν (ψευδώς) για απιστία δικηγόρου, για απάτη και για άλλα κακουργήματα που δήθεν διέπραξε τα έτη 1999 και 2000 που ανέλαβε την υπόθεση που είχε σχέση με την αντιδικία αυτών με τον πελάτη του όλα αυτά τα χρόνια, ότι θα τον διαπομπεύσουν δια του τύπου και των μέσων ενημέρωσης και συγκεκριμένα θα τον "βγάλουν" στα κανάλι και στον "...", θα κάνουν αναφορά στον Δικηγορικό Σύλλογο Καρδίτσας, για να του πάρουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και ότι θα τον κάνουν να φύγει από την Καρδίτσα και θα του κλείσουν το γραφείο διαλαλώντας σε όλους ότι είναι απατεώνας, επίσης τις ίδιες απειλές εκτόξευσαν κατά του ίδιου παραπάνω εγκαλούντα τηλεφωνικά περί τα τέλη του μηνός Ιουλίου του έτους 2003 προσθέτοντας μάλιστα ότι ήδη κατέφυγαν σε δικηγόρο εκτός Καρδίτσας και μάλιστα της Αθήνας "ποινικολόγο" που είχε αναλάβει την υπόθεση τους και ο οποίος είχε ήδη συντάξει μήνυση εναντίον του για οκτώ (8) κακουργήματα και έτσι σε κάθε περίπτωση αν δεν "έκλεινε" την υπόθεση μέχρι το τέλος του Ιουλίου, δηλαδή, αν δεν τους κατέβαλε 1000 ΕΥΡΩ, θα τον κατέστρεφαν επαγγελματικά, θα του έκλειναν το γραφείο και θα έκαναν τα παιδάκια του να πεινάσουν λόγω των μηνύσεων που θα υπέβαλλαν, των αναφορών και τη δημοσιοποίηση του θέματος στις τηλεοράσεις, επιπλέον την 23/8/2003 η β' κατηγορουμένη του τηλεφώνησε πάλι λέγοντας του με εξοργισμένο ύφος "ο ... (ο σύζυγος της-α' κατηγορούμενος) δεν κάνει πίσω, δεν τον ξέρεις καλά τον ..." επίσης του είπε ότι θα μετανιώσει γι' αυτά που κάνει, γιατί θα τον καταστρέψουν, αν θέλει να δικηγορήσει, καλά θα κάνει να τους δώσει τα λεφτά και ότι εν τέλει θα πρέπει να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση και να δώσει σ' αυτόν τα λεφτά. Στην πράξη τους αυτή προέβησαν προκειμένου να εξαναγκάσουν τον εγκαλούντα να ενδώσει, αποδεχόμενος να τους καταβάλλει το άνω χρηματικό ποσό των 1000 ΕΥΡΩ, πράγμα στο οποίο απέβλεπαν, πλην όμως δεν κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν την παραπάνω πράξη τους από εμπόδια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θελήσεώς τους, αφού ο εγκαλών δεν πτοήθηκε και αρνήθηκε να προβεί στην καταβολή του αξιούμενοι από αυτούς πιο πάνω χρηματικού ποσού.
Συνεπώς στοιχειοθετείται η πράξη που τους αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά το διατακτικό".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας εκβίασης από κοινού, για το οποίο κηρύχθηκαν ένοχοι οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις προαναφερθείσες ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, διότι η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού. Τούτο δε διότι, παρόλο που στη συγκεκριμένη περίπτωση το αιτιολογικό είναι σχεδόν ταυτόσημο με το διατακτικό της προσβαλλομένης, στο τελευταίο αναφέρονται αναλυτικά και με κάθε λεπτομέρεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερόμενου εγκλήματος και ως εκ τούτου ήταν περιττή η διαφοροποίηση του σκεπτικού. Τέλος, εφόσον εξειδικεύεται, με αναλυτική παράθεση πραγματικών περιστατικών, η πρόθεση των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο αντιστοιχούσε δήθεν σε ποσό που κατέβαλαν στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους και προς ευόδωση του σκοπού αυτού επιχείρησαν να εξαναγκάσουν τον εγκαλούντα δικηγόρο να τους το καταβάλλει, με τις περιγραφόμενες αναλυτικά απειλές για καταστροφή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, πράγμα που δεν κατάφεραν, αφού ο εγκαλών δεν πτοήθηκε και αρνήθηκε να καταβάλλει το αξιόποινο ποσό, στοιχειοθετείται πλήρως, τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά, το έγκλημα της απόπειρας εκβίασης από κοινού, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται και η παράθεση άλλων περιστατικών, όπως αβασίμως υποστηρίζεται. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι με το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., δεύτερος και τρίτος λόγοι της κοινής αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) και στη δικαστική δαπάνη του νομίμως παραστάντως πολιτικώς ενάγοντος (άρθ. 176 Κ.Πολ.Δικ.).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 251/2008 κοινή αίτηση των .... και ..., κατοίκων αμφοτέρων ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 1247/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ