Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από πρόθεση (βρέφους με σύνδρομο DOWN από τη μητέρα του). Απόρριψη αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Μόνο αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως, ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, ιδρύονται οι από το άρθρο 484 παρ.1 περ. α΄ και δ΄ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Το συμβούλιο εφετών επιτρεπτώς παραπέμπει εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση. Στην πρωτόδικη όμως μόνο συμπληρωματικά και όχι εξ ολοκλήρου. Άλλως παραβίαση άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 2 παρ.1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Όταν ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, λόγω του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, μεταβιβάζεται η υπόθεση από ουσιαστικής και νομικής πλευράς στο Συμβούλιο των Εφετών. Κάθε ακυρότητα ή πλημμέλεια του πρωτοδίκου βουλεύματος καλύπτεται, μετά την άσκηση εφέσεως, κατ’ αυτού, με την έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο και μόνο υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 2498/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 326/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενες τις: 1) Χ2, 2) Χ3 και 3) Χ4 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Απριλίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 731/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιτλιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 406/12.08.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 70/14-4-2008 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 κατά του υπ'αριθ. 326/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αρ. 3531/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 326/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με την κρινόμενη αίτησή της, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με θυροκόλληση την 14-3-2008, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 ΠΚ. Στη συνέχεια επιδόθηκε και στον διορισθέντα αντίκλητό της δικηγόρο Αθηνών Ζήση Κωνσταντίνου την 4-4-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε την 14-4-2008, ημέρα Δευτέρα, δηλαδή μέσα στην δεκαήμερη προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, αυτοπροσώπως από την ίδια ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 70/14-4-2008 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η απόλυτη ακυρότητα και η υπέρβαση εξουσίας.
Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2. Απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Μεταξύ τούτων περιλαμβάνεται και το υπό του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ παρεχόμενο δικαίωμα στον διάδικο να ζητήσει την ενώπιον του συμβουλίου εμφάνισή του προς παροχή οποιασδήποτε εξηγήσεως. Εάν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το Συμβούλιο Εφετών είναι υποχρεωμένο, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, να διατάξει την εμφάνιση του διαδίκου ενώπιόν του. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου και σε περίπτωση απορρίψεώς της να αιτιολογήσει την άρνησή του με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων, οι οποίοι δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ'αυτό του κατηγορουμένου για την παροχή διευκρινήσεων. Αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει επί του αιτήματος αυτού ή αν, χωρίς επαρκή αιτιολογία, απορρίψει το υποβληθέν αίτημα, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά τα προεκτεθέντα. Εξυπακούεται ότι η από τον διάδικο υποβαλλόμενη αίτηση εμφανίσεως, για να δημιουργεί αντίστοιχη υποχρέωση του Συμβουλίου, πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά και ισχυρισμούς προς απόκρουση ή υποστήριξη της κατηγορίας, οι οποίοι θα πρέπει να προσδιορίζονται στην αίτηση και να είναι νέοι, με την έννοια να μην αποτελούν απλή επανάληψη εκείνων που περιλαμβάνονται στα υπομνήματα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως ή και μεταγενέστερα κατά την εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο ή περιέχονται στην απολογία του κατηγορουμένου, τα οποία τέθηκαν υπόψη και είναι ήδη γνωστά στο Συμβούλιο (ΑΠ 1071/2008, ΑΠ 2203/2007, ΑΠ 1787/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με αίτημα που υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ζήτησε την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο, προκειμένου να παράσχει επί της υποθέσεως διευκρινήσεις. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και με δικές του αποκλειστικά σκέψεις απέρριψε με ρητή διάταξή του το αίτημα αυτό της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, παραθέτοντας την ακόλουθη αιτιολογία: "...... δεδομένου ότι στη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως που διεξήχθη είχαν άνεση χρόνου και τόσο προφορικά κατά τις απολογίες τους, όσο και εγγράφως με την υποβολή εκτενών υπομνημάτων, ακόμη και ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, ανέπτυξαν εκτενώς τις απόψεις τους, έτσι ώστε παρέλκει η περαιτέρω ανάπτυξή τους με την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τούτων ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου". Εκ της απορριπτικής, κατά τα ανωτέρω, διατάξεως του προσβαλλομένου βουλεύματος του αιτήματος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, ούτε δημιουργήθηκαν οι αναιρετικοί λόγοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή της υπερβάσεως εξουσίας, αφού το Συμβούλιο απάντησε επ'αυτού ρητά, χωρίς, όπως αναφέρθηκε, να είναι υποχρεωμένο να διατάξει την εμφάνιση, ενώ και η αναφερόμενη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη. Αυτό δε γιατί πράγματι η αυτοπρόσωπη εμφάνιση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο Συμβούλιο είναι περιττή όταν αυτή έχει αναπτύξει τις απόψεις της με υπομνήματα ή αιτήσεις και η υπόθεση δεν εμφανίζει κενά προς διευκρίνηση. Η απορριπτική αυτή διάταξη δεν προσκρούει εξάλλου ούτε στο άρθρο 20 του Συντάγματος, για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, ούτε στα άρθρα 5 παρ. 3, 4 και 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ. Τέλος η μετά την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος εκδίκαση της εφέσεως της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στην ουσία της, δεν δημιούργησε ούτε τον αναιρετικό λόγο της υπερβάσεως εξουσίας. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον συναφή λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα, άλλως ανεπαρκής αιτιολογία και περαιτέρω υπέρβαση εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη του και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του συμβουλίου (ΑΠ 1095/2007, ΑΠ 842/2007, ΑΠ 544/2005). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή ή διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006, ΑΠ 1479/2004). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1230/2007, ΑΠ 1364/2006).
4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου, όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως, αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και ειδικότερα από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα περιστατικά της υποβληθείσης κατ' αυτών εγκλήσεως του Ψ, την ανωμοτί εξέταση αυτού ενώπιον της ανακρίτριας του 15ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως πολιτικώς ενάγοντος, το υπόμνημα του Ψ και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα κάτωθι εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά: Ο Ψ, δικαστικός επιμελητής, με την από 21-1-2005 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, κατήγγειλε ότι στις 21-4-1991 ήλθε σε γάμο με την Χ1, (πρώτη κατηγορουμένη-εκκαλούσα), με την οποία απέκτησε δύο θήλεα τέκνα τα οποία γεννήθηκαν στις 5-1-1992 το ένα και στις 14-11-1996 το έτερο. Ότι εκτός από τα δύο αυτά παιδιά, στις 7-3-1995 γεννήθηκε στο μαιευτήριο "...", στην ..., ένα θήλυ τέκνο αυτού και της συζύγου του, το οποίο άμα τη γεννήσει του διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN, και, προκειμένου να μην κλονιστεί η ψυχική υγεία της συζύγου του και μητέρας του τέκνου Χ1, εξ αιτίας της παθήσεως αυτής του παιδιού, μετά από σχετική συνεννόηση με τον ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο, συμφωνήθηκε να ανακοινωθεί στην μητέρα ότι δήθεν το παιδί αυτό γεννήθηκε νεκρό, οπότε πράγματι ο ιατρός μετέβη στο δωμάτιο της ανωτέρω και της ανακοίνωσε ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Κατόπιν δε υποδείξεως του ιατρού, το παιδί εισήχθη για περαιτέρω ιατρική φροντίδα στις 10-3-1995 σε ιδιωτική παιδιατρική κλινική , όπου και παρέμεινε μέχρι τις 3-10-1995 εν αγνοία της μητέρας του. Στις 2-10-2005, οι λοιπές κατηγορούμενες, οι οποίες τυγχάνουν αδελφές της συζύγου του Χ1 (η δεύτερη και τρίτη, Χ2 και Χ3) και μητέρα της συζύγου του (η τέταρτη, Χ4), απεκάλυψαν στην Χ1 την αλήθεια, ότι δηλαδή το παιδί είχε γεννηθεί ζων και ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN και είχε εισαχθεί σε ιδιωτική παιδιατρική κλινική. Η Χ1 τότε απαίτησε να εξέλθει το παιδί από την κλινική και να μεταφερθεί στην οικία τους. Την επομένη ημέρα 3-10-1995, ο εγκαλών μετέβη με την Χ3 (αδελφή της συζύγου του) στην Ευρωκλινική Παίδων ..... και παρέλαβε το παιδί το οποίο και μετέφερε εν συνεχεία και εγκατέστησε στην οικία της πεθεράς του Χ4. Έκτοτε και μέχρι τις 20-11-1995 παρατήρησε δύο φορές ότι η σύζυγος του είχε λούσει το παιδί και το κρατούσε βρεγμένο στην ταράτσα τη μία φορά, εκτεθειμένο στο ψύχος, και εντός της οικίας των την δεύτερη φορά, εκτεθειμένο όμως και πάλιν σε ψύχος, και της έκανε δριμείες παρατηρήσεις. Στις 20-11-1995 και ενώ βρισκόταν στην εργασία του, περί ώρα τρεις το απόγευμα, η σύζυγός του, του τηλεφώνησε και του είπε να επιστρέψει γρήγορα στο σπίτι. Εκείνος τότε επέστρεψε και άμα τη αφίξει του η σύζυγός του, του ανακοίνωσε ότι όλα είχαν τελειώσει και ότι είχε σκοτώσει το παιδί τους, ειδικότερα δε το είχε πνίξει με ένα μαξιλάρι, με τη βοήθεια της αδελφής της Χ2, η οποία του κρατούσε τα πόδια, χαρακτηριστικά δε του ανέφερε: "μας ταλαιπώρησε το άτιμο". Κατόπιν δε ήλθε στην οικία τους ένας άγνωστος σε αυτόν άνδρας, για τον οποίο έμαθε αργότερα πως ήταν συνεργάτης του γραφείου τελετών του Α και παρέλαβε το νεκρό παιδί του, το οποίο η πεθερά του είχε τοποθετήσει μέσα σε ένα χαρτοκιβώτιο, όλοι δε μαζί μετέβησαν στο νεκροταφείο της ... όπου και έγινε η κηδεία του παιδιού την ίδια ημέρα (20-11-1995). Η σύζυγός του, του είπε να μην καταγγείλει το γεγονός αυτό διότι θα έμπλεκε και ο ίδιος και θα πήγαιναν όλοι τους φυλακή και το πρώτο παιδί τους που είχε γεννηθεί στις 5-1-1992, θα βρισκόταν στο δρόμο. Για τον θάνατο συντάχθηκε ληξιαρχική πράξη θανάτου από τον ιατρό Ι, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του παιδιού επήλθε δήθεν από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και συγγενή καρδιοπάθεια. Μετά την υποβολή της εγκλήσεως αυτής του Ψ στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, (σχετ. η Γ05/325/3-2-2005 παραγγελία του εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προς το 1° Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής της ΔΑΑ) και ακολούθως, μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξετάσεως ασκήθηκε κατά των εκκαλουσών ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και άμεση και απλή συνεργεία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Από το συλλεγέν εν γένει κατά τα ανωτέρω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι στις 7-3-1995, στο μαιευτήριο "..." στην ..., η Χ1 γέννησε ένα θήλυ τέκνο, βάρους 3.400 γρ. το οποίο είχε τρισωμία 21, δηλαδή σύνδρομο DOWN. Χαρακτηριστικά του συνδρόμου αυτού, που λέγεται και μογγολισμός, είναι η μικροκεφαλία, η βραχυκεφαλία και το πεπλατυσμένο ινίο. Οι οφθαλμοί είναι λοξοί και οι επικάνθιες πτυχές συνήθως φαίνονται. Η ράχη της μύτης είναι πεπλατυσμένη, το στόμα συχνά παραμένει ανοικτό, λόγω της μεγάλης και προβάλλουσας γλώσσας η οποία είναι αυλακωτή χωρίς την κεντρική σχισμή και τα αυτιά είναι μικρά με τις έλικες διπλωμένες κάτω. Τα χέρια είναι μικρά και φαρδιά, με μία μόνο παλαμιαία πτυχή (πιθηκοειδής πτυχή). Τα δάκτυλα είναι κοντά, με κλινοδακτυλία (καμπύλωση) του 5ου δακτύλου, ο οποίος συχνά έχει μόνο 2 φάλαγγες. Στα πόδια υπάρχει μεγάλο κενό μεταξύ 1ου και 2ου δακτύλου και μία πελματιαία αύλακα εκτείνεται προς τα πίσω. Η σωματική και διανοητική ανάπτυξη καθυστερούν και ο μέσος IQ είναι περίπου 50 (βλ. σχετ. κατάθεση Ιατροδικαστού ..... και συνημμένη στην κατάθεση βιβλιογραφία). Σύμφωνα με τις καταθέσεις των ιατρών-παιδιάτρων του μαιευτηρίου "..." Β και Γ, οι οποίοι εξέτασαν το παιδί μετά τη γέννησή του (η εφημερεύουσα Γ την ημέρα της γεννήσεως του και ο Β στις 9 και 10/3/1995), τούτο, πλην του συνδρόμου DOWN, δεν έπασχε από κάποια άλλη συγγενή ανωμαλία και κυρίως συγγενή καρδιοπάθεια και ήταν κλινικά άριστο. Οι καταθέσεις των παιδιάτρων βασίζονται στα έγγραφα του μαιευτηρίου "...", αντίγραφα των οποίων περιέχονται στην δικογραφία, σύμφωνα δε με τα έγγραφα αυτά(διάγραμμα νεογνού, υπερηχογράφημα νεογνού, εξέταση χολερυθρίνης αίματος, εξέταση βρέφους μετά τη γέννηση του), η κλινική κατάσταση του παιδιού ήταν άριστη και βαθμολογήθηκε 'στην κλίμακα APGAR με 8 στα 10. Η κλίμακα αυτή αφορά την γενική κατάσταση του παιδιού αμέσως μετά τη γέννηση του, ειδικότερα δε τους καρδιακούς παλμούς, την αναπνοή, τον μυϊκό τόνο, το χρώμα, την αντίδραση στα ερεθίσματα. Το παιδί βαθμολογήθηκε με 8 στα δέκα διότι ήταν ωχρό και δεν έβηξε αμέσως αλλά σύμφωνα με την κατάθεση της παιδιάτρου Γ, τα περισσότερα φυσιολογικά παιδάκια παρουσιάζουν τέτοιου είδους μικροπροβλήματα, κανένα δε σχεδόν παιδάκι δεν βαθμολογείται με 10 στα 10 της κλίμακας APGAR. Ο μαιευτήρας Δ, ο οποίος πραγματοποίησε τον τοκετό, στην από 28-11-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ισχυρίζεται ότι ενημέρωσε και τους δυο γονείς σχετικά με το σύνδρομο DOWN του παιδιού, ειδικότερα δε τον πατέρα αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού και την μητέρα αμέσως μετά την πλήρη ανάνηψή της, και οι αντιδράσεις των γονέων ήταν φυσιολογικές και όχι ακραίες, ήτοι στενοχωρήθηκαν αρκετά. Ο Ψ όμως στις περιεχόμενες στην δικογραφία καταθέσεις του ισχυρίζεται ότι ο ιατρός Δ δεν ενημέρωσε την μητέρα σχετικά με το σύνδρομο DOWN του παιδιού για να μην υποστεί ψυχικό κλονισμό και προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες ακραίες αντιδράσεις της και μετά από συνεννόηση με αυτόν (πατέρα) και τις αδελφές της συζύγου του, συμφωνήθηκε να της αναφέρουν ότι δήθεν το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Τούτο επιβεβαιώνει και η μητέρα του παιδιού Χ1 καθώς επίσης και οι κατηγορούμενες αδελφές αυτής και η μητέρα της, που στις απολογίες των και στις ανωμοτί καταθέσεις των που ελήφθησαν κατά την προκαταρκτική εξέταση ισχυρίζονται ότι ο ιατρός, μετά προηγηθείσα συνεννόηση με τον πατέρα, ανακοίνωσε στην επίτοκο ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Αλλά και οι σύζυγοι των αδελφών Ε (σύζυγος της Χ3) και Ζ (σύζυγος της Χ2), καταθέτουν ότι την ημέρα της γεννήσεως του παιδιού, πληροφορήθηκαν από τις συζύγους τους ότι τούτο είχε δήθεν γεννηθεί νεκρό. Η άποψή μας είναι ότι ο ιατρός πράγματι δεν ενημέρωσε την μητέρα και τούτο όχι μόνον εκ του λόγου ότι τόσον ο πατέρας όσο και οι εκκαλούσες καταθέτουν ότι ανέφερε εις αυτήν ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό, αλλά και διότι στις 10-3-1995, το παιδί εισήχθη στην ... προκειμένου να μην έλθει σε επαφή μαζί του η μητέρα, από την οποία και είχε αποκρυφθεί το γεγονός της γεννήσεως ζώντος του παιδιού αλλά με σύνδρομο DOWN. Η εισαγωγή του παιδιού στην ... έλαβε χώρα στις 10-3-2005. Η εν λόγω κλινική, (σήμερα φέρει την επωνυμία ...), με το από 11-1-2006 έγγραφό της προς την Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής, αναφέρει ότι δεν υπάρχουν στο αρχείο της στοιχεία των ιατρών που παρακολουθούσαν το ως άνω βρέφος, από δε τον έλεγχο του ιατρικού φακέλου πιθανολογείται λόγω των δυσανάγνωστων υπογραφών, ότι νοσηλεία στο παιδί παρέσχον οι νοσηλεύτριες Η και Θ, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Από το περιεχόμενο στη δικογραφία αντίγραφο φύλλου νοσηλείας του παιδιού στην ως άνω κλινική, συνάγεται ότι τούτο εισήχθη με σύνδρομο DOWN και ίκτερο και κανένα άλλο πρόβλημα. Κατά συνέπεια ο μοναδικός λόγος εισαγωγής του στην κλινική ήτο να αποκρυφθεί από την μητέρα το γεγονός ότι έτεκε παιδί με το παραπάνω σύνδρομο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο παιδίατρος Β εξέτασε το παιδί στις 9 και στις 10-3-1995 και δεν διεπίστωσε την ύπαρξη κάποιου προβλήματος υγείας. Τόσο δε ο πατέρας στις καταθέσεις του, όσον και οι κατηγορούμενες αδελφές αλλά και η μητέρα της Χ1, κατηγορουμένη Χ4, δεν αναφέρουν στις απολογίες τους κάποιο πρόβλημα υγείας του παιδιού, λόγω του οποίου να καθίσταται αναγκαία η εισαγωγή τούτου στην ως άνω κλινική στις 10-3-1995. Αν υπήρχε δε πράγματι τέτοιο πρόβλημα, θα αναγραφόταν και στον τηρούμενο φάκελο εξετάσεων στο μαιευτήριο "..." και θα συνίστατο από τον ως άνω παιδίατρο του μαιευτηρίου η εισαγωγή του παιδιού σε παιδιατρική κλινική η στο Νοσοκομείο Παίδων. Στο φύλλο νοσηλείας της παιδιατρικής κλινικής παρά ταύτα αναγράφεται: "Το παιδί σε σοβαρή κατάσταση. Αφυδατωμένο, με κυάνωση, με δύσπνοια, χωρίς σφυγμό, βραδυκαρδία, 50 το λεπτό". Παρατηρώντας όμως το φύλλο νοσηλείας διαπιστώνουμε ότι η ένδειξη αυτή, η οποία είναι ανυπόγραφη και δεν φέρει όνομα έστω ιατρού ή νοσηλευτού, αναφέρεται στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν το παιδί περί ώρα 5.00 της 23-3-1995, αφού η ημεροχρονολογία αυτή αναγράφεται παραπλεύρως της εν λόγω ενδείξεως. Από το φύλλο νοσηλείας προκύπτει ότι το παιδί παρουσίασε αναπνευστική δυσχέρεια κατά το χρονικό διάστημα από 23-3-1995 μέχρι τις 26-3-1995 ή το πολύ μέχρι τις 31-3-1995. Έκτοτε και δη από την 1-4-1995 και την ημεροχρονολογία της εξόδου του από την ως άνω κλινική (3-10-1995), δεν παρουσίασε κανένα άλλο πρόβλημα και το παιδί εξήλθε υγιές. Σημειωτέον δε ότι στο φύλλο νοσηλείας περιγράφονται τα παραπάνω συμπτώματα, χωρίς όμως να αναγράφεται συγχρόνως και κάποια διάγνωση συγκεκριμένης νόσου, στην οποία και να οφείλονται τα συμπτώματα αυτά. Το γεγονός της εισαγωγής του παιδιού στην ιδιωτική παιδιατρική κλινική γνώριζαν ο εγκαλών Ψ, καθώς και οι αδελφές και η μητέρα της συζύγου του. Οι ανωτέρω, σύμφωνα με τον Ψ, κατά το χρονικό διάστημα που το παιδί βρισκόταν στην παιδιατρική κλινική, ασκούσαν πιέσεις σε αυτόν, λέγοντας του ότι έπρεπε να αποκαλύψει στη σύζυγο του την αλήθεια και ότι δεν έπρεπε να καταπίνει τις στενοχώριες μόνος του. Εν τέλει δε, μετά παρέλευση ολίγων μηνών και δη στις 2-10-1995, απεκάλυψαν οι ίδιες στην Χ1 την αλήθεια, ότι δηλαδή το παιδί είχε γεννηθεί ζων , ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN και ότι είχε εισαχθεί και παρέμενε στην ως άνω αναφερομένη κλινική. Ο Ψ καταθέτει ότι όταν η σύζυγός του πληροφορήθηκε ότι το παιδί ζούσε, τον απεκάλεσε "ηλίθιο" και του είπε ότι έπρεπε να το είχε αποτελειώσει μέσα στο χειρουργείο την ημέρα της γεννήσεώς του, απαίτησε δε από αυτόν να εξάγει το παιδί από την κλινική και να το φέρει στην οικία τους. Ο εγκαλών υπάκουσε διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, θεώρησε ότι η σύζυγός του θα ανέτρεφε το παιδί στην οικία τους και την επομένη ημέρα 3-10-1995, μετέβη με την κουνιάδα του Χ3 στην κλινική και παρέλαβε το παιδί, το οποίο όμως η σύζυγος του αρνήθηκε να εγκαταστήσει στην οικία τους, αλλά εγκατέστησε στο διαμέρισμα της μητέρας της. Σημειωτέον ότι οι εκκαλούσες αδελφές και η μητέρα αυτών, διέμεναν άπασες στην επί της οδού ..... τριώροφη οικία, στο ..... . Στο ισόγειο της οικίας αυτής διέμενε η Χ4 (μητέρα), στο πρώτο όροφο η Χ3, στον δεύτερο η Χ2 και στον τρίτο η Χ1. Η τελευταία, πρόβαλε ως δικαιολογία της αρνήσεως της να εγκαταστήσει το βρέφος στο διαμέρισμά της, το ενδεχόμενο του ψυχολογικού επηρεασμού της κόρης της Χ4, από την αιφνιδιαστική εμφάνιση και εγκατάσταση αυτού. Το γεγονός της υπάρξεως και εγκαταστάσεως του παιδιού, αποκρύφθηκε όχι μόνον από τους γείτονες και τους γνωστούς της οικογένειας, (βλ. σχετ. ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των ..., ..., ..., από τις οποίες συνάγεται ότι καίτοι είχαν επισκεφθεί το διαμέρισμα της Χ4, εν τούτοις δεν είχαν πληροφορηθεί την ύπαρξη του βρέφους), και από την καθαρίστρια Κ, για την οποία ο Ψ καταθέτει ότι καθάριζε το ισόγειο και την έπαυσαν από καθαρίστρια για να μην αντιληφθεί την ύπαρξη του παιδιού, αλλά και από τους Ε (σύζυγο της Χ3) και Ζ(σύζυγο της Χ2). Ο Ψ καταθέτει ότι μετά πάροδο είκοσι περίπου ημερών από την εξαγωγή του βρέφους από την παιδιατρική κλινική, διαπίστωσε ότι η σύζυγος του, βραδινή ώρα, βρισκόταν στην ταράτσα της τριώροφης οικίας και κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος λουσμένο και βρεγμένο. Επίσης άλλη μια φορά διαπίστωσε ότι η ανωτέρω είχε ανοίξει όλες τις μπαλκονόπορτες του διαμερίσματός της, προκειμένου να σχηματίζεται ρεύμα αέρος και κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος λουσμένο. Στις έντονες δε διαμαρτυρίες του, και στις δύο περιπτώσεις, η ανωτέρω τον απεκάλεσε "ηλίθιο" και του είπε ότι αυτός έφταιγε για όλα, ο δε εγκαλών ερμηνεύει τη φράση της αυτή ως απόδοση σε αυτόν τον ίδιο, ευθύνης, για μη θανάτωση από μέρους του παιδιού αμέσως μετά τη γέννηση του. Με τις ενέργειές της δε αυτές, η ανωτέρω, διατείνεται ο εγκαλών, επεδίωκε να κρυολογήσει σοβαρά το βρέφος και να πεθάνει. Το βρέφος δεν το εξέτασε κανένας γιατρός κατά το χρόνο που βρισκόταν εν κρυπτώ στην οικία της Χ4. Στις 20-11-1995, το βρέφος πέθανε. Σύμφωνα με τον Ψ, κατά τον χρόνο του θανάτου του βρέφους, ο ίδιος βρισκόταν στην δουλειά του και περί ώρα 15.00' περίπου, του τηλεφώνησε στο κινητό του τηλέφωνο ..... η σύζυγός του, η οποία του ζήτησε να επιστρέψει πάραυτα στην οικία τους, χωρίς να του δώσει κάποια εξήγηση. Όταν δε αυτός επέστρεψε, βρήκε τη σύζυγο του, έξωθι του διαμερίσματος της πεθεράς του, και την άκουσε να του λέει ικανοποιημένη: "Όλα τελείωσαν. Το μωρό δεν υπάρχει πια, είναι νεκρό". Του ανέφερε δε εν συνεχεία, ότι οι εκκαλούσες είχαν αποφασίσει να θέσουν τέλος στο μαρτύριο της ανατροφής του άρρωστου αυτού παιδιού, ότι η αδελφή της Χ3 (οδοντίατρος που διατηρούσε οδοντιατρείο στο ισόγειο διαμέρισμα της ως άνω τριώροφης οικίας), επεχείρησε αρχικά, την ημέρα εκείνη (20-11-1995) να το θανατώσει με ενδοφλέβια ένεση αλλά δεν το κατόρθωσε και εν συνεχεία, η ίδια ( δηλαδή η σύζυγός του Χ1), το έπνιξε με ένα μαξιλάρι και κατά την ενέργειά της αυτή η αδελφή της Χ2, κρατούσε τα πόδια του βρέφους, για να την διευκολύνει. "'Ασε και μας ταλαιπώρησε το άτιμο", του ανέφερε χαρακτηριστικά η σύζυγός του, η οποία δεν παρέλειψε να του επισημάνει πως στην περίπτωση που θα κατήγγειλε το έγκλημα, θα ενεπλέκετο και ο ίδιος και το παιδί τους θα έμενε στους δρόμους. Οι εκκαλούσες, στις απολογίες τους ισχυρίζονται ότι το βρέφος πέθανε αιφνιδίως τα ξημερώματα της 20-11-1995, από αιτία άγνωστη, ενώ κοιμόταν στην κούνια του, στο διαμέρισμα της μητέρας του Χ1 και ότι κατά το χρόνο του θανάτου του ο πατέρας Ψ βρισκόταν στο διαμέρισμα. Ο Ψ όμως προσκομίζει και επικαλείται τις ....., ..... εκθέσεις επιδόσεως καθώς και την από 20-11-1995 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγμάτων (απόπειρα), ήτοι έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι στις 20-11-1995, τις ώρες 10.45, 13.40 και 14.00, ενεργούσε πράξεις στα πλαίσια των καθηκόντων του ως δικαστικός επιμελητής, τις οποίες και δεν θα ενεργούσε αν πράγματι είχε πεθάνει το παιδί του κατά τον χρόνο που αυτός βρισκόταν στην οικία του. Κατά συνέπεια από τα έγγραφα αυτά συνάγεται ότι το βρέφος δεν πέθανε προ της αναχωρήσεως του Ψ για την εργασία του και είναι βάσιμος ο ισχυρισμός αυτού περί του ότι ο θάνατος επήλθε κατά τον χρόνο που αυτός απουσίαζε και ειδοποιήθηκε από την σύζυγο του περί ώρα 15.00', σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω ο Ψ καταθέτει ότι η σύζυγός του, μετά την ανακοίνωση της εγκληματικής ενεργείας, του παρέδωσε ένα φάκελο, ο οποίος περιείχε το χρηματικό ποσό των 3.000.000 δραχμών, με την εντολή να μεταβεί στον ..... και να τον παραδώσει σε ένα κύριο που θα τον περίμενε στη γωνία απέναντι από το Αστυνομικό Τμήμα ... . Του εξήγησε πως τα χρήματα αυτά προορίζονταν για τα έξοδα της κηδείας του παιδιού. Πράγματι ούτος συνάντησε τον ανωτέρω στο σημείο όπου του είχε υποδείξει η σύζυγός του και του παρέδωσε τον φάκελο με τα χρήματα. Επέστρεψε δε στην οικία του, όπου έξωθι αυτής βρισκόταν ήδη ο κύριος στον οποίο είχε παραδώσει το φάκελο με τα ποσό των 3.000.000 δραχμών και στον οποίο η σύζυγος του παρέδωσε το νεκρό βρέφος μέσα σε ένα χαρτόκουτο. Ο άγνωστος τοποθέτησε το χαρτόκουτο με το νεκρό βρέφος στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του και αναχώρησε. Ακολούθως, ο εγκαλών με τη σύζυγό του, την κουνιάδα του Χ3 και την πεθερά του Χ4, κατευθύνθηκαν στο νεκροταφείο της ..., όπου και έλαβε χώρα ο ενταφιασμός του παιδιού, το οποίο ενταφιάστηκε τοποθετημένο μέσα στο χαρτόκουτο, που έφερε ανά χείρας ο ανωτέρω άγνωστος, παραλήπτης του ποσού των 3.000.000 δραχμών. Ο δε ενταφιασμός έλαβε χώρα την ίδια ημέρα (20-11-1995). Οι ισχυρισμοί αυτοί του Ψ είναι βάσιμοι και ενισχύονται από τα κάτωθι αποδεικτικά στοιχεία: Σύμφωνα με τα προλεχθέντα, το βρέφος απεβίωσε αιφνιδίως στις 20-11-1995 και δη κατά χρόνο που ο εγκαλών δεν βρισκόταν στην οικία του. Καίτοι δε απεβίωσε αιφνιδίως, εν τούτοις η μητέρα αυτού, Χ1, δικηγόρος, αλλά και η εκ των αδελφών της Χ3, οδοντίατρος, δεν έπραξαν τα δέοντα για να πραγματοποιηθεί η σε περιπτώσεις αιφνίδιων θανάτων επιβαλλομένη νεκροψία-νεκροτομία επί του θανόντος βρέφους, εις τρόπον ώστε να διακριβωθεί η αιτία θανάτου αυτού. Η ..... ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου ... ..., σχετικά με τον θάνατο του βρέφους, συντάχθηκε επί τη βάσει του από 20-11-1995 ιατρικού πιστοποιητικού θανάτου του ιατρού Ι, ως προς την δράση του οποίου λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εν λόγω ιατρός δεν κλήθηκε στην οικία όπου βρισκόταν το νεκρό βρέφος για να εξετάσει αυτό. Στο ως άνω ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου βεβαιώνεται ότι ο θάνατος του παιδιού επήλθε από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια - συγγενή καρδιοπάθεια. Δεν αναφέρεται η ύπαρξη συνδρόμου DOWN. Ο συντάξας το πιστοποιητικό αυτό ιατρός, αρχικά ισχυρίστηκε ότι εξέτασε μακροσκοπικώς το νεκρό βρέφος στο Γραφείο Τελετών του Α και εκτιμώντας την κατάσταση του πτώματος, το οποίο δεν έφερε κακώσεις και το γεγονός ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN, εξέδωκε το ως άνω πιστοποιητικό, το οποίο και υπέγραψε και έθεσε επ' αυτού την σφραγίδα του. Η δε υπογραφή του είχε ήδη θεωρηθεί επί του πιστοποιητικού αυτού, προ της συμπληρώσεώς του, από τον φίλο του, αξιωματικό της αστυνομίας Ξ, ο οποίος είχε βεβαιώσει την υπογραφή του επί ορισμένων πιστοποιητικών κενών περιεχομένου. Κατόπιν όμως ο εν λόγω ιατρός κατέθεσε ότι δεν εξέτασε ποτέ το νεκρό βρέφος και ότι το πιστοποιητικό θανάτου φέρει μεν την υπογραφή του, πλην όμως το περιεχόμενο συμπληρώθηκε εν αγνοία του. Επρόκειτο, σύμφωνα με τον Ι, για πιστοποιητικό από εκείνα που έφεραν την υπογραφή του, θεωρημένη από τον Ξ και τα οποία αυτός (Ι), είχε παραδώσει εν συνεχεία στον φίλο του Ο, που διατηρούσε Γραφείο Τελετών στην οδό ..., προκειμένου να τον εξυπηρετήσει για περιπτώσεις αιφνίδιων θανάτων που ελάμβαναν χώρα τη νύχτα. Χορήγησε δηλαδή τα υπογεγραμμένα αυτά πιστοποιητικά στον φίλο του Ο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του, και του έδωσε την δυνατότητα σε περιπτώσεις αιφνίδιων θανάτων, να συμπληρώνει ο ίδιος αυτά, με την αιτία θανάτου. Εν τέλει σε τρίτη κατάθεση του ο Ι διατείνεται ότι δεν εξέτασε το νεκρό βρέφος και ότι το πιστοποιητικό, το συμπλήρωσε ο ίδιος κατά περιεχόμενο, αφού του το προσκόμισε ο Ο και για την συμπλήρωση αυτή ζήτησε και έλαβε το χρηματικό ποσό των 10.000 δραχμών. Από την περιεχόμενη στην δικογραφία από 1-11-2005 Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ, συνάγεται ότι το πιστοποιητικό θανάτου έχει συμπληρωθεί ως προς τις χειρόγραφες ενδείξεις της αιτίας θανάτου (Καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια, Συγγενής καρδιοπάθεια), από τον Ι αλλά και ως προς άλλες ενδείξεις (Ι, ....., 95, 4.30, ....., οικίαν της, ....., ....., ΚΥΡΙΑΚΗ, 1995, 3,7, ελληνική, ....., .....). Ο Ξ επιβεβαιώνει το γεγονός της θεωρήσεως της υπογραφής του Ι επί κενών περιεχομένου πιστοποιητικών και ο Ο επιβεβαιώνει με την σειρά του την παραλαβή από μέρους του τέτοιων πιστοποιητικών. Ο Ο στην από 31-10-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση διατείνεται ότι παρέδωσε στον συνάδελφο του Α, το ιατρικό πιστοποιητικό, κενό περιεχομένου, το οποίο έφερε την θεωρημένη κατά τ' ανωτέρω υπογραφή του ιατρού Ι. Σε μεταγενέστερη όμως εξέτασή του, κατ' αντιπαράσταση με τον ιατρό Ι, δεν αποκλείει να συμπλήρωσε πρώτα ο Ι το εν λόγω πιστοποιητικό και μετά να παρέδωσε αυτό στον Α. Ο τελευταίος διατείνεται ότι ο ιατρός Ι εξέτασε το νεκρό βρέφος στον νεκροθάλαμο του Πρώτου Νεκροταφείου, στις 20-11-1995, παρουσία του Μ, ο οποίος απασχολούταν στο Γραφείο Τελετών του Α. Ο Μ όμως δεν επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό και στην από 21-4-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση, καταθέτει ότι δεν είδε κανένα γιατρό να εξετάζει το νεκρό βρέφος. Επί τη βάσει των δεδομένων αυτών φρονούμε ότι το ιατρικό πιστοποιητικό εξεδόθη χωρίς προηγουμένως να έχει εξετασθεί το νεκρό βρέφος. Στην άποψη αυτή κατατείνουν οι καταθέσεις των ανωτέρω προσώπων, εκ των οποίων μόνον ο Α ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα εξέταση και διαψεύδεται από τον Μ, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Αλλωστε αν είχε λάβει χώρα πράγματι εξέταση του νεκρού βρέφους, ο ιατρός δεν θα είχε χρησιμοποιήσει προς πιστοποίηση του θανάτου και της αιτίας αυτού, πιστοποιητικό εξ εκείνων, των κενών περιεχομένου, με θεωρημένο μόνο το γνήσιο της υπογραφής του ιατρού, που είχαν χορηγηθεί στον Ο, αλλά θα είχε καταρτίσει νέο πιστοποιητικό. Εφόσον επομένως δεν εξετάστηκε το νεκρό βρέφος, η αναγραφομένη στο πιστοποιητικό αυτό αιτία θανάτου (Καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια, Συγγενής καρδιοπάθεια), δεν είναι η πραγματική αιτία θανάτου του βρέφους. Άλλωστε η διάγνωση της συγκεκριμένης αυτής αιτίας θανάτου, δεν είναι δυνατόν να γίνει μόνον με μακροσκοπική εξέταση αλλά απαιτείται και νεκροτομή. Μόνον δε το 35% των ασθενών με σύνδρομο DOWN, πάσχουν από τις ασθένειες αυτές (βλ. σχετ. καταθέσεις Ιατροδικαστού Μαριανού και σχετική βιβλιογραφία). Εν σχέσει με την άδεια ταφής λεκτέα τα εξής: Τον ενταφιασμό του νεκρού βρέφους ανέλαβε το Γραφείο Τελετών του Α, το οποίο λειτουργούσε στο όνομα της συζύγου του Ν, στην οδό ....., στην πλατεία του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών. Ο Α γνωριζόταν με την οικογένεια Χ1-Χ2-Χ3-Χ4, διότι ήσαν συγχωριανοί, καταγόμενοι από χωριό της νήσου ..... . Σύμφωνα με τον Μ, ο οποίος τότε ήταν αστυνομικός εν ενεργεία αλλά παρά ταύτα εργαζόταν περιστασιακά στο Γραφείο Τελετών του Α, η άδεια ταφής εκδόθηκε επί τη βάσει του αναληθούς ιατρικού πιστοποιητικού, από το Αστυνομικό Τμήμα ..., την ίδια ημέρα του θανάτου του βρέφους, δηλαδή στις 20-11-1995. Ο Μ, στην από 21-4-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση, καταθέτει ότι ο ίδιος παρέλαβε μέσα σε χαρτόκουτο το νεκρό βρέφος από την επί της οδού ..... οικία και με το αυτοκίνητό του το μετέφερε στον νεκροθάλαμο του Πρώτου Κοιμητηρίου. Ακολούθως δε, ο Α του παρέδωσε το αναληθές κατά περιεχόμενο πιστοποιητικό και μετέβη με αυτό, την ίδια ημέρα (20-11-1995), στο Αστυνομικό Τμήμα ..., προκειμένου να αιτηθεί την έκδοση αδείας ταφής. Εκεί συναντήθηκε με τον πατέρα του παιδιού και ανέβηκαν μαζί στο Τμήμα. Ο Μ δεν αποκλείει να του παρέδωσε ο πατέρας του παιδιού Ψ φάκελο, αλλά καταθέτει ότι δεν θυμάται το γεγονός αυτό. Καταθέτει όμως ότι η άδεια εκδόθηκε την ίδια ημέρα. Η άδεια ταφής παρά ταύτα φέρει ημεροχρονολογία 21-11-1995. Η εν λόγω άδεια δεν φέρει τα στοιχεία παρά μόνον την υπογραφή του συντάξαντος αυτήν Ανθυπαστυνόμου, που από την ανάκριση διακριβώθηκε ότι ήτο ο Λ, καθώς επίσης δεν φέρει και την στρογγυλή σφραγίδα του Τμήματος, και τον τίτλο της Υπηρεσίας. Σημειωτέον ότι ο Λ δεν ασκούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας στις 20-11-1995, άσκησε δε τοιαύτα καθήκοντα στις 21-11-1995, κατά τις ώρες 06.00'-14.00. Το γεγονός αυτό εξηγεί και το ότι η άδεια δεν φέρει τις παραπάνω σφραγίδες. Ο Λ, ευρισκόμενος την ημέρα εκείνη στο Τμήμα, χωρίς να έχει υπηρεσία (ανάπαυση λόγω πενθημέρου), δέχτηκε να εξυπηρετήσει τον συνάδελφο του Μ και να προβεί στην έκδοση της παραπάνω αδείας ταφής (βλ. σχετ. και τα αντίγραφα από το βιβλίο Κατάστασης Δύναμης του AT ...), εις τρόπον ώστε να καταστεί εφικτή η ταφή του βρέφους την ίδια ημέρα, έθεσε δε επί της αδείας ημεροχρονολογία 21-11-1995, οπότε και θα ασκούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας, εις τρόπον ώστε να φαίνεται ότι η άδεια εκδόθηκε δήθεν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η άδεια αυτή, όπως προκύπτει από το ..... διαβιβαστικό έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος ..., διαβιβάστηκε στο Ληξιαρχείο του Δήμου ... στις 22-11-1995, μαζί με το ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου του ιατρού Ι και επί τη βάσει των εγγράφων αυτών, συντάχθηκε στις 22-11-1995 η ως άνω αναφερομένη ληξιαρχική πράξη. Εν σχέσει με το πραγματικό γεγονός της ταφής του βρέφους, λεκτέα τα εξής: Ο Ψ και ο Μ καταθέτουν ότι η ταφή έγινε την ίδια ημέρα (20-11-1995) μεταξύ των ωρών 16.00'- 17.00'·.· Στα βιβλία του νεκροταφείου αναγράφονται διαφορετικές ημεροχρονολογίες ταφής, ήτοι στο αλφαβητικό βιβλίο αναγράφεται ως ημεροχρονολογία ταφής η 21-11-1995, ενώ στο ημερολόγιο η 22-11-1995. Σύμφωνα με την από 22-4-2005 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του Π, υπαλλήλου του Δήμου ... που ασκεί διοικητική εποπτεία στο Δημοτικό Νεκροταφείο ..., οι υπάλληλοι οι οποίοι καταχωρούν την ταφή στα σχετικά βιβλία, δεν έχουν ιδίαν αντίληψη των γεγονότων στο νεκροταφείο και προβαίνουν στις καταχωρήσεις βάσει της αδείας ταφής. Επομένως από τις καταχωρήσεις στα βιβλία του νεκροταφείου, οι οποίες μάλιστα διαφέρουν μεταξύ των, δεν δύναται να λεχθεί ότι οι καταθέσεις των Ψ και Μ, εν σχέσει με την ημεροχρονολογία ταφής, είναι αβάσιμες. Οι εκκαλούσες, στις ανωμοτί καταθέσεις των τις ληφθείσες εις τα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, ισχυρίζονται ότι η ταφή έγινε στις 22-11-1995. Στις απολογίες των ενώπιον της ανακρίτριας του 15ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών οι εξ αυτών Χ2, Χ3 και Χ4, αναφέρουν ότι η ταφή έλαβε χώρα στις 21-11-1995. Η Χ1 στο απολογητικό της υπόμνημα αναφέρει ότι θυμόταν ως ημεροχρονολογία ταφής την 21η-11ου-1995, αλλά ο Δήμος ... της χορήγησε την .....βεβαίωση από την οποία προκύπτει ότι το παιδί ενταφιάστηκε στις 22-11-1995. Οι αντιφάσεις αυτές των κατηγορουμένων ενισχύουν ακόμη περισσότερο τον ισχυρισμό των Ψ και Μ, εν σχέσει με την ημεροχρονολογία ταφής. Συμπερασματικά, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι έχομε περίπτωση βρέφους πάσχοντος από σύνδρομο DOWN, το οποίο μετά την έξοδο του από την παιδιατρική κλινική, αποκρύπτεται από την μητέρα του, δεν παρακολουθείται από κανένα ιατρό, θεωρείται από στενούς συγγενείς και γείτονες ήδη νεκρό, και για τον αιφνίδιο θάνατο του οποίου εκδίδεται ένα ψευδές κατά περιεχόμενο ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου. Σημειωτέον δε ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το παιδί ενόσω ζούσε παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, πλην του χρονικού διαστήματος από 23-3-1995 μέχρι τις 26-3-1995 ή το πολύ μέχρι τις 31-3-1995. Το εν λόγω βρέφος ενώ φυλασσόταν κρυμμένο, απεβίωσε, και τότε η μητέρα απευθύνθηκε στον διατηρούντα Γραφείο τελετών ομοχώριό της Α, από τον οποίο και ζήτησε να φροντίσει για την ταφή του, χωρίς αυτό προηγουμένως να νεκροτομηθεί, προφανώς για να μην διακριβωθεί η ακριβής αιτία θανάτου και επί πλέον να μεριμνήσει για την ταφή του την ίδια ημέρα, την ημέρα του θανάτου του (20-11-1995). Ο δε Ας πέτυχε τα ανωτέρω με την βοήθεια των: Ο, Ι, Μ και Λ, έναντι όμως υψηλής αμοιβής ανερχομένης στο ποσό των 3.000.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλε την ίδια ημέρα ο Ψ και το οποίο η σύζυγός του Χ1 είχε δανεισθεί από την αδελφή της Χ3, την δε επομένη ημέρα (21-11-2995), ο Ψ ανέλαβε από την Εμπορική Τράπεζα ποσό 2.500.000 δραχμών προκειμένου να εξοφλήσει κατά το μεγαλύτερο μέρος του το δάνειο αυτό. Το χρηματικό αυτό ποσό δεν ήτο βεβαίως ανάλογο των εξόδων κηδείας, αφού το βρέφος ετάφη κείμενο σε χαρτόκουτο, αλλά εισπράχθηκε από τον Α ως αμοιβή για την παροχή των παραπάνω υπηρεσιών. Η καταβολή του σημαντικού αυτού χρηματικού ποσού, συνδυαζόμενη προς τα παραπάνω δεδομένα, καταδεικνύει ότι οι εκκαλούσες επεδίωξαν και πέτυχαν την ταχύτατη, άνευ νεκροψίας-νεκροτομίας ταφή του παιδιού, επί τη βάσει εγγράφων εις τα οποία βεβαιώθηκαν ψευδώς περιστατικά, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται. Τούτο δε έπραξαν διότι το βρέφος θανατώθηκε λόγω ασφυξίας από απόφραξη των αναπνευστικών στομίων της μύτης και του στόματος. Στην περίπτωση δε του θανάτου με τον τρόπο αυτό, υπάρχουν μακροσκοπικά ευρήματα (υπεραιμία, κυάνωση, αιμορραγικές μικροστίξεις, ασφυκτικές κηλίδες στον επιπεφυκότα του οφθαλμού), ο δε θάνατος από απόφραξη των αεροφόρων οδών ευκόλως βεβαιώνεται με την εκτέλεση και της νεκροτομίας, και για το λόγο αυτό έπρεπε να ταφεί πάραυτα το παιδί, πρόχειρα έστω, σε χαρτόκουτο, εις τρόπον ώστε να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα. Η δε ταφή αυτή έγινε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 2 του α.ν. 445/1968 που ορίζει ότι η ταφή παντός νεκρού επιτρέπεται μετά πάροδο 12 ωρών από του νομίμως πιστοποιουμένου θανάτου και σε περίπτωση νεκροτομής του πτώματος (που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω), αμέσως μετ' αυτήν. Η θανάτωση του παιδιού με τον τρόπο αυτό προκύπτει εμμέσως και από το αποτέλεσμα της εκταφής του πτώματος και την ιατροδικαστική εξέταση των ανευρεθέντων οστών, από την οποία προέκυψε ότι στα οστά δεν διαπιστώθηκε-όσο αυτό ήτο δυνατόν λόγω της παλαιότητος αυτών-καμία κάκωση(κάταγμα) (Βλ. σχετ. το ..... έγγραφο της Ιατροδικαστικής υπηρεσίας Αθηνών). Ενόψει των προεκτεθέντων φρονώ ότι προκύπτουν κατά των κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Η Εξ αυτών Χ1, απεφάσισε να σκοτώσει και σκότωσε το ηλικίας τότε περίπου 9 περίπου μηνών βρέφος της, με απόφραξη των αεροφόρων οδών αυτού με τη χρήση μαξιλαριού, ευρισκόμενη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, και δη έχουσα απόλυτο συνειδησιακή διαύγεια, ψύχραιμη και ήρεμη σκέψη, νηφάλια στάθμιση των αιτίων που ωθούν προς το έγκλημα και εκείνων που απωθούν από αυτό. Η εν λόγω κατηγορουμένη προέβη στην ενέργειά της αυτή διότι εκτίμησε ότι η ανατροφή του παιδιού αυτού θα αποτελούσε ένα δυσβάστακτο βάρος για την ίδια και την οικογένειά της και επί πλέον θα την στιγμάτιζε κοινωνικά (βλ. καταθέσεις του συζύγου της). Η Χ2, παρέσχε στην ανωτέρω άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κύριας πράξεως, κρατώντας τα πόδια του βρέφους, εις τρόπον ώστε αυτό να μην αντιδρά κινώντας τα κατά την απόφραξη των αεροφόρων του οδών και να επέλθει πιο γρήγορα ο θάνατος του. Οι λοιπές κατηγορούμενες ενίσχυσαν και ενθάρρυναν την Χ1 στην τέλεση της πράξεως αυτής, με την ενεργό παρουσία τους στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος, η οποία παρουσία τους συνάγεται από τις απολογίες των, στις οποίες παραδέχονται ότι κατά τον θάνατο του παιδιού βρίσκονταν και αυτές στην επί της οδού ..... οικία, η δε Χ1 σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την ημέρα του θανάτου, ανακοίνωσε στον σύζυγο της ότι αύτη και οι λοιπές των κατηγορουμένων είχαν αποφασίσει να θέσουν τέλος στο μαρτύριο της ανατροφής του άρρωστου αυτού παιδιού, ότι η αδελφή της Χ3 επεχείρησε αρχικά, την ημέρα εκείνη (20-11-1995) να το θανατώσει με ενδοφλέβια ένεση αλλά δεν το κατόρθωσε και εν συνεχεία αυτή (Χ1) το σκότωσε με τον προπεριγραφέντα τρόπο. Οι εκκαλούσες αποδίδουν την έγκληση του Ψ στο γεγονός της πικρίας που αυτός αισθάνεται για το ότι η σύζυγός του, προ τη υποβολής της εγκλήσεως αυτής είχε αποφασίσει να διακόψει την έγγαμη συμβίωση της μαζί του. Όμως τα παραπάνω περιστατικά και δεδομένα καταδεικνύουν ότι προκύπτουν σε βάρος των εκκαλουσών αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και για το λόγο αυτό φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τις εκκαλούσες στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν για τις ως άνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και οι εφέσεις των πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους, να επικυρωθεί δε το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Δεν συντρέχει δε και περίπτωση να διαταχθεί περαιτέρω κυρία ανάκριση, προς διενέργεια και άλλων ανακριτικών πράξεων, ως αιτούνται οι εκκαλούσες με τις εφέσεις των, προς τον σκοπό όπως ερευνηθεί αν η Χ3 ανέλαβε από τις Τράπεζες το χρηματικό ποσό των 3.000.000 δραχμών για να το δανείσει στην αδελφή της Χ1, δεδομένου ότι ο εγκαλών Ψ κατέθεσε ότι την επομένη του θανάτου του βρέφους ανέλαβε από την Εμπορική Τράπεζα το ποσό των 2.500.000 δραχμών, γεγονός που αποδεικνύεται από το αντίγραφο του βιβλιαρίου καταθέσεων, προκειμένου να επιστραφεί το ποσό, το οποίο, όπως του είχε αναφέρει η σύζυγός του, είχε λάβει από την αδελφή της Χ3. Ο Ψ όμως δεν καταθέτει ότι η Χ3 ανέλαβε το χρηματικό αυτό ποσό από συγκεκριμένη Τράπεζα, εις τρόπον ώστε να τίθεται ζήτημα ελέγχου της βασιμότητος της καταθέσεώς του με διενέργεια σχετικής έρευνας.
5. Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια της πράξεως της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 3531/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο εν λόγω βούλευμα την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27 και 299 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα το σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος δεν αποτελεί αντιγραφή του σκεπτικού του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 3531/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Αντιθέτως περιέχει αποκλειστικά δικές του σκέψεις και συγκεκριμένα σκέψεις της ενσωματωμένης σ'αυτό προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία επιτρεπτώς, όπως προαναφέρθηκε, παραπέμπει εξ ολοκλήρου. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, απάντησε και μάλιστα αιτιολογημένα σε όλα τα επιχειρήματα και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, τους οποίους αυτή προέβαλε κατά την απολογία και με τα υπομνήματά της. Εξ άλλου από την αναφορά στην αρχή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική για την αναιρεσείουσα κρίση του, προέκυψαν από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων, την έγκληση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ, την ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του Ανακριτή, το υπόμνημα του εν λόγω πολιτικώς ενάγοντα και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, προκύπτει ανενδοιάστως ότι το εν λόγω Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά και μάλιστα επιλεκτικά, όπως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Από το γεγονός δε ότι στο βούλευμα εξαίρονται ορισμένες αποδείξεις δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές, αφού βεβαιώνεται σ'αυτό, όπως προαναφέρθηκε, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψη χωρίς μάλιστα να είναι απαραίτητη η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών αυτών μέσων. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος της κρινόμενης αιτήσεως.
6. Από τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ. 1 εδ. α' και 481 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 316 παρ. 2, 318, 319 και 478 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι όταν ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, λόγω του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, μεταβιβάζεται η υπόθεση από ουσιαστικής και νομικής πλευράς στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο, κατά τρόπο ώστε να επαναλαμβάνεται και πάλι ενώπιον του Συμβουλίου αυτού η συζήτηση, όπως είχε εισαχθεί η κατηγορία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που είχε εκδόσει το εκκαλούμενο βούλευμα, η οποία (κατηγορία) έτσι κρίνεται σε δεύτερο βαθμό. Επομένως κάθε τυχόν ακυρότητα ή πλημμέλεια του πρωτοδίκου βουλεύματος καλύπτετα με την επί της ασκηθείσας εφέσεως έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο και μόνο υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως (ΑΠ 2309/2003, ΑΠ 1267/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με τον συναφή λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι το πρωτόδικο υπ'αριθ. 3531/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών περιέχει ελλείψεις και συγκεκριμένα ότι κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, ότι αγνόησε το αίτημά της για διενέργεια συμπληρωματικής ανακρίσεως και ότι με πλημμελή αιτιολογία απέρριψε το αίτημά της για αυτοπρόσωπη εμφάνισή της ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι τις ελλείψεις αυτές του ανωτέρω πρωτοδίκου βουλεύματος προέβαλε με ειδικό λόγο εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο όμως με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δεν αποφάνθηκε επί του ειδικού αυτού λόγου εφέσεως. Όμως ο λόγος αυτός της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες ως άνω δικονομικές διατάξεις, γιατί και στην περίπτωση που εμφιλοχωρήσουν τέτοιες πλημμέλειες στο πρωτόδικο βούλευμα, αφού έγινε τυπικά δεκτή η ασκηθείσα έφεση της αναιρεσείουσας, ερευνήθηκε εκ νέου από ουσιαστικής και νομικής πλευράς η όλη κατηγορία από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ήδη προσβαλλόμενο βούλευμά του και συνεπώς αυτό δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον λόγο αυτό.
Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, που να δικαιολογεί την αναίρεση του προσβαλλομένου βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 70/14-4-2007 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1 κατά του υπ'αριθ. 326/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Β) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 14 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. H κρινόμενη 70/14-4 - 2008 αίτηση της κατηγορουμένης- αναιρεσείουσας Χ1 κατά του 326/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, πλην άλλων, απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία την 701/20-12-07 έφεσή της - αλλά και των φερομένων συνεργών της Χ2, Χ3 και Χ4 - και επικύρωσε 3531/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο η εκκαλούσα είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ. της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτια της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ. Με τον 1ο λόγο της κρινόμενης αίτησης, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, ότι η απόρριψη του αιτήματός της να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, προς παροχή διασαφήσεων και διευκρινίσεων επί της αποδιδομένης σε βάρος της κατηγορίας, στερείται νομίμου αιτιολογίας, ιδρυομένων, έτσι, "τόσο του από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως της ελλείψεως αιτιολογίας, όσο και εκείνου της απόλυτης ακυρότητας (αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΔ)". Η απόλυτη ακυρότητα επήλθε, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, από το γεγονός ότι το δικαίωμά της αυτό για αυτοπρόσωπη εμφάνιση, συνδέεται με τα υπερασπιστικά της δικαιώματα, ως κατηγορουμένης, ώστε, η αναιτιολόγητη μη ικανοποίηση τους, "αντίκειται στις σχετικές διατάξεις τόσο του ΚΠΔ, όσο και της (υπερνομοθετικής, μάλιστα, ισχύος) ΕΣΔΑ" και, επιπλέον, ότι το Συμβούλιο Εφετών, μετά από αυτά, με το να διατάξει την παραπομπή της σε δίκη, υπερέβη την εξουσία του. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο το συμβούλιο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μόνο, αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή, αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, ιδρύεται ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδάφ. δ' του Κ.Π.Δ., που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, το Συμβούλιο έχει την πιο πάνω υποχρέωση να απαντήσει επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, εφόσον η υποβαλλόμενη αίτηση αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά και ισχυρισμούς προς απόκρουση ή υποστήριξη της κατηγορίας, οι οποίοι θα πρέπει να προσδιορίζονται στην αίτηση και να είναι νέοι, με την έννοια να μην αποτελούν απλή επανάληψη εκείνων που περιλαμβάνονται στα υπομνήματα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως ή και μεταγενέστερα κατά την εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο ή περιέχονται στην απολογία του κατηγορουμένου, τα οποία τέθηκαν υπόψη και είναι ήδη γνωστά στο Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε, με δικές του αποκλειστικά σκέψεις, ότι είναι περιττή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ενώπιόν του, τόσο της ίδιας όσο και των συγκατηγορουμένων της και έτσι απέρριψε τη σχετική αίτησή τους με την αιτιολογία ότι "......στη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως που διεξήχθη είχαν άνεση χρόνου και τόσο προφορικά κατά τις απολογίες τους, όσο και εγγράφως με την υποβολή εκτενών υπομνημάτων, ακόμη και ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, ανέπτυξαν εκτενώς τις απόψεις τους, έτσι ώστε παρέλκει η περαιτέρω ανάπτυξή τους με την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τούτων ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου". Η με την ανωτέρω αιτιολογία απόρριψη της αιτήσεως εμφανίσεως της κατηγορουμένης ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η αυτοπρόσωπη εμφάνιση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης στο Συμβούλιο ήταν περιττή και δεν στέρησε από αυτήν παρεχόμενο από το νόμο υπερασπιστικό δικαίωμά της.
Συνεπώς δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, ούτε δημιουργήθηκαν οι αναιρετικοί λόγοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή της υπερβάσεως εξουσίας. Επίσης η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος δεν έρχεται δε σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 4 και 6 παρ. 3 της κυρωθείσης με το ΝΔ 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και με την με αυτές καθιερούμενη αρχή της δίκαιης δίκης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ότι η αναιρεσείουσα έχει τη δυνατότητα ενώπιον του Δικαστηρίου να αναπτύξει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη αιτιολογίας του βουλεύματος, ως προς την πιο άνω απορριπτική διάταξή του, η εξαιτίας της απορρίψεως αυτής επελθούσα απόλυτη ακυρότητα, και, περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
ΙΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 του ίδιου Κώδικα, με πρόθεση πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης και επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται.
IV. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και με εξ ολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "...... Ο Ψ, δικαστικός επιμελητής, με την από 21-1-2005 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, κατήγγειλε ότι στις 21-4-1991 ήλθε σε γάμο με την Χ1, (πρώτη κατηγορουμένη-εκκαλούσα), με την οποία απέκτησε δύο θήλεα τέκνα τα οποία γεννήθηκαν στις 5-1-1992 το ένα και στις 14-11-1996 το έτερο. Ότι εκτός από τα δύο αυτά παιδιά, στις 7-3-1995 γεννήθηκε στο μαιευτήριο "...", στην ..., ένα θήλυ τέκνο αυτού και της συζύγου του, το οποίο άμα τη γεννήσει του διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN, και, προκειμένου να μην κλονιστεί η ψυχική υγεία της συζύγου του και μητέρας του τέκνου Χ1, εξ αιτίας της παθήσεως αυτής του παιδιού, μετά από σχετική συνεννόηση με τον ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο, συμφωνήθηκε να ανακοινωθεί στην μητέρα ότι δήθεν το παιδί αυτό γεννήθηκε νεκρό, οπότε πράγματι ο ιατρός μετέβη στο δωμάτιο της ανωτέρω και της ανακοίνωσε ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Κατόπιν δε υποδείξεως του ιατρού, το παιδί εισήχθη για περαιτέρω ιατρική φροντίδα στις 10-3-1995 σε ιδιωτική παιδιατρική κλινική, όπου και παρέμεινε μέχρι τις 3-10-1995 εν αγνοία της μητέρας του. Στις 2-10-2005, οι λοιπές κατηγορούμενες, οι οποίες τυγχάνουν αδελφές της συζύγου του Χ1 (η δεύτερη και τρίτη, Χ2 και Χ3) και μητέρα της συζύγου του (η τέταρτη, Χ4), απεκάλυψαν στην Χ1 την αλήθεια, ότι δηλαδή το παιδί είχε γεννηθεί ζων και ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN και είχε εισαχθεί σε ιδιωτική παιδιατρική κλινική. Η Χ1 τότε απαίτησε να εξέλθει το παιδί από την κλινική και να μεταφερθεί στην οικία τους. Την επομένη ημέρα 3-10-1995, ο εγκαλών μετέβη με την Χ3 (αδελφή της συζύγου του) στην Ευρωκλινική Παίδων ..... και παρέλαβε το παιδί το οποίο και μετέφερε εν συνεχεία και εγκατέστησε στην οικία της πεθεράς του Χ4. Έκτοτε και μέχρι τις 20-11-1995 παρατήρησε δύο φορές ότι η σύζυγος του είχε λούσει το παιδί και το κρατούσε βρεγμένο στην ταράτσα τη μία φορά, εκτεθειμένο στο ψύχος, και εντός της οικίας των την δεύτερη φορά, εκτεθειμένο όμως και πάλιν σε ψύχος, και της έκανε δριμείες παρατηρήσεις. Στις 20-11-1995 και ενώ βρισκόταν στην εργασία του, περί ώρα τρεις το απόγευμα, η σύζυγός του, του τηλεφώνησε και του είπε να επιστρέψει γρήγορα στο σπίτι. Εκείνος τότε επέστρεψε και άμα τη αφίξει του η σύζυγός του, του ανακοίνωσε ότι όλα είχαν τελειώσει και ότι είχε σκοτώσει το παιδί τους, ειδικότερα δε το είχε πνίξει με ένα μαξιλάρι, με τη βοήθεια της αδελφής της Χ2, η οποία του κρατούσε τα πόδια, χαρακτηριστικά δε του ανέφερε: "μας ταλαιπώρησε το άτιμο". Κατόπιν δε ήλθε στην οικία τους ένας άγνωστος σε αυτόν άνδρας, για τον οποίο έμαθε αργότερα πως ήταν συνεργάτης του γραφείου τελετών του Α και παρέλαβε το νεκρό παιδί του, το οποίο η πεθερά του είχε τοποθετήσει μέσα σε ένα χαρτοκιβώτιο, όλοι δε μαζί μετέβησαν στο νεκροταφείο της ... όπου και έγινε η κηδεία του παιδιού την ίδια ημέρα (20-11-1995). Η σύζυγός του, του είπε να μην καταγγείλει το γεγονός αυτό διότι θα έμπλεκε και ο ίδιος και θα πήγαιναν όλοι τους φυλακή και το πρώτο παιδί τους που είχε γεννηθεί στις 5-1-1992, θα βρισκόταν στο δρόμο. Για τον θάνατο συντάχθηκε ληξιαρχική πράξη θανάτου από τον ιατρό Ι, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του παιδιού επήλθε δήθεν από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και συγγενή καρδιοπάθεια. Μετά την υποβολή της εγκλήσεως αυτής του Ψ στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, (σχετ. η .....παραγγελία του εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών προς το 1° Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής της ΔΑΑ) και ακολούθως, μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξετάσεως ασκήθηκε κατά των εκκαλουσών ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και άμεση και απλή συνεργεία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Από το συλλεγέν εν γένει κατά τα ανωτέρω αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι στις 7-3-1995, στο μαιευτήριο "..." στην ..., η Χ1 γέννησε ένα θήλυ τέκνο, βάρους 3.400 γρ. το οποίο είχε τρισωμία 21, δηλαδή σύνδρομο DOWN. Χαρακτηριστικά του συνδρόμου αυτού, που λέγεται και μογγολισμός, είναι η μικροκεφαλία, η βραχυκεφαλία και το πεπλατυσμένο ινίο. Οι οφθαλμοί είναι λοξοί και οι επικάνθιες πτυχές συνήθως φαίνονται. Η ράχη της μύτης είναι πεπλατυσμένη, το στόμα συχνά παραμένει ανοικτό, λόγω της μεγάλης και προβάλλουσας γλώσσας η οποία είναι αυλακωτή χωρίς την κεντρική σχισμή και τα αυτιά είναι μικρά με τις έλικες διπλωμένες κάτω. Τα χέρια είναι μικρά και φαρδιά, με μία μόνο παλαμιαία πτυχή (πιθηκοειδής πτυχή). Τα δάκτυλα είναι κοντά, με κλινοδακτυλία (καμπύλωση) του 5ου δακτύλου, ο οποίος συχνά έχει μόνο 2 φάλαγγες. Στα πόδια υπάρχει μεγάλο κενό μεταξύ 1ου και 2ου δακτύλου και μία πελματιαία αύλακα εκτείνεται προς τα πίσω. Η σωματική και διανοητική ανάπτυξη καθυστερούν και ο μέσος IQ είναι περίπου 50 (βλ. σχετ. κατάθεση Ιατροδικαστού ...και συνημμένη στην κατάθεση βιβλιογραφία). Σύμφωνα με τις καταθέσεις των ιατρών-παιδιάτρων του μαιευτηρίου "...", Β και Γ, οι οποίοι εξέτασαν το παιδί μετά τη γέννησή του (η εφημερεύουσα Γ την ημέρα της γεννήσεως του και ο Β στις 9 και 10/3/1995), τούτο, πλην του συνδρόμου DOWN, δεν έπασχε από κάποια άλλη συγγενή ανωμαλία και κυρίως συγγενή καρδιοπάθεια και ήταν κλινικά άριστο. Οι καταθέσεις των παιδιάτρων βασίζονται στα έγγραφα του μαιευτηρίου "...", αντίγραφα των οποίων περιέχονται στην δικογραφία, σύμφωνα δε με τα έγγραφα αυτά (διάγραμμα νεογνού, υπερηχογράφημα νεογνού, εξέταση χολερυθρίνης αίματος, εξέταση βρέφους μετά τη γέννηση του), η κλινική κατάσταση του παιδιού ήταν άριστη και βαθμολογήθηκε στην κλίμακα APGAR με 8 στα 10. Η κλίμακα αυτή αφορά την γενική κατάσταση του παιδιού αμέσως μετά τη γέννηση του, ειδικότερα δε τους καρδιακούς παλμούς, την αναπνοή, τον μυϊκό τόνο, το χρώμα, την αντίδραση στα ερεθίσματα. Το παιδί βαθμολογήθηκε με 8 στα δέκα διότι ήταν ωχρό και δεν έβηξε αμέσως αλλά σύμφωνα με την κατάθεση της παιδιάτρου Γ, τα περισσότερα φυσιολογικά παιδάκια παρουσιάζουν τέτοιου είδους μικροπροβλήματα, κανένα δε σχεδόν παιδάκι δεν βαθμολογείται με 10 στα 10 της κλίμακας APGAR. Ο μαιευτήρας Δ, ο οποίος πραγματοποίησε τον τοκετό, στην από 28-11-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ισχυρίζεται ότι ενημέρωσε και τους δυο γονείς σχετικά με το σύνδρομο DOWN του παιδιού, ειδικότερα δε τον πατέρα αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού και την μητέρα αμέσως μετά την πλήρη ανάνηψή της, και οι αντιδράσεις των γονέων ήταν φυσιολογικές και όχι ακραίες, ήτοι στενοχωρήθηκαν αρκετά. Ο Ψόμως στις περιεχόμενες στην δικογραφία καταθέσεις του ισχυρίζεται ότι ο ιατρός Δ δεν ενημέρωσε την μητέρα σχετικά με το σύνδρομο DOWN του παιδιού για να μην υποστεί ψυχικό κλονισμό και προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες ακραίες αντιδράσεις της και μετά από συνεννόηση με αυτόν (πατέρα) και τις αδελφές της συζύγου του, συμφωνήθηκε να της αναφέρουν ότι δήθεν το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Τούτο επιβεβαιώνει και η μητέρα του παιδιού Χ1 καθώς επίσης και οι κατηγορούμενες αδελφές αυτής και η μητέρα της, που στις απολογίες των και στις ανωμοτί καταθέσεις των που ελήφθησαν κατά την προκαταρκτική εξέταση ισχυρίζονται ότι ο ιατρός, μετά προηγηθείσα συνεννόηση με τον πατέρα, ανακοίνωσε στην επίτοκο ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Αλλά και οι σύζυγοι των αδελφών Ε (σύζυγος της Χ3) και Ζ (σύζυγος της Χ2), καταθέτουν ότι την ημέρα της γεννήσεως του παιδιού, πληροφορήθηκαν από τις συζύγους τους ότι τούτο είχε δήθεν γεννηθεί νεκρό. Η άποψή μας είναι ότι ο ιατρός πράγματι δεν ενημέρωσε την μητέρα και τούτο όχι μόνον εκ του λόγου ότι τόσον ο πατέρας όσο και οι εκκαλούσες καταθέτουν ότι ανέφερε εις αυτήν ότι το παιδί γεννήθηκε νεκρό, αλλά και διότι στις 10-3-1995, το παιδί εισήχθη στην ...προκειμένου να μην έλθει σε επαφή μαζί του η μητέρα, από την οποία και είχε αποκρυφθεί το γεγονός της γεννήσεως ζώντος του παιδιού αλλά με σύνδρομο DOWN. Η εισαγωγή του παιδιού στην ... έλαβε χώρα στις 10-3-2005. Η εν λόγω κλινική, (σήμερα φέρει την επωνυμία ...), με το από 11-1-2006 έγγραφό της προς την Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής, αναφέρει ότι δεν υπάρχουν στο αρχείο της στοιχεία των ιατρών που παρακολουθούσαν το ως άνω βρέφος, από δε τον έλεγχο του ιατρικού φακέλου πιθανολογείται λόγω των δυσανάγνωστων υπογραφών, ότι νοσηλεία στο παιδί παρέσχον οι νοσηλεύτριες ...και ..., αγνώστων λοιπών στοιχείων. Από το περιεχόμενο στη δικογραφία αντίγραφο φύλλου νοσηλείας του παιδιού στην ως άνω κλινική, συνάγεται ότι τούτο εισήχθη με σύνδρομο DOWN και ίκτερο και κανένα άλλο πρόβλημα. Κατά συνέπεια ο μοναδικός λόγος εισαγωγής του στην κλινική ήτο να αποκρυφθεί από την μητέρα το γεγονός ότι έτεκε παιδί με το παραπάνω σύνδρομο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο παιδίατρος Β εξέτασε το παιδί στις 9 και στις 10-3-1995 και δεν διεπίστωσε την ύπαρξη κάποιου προβλήματος υγείας. Τόσο δε ο πατέρας στις καταθέσεις του, όσον και οι κατηγορούμενες αδελφές αλλά και η μητέρα της Χ1, κατηγορουμένη Χ4, δεν αναφέρουν στις απολογίες τους κάποιο πρόβλημα υγείας του παιδιού, λόγω του οποίου να καθίσταται αναγκαία η εισαγωγή τούτου στην ως άνω κλινική στις 10-3-1995. Αν υπήρχε δε πράγματι τέτοιο πρόβλημα, θα αναγραφόταν και στον τηρούμενο φάκελο εξετάσεων στο μαιευτήριο "..." και θα συνίστατο από τον ως άνω παιδίατρο του μαιευτηρίου η εισαγωγή του παιδιού σε παιδιατρική κλινική η στο Νοσοκομείο Παίδων. Στο φύλλο νοσηλείας της παιδιατρικής κλινικής παρά ταύτα αναγράφεται: "Το παιδί σε σοβαρή κατάσταση. Αφυδατωμένο, με κυάνωση, με δύσπνοια, χωρίς σφυγμό, βραδυκαρδία, 50 το λεπτό". Παρατηρώντας όμως το φύλλο νοσηλείας διαπιστώνουμε ότι η ένδειξη αυτή, η οποία είναι ανυπόγραφη και δεν φέρει όνομα έστω ιατρού ή νοσηλευτού, αναφέρεται στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν το παιδί περί ώρα 5.00 της 23-3-1995, αφού η ημεροχρονολογία αυτή αναγράφεται παραπλεύρως της εν λόγω ενδείξεως. Από το φύλλο νοσηλείας προκύπτει ότι το παιδί παρουσίασε αναπνευστική δυσχέρεια κατά το χρονικό διάστημα από 23-3-1995 μέχρι τις 26-3-1995 ή το πολύ μέχρι τις 31-3-1995. Έκτοτε και δη από την 1-4-1995 και την ημεροχρονολογία της εξόδου του από την ως άνω κλινική (3-10-1995), δεν παρουσίασε κανένα άλλο πρόβλημα και το παιδί εξήλθε υγιές. Σημειωτέον δε ότι στο φύλλο νοσηλείας περιγράφονται τα παραπάνω συμπτώματα, χωρίς όμως να αναγράφεται συγχρόνως και κάποια διάγνωση συγκεκριμένης νόσου, στην οποία και να οφείλονται τα συμπτώματα αυτά. Το γεγονός της εισαγωγής του παιδιού στην ιδιωτική παιδιατρική κλινική γνώριζαν ο εγκαλών Ψ, καθώς και οι αδελφές και η μητέρα της συζύγου του. Οι ανωτέρω, σύμφωνα με τον Ψ, κατά το χρονικό διάστημα που το παιδί βρισκόταν στην παιδιατρική κλινική, ασκούσαν πιέσεις σε αυτόν, λέγοντας του ότι έπρεπε να αποκαλύψει στη σύζυγο του την αλήθεια και ότι δεν έπρεπε να καταπίνει τις στενοχώριες μόνος του. Εν τέλει δε, μετά παρέλευση ολίγων μηνών και δη στις 2-10-1995, απεκάλυψαν οι ίδιες στην Χ1 την αλήθεια, ότι δηλαδή το παιδί είχε γεννηθεί ζων, ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN και ότι είχε εισαχθεί και παρέμενε στην ως άνω αναφερομένη κλινική. Ο Ψ καταθέτει ότι όταν η σύζυγός του πληροφορήθηκε ότι το παιδί ζούσε, τον απεκάλεσε "ηλίθιο" και του είπε ότι έπρεπε να το είχε αποτελειώσει μέσα στο χειρουργείο την ημέρα της γεννήσεώς του, απαίτησε δε από αυτόν να εξάγει το παιδί από την κλινική και να το φέρει στην οικία τους. Ο εγκαλών υπάκουσε διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, θεώρησε ότι η σύζυγός του θα ανέτρεφε το παιδί στην οικία τους και την επομένη ημέρα 3-10-1995, μετέβη με την κουνιάδα του Χ3 στην κλινική και παρέλαβε το παιδί, το οποίο όμως η σύζυγος του αρνήθηκε να εγκαταστήσει στην οικία τους, αλλά εγκατέστησε στο διαμέρισμα της μητέρας της. Σημειωτέον ότι οι εκκαλούσες αδελφές και η μητέρα αυτών, διέμεναν άπασες στην επί της οδού ..... τριώροφη οικία, στο ..... . Στο ισόγειο της οικίας αυτής διέμενε η Χ4 (μητέρα), στο πρώτο όροφο η Χ3, στον δεύτερο η Χ2 και στον τρίτο η Χ1. Η τελευταία, πρόβαλε ως δικαιολογία της αρνήσεως της να εγκαταστήσει το βρέφος στο διαμέρισμά της, το ενδεχόμενο του ψυχολογικού επηρεασμού της κόρης της Χ4, από την αιφνιδιαστική εμφάνιση και εγκατάσταση αυτού. Το γεγονός της υπάρξεως και εγκαταστάσεως του παιδιού, αποκρύφθηκε όχι μόνον από τους γείτονες και τους γνωστούς της οικογένειας, (βλ. σχετ. ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των ..., ..., ..., από τις οποίες συνάγεται ότι καίτοι είχαν επισκεφθεί το διαμέρισμα της Χ4, εν τούτοις δεν είχαν πληροφορηθεί την ύπαρξη του βρέφους), και από την καθαρίστρια Κ, για την οποία ο Ψ καταθέτει ότι καθάριζε το ισόγειο και την έπαυσαν από καθαρίστρια για να μην αντιληφθεί την ύπαρξη του παιδιού, αλλά και από τους Ε (σύζυγο της Χ3) και Ζ (σύζυγο της Χ2). Ο Ψ καταθέτει ότι μετά πάροδο είκοσι περίπου ημερών από την εξαγωγή του βρέφους από την παιδιατρική κλινική, διαπίστωσε ότι η σύζυγος του, βραδινή ώρα, βρισκόταν στην ταράτσα της τριώροφης οικίας και κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος λουσμένο και βρεγμένο. Επίσης άλλη μια φορά διαπίστωσε ότι η ανωτέρω είχε ανοίξει όλες τις μπαλκονόπορτες του διαμερίσματός της, προκειμένου να σχηματίζεται ρεύμα αέρος και κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος λουσμένο. Στις έντονες δε διαμαρτυρίες του, και στις δύο περιπτώσεις, η ανωτέρω τον απεκάλεσε "ηλίθιο" και του είπε ότι αυτός έφταιγε για όλα, ο δε εγκαλών ερμηνεύει τη φράση της αυτή ως απόδοση σε αυτόν τον ίδιο, ευθύνης, για μη θανάτωση από μέρους του παιδιού αμέσως μετά τη γέννηση του. Με τις ενέργειές της δε αυτές, η ανωτέρω, διατείνεται ο εγκαλών, επεδίωκε να κρυολογήσει σοβαρά το βρέφος και να πεθάνει. Το βρέφος δεν το εξέτασε κανένας γιατρός κατά το χρόνο που βρισκόταν εν κρυπτώ στην οικία της Χ4. Στις 20-11-1995, το βρέφος πέθανε. Σύμφωνα με τον Ψ, κατά τον χρόνο του θανάτου του βρέφους, ο ίδιος βρισκόταν στην δουλειά του και περί ώρα 15.00' περίπου, του τηλεφώνησε στο κινητό του τηλέφωνο ..... η σύζυγός του, η οποία του ζήτησε να επιστρέψει πάραυτα στην οικία τους, χωρίς να του δώσει κάποια εξήγηση. Όταν δε αυτός επέστρεψε, βρήκε τη σύζυγο του, έξωθι του διαμερίσματος της πεθεράς του, και την άκουσε να του λέει ικανοποιημένη: "Όλα τελείωσαν. Το μωρό δεν υπάρχει πια, είναι νεκρό". Του ανέφερε δε εν συνεχεία, ότι οι εκκαλούσες είχαν αποφασίσει να θέσουν τέλος στο μαρτύριο της ανατροφής του άρρωστου αυτού παιδιού, ότι η αδελφή της Χ3 (οδοντίατρος που διατηρούσε οδοντιατρείο στο ισόγειο διαμέρισμα της ως άνω τριώροφης οικίας), επεχείρησε αρχικά, την ημέρα εκείνη (20-11-1995) να το θανατώσει με ενδοφλέβια ένεση αλλά δεν το κατόρθωσε και εν συνεχεία, η ίδια (δηλαδή η σύζυγός του Χ1), το έπνιξε με ένα μαξιλάρι και κατά την ενέργειά της αυτή η αδελφή της Χ2, κρατούσε τα πόδια του βρέφους, για να την διευκολύνει. "'Ασε και μας ταλαιπώρησε το άτιμο", του ανέφερε χαρακτηριστικά η σύζυγός του, η οποία δεν παρέλειψε να του επισημάνει πως στην περίπτωση που θα κατήγγειλε το έγκλημα, θα ενεπλέκετο και ο ίδιος και το παιδί τους θα έμενε στους δρόμους. Οι εκκαλούσες, στις απολογίες τους ισχυρίζονται ότι το βρέφος πέθανε αιφνιδίως τα ξημερώματα της 20-11-1995, από αιτία άγνωστη, ενώ κοιμόταν στην κούνια του, στο διαμέρισμα της μητέρας του Χ1 και ότι κατά το χρόνο του θανάτου του ο πατέρας Ψ βρισκόταν στο διαμέρισμα. Ο Ψ όμως προσκομίζει και επικαλείται τις ....., ..... εκθέσεις επιδόσεως καθώς και την από 20-11-1995 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κινητών πραγμάτων (απόπειρα), ήτοι έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι στις 20-11-1995, τις ώρες 10.45, 13.40 και 14.00, ενεργούσε πράξεις στα πλαίσια των καθηκόντων του ως δικαστικός επιμελητής, τις οποίες και δεν θα ενεργούσε αν πράγματι είχε πεθάνει το παιδί του κατά τον χρόνο που αυτός βρισκόταν στην οικία του. Κατά συνέπεια από τα έγγραφα αυτά συνάγεται ότι το βρέφος δεν πέθανε προ της αναχωρήσεως του Ψ για την εργασία του και είναι βάσιμος ο ισχυρισμός αυτού περί του ότι ο θάνατος επήλθε κατά τον χρόνο που αυτός απουσίαζε και ειδοποιήθηκε από την σύζυγο του περί ώρα 15.00', σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω ο Ψ καταθέτει ότι η σύζυγός του, μετά την ανακοίνωση της εγκληματικής ενεργείας, του παρέδωσε ένα φάκελο, ο οποίος περιείχε το χρηματικό ποσό των 3.000.000 δραχμών, με την εντολή να μεταβεί στον ..... και να τον παραδώσει σε ένα κύριο που θα τον περίμενε στη γωνία απέναντι από το Αστυνομικό Τμήμα ... . Του εξήγησε πως τα χρήματα αυτά προορίζονταν για τα έξοδα της κηδείας του παιδιού. Πράγματι ούτος συνάντησε τον ανωτέρω στο σημείο όπου του είχε υποδείξει η σύζυγός του και του παρέδωσε τον φάκελο με τα χρήματα. Επέστρεψε δε στην οικία του, όπου έξωθι αυτής βρισκόταν ήδη ο κύριος στον οποίο είχε παραδώσει το φάκελο με τα ποσό των 3.000.000 δραχμών και στον οποίο η σύζυγος του παρέδωσε το νεκρό βρέφος μέσα σε ένα χαρτόκουτο. Ο άγνωστος τοποθέτησε το χαρτόκουτο με το νεκρό βρέφος στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του και αναχώρησε. Ακολούθως, ο εγκαλών με τη σύζυγό του, την κουνιάδα του Χ3 και την πεθερά του Χ4, κατευθύνθηκαν στο νεκροταφείο της ..., όπου και έλαβε χώρα ο ενταφιασμός του παιδιού, το οποίο ενταφιάστηκε τοποθετημένο μέσα στο χαρτόκουτο, που έφερε ανά χείρας ο ανωτέρω άγνωστος, παραλήπτης του ποσού των 3.000.000 δραχμών. Ο δε ενταφιασμός έλαβε χώρα την ίδια ημέρα (20-11-1995). Οι ισχυρισμοί αυτοί του Ψ είναι βάσιμοι και ενισχύονται από τα κάτωθι αποδεικτικά στοιχεία: Σύμφωνα με τα προλεχθέντα, το βρέφος απεβίωσε αιφνιδίως στις 20-11-1995 και δη κατά χρόνο που ο εγκαλών δεν βρισκόταν στην οικία του. Καίτοι δε απεβίωσε αιφνιδίως, εν τούτοις η μητέρα αυτού, Χ1, δικηγόρος, αλλά και η εκ των αδελφών της Χ3, οδοντίατρος, δεν έπραξαν τα δέοντα για να πραγματοποιηθεί η σε περιπτώσεις αιφνίδιων θανάτων επιβαλλομένη νεκροψία-νεκροτομία επί του θανόντος βρέφους, εις τρόπον ώστε να διακριβωθεί η αιτία θανάτου αυτού. Η ..... ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου ... ..., σχετικά με τον θάνατο του βρέφους, συντάχθηκε επί τη βάσει του από 20-11-1995 ιατρικού πιστοποιητικού θανάτου του ιατρού Ι, ως προς την δράση του οποίου λεκτέα τα ακόλουθα: Ο εν λόγω ιατρός δεν κλήθηκε στην οικία όπου βρισκόταν το νεκρό βρέφος για να εξετάσει αυτό. Στο ως άνω ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου βεβαιώνεται ότι ο θάνατος του παιδιού επήλθε από καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια - συγγενή καρδιοπάθεια. Δεν αναφέρεται η ύπαρξη συνδρόμου DOWN. Ο συντάξας το πιστοποιητικό αυτό ιατρός, αρχικά ισχυρίστηκε ότι εξέτασε μακροσκοπικώς το νεκρό βρέφος στο Γραφείο Τελετών του Α και εκτιμώντας την κατάσταση του πτώματος, το οποίο δεν έφερε κακώσεις και το γεγονός ότι έπασχε από σύνδρομο DOWN, εξέδωκε το ως άνω πιστοποιητικό, το οποίο και υπέγραψε και έθεσε επ' αυτού την σφραγίδα του. Η δε υπογραφή του είχε ήδη θεωρηθεί επί του πιστοποιητικού αυτού, προ της συμπληρώσεώς του, από τον φίλο του, αξιωματικό της αστυνομίας Ξ, ο οποίος είχε βεβαιώσει την υπογραφή του επί ορισμένων πιστοποιητικών κενών περιεχομένου. Κατόπιν όμως ο εν λόγω ιατρός κατέθεσε ότι δεν εξέτασε ποτέ το νεκρό βρέφος και ότι το πιστοποιητικό θανάτου φέρει μεν την υπογραφή του, πλην όμως το περιεχόμενο συμπληρώθηκε εν αγνοία του. Επρόκειτο, σύμφωνα με τον Ι, για πιστοποιητικό από εκείνα που έφεραν την υπογραφή του, θεωρημένη από τον Ξ και τα οποία αυτός (Ι), είχε παραδώσει εν συνεχεία στον φίλο του Ο, που διατηρούσε Γραφείο Τελετών στην οδό ..., προκειμένου να τον εξυπηρετήσει για περιπτώσεις αιφνίδιων θανάτων που ελάμβαναν χώρα τη νύχτα. Χορήγησε δηλαδή τα υπογεγραμμένα αυτά πιστοποιητικά στον φίλο του Ο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του, και του έδωσε την δυνατότητα σε περιπτώσεις αιφνίδιων θανάτων, να συμπληρώνει ο ίδιος αυτά, με την αιτία θανάτου. Εν τέλει σε τρίτη κατάθεση του ο Ι διατείνεται ότι δεν εξέτασε το νεκρό βρέφος και ότι το πιστοποιητικό, το συμπλήρωσε ο ίδιος κατά περιεχόμενο, αφού του το προσκόμισε ο Ο και για την συμπλήρωση αυτή ζήτησε και έλαβε το χρηματικό ποσό των 10.000 δραχμών. Από την περιεχόμενη στην δικογραφία από 1-11-2005 Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ, συνάγεται ότι το πιστοποιητικό θανάτου έχει συμπληρωθεί ως προς τις χειρόγραφες ενδείξεις της αιτίας θανάτου (Καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια, Συγγενής καρδιοπάθεια), από τον Ι αλλά και ως προς άλλες ενδείξεις (Ι, ....., 4.30, ....., οικίαν της, ....., ..., ΚΥΡΙΑΚΗ, 1995, 3, 7, ελληνική, ..., ...). Ο Ξ επιβεβαιώνει το γεγονός της θεωρήσεως της υπογραφής του Ι επί κενών περιεχομένου πιστοποιητικών και ο Ο επιβεβαιώνει με την σειρά του την παραλαβή από μέρους του τέτοιων πιστοποιητικών. Ο Ο στην από 31-10-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση διατείνεται ότι παρέδωσε στον συνάδελφο του Α, το ιατρικό πιστοποιητικό, κενό περιεχομένου, το οποίο έφερε την θεωρημένη κατά τ' ανωτέρω υπογραφή του ιατρού Ι. Σε μεταγενέστερη όμως εξέτασή του, κατ' αντιπαράσταση με τον ιατρό Ι, δεν αποκλείει να συμπλήρωσε πρώτα ο Ι το εν λόγω πιστοποιητικό και μετά να παρέδωσε αυτό στον Α. Ο τελευταίος διατείνεται ότι ο ιατρός Ι εξέτασε το νεκρό βρέφος στον νεκροθάλαμο του Πρώτου Νεκροταφείου, στις 20-11-1995, παρουσία του Μ, ο οποίος απασχολούταν στο Γραφείο Τελετών του Α. Ο Μ όμως δεν επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό και στην από 21-4-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση, καταθέτει ότι δεν είδε κανένα γιατρό να εξετάζει το νεκρό βρέφος. Επί τη βάσει των δεδομένων αυτών φρονούμε ότι το ιατρικό πιστοποιητικό εξεδόθη χωρίς προηγουμένως να έχει εξετασθεί το νεκρό βρέφος. Στην άποψη αυτή κατατείνουν οι καταθέσεις των ανωτέρω προσώπων, εκ των οποίων μόνον ο Α ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα εξέταση και διαψεύδεται από τον Μ, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Άλλωστε αν είχε λάβει χώρα πράγματι εξέταση του νεκρού βρέφους, ο ιατρός δεν θα είχε χρησιμοποιήσει προς πιστοποίηση του θανάτου και της αιτίας αυτού, πιστοποιητικό εξ εκείνων, των κενών περιεχομένου, με θεωρημένο μόνο το γνήσιο της υπογραφής του ιατρού, που είχαν χορηγηθεί στον Ο, αλλά θα είχε καταρτίσει νέο πιστοποιητικό. Εφόσον επομένως δεν εξετάστηκε το νεκρό βρέφος, η αναγραφομένη στο πιστοποιητικό αυτό αιτία θανάτου (Καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια, Συγγενής καρδιοπάθεια), δεν είναι η πραγματική αιτία θανάτου του βρέφους. Άλλωστε η διάγνωση της συγκεκριμένης αυτής αιτίας θανάτου, δεν είναι δυνατόν να γίνει μόνον με μακροσκοπική εξέταση αλλά απαιτείται και νεκροτομή. Μόνον δε το 35% των ασθενών με σύνδρομο DOWN, πάσχουν από τις ασθένειες αυτές (βλ. σχετ. καταθέσεις Ιατροδικαστού Μαριανού και σχετική βιβλιογραφία). Εν σχέσει με την άδεια ταφής λεκτέα τα εξής: Τον ενταφιασμό του νεκρού βρέφους ανέλαβε το Γραφείο Τελετών του Α, το οποίο λειτουργούσε στο όνομα της συζύγου του Ν, στην οδό ..., στην πλατεία του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών. Ο Α γνωριζόταν με την οικογένεια Χ1-Χ2-Χ3-Χ4, διότι ήσαν συγχωριανοί, καταγόμενοι από χωριό της νήσου ... . Σύμφωνα με τον Μ, ο οποίος τότε ήταν αστυνομικός εν ενεργεία αλλά παρά ταύτα εργαζόταν περιστασιακά στο Γραφείο Τελετών του Α, η άδεια ταφής εκδόθηκε επί τη βάσει του αναληθούς ιατρικού πιστοποιητικού, από το Αστυνομικό Τμήμα ..., την ίδια ημέρα του θανάτου του βρέφους, δηλαδή στις 20-11-1995. Ο Μ, στην από 21-4-2005 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση, καταθέτει ότι ο ίδιος παρέλαβε μέσα σε χαρτόκουτο το νεκρό βρέφος από την επί της οδού ... οικία και με το αυτοκίνητό του το μετέφερε στον νεκροθάλαμο του Πρώτου Κοιμητηρίου. Ακολούθως δε, ο Α του παρέδωσε το αναληθές κατά περιεχόμενο πιστοποιητικό και μετέβη με αυτό, την ίδια ημέρα (20-11-1995), στο Αστυνομικό Τμήμα ..., προκειμένου να αιτηθεί την έκδοση αδείας ταφής. Εκεί συναντήθηκε με τον πατέρα του παιδιού και ανέβηκαν μαζί στο Τμήμα. Ο Μ δεν αποκλείει να του παρέδωσε ο πατέρας του παιδιού Ψ φάκελο, αλλά καταθέτει ότι δεν θυμάται το γεγονός αυτό. Καταθέτει όμως ότι η άδεια εκδόθηκε την ίδια ημέρα. Η άδεια ταφής παρά ταύτα φέρει ημεροχρονολογία 21-11-1995. Η εν λόγω άδεια δεν φέρει τα στοιχεία παρά μόνον την υπογραφή του συντάξαντος αυτήν Ανθυπαστυνόμου, που από την ανάκριση διακριβώθηκε ότι ήτο ο Λ, καθώς επίσης δεν φέρει και την στρογγυλή σφραγίδα του Τμήματος, και τον τίτλο της Υπηρεσίας. Σημειωτέον ότι ο Λ δεν ασκούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας στις 20-11-1995, άσκησε δε τοιαύτα καθήκοντα στις 21-11-1995, κατά τις ώρες 06.00'-14.00. Το γεγονός αυτό εξηγεί και το ότι η άδεια δεν φέρει τις παραπάνω σφραγίδες. Ο Λ, ευρισκόμενος την ημέρα εκείνη στο Τμήμα, χωρίς να έχει υπηρεσία (ανάπαυση λόγω πενθημέρου), δέχτηκε να εξυπηρετήσει τον συνάδελφο του Μ και να προβεί στην έκδοση της παραπάνω αδείας ταφής (βλ. σχετ. και τα αντίγραφα από το βιβλίο Κατάστασης Δύναμης του AT ...), εις τρόπον ώστε να καταστεί εφικτή η ταφή του βρέφους την ίδια ημέρα, έθεσε δε επί της αδείας ημεροχρονολογία 21-11-1995, οπότε και θα ασκούσε καθήκοντα αξιωματικού υπηρεσίας, εις τρόπον ώστε να φαίνεται ότι η άδεια εκδόθηκε δήθεν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η άδεια αυτή, όπως προκύπτει από το ..... διαβιβαστικό έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος ..., διαβιβάστηκε στο Ληξιαρχείο του Δήμου ... στις 22-11-1995, μαζί με το ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου του ιατρού Ι και επί τη βάσει των εγγράφων αυτών, συντάχθηκε στις 22-11-1995 η ως άνω αναφερομένη ληξιαρχική πράξη. Εν σχέσει με το πραγματικό γεγονός της ταφής του βρέφους, λεκτέα τα εξής: Ο Ψ και ο Μ καταθέτουν ότι η ταφή έγινε την ίδια ημέρα (20-11-1995) μεταξύ των ωρών 16.00'-17.00'. Στα βιβλία του νεκροταφείου αναγράφονται διαφορετικές ημεροχρονολογίες ταφής, ήτοι στο αλφαβητικό βιβλίο αναγράφεται ως ημεροχρονολογία ταφής η 21-11-1995, ενώ στο ημερολόγιο η 22-11-1995. Σύμφωνα με την από 22-4-2005 ένορκη μαρτυρική κατάθεση του Π, υπαλλήλου του Δήμου ... που ασκεί διοικητική εποπτεία στο Δημοτικό Νεκροταφείο ..., οι υπάλληλοι οι οποίοι καταχωρούν την ταφή στα σχετικά βιβλία, δεν έχουν ιδίαν αντίληψη των γεγονότων στο νεκροταφείο και προβαίνουν στις καταχωρήσεις βάσει της αδείας ταφής. Επομένως από τις καταχωρήσεις στα βιβλία του νεκροταφείου, οι οποίες μάλιστα διαφέρουν μεταξύ των, δεν δύναται να λεχθεί ότι οι καταθέσεις των Ψ και Μ, εν σχέσει με την ημεροχρονολογία ταφής, είναι αβάσιμες. Οι εκκαλούσες, στις ανωμοτί καταθέσεις των τις ληφθείσες εις τα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, ισχυρίζονται ότι η ταφή έγινε στις 22-11-1995. Στις απολογίες των ενώπιον της ανακρίτριας του 15ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών οι εξ αυτών Χ2, Χ3 και Χ4, αναφέρουν ότι η ταφή έλαβε χώρα στις 21-11-1995. Η Χ1 στο απολογητικό της υπόμνημα αναφέρει ότι θυμόταν ως ημεροχρονολογία ταφής την 21η-11ου-1995, αλλά ο Δήμος ... της χορήγησε την ..... βεβαίωση από την οποία προκύπτει ότι το παιδί ενταφιάστηκε στις 22-11-1995. Οι αντιφάσεις αυτές των κατηγορουμένης ενισχύουν ακόμη περισσότερο τον ισχυρισμό των Ψ και Μ, εν σχέσει με την ημεροχρονολογία ταφής. Συμπερασματικά, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι έχομε περίπτωση βρέφους πάσχοντος από σύνδρομο DOWN, το οποίο μετά την έξοδο του από την παιδιατρική κλινική, αποκρύπτεται από την μητέρα του, δεν παρακολουθείται από κανένα ιατρό, θεωρείται από στενούς συγγενείς και γείτονες ήδη νεκρό, και για τον αιφνίδιο θάνατο του οποίου εκδίδεται ένα ψευδές κατά περιεχόμενο ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου. Σημειωτέον δε ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι το παιδί ενόσω ζούσε παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, πλην του χρονικού διαστήματος από 23-3-1995 μέχρι τις 26-3-1995 ή το πολύ μέχρι τις 31-3-1995. Το εν λόγω βρέφος ενώ φυλασσόταν κρυμμένο, απεβίωσε, και τότε η μητέρα απευθύνθηκε στον διατηρούντα Γραφείο τελετών ομοχώριό της Α, από τον οποίο και ζήτησε να φροντίσει για την ταφή του, χωρίς αυτό προηγουμένως να νεκροτομηθεί, προφανώς για να μην διακριβωθεί η ακριβής αιτία θανάτου και επί πλέον να μεριμνήσει για την ταφή του την ίδια ημέρα, την ημέρα του θανάτου του (20-11-1995). Ο δε Α πέτυχε τα ανωτέρω με την βοήθεια των: Ο, Ι, Μ και Π, έναντι όμως υψηλής αμοιβής ανερχομένης στο ποσό των 3.000.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλε την ίδια ημέρα ο Ψ και το οποίο η σύζυγός του Χ1 είχε δανεισθεί από την αδελφή της Χ3, την δε επομένη ημέρα (21-11-2995), ο Ψ ανέλαβε από την Εμπορική Τράπεζα ποσό 2.500.000 δραχμών προκειμένου να εξοφλήσει κατά το μεγαλύτερο μέρος του το δάνειο αυτό. Το χρηματικό αυτό ποσό δεν ήτο βεβαίως ανάλογο των εξόδων κηδείας, αφού το βρέφος ετάφη κείμενο σε χαρτόκουτο, αλλά εισπράχθηκε από τον Α ως αμοιβή για την παροχή των παραπάνω υπηρεσιών. Η καταβολή του σημαντικού αυτού χρηματικού ποσού, συνδυαζόμενη προς τα παραπάνω δεδομένα, καταδεικνύει ότι οι εκκαλούσες επεδίωξαν και πέτυχαν την ταχύτατη, άνευ νεκροψίας-νεκροτομίας ταφή του παιδιού, επί τη βάσει εγγράφων εις τα οποία βεβαιώθηκαν ψευδώς περιστατικά, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται. Τούτο δε έπραξαν διότι το βρέφος θανατώθηκε λόγω ασφυξίας από απόφραξη των αναπνευστικών στομίων της μύτης και του στόματος. Στην περίπτωση δε του θανάτου με τον τρόπο αυτό, υπάρχουν μακροσκοπικά ευρήματα (υπεραιμία, κυάνωση, αιμορραγικές μικροστίξεις, ασφυκτικές κηλίδες στον επιπεφυκότα του οφθαλμού), ο δε θάνατος από απόφραξη των αεροφόρων οδών ευκόλως βεβαιώνεται με την εκτέλεση και της νεκροτομίας, και για το λόγο αυτό έπρεπε να ταφεί πάραυτα το παιδί, πρόχειρα έστω, σε χαρτόκουτο, εις τρόπον ώστε να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα. Η δε ταφή αυτή έγινε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 2 του α.ν. 445/1968 που ορίζει ότι η ταφή παντός νεκρού επιτρέπεται μετά πάροδο 12 ωρών από του νομίμως πιστοποιουμένου θανάτου και σε περίπτωση νεκροτομής του πτώματος (που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω), αμέσως μετ' αυτήν. Η θανάτωση του παιδιού με τον τρόπο αυτό προκύπτει εμμέσως και από το αποτέλεσμα της εκταφής του πτώματος και την ιατροδικαστική εξέταση των ανευρεθέντων οστών, από την οποία προέκυψε ότι στα οστά δεν διαπιστώθηκε-όσο αυτό ήτο δυνατόν λόγω της παλαιότητος αυτών-καμία κάκωση(κάταγμα) (Βλ. σχετ. το 3528/2-6-2005 έγγραφο της Ιατροδικαστικής υπηρεσίας Αθηνών).
Ενόψει των προεκτεθέντων φρονώ ότι προκύπτουν κατά των κατηγορουμένης αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες διώκονται. Η εξ αυτών Χ1, απεφάσισε να σκοτώσει και σκότωσε το ηλικίας τότε περίπου 9 περίπου μηνών βρέφος της, με απόφραξη των αεροφόρων οδών αυτού με τη χρήση μαξιλαριού, ευρισκόμενη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, και δη έχουσα απόλυτο συνειδησιακή διαύγεια, ψύχραιμη και ήρεμη σκέψη, νηφάλια στάθμιση των αιτίων που ωθούν προς το έγκλημα και εκείνων που απωθούν από αυτό. Η εν λόγω κατηγορουμένη προέβη στην ενέργειά της αυτή διότι εκτίμησε ότι η ανατροφή του παιδιού αυτού θα αποτελούσε ένα δυσβάστακτο βάρος για την ίδια και την οικογένειά της και επί πλέον θα την στιγμάτιζε κοινωνικά (βλ. καταθέσεις του συζύγου της). Η Χ2, παρέσχε στην ανωτέρω άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κύριας πράξεως, κρατώντας τα πόδια του βρέφους, εις τρόπον ώστε αυτό να μην αντιδρά κινώντας τα κατά την απόφραξη των αεροφόρων του οδών και να επέλθει πιο γρήγορα ο θάνατος του. Οι λοιπές κατηγορούμενες ενίσχυσαν και ενθάρρυναν την Χ1 στην τέλεση της πράξεως αυτής, με την ενεργό παρουσία τους στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος, η οποία παρουσία τους συνάγεται από τις απολογίες των, στις οποίες παραδέχονται ότι κατά τον θάνατο του παιδιού βρίσκονταν και αυτές στην επί της οδού Γ. Σεφέρη αριθμ. 4 οικία, η δε Χ1 σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την ημέρα του θανάτου, ανακοίνωσε στον σύζυγο της ότι αύτη και οι λοιπές των κατηγορουμένης είχαν αποφασίσει να θέσουν τέλος στο μαρτύριο της ανατροφής του άρρωστου αυτού παιδιού, ότι η αδελφή της Χ3επεχείρησε αρχικά, την ημέρα εκείνη (20-11-1995) να το θανατώσει με ενδοφλέβια ένεση αλλά δεν το κατόρθωσε και εν συνεχεία αυτή (Χ1) το σκότωσε με τον προπεριγραφέντα τρόπο. Οι εκκαλούσες αποδίδουν την έγκληση του Ψ στο γεγονός της πικρίας που αυτός αισθάνεται για το ότι η σύζυγός του, προ τη υποβολής της εγκλήσεως αυτής είχε αποφασίσει να διακόψει την έγγαμη συμβίωση της μαζί του. Όμως τα παραπάνω περιστατικά και δεδομένα καταδεικνύουν ότι προκύπτουν σε βάρος των εκκαλουσών αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και για το λόγο αυτό φρονώ ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τις εκκαλούσες στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικασθούν για τις ως άνω αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και οι εφέσεις των πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους, να επικυρωθεί δε το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. Δεν συντρέχει δε και περίπτωση να διαταχθεί περαιτέρω κυρία ανάκριση, προς διενέργεια και άλλων ανακριτικών πράξεων, ως αιτούνται οι εκκαλούσες με τις εφέσεις των, προς τον σκοπό όπως ερευνηθεί αν η Χ3 ανέλαβε από τις Τράπεζες το χρηματικό ποσό των 3.000.000 δραχμών για να το δανείσει στην αδελφή της Χ1, δεδομένου ότι ο εγκαλών Ψ κατέθεσε ότι την επομένη του θανάτου του βρέφους ανέλαβε από την Εμπορική Τράπεζα το ποσό των 2.500.000 δραχμών, γεγονός που αποδεικνύεται από το αντίγραφο του βιβλιαρίου καταθέσεων, προκειμένου να επιστραφεί το ποσό, το οποίο, όπως του είχε αναφέρει η σύζυγός του, είχε λάβει από την αδελφή της Χ3. Ο Ψ όμως δεν καταθέτει ότι η Χ3 ανέλαβε το χρηματικό αυτό ποσό από συγκεκριμένη Τράπεζα, εις τρόπον ώστε να τίθεται ζήτημα ελέγχου της βασιμότητος της καταθέσεώς του με διενέργεια σχετικής έρευνας ...". Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι αυτά στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη, στην κατηγορούμενη- αναιρεσείουσα την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή της στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί για την ως άνω αναφερόμενη αξιόποινη πράξεις κατά τα διαλαμβανόμενα στο 3531/2007 πρωτόδικο βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος.
V. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε αυτή αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης- αναιρεσείουσας στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27 παρ. 1β, 299 παρ. 1, ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο, χωρίς να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας αυτής να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία., ενώ είναι αβάσιμες οι αποδιδομένες από την αναιρεσείουσα πλημμέλειες.
Ειδικότερα η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει τη δυνατότητα, για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα. Δεν συγχωρείται, όμως, το συμβούλιο εφετών να μη διαλαμβάνει τίποτα για τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε, αλλά απλώς να αναφέρεται εξολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή (και) στην ενσωματωμένη σ' αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) εισαγγελική πρόταση. Μόνο στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του συμβουλίου εφετών να στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και παραβιάζονται επιπλέον οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ 53/1973) και 2 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, (ν. 1705/1987), καθόσον στην περίπτωση αυτή, η κατηγορουμένη που άσκησε έφεση κατά πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, στερείται της ουσιαστικής κρίσεως του συμβουλίου του δεύτερου βαθμού. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 326/08 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσία την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά του 3531/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το τελευταίο, με το οποίο παραπέμπεται αυτή στο ακροατήριο για την πιο πάνω πράξη με καθολική επιτρεπτή αναφορά στις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Στην εν λόγω όμως ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση δεν γίνεται καθολική αναφορά στις σκέψεις του πρωτόδικου βουλεύματος ή της πρωτοβάθμιας εισαγγελικής προτάσεως, ούτε το προσβαλλόμενο βούλευμα αποτελεί αντιγραφή του σκεπτικού του πρωτοδίκου 3531/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ή του κατηγορητηρίου, όπως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Αντιθέτως, γίνεται πλήρης έκθεση των κρίσιμων γεγονότων και διαλαμβάνονται οι σκέψεις, οι οποίες στηρίζουν τη δευτεροβάθμια κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, όπως αυτές πιο πάνω έχουν εκτεθεί.
Επομένως, οι προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά τις οποίες, "οι παραδοχές του πρώτου (εφετειακού) αποτελούν, κατά το πλείστον μέρος τους, αντιγραφή του περιεχομένου του δευτέρου (πρωτοδίκου) βουλεύματος" και συνεπώς "δεν υπήρξε ουσιαστικώς, δευτεροβάθμια κρίση" και ότι είναι ανεπίτρεπτη "η παράθεση στο σκεπτικό και, μάλιστα, σχεδόν κατά λέξη, των στοιχείων του κατηγορητηρίου και η αναιτιολόγητη κρίση ότι αποδείχθηκαν" είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Επίσης το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απάντησε αιτιολογημένα στα επιχειρήματα και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, αν και δεν είχε ειδική προς τούτο υποχρέωση. Επομένως, οι διαλαμβανόμενες στον δεύτερο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις, ότι, αν και υπέβαλε η αναιρεσείουσα συγκεκριμένα αιτήματα, ισχυρισμούς και επιχειρήματα, που αποδείκνυαν την αθωότητά της, αυτά έμειναν αναπάντητα, ανεξαρτήτως της αοριστίας τους, αφού δεν αναφέρεται ποίοι ισχυρισμοί και ποία υποβληθέντα αιτήματα έμειναν αναπάντητα, είναι και ουσιαστικά αβάσιμες. Εξ άλλου, από την αναφορά στην αρχή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική για την αναιρεσείουσα κρίση του, προέκυψαν από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένης, την έγκληση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ, την ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του Ανακριτή, το υπόμνημα του εν λόγω πολιτικώς ενάγοντα και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένης, προκύπτει ανενδοιάστως ότι το εν λόγω Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά και μάλιστα επιλεκτικά την από 21-01-2005 μήνυση του εν διαστάσει συζύγου της Ψ και την χωρίς όρκο κατάθεση του ίδιου, όπως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Από το γεγονός δε ότι στο βούλευμα εξαίρονται ορισμένες αποδείξεις δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές, αφού βεβαιώνεται σ'αυτό, όπως προαναφέρθηκε, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν υπόψη χωρίς μάλιστα να είναι απαραίτητη η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών αυτών μέσων. Επομένως, ο από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VI. Από τις διατάξεις των αρ. 317 παρ. 1 εδ. α και 481 παρ. 1 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των αρ. 316 παρ. 2, 318, 319, 478 παρ. 1 και 481 παρ. 1 ΚΠΔ, σαφώς συνάγεται ότι, όταν ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, λόγω του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, μεταβιβάζεται η υπόθεση από ουσιαστικής και νομικής πλευράς στο Συμβούλιο των Εφετών, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο κατά τρόπον ώστε να επαναλαμβάνεται και πάλι ενώπιον του Συμβουλίου αυτού η συζήτηση όπως είχε εισαχθεί η κατηγορία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που είχε εκδώσει το εκκαλούμενο βούλευμα, η οποία (κατηγορία) έτσι κρίνεται σε δεύτερο βαθμό. Κάθε δε τυχόν ακυρότητα ή πλημμέλεια του πρωτοδίκου βουλεύματος καλύπτεται, μετά την άσκηση εφέσεως κατ'αυτού, με την έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο και μόνο υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Στη προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα αιτιάται με την κρινομένη αίτησή της, ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν απάντησε σε προβληθέντες λόγους εφέσεως και ειδικότερα α) στον προβληθέντα λόγο εφέσεως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτόδικο βούλευμα, β) ότι το πρωτόδικο βούλευμα αγνόησε το αίτημα της εκκαλούσας για συμπλήρωση της ανακρίσεως, με σκοπό να κληθεί ιατρός, προς διερεύνηση των πιθανών αιτίων θανάτου βρέφους, και γ) το πρωτόδικο βούλευμα απέρριψε αναιτιολόγητα αίτημά της περί αυτοπρόσωπου εμφανίσεως της ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατ' άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, είτε υπό την μορφή της απολύτου ακυρότητος, είτε της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ή της νομίμου βάσεως, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα και με τις παρατεθείσες πιο πάνω δικονομικές διατάξεις, αφού και στην περίπτωση που υπήρξε πράγματι τέτοια ακυρότητα, όταν εγένετο τυπικώς δεκτή η ασκηθείσα έφεσή της, ερευνήθηκε εκ νέου από ουσιαστικής και νομικής πλευράς η όλη κατηγορία από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο με το ήδη προσβαλλόμενο βούλευμα και συνεπώς δεν ήταν υποχρεωμένο το Συμβούλιο να απαντήσει στους λόγους αυτούς.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως.-
Μετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων της κρινόμενη αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 70/14-4-2008 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως της Χ1κατά του 326/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2008.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ