Θέμα
Ηθική αυτουργία, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία, κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση. Στην καταδικαστική απόφαση πρέπει να διαλαμβάνονται τα μέσα και ο τρόπος με τα οποία ο ηθικός αυτουργός έπεισε τον φυσικό αυτουργό να τελέσει ορισμένη αξιόποινη πράξη. Αυτοτελής η ευθύνη εκάστου τούτων. Ο ηθικός αυτουργός μπορεί να εισαχθεί στη δίκη και μόνος.
Αριθμός 1359/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Γεώργιο Νικολαΐδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1983/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Α. Δ. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Μάντεση και 2. Μ.-Κ. Χ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Σεπτεμβρίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 908/2012.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημοσίας ή ιδιωτικής φύσης. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας νοείται κατά το άρθρο 13 εδ. γ' ΠΚ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, υπό την έννοια δε αυτή έγγραφο είναι και η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία κατά το άρθρο 1721 ΑΚ, γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (αρθρ. 216 παρ. 3 εδ. α' ΠΚ) και ήδη το ποσό των 120.000 ευρώ όπως αναπροσαρμόσθηκε με την παρ.1 περ. β' του άρθρου 24 του Ν. 4055/2012, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και ο ηθικός αυτουργός, εκείνος δηλαδή ο οποίος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που αυτός διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία πρόκληση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με την πειθώ, φορτικότητα, απειλή, υπόσχεση αμοιβής κλπ, β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή τέτοιας διάταξης που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 1983/2011 απόφασης το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται κατ' είδος δέχτηκε ανελέγκτως ότι: "Ο κατηγορούμενος κατ' ορθότερο προσδιορισμό του τρόπου συμμετοχής στην πράξη που του αποδίδεται, είναι ένοχος ηθικής αυτουργίας στην τελεσθείσα από την ήδη αποβιώσασα Β. Μ., πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό οφέλους δια βλάβης τρίτου που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 χιλ ευρώ Ειδικότερα, αποδείχθηκαν τα ακολούθα: Ο πατέρας της ήδη αποβιώσασας Β. Μ. και παππούς των πολιτικών εναγόντων (από τη μητέρα τους) Α. Γ. του Σ., ο οποίος απεβίωσε στο Χαλάνδρι Αττικής, στις 24-1-1962 σε ηλικία 92 ετών από γεροντική άνοια και καρδιακή ανεπάρκεια. Λόγω μη ανευρέσεως διαθήκης χώρισε η εξ' αδιαθέτου διαδοχή και στην κληρονομιά του κλήθηκαν τα 7 παιδιά του, καθένα από τα οποία μετά την παραίτηση από το μερίδιό του, του γιου του, Σ., κληρονόμησε το 1/6 εξ αδιαιρέτου της περιουσίας του. Οι εξ' αδιαθέτου κληρονόμοι αποδέχθηκαν σιωπηρά την κληρονομιά, ασκώντας καθένας στο εξ' αδιαιρέτου μερίδιό του, τις προσήκουσες πράξεις νομής με διάνοια κυρίου Η αποβιώσασα Β. Μ., ουδέποτε μέχρι το 1999 ανέφερε κάτι σχετικό με τυχόν διαθήκη του πατέρα της Στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβανόταν και ένα ακίνητο εκτάσεως 140 στρεμμάτων που βρίσκεται στην θέση Αγία Παρασκευή, του Δήμου Φενεού Κορινθίας αποτελούμενο από καλλιεργούμενους αγρούς δενδροπερίβολο κήπο, αλώνι, κτιριακές εγκαταστάσεις δασώδες τμήμα εκτάσεως 15-20 στρεμμάτων και οικοπεδικό τμήμα, μέσα στο οποίο βρισκόταν η οικογενειακή οικία του κληρονομουμένου. Οι κληρονόμοι τόσο το 1966, όσο και το 1998, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να προβούν σε εξώδικη διανομή του ακίνητου Η διανομή του 1966 δεν τελεσφόρησε γιατί, λόγω της υπάρξεως δασικής εκτάσεως στο ακίνητο, δεν χορηγήθηκε άδεια κατατμήσεως από το Δασαρχείο Ξυλοκάστρου, ενώ, εκείνη του 1998, που θα γινόταν μεταξύ της ως άνω αποβιωσάσης, της αδελφής της Ε. χήρας Ε. Μ. και των παιδιών των προαποβιωσάντων λοιπών αδελφών τους, δεν προχώρησε, γιατί η πρώτη κατηγορουμένη (ήδη αποβιώσασα) υποκινούμενη από την κατηγορούμενο, αξίωνε μεγαλύτερη μερίδα, από την εξ' αδιαθέτου κληρονομιά του πατερά της, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε νύξη για διαθήκη ή για το ότι ο πατέρας της, της είχε δώσει κάποια υπόσχεση για εγκατάστασή της, ως μοναδικής κληρονόμου. Πλέον συγκεκριμένα η ως άνω Β. Μ. αξίωνε να της παραχωρηθεί το 1/2 του μεριδίου του παραιτηθέντος από την κληρονομιά αδελφού της Σ. αντί του 1/6 που της αναλογούσε. Λόγω της μη ικανοποιήσεως της αξιώσεώς της αυτής που τη θεωρούσε εύλογη, γιατί αυτή είχε φροντίσει τους γονείς της αρνήθηκε από το τέλος του 1998 να συμπράξει σε εξώδικη διανομή, ούτε οι λοιποί κληρονόμοι της ανακοίνωσαν ότι θα προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για τον αποχαρακτηρισμό του δασικού τμήματος και ότι θα προχωρήσουν σε δικαστική διανομή του ακίνητου. Τότε ο κατηγορούμενος που επηρέαζε την Β. Μ. συνέλαβε το σχέδιο της εμφανίσεως διαθήκης του κληρονομουμένου, την οποία διαθήκη την έπεισε να συντάξει Έτσι στις 12-2-1999 η ως άνω Β. Μ., προσκόμισε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, χειρόγραφο, που εμφάνισε, ως ιδιόγραφη διαθήκη του πατέρα της, συνταχθείσα στις 20-10-1961, ημέρα Παρασκευή, η οποία (διαθήκη), είχε το αναφερόμενο στο διατακτικό περιεχόμενο και εγκαθίσταται με αυτήν ως μοναδική κληρονόμος του πατερά της. Η εν λόγω διαθήκη δημοσιεύθηκε και κηρύχτηκε κυρία με τα υπό αριθμό 697/12-2-1999 και 266/12-2-1999 πρακτικά και απόφαση αντίστοιχα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι τον Ιούνιο 1999 οι λοιποί συγκληρονόμοι πληροφορήθηκαν από την γενομένη για λογαριασμό τους το κληρονομιαίο ακίνητο Α. Μ., ότι η Β. Μ. συνοδευόμενη από τον κατηγορούμενο Α. Μ., μετέβη στο δασαρχείο Ξυλοκάστρου και ζήτησε πληροφορίες για το κληρονομιαίο κτήμα, ως μοναδική κληρονόμος του πατερά της, ενώ αυτή στις 15-12-1999 με την υπό αριθμό .../99 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Ευαγγελίας Ζήκα, αποδέχθηκε τον κληρονομιαίο αγρό και την ίδια ήμερα με το υπ' αριθμ. .../1999 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, πώλησε στον κατηγορούμενο τμήμα του κτήματος, εκτάσεως 5371 τμ, με αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, εκείνο των 797.550 δρχ, που ήταν ισόποσο της αντικειμενικής αξίας του ακίνητου. Οι λοιποί εξ' αδιαθέτου συγκληρονόμοι, με την κατατεθείσα στις 14-1-2000 από 20-10-1999 αγωγή τους, ζήτησαν την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης, επί δε της αγωγής αυτής είχαν εκδοθεί οι υπ' αριθμ. 7584/2001 και 1777/2004 παρεμπίπτουσες αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου με την πρώτη από τις οποίες διατάσσεται η συμπλήρωση της πληρεξουσιότητας του παραστάντος δικηγόρου και με την δεύτερη διατάσσεται γραφολογική πραγματογνωμοσύνη.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι η διαθήκη είναι γνήσια και ότι αυτός τη βρήκε μέσα σε ένα αγγλικό βιβλίο του κληρονομουμένου μαζί με άλλα χειρόγραφα αυτού, κατά τη διάρκεια μετακόμισης που έγινε στις αρχές 1998, ενώ η παραπάνω ήδη αποβιώσασα Β. Μ., είχε ισχυρισθεί ότι η ανεύρεση της διαθήκης δεν την αιφνιδίασε, γιατί ο πατέρας της είχε γνωστοποιήσει στο γείτονα και φίλο του Η. Λ. (που εξετάσθηκε στο ακροατήριο), τόσο την επιθυμία του να την καταστήσει κληρονόμο όσο και τη σύνταξη της διαθήκης και ότι αυτή είχε ψάξει, μετά τον θάνατό του αλλά δεν μπόρεσε να την βρει. Πλην, όμως, η κατηγορουμένη, μέχρι το τέλος του 1998 ουδέποτε είχε πει κάτι σχετικό στους λοιπούς συγκληρονόμους, αντίθετα ήλθε σε αντίδικα με αυτούς, γιατί ήθελε να λάβει μεγαλύτερο μερίδιο από ότι εκείνοι, όπως έχει ήδη, αναφερθεί. Ο κατηγορούμενος ήταν εκείνος που συνέλαβε το σχέδιο περί ανευρέσεως διαθήκης, πείθοντάς την να προβεί στην σύνταξή της, δημιουργώντας της, την πεποίθηση, ενόψει της επιρροής που ασκούσε πάνω της, ότι αυτή θα έπρεπε να είναι η μοναδική κληρονόμος του πατέρα της, τον οποίο, καθώς και την προαποβιώσασα μητέρα της, είχε μόνη από τα λοιπά έξι αδέλφια της, φροντίσει και ότι αδικείται από τους συγγενείς της, που αρνούνται να της παραχωρήσουν το 1/2 του κληρονομικού μεριδίου του αδελφού της Σ.. Συγκεκριμένα οι σχέσεις της εν λόγω Β. Μ. με τα αδέλφια της και τα ανίψια της ήταν καλές, μέχρι το 1997 που η τελευταία σε ηλικία 67 ετών (είχε γεννηθεί το 1930) συνδέθηκε ερωτικά με τον κατά οκτώ έτη νεώτερό της κατηγορούμενο.
Ο τελευταίος από 4-11-1993 είχε εκμισθώσει την εις Χαλάνδρι και επί της οδού ... παλαιά μονοκατοικία της πρώτης (Μ.) και είχε εγκαταστήσει εκεί ατομική επιχείρηση εμπορίας τροφίμων και ζαχαρωδών προϊόντων. Μετά την πώληση του ακίνητου αυτού τον Νοέμβριο του 1997, η εν λόγω επιχείρηση μετεγκαταστάθηκε στην υπόγεια αποθήκη του εις Χαλάνδρι και επί της οδού ... διαμερίσματος της Β. Μ.. Έκτοτε αυτοί συμβίωναν ο δε κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι κατά την μετεγκατάσταση της επιχείρησης του στην προαναφερθείσα αποθήκη βρήκε την επίμαχη διαθήκη.
Η σχέση αυτή ποτέ δεν έγινε αποδεκτή από τους συγγενείς της Β. Μ. οι οποίοι λόγω της διαφοράς ηλικίας και της εκποιήσεως από την πρώτη, τόσο της προαναφερθείσης μονοκατοικίας, όσο και στην συνεχεία του παραπάνω διαμερίσματος, το οποίο απέκτησε ο δεύτερος (κατηγορούμενος) σε πλειστηριασμό, του απέδιδαν οικονομικά κίνητρα και επιβουλή της περιουσίας της συγγενούς τους λαμβανομένων υπόψη και του ότι η εν λόγω κατηγορουμένη, που είχε παντρευτεί σε ηλικία 50 χρονών και δεν είχε αποκτήσει τέκνα, είχε μεγάλη σύνταξη από τον αποβιώσαντα σύζυγό της και νόμιμοι κληρονόμοι της ήταν οι προαναφερθέντες συγγενείς της. Αυτή ζούσε μαζί με τους γονείς της, που της είχαν δωρήσει την αναφερομένη παραπάνω εις Χαλάνδρι μονοκατοικία (βλ. υπ' αριθμ. .../58 πωλητήριο συμβόλαιο, το οποίο είναι κατ' ουσία είναι δωρητήριο) επειδή τους φρόντιζε, ο δε πατέρας της δεν είχε αναφέρει σε κανένα συγγενή του ότι θέλει να εγκαταστήσει την πρώτη (Β. Μ.) μοναδική του κληρονόμο. Ο μάρτυρας Η. Λ. (εξετασθείς στο ακροατήριο) ισχυρίζεται έγγραψε και υπέγραψε ενώπιόν του τη διαθήκη από σχεδία που εκείνος του είχε φέρει από δικηγόρο και το υπαγόρευσε. Πλην όμως το ανορθόγραφο του κείμενου της διαθήκης, δεν προδίδει γραφή ατόμου που είχε αποφοιτήσει από σχολαρχείο, όπως ο φερόμενος ως διαθέτης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ένδικη διαθήκη είναι πλαστή, δηλαδή δεν έχει γραφεί από τον φερόμενο ως διαθέτη της, αλλά από την ήδη θανούσα Β. Μ. με τις προτροπές και παραινέσεις του κατηγορουμένου ο οποίος της υπέδειξε να συντάξει και τα μαζί με την διαθήκη ευρεθέντα σημειώματα, ως δήθεν δείγματα γραφής του θανόντος, ο οποίος, αν συνέτασσε τη διαθήκη ενώπιον του Η. Λ., είναι προφανές ότι θα του υπεδείκνυε και το σημείο που την τοποθέτησε, ώστε να την βρει εύκολα η κόρη του μετά τον θάνατό του. Η Β. Μ. δεν ήταν καν απόφοιτος δημοτικού και από μόνη της δεν θα σκεπτόταν να διαπράξει πλαστογραφία. Σε τούτο παρακινήθηκε από τον κατηγορούμενο ο οποίος εκμεταλλευόμενος την επιρροή που εξασκούσε επάνω της, ως σύντροφος της και στήριγμά της, την έπεισε με συνεχείς προτροπές, στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 1998 μέχρι τον Ιανουάριο του 1999 να συντάξει την διαθήκη και στη συνεχεία να κάνει χρήση προσκομίζοντάς την στο δικαστήριο για δημοσίευση και κήρυξή της ως κυρίας και στη συνέχεια με βάση αυτήν να κάνει αποδοχή κληρονομίας και να μεταβιβάσει σ' αυτόν ένα τμήμα του ακινήτου. Με την πλαστή αυτή διαθήκη που με προτροπή του κατηγορουμένου αυτή κατάρτισε και χρησιμοποίησε, σκόπευε (η Β. Μ.) να καρπωθεί την περιουσία του πατέρα της και να βλάψει τους λοιπούς συγκληρονόμους, στερώντας τους το παραπάνω κληρονομιαίο ακίνητο, του οποίου η αξία κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης ανερχόταν σε 100 εκατομμύρια δραχμές, καθόσον η περιοχή έχει ιδιαίτερα αξιοποιηθεί μετά την εκεί κατασκευή τεχνητής λίμνης, σε κάθε περίπτωση, ενόψει της αμφισβητήσεως που υπάρχει για το δασικό τμήμα του ακινήτου από το δασαρχείο Ξυλοκάστρου, η αξία του ακινήτου και το όφελος που επιδιώχθηκε από τη θανούσα και η ζημία που απειλήθηκε υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ.
Ενόψει των προαναφερθέντων ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ως ηθικός αυτουργός της διαπραχθείσης από την Β. Μ. (ήδη θανούσα), κακουργηματικής πλαστογραφίας, απορριπτομένων ως αβασίμων των αυτοτελών ισχυρισμών του, περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν των ελαφρυντικών: α) ειλικρινούς μεταμελείας και καλής συμπεριφοράς του για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, καθόσον δεν αποδείχθ8ηκε ότι αυτός (κατηγορούμενος) επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και ότι επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (άρθρ. 84 παρ.2δ ΠΚ) ή ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του (άρθρ. 84 παρ.2ε ΠΚ)".
Ακολούθως, το άνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ (100.000.000 δρχ. η αξία του ακινήτου κατά το σκεπτικό). Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού. Επίσης, εκτίθενται σε αυτήν τα αποδεικτικά μέσα τα οποία μνημονεύονται κατ' είδος και ότι ελήφθησαν όλα υπόψη για την κρίση περί της ενοχής του, όπως επίσης και οι νομικοί συλλογισμοί βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή των πραγματικών τούτων περιστατικών στις άνω διατάξεις που εφάρμοσε, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε. Ειδικότερα, στο πόρισμα της απόφασης αυτής δεν υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που να καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των άνω διατάξεων αφού εκτίθενται τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν, κατά τις άνω παραδοχές, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου. Συγκεκριμένα και σε σχέση με τις προσβαλλόμενες περαιτέρω αιτιάσεις, εκτίθενται με σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείον να πείσει τη φυσική αυτουργό να διαπράξει την άδικη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας της αναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης και ειδικότερα εκτίθεται σε αυτή ότι ο αναιρεσείων, που είχε συνδεθεί ερωτικά με την κατά 8 έτη μεγαλύτερή του Β. Μ., την οποία και εκ του λόγου αυτού επηρέαζε, συνέλαβε το σχέδιο κατάρτισης πλαστής διαθήκης και εκμεταλλευόμενος την επιρροή που ασκούσε πάνω της, ως σύντροφος και στήριγμά της, την έπεισε με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις να συντάξει αυτή πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη του πατέρα της Α. Γ., την οποία ακολούθως προσκόμισε στο δικαστήριο και πέτυχε να κηρυχθεί κυρία, ως και το σκοπό που αυτή και ο ίδιος επιδίωκαν, ήτοι αυτή να φαίνεται ως μοναδική κληρονόμος του πατέρα της και να καρπωθεί την κινητή και ακίνητη περιουσία του αξίας 100.000.000 δρχ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 46, 47, και 48 του ΠΚ καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, ήτοι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική μόνο υπόσταση ορισμένου εγκλήματος δηλαδή πράξεως για την οποία δε συντρέχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται αν ο φυσικός αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό ή αν πράττει εκ δόλου. Περαιτέρω για την εκδίκαση της πράξεως της ηθικής αυτουργίας, δεν είναι απαραίτητη η παρουσία και εξέταση του φυσικού αυτουργού στο δικαστήριο. Κατ' ακολουθίαν, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.
Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος ή όταν δεν αποφανθεί για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ). Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το δικαστήριο, με το να τον κηρύξει ένοχο, υπερέβη την εξουσία του καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν δικαιολογείται η κρίση του αυτή, οι δε πολιτικώς ενάγοντες ποινικοποίησαν αστική διαφορά, ενώ από τη μήνυση και τις καταθέσεις των μαρτύρων δε θεμελιώνεται η ηθική αυτουργία σε κακουργηματική πλαστογραφία. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος διότι πλήττεται η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Απορριπτέος επίσης είναι και ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει σχετική ακυρότητα που συνέβη στο ακροατήριο με επίκληση όμως, μόνο της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αυτό, χωρίς αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν και συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος. Κατ' ακολουθίαν, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Α. Δ. και στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-9-2011 αίτηση του Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της 1983/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Α. Δ. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ