Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Ανυποταξία.
Περίληψη:
Ανυποταξία σε καιρό ειρήνης. Στοιχειοθέτηση του σχετικού εγκλήματος. Δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων για εκδίκασή του. Επιρροή σχετικής ποινικής δίκης για πλαστογραφία, χρήση πλαστού εγγράφου (ιατρικής γνωμάτευσης για απαλλαγή στρατεύσιμου από εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων). Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη αυτών ως αβάσιμων.
Αριθμός 2331/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) Χ, κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αλεξανδρή, για αναίρεση της με αριθμό 276/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στο από 22.01.2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 888/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 18-3-2008 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 276/2007 του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ.2 και 474 Κ.Π.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί της θα συνεξετασθούν και οι 22-1-2009 πρόσθετοι επ' αυτής λόγοι αναίρεσης, που προτάθηκαν εμπρόθεσμα (άρθρο 509 παρ.2 Κ.Π.Δ.).
Σύμφωνα με το άρθρο 32 στοιχ. α' ΣΠΚ (Ν.2287/1995), σε συνδυασμό με το Π.Δ. 371/2002, δια του οποίου ήρθη η κατάσταση γενικής επιστράτευσης και η χώρα περιήλθε και νομικά σε κατάσταση ειρήνης, "όποιος κηρύσσεται ανυπότακτος, σύμφωνα με το νόμο για τη στρατολογία τιμωρείται, σε ειρηνική περίοδο, με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών". Σύμφωνα δε, με το άρθρο 51 παρ.1 του Ν.3421/2005 "Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις", "Ανυπότακτοι κηρύσσονται όσοι, μετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις, δεν κατατάσσονται στις ορισμένες ημερομηνίες ή προθεσμίες στις μονάδες κατάταξης". Στη συνέχεια οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου, καθορίζουν τα της έναρξης και διακοπής του χρόνου της ανυποταξίας, η οποία αρχίζει από την επομένη της τελευταίας ημερομηνίας κατατάξεως ή εφόσον ορίζεται προθεσμία κατάταξης από την επομένη της τελευταίας ημέρας και διακόπτεται με τη συμπλήρωση του 45ου έτους της ηλικίας του ανυπότακτου, ή με την κατάταξή του στις Ένοπλες Δυνάμεις ή με τη σύλληψη για ανυποταξία ή με την παρουσίαση του ανυπότακτου σε στρατιωτική δικαστική αρχή ή στο στρατολογικό γραφείο για τη διακοπή της ανυποταξίας του ή με την κρίση του ανυπότακτου από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή των Ενόπλων Δυνάμεων, ως ακαταλλήλου για στράτευση (15) ή τέλος με την χορήγηση αναβολής κατάταξης για λόγους υγείας. Περαιτέρω, η ανυποταξία συνιστά ένα έγκλημα γνήσιας παράλειψης, το εγκληματικό νόημα της οποίας συνίσταται στην αδράνεια του στρατεύσιμου προς την κοινωνικά αναμενόμενη προσέλευσή του στις τάξεις του Στρατού. Για την αντικειμενική στοιχειοθέτησή της απαιτούνται: α) η ύπαρξη σχετικής προς κατάταξη πρόσκλησης και β) η μη εμφάνιση του υπόχρεου εντός των προκαθορισμένων ημερομηνιών, ενώ για την υποκειμενική στοιχειοθέτησή της απαιτείται μόνο δόλος, έστω και ενδεχόμενος, που συνίσταται στη γνώση εκ μέρους του υπαιτίου ότι με βάση την πρόσκληση έχει υποχρέωση κατάταξης σε συγκεκριμένη μονάδα μόνο ορισμένη ημερομηνία (ή προθεσμία) και στη θέλησή του να μην εμφανισθεί εκεί, χωρίς να απαιτείται πρόσθετος σκοπός αποφυγής των στρατιωτικών του υποχρεώσεων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ.2 και 498 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3 Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ.19 του Ν.2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη για έλλειψη αιτιολογίας, χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, αλλιώς υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η λόγος αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 9/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 276/2007 απόφαση και πρακτικά του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ο αναιρεσείων με την υπ' αριθμ. 44/30-1-2007 απόφαση του Τριμελούς Στρατοδικείου Λάρισας, κηρύχθηκε αθώος για το έγκλημα της ανυποταξίας σε ειρηνική περίοδο (άρθρο 32 στοιχ. α' του ΣΠΚ (Ν.2287/1995), ελλείψει του στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης της ως άνω πράξης. Κατά της αθωωτικής αυτής απόφασης ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου Λάρισας άσκησε την υπ' αριθμ. 3/6-2-2007 έφεση. Στην έκθεση της έφεσης αυτής αναφέρονται, πλέον του μέρους που γίνεται η περιγραφή της υπόστασης (υποκειμενικής και αντικειμενικής) του ανωτέρω εγκλήματος, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά λέξη: "Στον εφεσίβλητο είχε χορηγηθεί αναβολή για λόγους σπουδών μέχρι την 31-12-2002. Με τη λήξη της αναβολής του επιλέχθηκε την 26-5-2003 για το Σώμα Υλικού Πολέμου, υποχρεούμενος να καταταγεί την 26-5-2003. Επειδή επικαλέσθηκε λόγους υγείας, ζήτησε να εξετασθεί από την Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών (ΕΑΑ), για να κριθεί η σωματική του ικανότητα. Πράγματι το Σ.Γ. Αττικής τον παρέπεμψε στην ΕΑΑ (βλέπετε σχετικές στρατολογικές μεταβολές στο ΑΦΜ του). Όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. Φ ... έγγραφο της ΕΑΑ (Παράρτημα "Α" σελ. 4 α.α. 19), ο εφεσίβλητος ουδέποτε παρουσιάστηκε στην ΕΑΑ κατά το έτος 2003, πλην όμως κατά τρόπο που δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας της υπόθεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... πλαστή Γνωμάτευση της ΕΑΑ που είχε όλα τα εξωτερικά στοιχεία γνησιότητας και μπορούσε να παραπλανήσει οποιονδήποτε, με την οποία ο εφεσίβλητος κρίθηκε ακατάλληλος προς στράτευση (15) επειδή έπασχε από σπονδυλολίσθηση Ο5-Ι1 με έντονες λειτουργικές διαταραχές". Η πλαστή Γνωμάτευση στάλθηκε στο αρμόδιο Σ.Γ. Αττικής του οποίο ο Δ/ντής παραπλανήθηκε και καταχώρησε τη σχετική μεταβολή στη στρατολογική μερίδα του εφεσίβλητου, απαλλάσσοντάς τον από τη στράτευση. Ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι στη συνέχεια έλαβε ταχυδρομικά το υπ' αριθμ. ... πιστοποιητικό τύπου Β', από το οποίο προέκυπτε ότι αυτός απαλλάχθηκε από τη στράτευση. Σε σχετικό ερώτημα της Δ/νσεως Στρατολογικού του ΓΕΕΘΑ, η ΕΑΑ απάντησε, με το ως άνω έγγραφό της, ότι δεν εκδόθηκε γνωμάτευση γι' αυτόν που να τον έχει κρίνει ακατάλληλο προς στράτευση και ότι η υπ' αριθμ. ... αφορά τον Στρατιώτη Ζ, ο οποίος είχε κριθεί με την απόφαση αυτή (τη γνήσια) ικανός 4ης κατηγορίας (14), λόγω "ελαφράς νοητικής υστέρησης" (Βλέπετε σχετικές Γνωματεύσεις - γνήσια και πλαστή - στη δικογραφία). Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει σε βαθμό απόλυτης αποδεικτικής βεβαιότητας το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να καταταγεί την 26-5-2003 στο ΚΕΥΠ και γνώριζε την υποχρέωσή του αυτή, γι' αυτό εξάλλου και μεθόδευσε με την κατάρτιση πλαστής Γνωμάτευσης την απαλλαγή του από τη στράτευση τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Μόλις που χρειάζεται να σημειωθεί ότι η ως άνω πλαστή Γνωμάτευση, καθώς και η στρατολογική μεταβολή που βασίστηκε στο πλαστό αυτό έγγραφο, δεν "νομιμοποιούσε", την παραμονή του εφεσιβλήτου εκτός των τάξεων του Στρατού, για όσο χρόνο δεν είχε γίνει αντιληπτή η πλαστότητα από την αρμόδια Στρατολογική Αρχή". Το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τυπικά την ως άνω έφεση και προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης κατ' ουσία. Με όσα εκτίθενται παραπάνω για το παραδεκτό της έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα και έχοντας το προαναφερόμενο περιεχόμενο η από 6-2-2007 έφεση του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου Λάρισας κατά της υπ' αριθμ. ... αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Στρατοδικείου Λάρισας, ορθά κρίθηκε παραδεκτή, καθόσον περιέχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3 Κ.Π.Δ., καθόσον ειδικότερα ο Εισαγγελέας στη συνταχθείσα έκθεση αναφέρεται σε μία σειρά αποδεικτικών στοιχείων που κάλυπταν το σύνολο σχεδόν της ιστορικής βάσης του κατηγορητηρίου ως και σε επί μέρους αιτιολογίες από το συνδυασμό των οποίων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση ως υπαίτιο τέλεσης του εγκλήματος της ανυποταξίας σε καιρό ειρήνης. Σύμφωνα με αυτό σωστά το Εφετείο (Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο) εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 486 παρ.3 Κ.Π.Δ., για να καταλήξει σε ορθή κρίση, δεχόμενο ως παραδεκτή την έφεση του Εισαγγελέα Στρατοδικείου Λάρισας, η οποία ασκήθηκε όπως απαιτούν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 474 παρ.2 και 498 εδ.α' Κ.Π.Δ. Συνακόλουθα δεν έχει υποπέσει η προσβαλλόμενη απόφαση σε θετική υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 501 παρ.1 στοιχ. Η' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, ο δε αντίθετος πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά την παρ.1 του άρθρου 96 του Συντάγματος, "στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι, ενώ, κατά την παρ.4 στοιχ.α' του ίδιου άρθρου "ειδικοί νόμοι ορίζουν τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες". Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ.3 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Ν.2287/95), "Κληρωτός, εθελοντής ή έφεδρος, που γίνεται δεκτός στη στρατιωτική υπηρεσία, είναι στρατιωτικός από την κατάταξή του και πριν ακόμη ορκισθεί. Οι λοιποί είναι πρακτικοί από την ορκωμοσία τους. Επίσης, στρατιώτης είναι και όποιος καλείται νόμιμα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσμίας προς κατάταξη. Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας εφαρμόζεται όμως σε αυτόν μόνον όσον αφορά το έγκλημα της ανυποταξίας". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν έχουν σε καμία περίπτωση δικαιοδοσία για την εκδίκαση υποθέσεων ιδιωτών, η έννοια όμως του στρατιωτικού δίδεται από το νόμο και συγκεκριμένα από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του ΣΠΚ. Σύμφωνα δε με τη γενόμενη στη διάταξη αυτή ρύθμιση, είναι στρατιωτικός από τη λήξη της προθεσμίας για κατάταξη, όποιος καλείται νόμιμα να καταταγεί, αλλά ο ΣΠΚ εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση εκείνη που τελείται το έγκλημα της ανυποταξίας.
Συνεπώς, αν κάποιος, μετά από γενική ή ειδική πρόσκληση για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις, δεν εμφανίζεται την ορισμένη ημερομηνία στη μονάδα κατάταξης, από την ημερομηνία αυτή θεωρείται στρατιωτικός και το αδίκημα της ανυποταξίας που διέπραξε εκδικάζεται από τα αρμόδια στρατιωτικά δικαστήρια. Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στις πιο πάνω διατάξεις του Συντάγματος, αλλά ούτε στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 8 αυτού ή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αφού, αυτός που καλείται νόμιμα να καταταγεί από τη λήξη της προθεσμίας προς κατάταξη, θεωρείται ότι είναι στρατιωτικός και όχι ιδιώτης. Είναι δε εύλογο να προσδίδει ο νόμος την ιδιότητα του στρατιωτικού στην πιο πάνω περίπτωση, διαφορετικά η κτήση της ιδιότητας αυτής θα εξαρτάτο από τη βούληση του στρατεύσιμου να εμφανισθεί στο στράτευμα προκειμένου να ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Επομένως, είναι αβάσιμες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ο οποίος όπως έχει προαναφερθεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση καταδικάσθηκε για ανυποταξία, σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους (μετά την παραδοχή του ισχυρισμού του περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 περ.α' ΠΚ), η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία χρόνια και εντεύθεν ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' παρ.α' Κ.Π.Δ. και 211 ΣΠΚ, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, κατά τον οποίο το Δικαστήριο αποφάνθηκε για υπόθεση για την οποία δεν είχε, κατά το Σύνταγμα, δικαιοδοσία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Πρέπει επιπλέον να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα υπ' αριθμ. 811/8-1-2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορία της χρήσης πλαστού εγγράφου, για την οποία αρμόδια είναι τα ποινικά δικαστήρια, χωρίς από αυτό να δημιουργείται με έννομες συνέπειες κάποιο ζήτημα κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για την ενοχή ή μη του αναιρεσείοντος για το στρατιωτικό έγκλημα της ανυποταξίας που παραπέμφθηκε ενώπιον των αρμοδίων στρατιωτικών δικαστηρίων. Γι' αυτό όσα αντίθετα των αμέσως προεκτιθέμενων ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με βάση την προαναφερόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (με την οποία κηρύχθηκε αθώος της αποδιδόμενης επιπλέον κατηγορίας της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης) είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράληψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης αποτελεί και εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 276/2007 απόφασής της, το Τριμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων στην ίδια αντίφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ως υπαίτιος του ότι ενώ ήταν στρατεύσιμος, κλάσεως 1996, και κλήθηκε, σύμφωνα με το νόμο "Περί Στρατολογίας", με την υπ' αριθμ. 38/2003 ΕΔΥΕΘΑ/ΓΕΣ, για να παρουσιασθεί στις τάξεις του Στρατού και να καταταγεί την 26-5-2003, στο στρατόπεδο του ΚΕΥΠ, αυτός δεν κατετάγη την παραπάνω ημερομηνία, όπως όφειλε και έτσι έγινε ανυπότακτος σε καιρό ειρήνης από 27-5-2003 μέχρι 10-5-2005, ημερομηνία κατά την οποία διέκοψε την ανυποταξία του καθώς κατετάγη στο 2/39 Σ.Ε.
Στον κατηγορούμενο είχε χορηγηθεί αναβολή για λόγους σπουδών μέχρι 31-12-2002. Με τη λήξη της αναβολής του επιλέχθηκε, την 21-5-2003, για το Σώμα Υλικού Πολέμου, υποχρεούμενος να καταταγεί την 26-5-2003. Επειδή επικαλέσθηκε λόγους υγείας, ζήτησε να εξετασθεί από την Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών (ΕΑΑ), για να κριθεί η σωματική του ικανότητα. Πράγματι το Σ.Γ. Αττικής τον παρέπεμψε στην ΕΑΑ (βλ. σχετικές στρατολογικές μεταβολές στο ΑΦΜ του). Όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ.... έγγραφο της ΕΑΑ (Παράρτημα "Α" σελ. 4 α.α. 19), ο κατηγορούμενος ουδέποτε παρουσιάστηκε στην ΕΑΑ κατά το έτος 2003, πλην όμως κατά τρόπο που δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας της υπόθεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... πλαστή Γνωμάτευση της ΕΑΑ που είχε όλα τα εξωτερικά στοιχεία γνησιότητας και μπορούσε να παραπλανήσει οποιονδήποτε, με την οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ακατάλληλος προς στράτευση (Ι5) επειδή έπασχε από σπονδυλολίσθηση Ο5-Ι1 με έντονες λειτουργικές διαταραχές". Η πλαστή Γνωμάτευση στάλθηκε στο αρμόδιο Σ.Γ. Αττικής του οποίο ο Διευθυντής παραπλανήθηκε και καταχώρησε τη σχετική μεταβολή στη στρατολογική μερίδα του κατηγορουμένου, απαλλάσσοντάς τον από τη στράτευση. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι στη συνέχεια έλαβε ταχυδρομικά το υπ' αριθμ. ... πιστοποιητικό τύπου Β', από το οποίο προέκυπτε ότι αυτός απαλλάχθηκε από τη στράτευση. Σε σχετικό ερώτημα της Διευθύνσεως Στρατολογικού του ΓΕΕΘΑ, η ΕΑΑ απάντησε, με το ως άνω έγγραφό της, ότι δεν εκδόθηκε γνωμάτευση γι' αυτόν που να τον έχει κρίνει ακατάλληλο προς στράτευση και ότι η υπ' αριθμ.... αφορά τον Στρατιώτη Ζ (Βλ. σχετικές Γνωματεύσεις - γνήσια και πλαστή - στη δικογραφία). Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει σε βαθμό απόλυτης αποδεικτικής βεβαιότητας το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος όφειλε να καταταγεί την 26-5-2003 στο ΚΕΥΠ και γνώριζε την υποχρέωσή του αυτή, γι' αυτό εξάλλου και μεθόδευσε με την κατάρτιση πλαστής Γνωμάτευσης την απαλλαγή του από τη στράτευση τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Μόλις που χρειάζεται να σημειωθεί ότι η ως άνω πλαστή Γνωμάτευση, καθώς και η στρατολογική μεταβολή που βασίστηκε στο πλαστό αυτό έγγραφο, δεν "νομιμοποιούσε", την παραμονή του κατηγορουμένου εκτός των τάξεων του Στρατού, για όσο χρόνο δεν είχε γίνει αντιληπτή η πλαστότητα από την αρμόδια Στρατολογική Αρχή. Κατόπιν αυτών ο κατηγορούμενος πρέπει κατά την ομόφωνη κρίση των μελών του Δικαστηρίου, να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της ανυποταξίας σε ειρηνική περίοδο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο". Στη συνέχεια δε το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ανυποταξίας σε ειρηνική περίοδο και του επέβαλε την προαναφερόμενη ποινή φυλάκισης.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ.1α', 27 παρ.1 και 84 παρ.2 περ.α' ΠΚ και 32 περ.α' ΣΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να περάσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (έγγραφα και απολογία του κατηγορούμενου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι εσφαλμένα και χωρίς εξουσία έκρινε το ως άνω Αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η υπ' αριθμ. ... γνωμάτευση της ΕΑΑ αν και κρίθηκε ως πλαστή, ως αναφερόμενη όχι σ' αυτόν αλλά σε άλλο στρατεύσιμο (τον στρατιώτη Ζ), αφού το ζήτημα αυτό αποτελεί αποκλειστικό αντικείμενο της σχετικής ποινικής δίκης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για το παραδεκτό των λόγων αναίρεσης, μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης δεν υπάρχει ευνοϊκή για τον αναιρεσείοντα απόφαση του αρμοδίου Ποινικού δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της πλαστότητας της ως άνω γνωμάτευσης της ΕΑΑ (ή της χρήσης της απ' αυτόν), αλλά κυρίως γιατί από την ανέλεγκτη παραδοχή του Δικαστηρίου ο αναιρεσείων ουδέποτε παρουσιάστηκε στην ΕΑΑ κατά το έτος 2003 προς εξέταση, αλλά με δική του πρωτοβουλία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω ιατρική γνωμάτευση της ανωτέρω Επιτροπής Απαλλαγών που αφορούσε όμως πραγματικά έτερο στρατιώτη τον Ζ και όχι τον αναιρεσείοντα. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης και του πρόσθετου λόγου της, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο), της έλλειψης νόμιμης βάσης και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης αίτησης) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναίρεσης, πλήττονται απαραδέκτως, όπως έχει προαναφερθεί, η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18 Μαρτίου 2008 αίτηση και τους επ' αυτής από 22-1-2009 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 276/2007 απόφασης του Τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ