Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποπλάνηση ανηλίκου.
Περίληψη:
Επάρκεια αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για αποπλάνηση παιδιών που δεν είχαν συμπληρωμένο το 10ο έτος. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 439/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Προκοπίδη, περί αναιρέσεως της 345-349/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 και 2) Ψ2 τέως συζύγου Ψ1 κατοίκους ...., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους Τ1 που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κούβελα.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 778/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 ΠΚ, πριν αυτή τροποποιηθεί με το άρθρο 56 παρ. 2 του ν. 3160/2003, "όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.......". Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει να προστατεύει την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Έτσι συγκροτεί το έγκλημα αυτό όχι μόνο η συνουσία ή η ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η προστριβή του πέους του δράστη στα γεννητικά όργανα ή στον πρωκτό του ανηλίκου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και στο στόμα του ανηλίκου, εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, διότι και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την αποκτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. ΙΔ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από καθένα. Η αιτιολογία, τέλος, της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 345-349/2007 απόφασης, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Τ2 γεννήθηκε την 10-2-1991 και ήταν παιδί της ..... και από άγνωστο πατέρα. Το παιδί αυτό παρουσίαζε διανοητικό πρόβλημα και η μητέρα του το είχε εμπιστευθεί στις φροντίδες των γονέων της, που ζούσαν μόνιμα στην ..... Ο κατηγορούμενος ήταν γείτονας του Τ2 και στο χρονικό διάστημα της 1-3-2000 της 2-8-2000 παρέσυρε το ανήλικο παιδί, δωρίζοντας σ' αυτό γλυκά και καραμέλες και το οδήγησε σε ερημικά μέρη του Συνοικισμού ...... με σκοπό να ικανοποιήσει τις γενετήσιες ορμές του και εκεί του αφαιρούσε τα ρούχα, το φιλούσε στο στόμα και στα γεννητικά του όργανα προβαίνοντας σε πεοθηλασμό, υποχρεώνοντας συγχρόνως το παιδί να χαΐδεύει το γεννητικό του μόριο, το οποίο στη συνέχεια πίεζε στα οπίσθια του παιδιού συγχρόνως τον εξωθούσε να προβαίνει σε εναγκαλισμούς, φιλιά και χάδια με τον ανήλικο Τ1. Η συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου δημιούργησε ψυχολογικό πρόβλημα στον ανήλικο ο οποίος εκμυστηρεύτηκε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά στην φίλη της οικογένειας Φ1 η οποία κατήγγειλε το γεγονός στο αστυνομικό τμήμα ....., αφού ειδοποίησε και την γιαγιά του παιδιού. Ο κατηγορούμενος στο ίδιο χρονικό διάστημα είχε παρασύρει και το Τ1 επίσης ανήλικο ο οποίος είχε γεννηθεί την 5-9-93 σε διάφορα μέρη του ως άνω οικισμού και εκεί έχοντας σκοπό να ικανοποιήσει τις γενετήσιες ορμές χάιδευε το στήθος του παιδιού, του επεδείκνυε το γεννητικό του μόριο και μία φορά επιχείρησε να προβεί σε πεοθηλασμό, πράγμα το οποίο δεν πέτυχε λόγω της άρνησης του ανηλίκου και συγχρόνως τον εξωθούσε να προβαίνει σε εναγκαλισμούς με τον προηγούμενο ανήλικο Τ2 Μετά την καταγγελία της Φ1 στο αστυνομικό τμήμα, η γιαγιά των ανηλίκων, τα οποία ήταν πρώτα εξαδέλφια ενημέρωσε την κόρη της Ψ2 που ήταν μητέρα του Τ1 ο οποίος σε σχετικές ερωτήσεις της μητέρας του εξιστόρησε σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρθηκαν. Στο αστυνομικό τμήμα .... που οδηγήθηκε ο κατηγορούμενος ο ανήλικος Τ2 υπέδειξε τον κατηγορούμενο, ως το πρόσωπο που ενήργησε σε βάρος του τις ασελγείς πράξεις που αναφέρθηκαν. Οι μάρτυρες ...., Ψ1, Ψ2, παππούς των ανηλίκων ο πρώτος, και γονείς του Τ1 οι δεύτερος και τρίτη αναφέρονται με σαφήνεια στα πραγματικά περιστατικά που αναφέρθηκαν, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τους και από την Φ1. Εφόσον λοιπόν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, στους τόπους και χρόνους που αναφέρθηκαν ενήργησε τις ασελγείς πράξεις που επίσης αναφέρθηκαν με τους ανηλίκους Τ2 και Τ1 οι οποίοι δεν είχαν συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας τους και επί πλέον παραπλάνησε τα παιδιά αυτά να υποστούν τις πράξεις αυτές πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων αυτών. Με βάση τις σκέψεις αυτές, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για αποπλάνηση παιδιών νεοτέρων των 15 ετών που δεν είχαν όμως συμπληρώσει το 10ο έτος, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή κάθειρξης 15 ετών. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερομένου εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 98, 339 παρ. 1 στοιχ. α' και 344 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών, ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα εφόσον αναφέρεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για την καταδικαστική του κρίση "τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης τα οποία αναγνώσθηκαν" προκύπτει συνακόλουθα με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις ιατροδικαστικές βεβαιώσεις που αναγνώσθηκαν που στην προκειμένη περίπτωση είναι έγγραφα και όχι ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα αφού ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι αυτές διατάχθηκαν από ανακριτικό υπάλληλο ή το Δικαστήριο. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικού δικαίου ποινικής διατάξεως του άρθρου 339 παρ. 1 στοιχ α' ΠΚ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει για τη βασιμότητα κάθε ποινικής κατηγορίας εναντίον του. Από τη διάταξη αυτή που καθιερώνει την αρχή της δίκαιας δίκης, δεν δημιουργείται ιδιαίτερος λόγος αναιρέσεως των ποινικών αποφάσεων, πέρα από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 464/1992). Μπορεί όμως να θεμελιωθεί λόγος αναιρέσεως από την παραβίαση των αρχών της δίκαιας δίκης σε συνδυασμό με άλλη πλημμέλεια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 510 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση με σχετικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι, "παραβιάσθηκε η αρχή της δίκαιης δίκης διότι το δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς την εξέταση της απολιπομένης μάρτυρος κ.Φ1 για την εξέταση της οποίας προηγουμένως είχε αναβληθεί η δίκη". Έτσι διατυπούμενος ο λόγος αυτός μόνο με την επίκληση της αρχής της δίκαιης δίκης χωρίς να τη συνδυάζει με πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως από την εξέταση της απολιπομένης μάρτυρος είναι απαράδεκτος.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, που παρέστησαν (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 1/15.4.2008 αίτηση του ...... για αναίρεση της με αριθ. 345-349/2007 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Ψ1 και Ψ2, που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Φεβρουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ