Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, Ανώνυμη εταιρία.
Περίληψη:
Καθυστέρηση καταβολής από τον εργοδότη εργατικών και εργοδοτικών εισφορών απασχοληθέντων. Εργοδότης ανώνυμη εταιρία. Δεν καθορίζεται η σχέση η οποία υπάρχει ανάμεσα στον κατηγορούμενο, εργοδότη φερόμενο στην απόφαση, και στην εταιρία. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας. Εξέταση αυτεπαγγέλτως των περί παραγραφής της οφειλής διατάξεων για εκ πλαγίου παράβαση των περί παραγραφής διατάξεων. Αναιρεί και για αυτό το λόγο. Παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο για νέα εκδίκαση.
Αριθμός 1.717/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με τη με αριθμό 42/2009 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Βέργο, για αναίρεση της με αριθμό ΒΤ.6320/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 100/2009.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τo άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών) που τον βαρύνουν, ασχέτως ποσού προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας οποιασδήποτε φύσεως οργανισμούς κοινωνικής πολιτικής ή κοινωνικής ασφάλισης ή ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του νόμου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, με σκοπό απόδοσης στους κατά την παρ. 1 οργανισμούς εντός μηνός, αφότου έχουν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του αν. ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του αν. ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους. Επίσης, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ,Α., ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του αν. ν. 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλλει τις εισφορές στο Ι.Κ.Α. μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και συγκεκριμένη οφειλή αυτού από παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους σ' αυτόν εργαζόμενους και η μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητά στον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίον είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Πρόκειται δηλαδή για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως που τελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ ίου άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ' ακολουθίαν, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, η πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, απόφασης για καθυστέρηση δηλαδή καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο Ι.Κ.Α., προϋποθέτει, εκτός από την αναφορά των κρίσιμων για την θεμελίωση των αναφερομένων δύο εγκλημάτων περιστατικών, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση προσωπικού ασφαλισμένου στο Ι.Κ.Α., με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκ του οποίου (χρόνου απασχόλησης) προκύπτει και ο χρόνος τελέσεως της πράξεως και τα χρηματικά ποσά, που βάσει των τακτικών και αποδοχών του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στο ίδρυμα, ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ.Α.Π. 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχείρησης, των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει, η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται νια προσωπική ατομική ή εταιρική επιχείρηση και στη δεύτερη περίπτωση ποία η εταιρική μορφή της επιχείρησης και ποία η ιδιότητα και η θέση του κατηγορουμένου στην τελευταία, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωση του, για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού ως εργοδότη. Αν δεν υπάρχει αναφορά τέτοιων περιστατικών, η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης ΒΤ.6320/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά τηνανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, διότι στον ..., την 20-8-2002 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ Α.Ε, και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... υποκ/μα ΙΚΑ ... , είδος επιχείρησης ΝΑΥΠΗΓΕΙΟ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 9/2000 έως 12/01 + ΔΧ στην επιχείρηση του αυτή προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές 113.124,04 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επομένου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ... ΠΕΕ. 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για. τον Ειδικό Λογ/σμο Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάσει των ημερών απασχόλησης), ποσού 75.416 ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές, 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 37.708 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής. Το Δικαστήριο δέχεται, ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του αυτή κινούμενος από μη ταπεινά αίτια, επομένως αναγνωρίζει υπέρ αυτού την ελαφρυντική περίσταση β' του αρθρ. 84 παρ. 2 Π.Κ.". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι "στον ..., την 20-8-2002 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ Α.Ε. και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... υποκ/μα ΙΚΑ ..., είδος επιχείρησης ΝΑΥΠΗΓΕΙΟ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 9/2000 έως 12/01 + ΔΧ στην επιχείρηση του αυτή προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές 113.124,04 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό ... ΠΕΕ. 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τον ίδιο (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για τον Ειδικό Λογ/σμο Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάσει των ημερών απασχόλησης), ποσού 75.416 ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές, 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 37.708 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι' αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Το Δικαστήριο δέχεται, ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του αυτή κινούμενος από μη ταπεινά αίτια, επομένως αναγνωρίζει υπέρ αυτού την ελαφρυντική περίσταση β' του αρθρ. 84 παρ. 2 Π.Κ. Αναγνωρίζει υπέρ του κατηγορουμένου την ελαφρυντική περίσταση β' του αρθρ. 84 παρ. 2 Π.Κ.".
Μετά από αυτά, επέβαλε στον κατηγορούμενο, συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Δεν αναφέρει όμως στην αιτιολογία, μολονότι πρόκειται για εταιρική και όχι ατομική επιχείρηση και μάλιστα ανώνυμη εταιρία, όπως φαίνεται από την επωνυμία της, πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει, η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος στην ανώνυμη αυτή εταιρία, η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο, αλλά αναφέρεται μόνο ότι αυτός ήταν εργοδότης. Έτσι η αιτιολογία αυτή που διέλαβε τo δικαστήριο της ουσίας, εκ της οποίας δεν προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος στην ανώνυμη εταιρία, ώστε να ανακύπτει και η υποχρέωση του, για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών και αναφέρεται μόνο η ιδιότητα του ως εργοδότη, δεν είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και, ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα και για τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ λόγο και ειδικότερα, για εκ πλαγίου παράβαση των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, λόγω ασαφειών και αντιφάσεων ως προς τις παραδοχές για το χρόνο τελέσεως της πράξεως. Και τούτο, διότι ενώ στο αιτιολογικό και το διατακτικό της αποφάσεως γίνεται δεκτό ότι χρόνος απασχολήσεως των εργαζομένων ήταν το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο 2000 έως το μήνα Δεκέμβριο 2001 και, ως εκ τούτου, χρόνος τελέσεως θα πρέπει να ήταν το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο 2000 έως το μήνα Μάρτιο 2001, το Δικαστήριο εντελώς αντιφατικά και χωρίς οποιαδήποτε σκέψη και ειδικότερη αιτιολογία, δέχεται στο διατακτικό αλλά και το σκεπτικό ότι η πράξη τελέστηκε στις 20.8.2002.
Επομένως, είναι βάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως και πρέπει, κατά παραδοχή και αυτού, χωρίς έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, που παρέλκει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη ΒΤ.6320/2008 απόφαση του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, νια νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένους.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ