Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Παίγνια τυχερά.
Περίληψη:
Παίγνια σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Συνταγματική η διάταξη που απαγορεύει τη διενέργεια τυχερών παιγνίων. Αιτιολογημένη η καταδίκη του διευθύνοντος και εκμεταλλευόμενου το κατάστημα. Αναιρεί για ασαφή αιτιολογία ως προς το εάν ο έτερος κατηγορούμενος, εκτός του ότι ήταν ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ήταν και εκμεταλλευτής αυτής.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1472/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δημήτριο Τίγγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα και Χριστόφορο Κοσμίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 21η Ιουλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις αναιρέσεως της 4632/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων α) Χ1, κατοίκου ... και β) Χ2, κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Βίκτωρα Τσιλώνη (ΑΜ ΔΣΘ 7848). Με συγκατηγορουμένους τους α) Χ3 και β) Χ4.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφαση, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 27-4-2010 δύο αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρήθηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 617/2010.
Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση του δευτέρου και να γίνει δεκτή η αίτηση του πρώτου από τους αναιρεσείοντες.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, που κατατέθηκαν στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση την 27-4-2010, υποβάλλονται για τους κατηγορουμένους εκ μέρους συνηγόρου με ειδική πληρεξουσιότητα και στρέφονται κατά της 4632/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠοινΔ την 23-4-2010. Επομένως, έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως (ΚΠοινΔ 465 παρ.2, 473 παρ.1 και 3, 474, 505 παρ.1, 509 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών.
2. Στο άρθρο 4 παρ.1 εδ.α' του ν. 3037/2002 με τον τίτλο "απαγόρευση παιγνίων" ορίζεται ότι "Όσοι εκμεταλλεύονται ή διευθύνουν κέντρα ή άλλους χώρους της παρ.1 του άρθρου 2, στα οποία διενεργούνται ή εγκαθίστανται παίγνια απαγορευμένα κατά τις διατάξεις των προηγουμένων άρθρων, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000 ευρώ". Στο άρθρο 2 παρ.1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "Απαγορεύεται η διεξαγωγή των υπό στοιχεία β', γ' και δ' του άρθρου 1 παιγνίων, περιλαμβανομένων και των [δια] υπολογιστών [διεξαγομένων], σε δημόσια, γενικά, κέντρα, όπως ξενοδοχεία, καφενεία κλπ". Τέλος, στο άρθρο 1 στοιχείο δ' του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "Ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο, για τη λειτουργία του οποίου, εκτός των υποστηρικτικών ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών και άλλων μηχανισμών, απαιτείται η ύπαρξη και εκτέλεση λογισμικού (προγράμματος)" [που είναι εγκατεστημένο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή]. Κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών, η απαγόρευση της διεξαγωγής ηλεκτρονικών παιγνίων, με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε δημόσια κέντρα και η εκ του λόγου αυτού τιμωρία όσων εκμεταλλεύονται ή διευθύνουν τα κέντρα αυτά, αναφέρεται μόνο στα τυχερά παιγνίδια, σε όσα δηλαδή η έκβαση εξαρτάται προεχόντως εκ της τύχης και αποφέρει οικονομικό όφελος είτε στον παίκτη, όταν κερδίζει είτε στο διοργανωτή του παιγνίου (ή στον εκμεταλλευόμενο κλπ το κέντρο), όταν ο παίκτης χάνει. Το ότι σκοπός του ν. 3037/2002 υπήρξε "ο αποτελεσματικός αποκλεισμός του παράνομου τζόγου και των παράνομων εσόδων που αυτός αποφέρει και, συνακόλουθα, η επίλυση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων που ο τζόγος αυτός δημιουργεί" και όχι η απαγόρευση των τεχνικών, ψυχαγωγικών παιγνίων, ακόμη και αν διεξάγονται με λογισμικό που είναι εγκατεστημένο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, διευκρινίσθηκε με σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. υπό το άρθρο 1 του ν. 3037/2002, στην ΤραπΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1672/2009). Η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τη διατήρηση σε ισχύ των άρθρων 4 εδ.α' και 7 παρ.1 στοιχ. α' του β.δ. 29/1971 (με το άρθρο 11 του ν. 3037/2002 καταργήθηκαν μόνο τα άρθρα 5 και 6 παρ.3 του β.δ. 29/1971), σύμφωνα με τις διατάξεις των οποίων τα τυχερά παίγνια απαγορεύονται σε όλη την ελληνική επικράτεια και "Οι εκμεταλλευόμενοι ή διευθύνοντες κέντρα, επιτρέποντες την διενέργειαν εν αυτοίς τυχηρών παιγνίων, τιμωρούνται δια χρηματικής ποινής και φυλακίσεως μέχρι δύο ετών κλπ" (βλ. ΑΠ 1547/2009). Ως εκ τούτου, το ζήτημα της συμφωνίας ή μη των διατάξεων του ν. 3037/2002, καθ' ο μέρος θεωρήθηκε ότι απαγορεύουν γενικώς τη διενέργεια ηλεκτρονικών παιγνίων με τη χρήση λογισμικού που είτε είναι εγκατεστημένο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή είτε τίθεται στη διάθεση του χρήστη με απ' ευθείας σύνδεση στο διαδίκτυο (internet), προς τη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (που υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος) και της εντεύθεν συνταγματικότητας αυτών, δεν υφίσταται στην περίπτωση της διενέργειας τυχερών παιγνίων με ηλεκτρονικό υπολογιστή, αφού η εν λόγω νομοθεσία δεν αποβλέπει στην προστασία του παράνομου τζόγου (βλ. ΑΠ 547/2008).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1 στοιχείο δ', 2 παρ.1 και 4 παρ.1 εδ.α' του ν. 3037/2002 (εκ παραδρομής προστέθηκε στην οικεία θέση των πρακτικών και το άρθρο 3 εδ.β' του ίδιου νόμου, για το οποίο τέθηκε βάσιμα ζήτημα αντισυνταγματικότητας, βλ. ΣτΕ 246/2004, αλλά το οποίο δεν έχει σχέση με τη στοιχειοθέτηση της συγκεκριμένης πράξεως), συνιστάμενη στο ότι με την ιδιότητα και υπό τις επί μέρους περιστάσεις που αναφέρονται στη συνέχεια (βλ. παρακάτω, αρ.3), σε καφετέρια, είχαν εγκαταστήσει και θέσει σε λειτουργία ένδεκα ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ελεγχόμενους από κεντρικό υπολογιστικό σύστημα που διέθετε το προσήκον λογισμικό, στους οποίους ισάριθμοι πελάτες του καταστήματος έπαιζαν το ηλεκτρονικό παιγνίδι "φρουτάκια", η έκβαση του οποίου ήταν εξαρτημένη αποκλειστικά εκ της τύχης και είχε άμεσες οικονομικές συνέπειες (κέδρος ή ζημία) τόσο για τους παίκτες όσο και για τους κατηγορουμένους. Με τον πρώτο λόγο των αιτήσεων αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες παραπονούνται για το ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως ή, άλλως, με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε τον ενώπιον εκείνου προβληθέντα ισχυρισμό αυτών ότι οι διατάξεις του ν. 3037/2002, με βάση τις οποίες είχαν παραπεμφθεί και καταδικασθεί πρωτοδίκως, έρχονται σε αντίθεση προς την κοινοτική νομοθεσία, "όπως άλλωστε κρίθηκε με την C-65/05 απόφαση του ΔΕΚ από 26-10-2006, εκδοθείσα επί προσφυγής της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελλάδος, κατά την οποία η Ελληνική Δημοκρατία, εισάγοντας με το ν. 3037/2002 την απαγόρευση εγκαταστάσεως και λειτουργίας όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων όλων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, εκτός των καζίνο, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28, 30, 43 και 49 ΕΚ, καθώς και από το άρθρο 8 της Οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22 Ιουνίου 1998, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 98/48/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20 Ιουλίου 1998". Ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι η πιο πάνω κρίση του ΔΕΚ αναφέρεται στην εκδοχή της γενικής απαγόρευσης των ηλεκτρονικών κλπ παιγνίων (την οποία, όπως προαναφέρθηκε, απέκλεισε το Υπουργείο Οικονομικών με τη διευκρινιστική ανακοίνωση που εκ των υστέρων εξέδωσε) και όχι στη διεξαγωγή των παράνομων, τυχερών ηλεκτρονικών παιγνίων, της οποίας το αξιόποινο δεν έρχεται σε αντίθεση με την κοινοτική νομοθεσία και η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος των αιτήσεων αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
3. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση ως προς το δεύτερο από τους αναιρεσείοντες, δέχθηκε μεταξύ άλλων και τα εξής ουσιώδη: Ότι ο δεύτερος από τους αναιρεσείοντες είχε την ιδιότητα του εκμεταλλευτή και διευθύνοντος ενός καταστήματος, που λειτουργούσε στη ..., επί της οδού ... αρ.4-6, ως καφετέρια με το διακριτικό τίτλο "...". Ότι, με την ιδιότητα αυτή (ενεργώντας από κοινού με τον πρώτο από τους αναιρεσείοντες, για τον οποίο γίνεται λόγος στην επόμενη σκέψη της παρούσας, βλ. παρακάτω, αρ.4), είχε εγκαταστήσει στο εν λόγω κατάστημα 15 ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι ήσαν συνδεδεμένοι με κεντρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ελεγχόμενο από τον ίδιο ή τους υπαλλήλους του (ως τέτοιοι καταδικάσθηκαν οι συγκατηγορούμενοι Χ3 και Χ4, που δεν έχουν ασκήσει αίτηση αναιρέσεως) και στους οποίους λειτουργούσε λογισμικό (πρόγραμμα) που επέτρεπε τη διεξαγωγή του τυχερού παιγνίου "φρουτάκια", με ηλεκτρονικό τρόπο. Ότι στην οθόνη εκάστου υπολογιστή εμφανίζονταν σε διαρκή κίνηση διάφορα μικροαντικείμενα (φρουτάκια, ζωάκια κλπ) και ο αντίστοιχος παίκτης είχε τη δυνατότητα, δίνοντας τη σχετική εντολή με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή, να ακινητοποιήσει προς στιγμή την εικόνα, προς το σκοπό να επιτύχει την εκ συμπτώσεως εμφάνιση επί της αυτής σειράς τριών ίδιων αντικειμένων (τρίλιζα), οπότε κέρδιζε. Ότι ο κάθε παίκτης κατέθετε προκαταβολικά στο ταμείο του καταστήματος το χρηματικό ποσό, με το οποίο επιθυμούσε να συμμετάσχει στο παιγνίδι και, στη συνέχεια, κάθε φορά που κέρδιζε, πιστωνόταν με τις σχετικές μονάδες, ενώ κάθε φορά που έχανε, χρεωνόταν αντιστοίχως. Ότι η έκβαση του παιγνιδιού ήταν εξαρτημένη αποκλειστικά από την τύχη, χωρίς ο παίκτης να μπορεί να συμβάλει με τις δικές του ικανότητες στη διαμόρφωση του αποτελέσματος που επιθυμούσε. Ότι κατά το χρόνο του ελέγχου του καταστήματος σε 11 από τους υπολογιστές αυτούς έπαιζαν το εν λόγω τυχερό παιγνίδι ισάριθμοι πελάτες του καταστήματος. Και, τέλος, ότι το παιγνίδι σε όλους τους υπολογιστές διακόπηκε αυτόματα, με χειρισμό που έγινε μέσω του κεντρικού υπολογιστή, γεγονός που επιβεβαιώνει την κρίση ότι οι πελάτες δεν έπαιζαν στο διαδίκτυο, αλλά με χρήση του λογισμικού που ήταν εγκατεστημένο στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του καταστήματος. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το εφετείο κήρυξε ένοχο το δεύτερο από τους αναιρεσείοντες για την αξιόποινη πράξη που προαναφέρθηκε. Με τα όσα δέχθηκε, σε συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της αποφάσεώς του, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε την κατά νόμο πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εξέθεσε χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά ότι ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του εκμεταλλευτή και διευθύνοντος την καφετέρια, εγκατέστησε σ' αυτήν ηλεκτρονικούς υπολογιστές που διέθεταν το κατάλληλο πρόγραμμα διεξαγωγής μέσω αυτών του παιγνιδιού "φρουτάκια", το οποίο είναι απαγορευμένο ως τυχερό, διότι στην έκβασή του δεν μπορούν να επιδράσουν οι ικανότητες του παίκτη και το οποίο παιζόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση από 11 πελάτες του καταστήματος, με την επιδίωξη οικονομικού οφέλους τόσο γι' αυτούς όσο και για την επιχείρηση. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του δευτέρου από τους αναιρεσείοντες, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία οι πελάτες έπαιζαν στο διαδίκτυο και δεν ήταν δυνατό να ελεγχθούν από τον ίδιο ή τους υπαλλήλους του, προβάλλεται απαραδέκτως, διότι με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττει την περί τα πράγματα, αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας.
4. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στις περιπτώσεις αυτές ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση επέρχεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας ή, κατά την έκθεση αυτών, εμφιλοχωρεί αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Εν προκειμένω, ως προς τον πρώτο από τους αναιρεσείοντες, από την επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να καταλήξει σε καταδικαστική κρίση, δέχθηκε, πέραν των όσων έχουν αναφερθεί στην προηγούμενη σκέψη, ότι αυτός ήταν ιδιοκτήτης του καταστήματος, που λειτουργούσε στη ..., επί της οδού ... αρ.4-6, ως καφετέρια με το διακριτικό τίτλο "..." και ότι ενεργούσε από κοινού με το δεύτερο από τους αναιρεσείοντες. Η παραδοχή αυτή ενέχει σημαντική αντίφαση. Διότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3037/2002 (βλ. παραπάνω, αρ.2), ποινική ευθύνη υπέχει αυτός που εκμεταλλεύεται ή διευθύνει κέντρο ή άλλο χώρο, όπου διενεργούνται ή εγκαθίστανται απαγορευμένα παίγνια και όχι ο ιδιοκτήτης αυτών. Κατά συνέπεια, εάν πρόκειται περί "ψιλού" ιδιοκτήτου του ακινήτου ή της επιχειρήσεως που ασκείται σ' αυτό, ο οποίος δεν έχει καμιά συμμετοχή στην εκμετάλλευση ή στη διεύθυνση του καταστήματος, η αξιόποινη πράξη, για την οποία γίνεται λόγος, δεν στοιχειοθετείται. Εάν, όμως, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης συμμετέχει παράλληλα στην εκμετάλλευση ή στη διεύθυνση αυτής, τότε προέχουσα δεν θεωρείται η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, αλλά εκείνη του εκμεταλλευτή ή διευθυντή, διότι αυτή είναι ποινικώς αξιόλογη. Ως εκ τούτου, η αντίφαση των παραδοχών του εφετείου έχει ως συνέπεια το ότι ο πρώτος από τους αναιρεσείοντες ως ιδιοκτήτης του καταστήματος δεν είναι αξιόποινος, ενώ ως από κοινού ενεργών με τον εκμεταλλευόμενο και διευθύνοντα αυτό, καθίσταται και αυτός εν μέρει εκμεταλλευτής και διευθύνων και υπέχει ποινική ευθύνη. Επομένως, με τα όσα δέχθηκε το εφετείο ως προς τον πρώτο από τους αναιρεσείοντες παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη που αναφέρθηκε και κατέστησε αναιρετέα την απόφασή του, ως προς αυτόν, σύμφωνα με την εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ αιτίαση που διατυπώνεται στο δεύτερο από τους λόγους της δικής του αιτήσεως αναιρέσεως, όπως συμπληρώνεται από τον τρίτο.
5. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει η αίτηση του δευτέρου από τους αναιρεσείοντες, στην οποία δεν υπάρχει άλλος λόγος, να απορριφθεί ως αβάσιμη και αυτός να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων (ΚΠοινΔ 583 παρ.1). Αντιθέτως, πρέπει η αίτηση του πρώτου από τους αναιρεσείοντες να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς αυτόν και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 27-4-2010 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της 4632/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΑΝΑΙΡΕΙ την προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς αυτόν.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ως προς αυτόν την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-4-2010 αίτηση του Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της 4632/ 2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εν λόγω αναιρεσείοντα στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 22α Ιουλίου 2010. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 5η Αυγούστου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ