Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Παραπέμπονται στο Τριμελές Εφετείο (Κακ/των) για υπεξαίρεση κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που της είχαν εμπιστευθεί με σύμβαση ως εντολοδόχων ξένης περιουσίας (πράκτορες ασφαλιστικής εταιρείας με δικαίωμα να εισπράττουν ασφάλιστρα για λογαριασμό εντολέα και κατά τακτά διαστήματα να τα αποδίδουν). Παρακράτηση από αναιρεσείουσες προς ίδιο όφελος. Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και μη ορθή του νόμου εφαρμογής, ως λόγοι των δύο (2) αιτήσεων. Ο Άρειος Πάγος δεν ελέγχει πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Συμβούλιο. Κακή εκτίμηση αποδείξεων δεν είναι λόγος αναιρέσεως, όπως και η κρίση του Συμβουλίου ότι το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, καθώς και η κρίση ότι ενεργούσαν ως εντολοδόχοι της ασφαλιστικής εταιρείας.
Αριθμός 518/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα- Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειουσών-κατηγορουμένων 1. Χ1, κατοίκου ..., και 2.Χ2, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 553/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" με τον διακριτικό τίτλο "ΕΓΝΑΤΙΑ Α.Α.Ε." που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείουσες-κατηγορούμενες ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13 Μαΐου 2009 και 4 Μαΐου 2009 αιτήσεις των, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 816/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την υπ'αριθμ. 358/27-10-2009 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Ι)Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 848/2008 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου - για κακουργήματα - Αθηνών τις Χ2 και Χ1 για να δικαστούν ως υπαίτιες τελέσεως υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτή λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων με συνολική αξία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ - 45,98,375§§1,2α-β Π.Κ. -
Κατά του βουλεύματος αυτού οι ανωτέρω άσκησαν εφέσεις και δη τις 183/2008 και 194/2008 και το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 553/2009 βούλευμά του απέρριψε αυτές ως αβάσιμες στην ουσία, προέβη δε και σε διόρθωση του εκκαλούμενου βουλεύματος με επαναδιατύπωση της κατηγορίας. Συγκεκριμένα, το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε με αποκλειστικά δικές του σκέψεις - σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης - και αναφορά στις οικείες εισαγγελικές προτάσεις - σε σχέση με τα αιτήματα περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης και περαιτέρω ανάκρισης ότι :
"Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την κύρια ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, από τις απολογίες των εκκαλουσών - κατηγορουμένων και την εξέταση αυτών ως υπόπτων κατά την προκαταρκτική εξέταση, τις έγγραφες εξηγήσεις αυτών κατά προκαταρκτική εξέταση και τα σχετικά υπομνήματα που αυτές έχουν υποβάλλει και από όλα γενικά τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στον φάκελο της δικογραφίας, έστω και αν αυτά δεν μνημονεύονται ρητά και ειδικά, προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά : Οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες Χ2 και Χ1 ,στις 2-1-2004 συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "Χ2 - Χ1, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ο.Ε" και το διακριτικό τίτλο "Κ. G ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ο.Ε", της οποίας ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι ,δεσμεύοντας την εταιρία μεμονωμένα η κάθε μία εταίρος, πλην ορισμένων περιοριστικά αναφερόμενων ενεργειών, μεταξύ των οποίων και η ανάληψη υποχρεώσεων από επιταγή, που απαιτείτο η συνυπογραφή και των δύο κάτω από την εταιρική επωνυμία. Μεταξύ της εγκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" η οποία τελεί ήδη υπό εκκαθάριση, και της άνω ομόρρυθμης εταιρίας καταρτίστηκε στις 13-1-2004 έγγραφη "σύμβαση διορισμού ασφαλιστικού συμβούλου", σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 1569/1985. Με τη σύμβαση αυτή, η άνω ομόρρυθμη εταιρία ανέλαβε, ως ασφαλιστικός σύμβουλος, τη διενέργεια, δια των εκπροσώπων της, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας και συγκεκριμένα ανέλαβε να μεσολαβεί να παρουσιάζει, να προτείνει και προπαρασκευάζει τις ασφαλιστικές συμβάσεις, τις οποίες, αν αποδεχόταν η εγκαλούσα, θα κατάρτιζε η ίδια (εγκαλούσα). Με την ίδια σύμβαση συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ασφαλιστική σύμβουλος: α) δεν έχει δικαίωμα να εκδίδει ή να υπογράφει ασφαλιστήρια συμβόλαια, να προβαίνει σε διακανονισμό ζημιών και γενικώς να συνάπτει συμφωνίες με τρίτους, από τις οποίες προκύπτουν δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της εγκαλούσας (άρθρα 3,4), β) δικαιούται να εισπράττει τα ασφάλιστρα των συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί με μεσολάβηση της και να αποδίδει στην εγκαλούσα το σύνολο των ασφαλίστρων εντός του πρώτου εικοσαημέρου του μήνα της εκκαθάρισης με επιταγή λήξεως εντός τεσσάρων μηνών συμπεριλαμβανομένου του μήνα έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων , ώστε να δικαιούται η Ο.Ε να λάβει τη συμφωνημένη προμήθεια της και το εισπρακτικό bonus 4% επί των καθαρών ασφαλίστρων διαφορετικά η οφειλή της γίνεται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και μπορεί να επιφέρει τη λύση της εταιρίας (άρθρο 8 και παράρτημα 2 της σύμβασης, γ) τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται γι' αυτά ως θεματοφύλακας (άρθρο 10 της σύμβασης). Παρότι συμφωνήθηκε ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι οι κατηγορούμενες -εκκαλούσες ευθύνονται ως θεματοφύλακες τούτο δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως εντολοδόχων της εγκαλούσας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό της και την απόδοση από αυτές των ασφαλίστρων ,αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (βλ ΑΠ (Συμβ) 2141/2005, ΠΟΙΝ. ΛΟΓ 2005,1966, ΑΠ 492/2003,ΠΧ ΝΔ,40). Με βάση τα ανωτέρω συμφωνηθέντα οι κατηγορούμενες - εκκαλούσες, με την ιδιότητα τους ως ομορρύθμων εταίρων της άνω Ο.Ε, κατέστησαν εντολοδόχοι της εγκαλούσας εταιρίας, όχι όμως και διαχειριστές της περιουσίας αυτής αφού κατά ρητούς όρους της σύμβασης δεν είχαν δικαίωμα να εκδίδουν ή να υπογράφουν ασφαλιστήρια συμβόλαια, να προβαίνουν σε διακανονισμό ζημιών και γενικώς να συνάπτουν συμφωνίες με τρίτους, από τις οποίες προκύπτουν δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της εγκαλούσας. Οι κατηγορούμενες - εκκαλούσες δεν απέδιδαν τα ασφάλιστρα κατά το συμφωνηθέντα τρόπο και έτσι είχαν δημιουργηθεί σημαντικές αξιώσεις της εγκαλούσας . Χάριν καταβολής οφειλομένων από την Ο.Ε ασφαλίστρων η δεύτερη από τις κατηγορούμενες - εγκαλούσες Χ1 εξέδωσε σε διαταγή της εγκαλούσας τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνίες έκδοσης 31-7-2005,15-8-2005 και 15-10-2005, ποσού αντιστοίχως 30.000, 27.730,48 και 35.159,38 ευρώ πληρωτέες από το λογαριασμό που αυτή διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί επιταγή από την Ο.Ε διότι υπήρχαν δυσμενή στοιχεία σε βάρος της άλλης εταίρου). Οι επιταγές αυτές αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή από τη νόμιμη κομίστρια - εγκαλούσα δεν πληρώθηκαν. Ακολούθως η εγκαλούσα με την από 31-10-2005 εξώδικη δήλωση της, που κοινοποίησε στην Ο.Ε και στις κατηγορούμενες - εκκαλούσες στις 2-11- 2005 και 3-11-2005, απαίτησε από αυτές μέχρι 8-11-2005 να καταβάλουν το ποσό των 144.694 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν τα οφειλόμενα σ' αυτήν, μέχρι 30-9-2005, ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση των προμηθειών και κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση. (Παρότι δεν προσκομίζονται από την εγκαλούσα αντίγραφα των τηρούμενων από τους διαδίκους λογαριασμών λόγω της ανάκλησης της άδειας της εγκαλούσας, κρίνεται ότι τα οφειλόμενα ασφάλιστρα ανέρχονται στο πιο πάνω ποσό, αφού η ..., υπάλληλος της εγκαλούσας και ο Θ, λογιστής αυτής, στις από 8-6-2007 και 19-6-2007 ένορκες ανακριτικές καταθέσεις τους βεβαίωσαν ότι το ύψος του οφειλόμενου ποσού ανέρχεται σε 144.694 ευρώ, οι δε εκκαλούσες- κατηγορούμενες δεν προσκόμισαν αντίγραφα των τηρούμενων από την εταιρία τους λογαριασμών και καταστάσεων και εμπορικών τους βιβλίων, ώστε να αποδείξουν τυχόν μικρότερη οφειλή τους). Όμως οι κατηγορούμενες - εκκαλούσες δεν συμμορφώθηκαν, εκδηλώνοντας με τη στάση τους αυτή τότε .δηλαδή, στις 8-11-2005, την πρόθεση τους να ιδιοποιηθούν, παρανόμως το ανωτέρω συνολικό ποσό των 144. 694 ευρώ. Ακολούθως η εγκαλούσα ζήτησε και πέτυχε σε βάρος της δεύτερης κατηγορουμένης - εκκαλούσας την έκδοση της 2782/2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με βάση τη δεύτερη και τρίτη επιταγές, επιπλέον δε άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22-2-2006 αγωγή της κατά της ΟΕ και των μελών της για την οφειλή του ποσού των 30.000, χάριν καταβολής του οποίου είχε εκδοθεί η την πρώτη επιταγή . Η δεύτερη κατηγορουμένη - εκκαλούσα άσκησε κατά της άνω διαταγής πληρωμής την από 15-3-2006 ανακοπή (αρ. εκθ. κατ. 525/2006) ανακοπή της, επικαλούμενη, ψευδώς, ανυπαρξία απαίτησης της εγκαλούσας, λόγω του ότι δεν επακολούθησε η αιτία έκδοσης των επιταγών, η οποία συνίστατο στην αγορά στην αγορά από την ίδια μετοχών της εγκαλούσας ,η οποία δεν πραγματοποιήθηκε . Στις 8-3-2006 διατάχτηκε σε βάρος των εκκαλουσών προκαταρκτική εξέταση για την ένδικη υπόθεση και οι εκκαλούσες κατηγορούμενες κατέθεσαν αντίστοιχα τις από 16-11 2006 και 11-9-2006 έγγραφες εξηγήσεις τους. Υπό την πίεση της άσκησης ποινικής δίωξης αλλά και της ύπαρξης των ανωτέρω εκκρεμών δικών, οι εκκαλούσες-κατηγορούμενες κατάρτισαν με την εγκαλούσα εξώδικο συμβιβασμό, με το από 13-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό. Το συμφωνητικό αυτό υπέγραψαν οι εκκαλούσες - κατηγορούμενες, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της άνω Ο.Ε, αποδέχτηκαν ότι το ύψος της ένδικης οφειλής τους ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ και συμφώνησαν να καταβάλουν 20.000 ευρώ στις 13-12-2006, 10.000 ευρώ στις 19-12-2006, 35.000 ευρώ στις 30-5-2007 και 35.000 ευρώ στις 31-8-2007 (από προφανή παραδρομή στο συμφωνητικό έχει γραφεί στις δύο τελευταίες ημεροχρονολογίες ως έτος το 2006 αντί του ορθού και συμφωνηθέντος 2007). Επίσης με το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής έστω και μιας δόσης ο συμβιβασμός καθίσταται ανίσχυρος και η εγκαλούσα μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά την είσπραξη του ποσού των 143.997,05 ευρώ. Οι κατηγορούμενες - εκκαλούσες κατέβαλαν τις δύο πρώτες δόσεις δηλαδή 30.000 ευρώ και παρά τις οχλήσεις της εγκαλούσας ουδέν άλλο ποσό έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα.
Οι κατηγορούμενες - εκκαλούσες αρνούνται την αποδιδόμενη σ' αυτές κατηγορία και ισχυρίζονται, κατά προσήκουσα εκτίμηση των ισχυρισμών τους η δεύτερη ότι πρόκειται για αστική διαφορά αφού ουδέποτε αμφισβήτησε την ύπαρξη υπολοίπου, άλλως ότι η πράξη της έχει χαρακτήρα πλημμελήματος και η πρώτη ότι: α) Δεν γνώριζε για την έκδοση των πιο πάνω επιταγών, οι οποίες δεν αφορούσαν εταιρικά χρέη, γι αυτό και υπεγράφησαν από τη συγκατηγορούμενή της και όχι και από τις δύο εταίρους όπως απαιτούσε το καταστατικό, β) Η υπεξαίρεση των ασφαλίστρων έγινε από τη συγκατηγορούμενή της, η οποία ήταν υπεύθυνη για την είσπραξη των ασφαλίστρων, η ίδια δε ( πρώτη κατηγορουμένη- εγκαλούσα) δεν λάμβανε γνώση για το πραγματικό ύψος των εισπραττομένων ποσών, λόγω της αλλοίωσης των ημερήσιων καταστάσεων από τη συγκατηγορούμενή της, γεγονός που πληροφορήθηκε μετά την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού ,από την υπάλληλο της εταιρίας Τ, που της επέδειξε τις αλλοιωμένες καταστάσεις γ) Δεν είχε δόλο τέλεσης της πράξης αφού προέβη σε συμβιβασμό και πλήρωσε με δικά της χρήματα το ποσό των 30.000 ευρώ, το δε ποσό των 70.000 ευρώ δεν το έχει καταβάλλει λόγω του ότι έχει τεθεί υπό εκκαθάριση η εγκαλούσα και δεν γνωρίζει σε ποιόν να το καταβάλει. δ) Πρόκειται για διαφορά από αλληλόχρεο λογαριασμό, οπότε δεν μπορεί να γίνει, λόγος για υπεξαίρεση. Οι ισχυρισμοί αυτοί ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι και καταρρίπτονται ειδικότερα από τα εξής : Οι κατηγορούμενες - εκκαλούσες από κοινού ασχολούντο με τις υποθέσεις της εταιρίας και είχαν πρόσβαση, στα εταιρικά βιβλία και έγγραφα. Κατά το χρόνο έκδοσης των άνω επιταγών στην εγκαλούσα από μη απόδοση ασφαλίστρων τουλάχιστον το ποσό των 3 επιταγών (92.889,86), γι αυτό, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη κατηγορουμένη - εκκαλούσα χάριν καταβολής της οφειλής της εταιρίας, με τη σύμφωνη γνώμη της πρώτης κατηγορουμένης - εκκαλούσας, εξέδωσε τις επιταγές αυτές από προσωπικό της μπλοκ επιταγών, επειδή δεν μπορούσαν να λάβουν μπλοκ επιταγών στο όνομα της εταιρίας λόγω ύπαρξης δυσμενών στοιχείων σε βάρος της πρώτης κατηγορουμένης - εκκαλούσας . Η μη πληρωμή των επιταγών αυτών, που ήταν μέρος συνολικού ποσού των 144. 694 ευρώ, οφειλόταν στην πρόθεση υπεξαίρεσης του άνω ποσού . Το γεγονός ότι σε μεταγενέστερο χρόνο (13-12-2006) και αφού είχαν εξεταστεί από τις αρχές οι δύο κατηγορούμενες - εκκαλούσες αναγνώρισαν την ύπαρξη αξίωσης της εγκαλούσας ύψους 100.000 ευρώ και της εξόφλησαν το ποσό των 30.000 ευρώ, δεν εξαλείφει το αξιόποινο της άνω πράξης τους ούτε κατά το ποσό των 30.000, κατά το άρθρο 379 παρ. 1 Π.Κ αφού η απόδοση μέρους του υπεξαιρεθέντος ποσού δεν έγινε οικειοθελώς και χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων, ούτε μετατρέπει σε αστική τη διαφορά, συνιστά όμως ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 δ του Π.Κ (βλ ΑΠ 1703/2001, ΠΟΙΝ. ΔΙΚ. 2002, 323, Ποινικός Κώδικας ..., άρθρο 379 σελ. 1092-1095). Το ότι η έκδοση των άνω επιταγών αφορούσε εταιρικές υποχρεώσεις ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού γίνεται αναφορά περί τούτου, κρίνεται δε ότι η πρώτη κατηγορουμένη - εκκαλούσα δεν θα αναλάμβανε με το συμφωνητικό αυτό την εις ολόκληρον με τη συγκατηγορουμένη ευθύνη για την πληρωμή ενός τόσο μεγάλου ποσού, αν η οφειλή δεν προερχόταν από τη δράση της Ο.Ε, αλλά από παράνομη δραστηριότητα της συγκατηγορουμένης της. Αλλοίωση καταστάσεων δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο, αφού η Τ στην από 1-7-2007 ένορκη κατάθεση της, ενώπιον της ανακρίτριας ουδέν κατέθεσε περί αυτού, από τις προσκομιζόμενες δε από 29-11-2006 και από 13-12-200 δύο και φερόμενες "ως αλλοιωμένες ημερήσιες καταστάσεις", ανεξάρτητα του ότι δεν αφορούν εισπράξεις ασφαλίστρων για λογαριασμό της εγκαλούσας αλλά άλλων ασφαλιστικών εταιριών (ΕΟΣ, ΜΙΝΕΤΑ) και πάλι από τη συρραφή σ' αυτές ιδιόγραφου σημειώματος περί είσπραξης ενός επιπλέον ασφαλίστρου, δεν προκύπτει αλλοίωση με τη μορφή της είσπραξης και μη απόδοσης κάποιων ποσών. Εξάλλου ακόμη και αν θεωρηθεί αληθινός ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης - εκκαλούσας περί καταβολής εκ των υστέρων του ποσού των 30.000 ευρώ από δικά της χρήματα, τούτο δεν ασκεί έννομη επιρροή στην τέλεση της ένδικης πράξης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, ανεξάρτητα από το ότι η ίδια με το ιδιωτικό συμφωνητικό ανέλαβε υποχρέωση προς καταβολή του ποσού των 100.000 ευρώ στην εγκαλούσα, εις ολόκληρον με την ΟΕ και τη συγκατηγορούμενή της, λόγω της ιδιότητας της ως ομορρύθμου εταίρου της συμβιβασθείσας ΟΕ (άρθρο 22 του Εμπ. Ν.), μπορούσε δε παρά τη θέση της εγκαλούσας σε εκκαθάριση, αν δεν είχε δόλο υπεξαίρεσης αυτού, να το καταθέσει, κατά τα συμφωνηθέντα, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών υπέρ της υπό εκκαθάριση εγκαλούσας, ώστε να είναι ισχυρός ο συμβιβασμός. Το ποσό των 144.694 ευρώ αποτελεί ασφάλιστρα που είχαν περιέλθει στην κατοχή των κατηγορουμένων - εκκαλουσών λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας και όχι κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων τέτοια συμφωνία, καθόσον αν αυτό είχε συμφωνηθεί, λόγω της σπουδαιότητας των έννομων συνεπειών του θα είχε περιληφθεί στην προαναφερόμενη έγγραφη σύμβαση, αλλά ούτε προσκομίζονται αντίγραφα του τυχόν τηρηθέντος λογαριασμού.
Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά υπάρχουν οι απαιτούμενες στο παρόν διαδικαστικό στάδιο επαρκείς ενδείξεις ότι οι κατηγορούμενες - εκκαλούσες τέλεσαν από κοινού, στην Αθήνα ,στις 8-11-2005, υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, αφού το συνολικώς υπεξαιρεθέν ποσό των 144.694 ευρώ, που είχε περιέλθει στην κατοχή τους λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων της εγκαλούσας είναι όχι μόνο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, αλλά υπερβαίνει και το ποσό των 73.000 ευρώ, πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 45,375 παρ 1,2 εδ. α και β Π.Κ (βλ ΑΠ 964/2007 (Συμβ) ΕΛΛΔ 4831603, ΑΠ (Συμβ) Π20/2006, ΕΛΛΔ 47,1582, ΑΠ (Συμβ) 1419/2005, ΕΛΛΔ 40,1607).
Συνεπώς οι κρινόμενες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν, να διορθωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα με την επαναδιατύπωση της κατηγορίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, αφού η πράξη τελέστηκε άπας και όχι κατ' εξακολούθηση όπως δέχτηκε το εκκαλούμενο βούλευμα και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, όπως διορθώθηκε. Επίσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα τα νόμιμα αιτήματα των εκκαλουσών - κατήγορου μένων περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο Συμβούλιο και της πρώτης από αυτές για περαιτέρω ανάκριση για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στις άνω εισαγγελικές προτάσεις, στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Τέλος πρέπει να επιβληθούν στις εκκαλούσες - κατηγορούμενες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, ποσού 220 ευρώ για την καθεμιά, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό του παρόντος (άρθρα 319 παρ. 3 και 583 παρ. 1 ΚΠΔ). Διορθώνει το εκκαλούμενο βούλευμα με την επαναδιατύπωση της κατηγορίας ως ακολούθως:
Παραπέμπει τις κατηγορούμενες 1)Χ2, κάτοικο ..., οδός Δωδεκανήσου αρ. 9-11 και 2) Χ1, κάτοικο ...,στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιες του ότι ενεργώντας από κοινού, έχοντας κοινό δόλο, κατά τον κατωτέρω τόπο και χρόνο με πρόθεση ιδιοποιήθηκαν παράνομα ξένα (ολικά) κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή τους με οποιονδήποτε τρόπο και μάλιστα αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που τους είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων Το αντικείμενο δε της ανωτέρω πράξης τους υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000 ) ευρώ. Ειδικότερα : Στην ..., με την ιδιότητα τους ως ομορρύθμων εταίρων της εταιρίας με την επωνυμία "Χ2 - Χ1 ΑΣΦΑΛΙΣΤ1ΚΟ1 ΣΥΜΒΟΥΛΟί ΟΕ" και το διακριτικό τίτλο "Κ - G ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ Ο.Ε " κατάρτισαν με την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" την από ... σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, με βάση την οποία η ομόρρυθμη εταιρία τους ανέλαβε την υποχρέωση να μεσολαβεί, δια των μελών της, στην κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων στο όνομα και για λογαριασμό της άνω ασφαλιστικής εταιρίας, καθώς και ότι είχε δικαίωμα να εισπράττει τα ασφάλιστρα των συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί με μεσολάβηση της και να τα αποδίδει στην ίδια παραπάνω ασφαλιστική εταιρία. Το χρονικό διάστημα από 13-1-2004 έως 30-9-2005 εισέπραξαν ως ασφάλιστρα το χρηματικό ποσό των 144.694 ευρώ από ασφαλιστικές συμβάσεις, που είχαν συναφθεί κατά το χρονικό αυτό διάστημα μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και τρίτων με τη διαμεσολάβηση της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρίας ,την οποία αυτές εκπροσωπούσαν, εθεωρείτο δε (το ποσό) ως παρακαταθήκη και ευθύνονταν γι αυτό ως εντολοδόχοι - θεματοφύλακες . Το ποσό των 144.694 ευρώ δεν απέδωσαν στην εγκαλούσα εταιρία, όπως είχαν υποχρέωση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα σύμβαση, μέχρι και 8-11-2005, προθεσμία που τους δόθηκε με την από 31-10-2005 εξώδικη δήλωση - καταγγελία της εγκαλούσας, εκδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο, σης 8-11-2005, εμπράκτως την πρόθεση τους για ιδιοποίηση του ποσού αυτού, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτές λόγω της ιδιότητας τους ως εντολοδόχων της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ". Το ποσό αυτό δεν απέδωσαν στην εγκαλούσα, παρά τις επίμονες και συνεχείς οχλήσεις της, αλλά το ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ το 848/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως διορθώθηκε.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε κάθε μία από τις εκκαλούσες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας ποσού, διακοσίων είκοσι (220) ευρώ".
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στις κατηγορούμενες στις 5-5-2009 [στην πρώτη] και 4-5-2009 [στη δεύτερη] - διότι τότε ολοκληρώθηκε η επίδοση αφού προηγήθηκε θυροκόλληση στις ίδιες, ακολούθησε επίδοση στους αντικλήτους αυτών ως άνω και κατ' αυτού άσκησαν δια πληρεξουσίου - με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυτών από δικηγόρο - τις υπ' αριθμ. 88/4-5-2009 και 96/13-5-2009 - αντίστοιχα - αναιρέσεις ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, προβάλλουσες ως λόγους αναίρεσης :
Η πρώτη : 1) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι α) "δεν κάνει καθόλου λόγο και δεν αναφέρει καθόλου πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το ποσό των 144.694 Ευρώ, που δήθεν υπεξαιρέσαμε." β) δεν διαλαμβάνει με σαφήνεια τον χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσης της πρόθεσης ιδιοποίησης..γ) δεν πρόκειται για ποσό ιδιαίτερα μεγάλης αξίας· αναφέρει ότι οφείλει 70.000 Ευρώ, σ' αυτή αντιστοιχεί το μισό.
2) Εσφαλμένη εφαρμογή - ερμηνεία του άρθρου 375 ΠΚ- αναφέρει ότι δεν έγινε ορθή εκκαθάριση και οριστικοποίηση των λογαριασμών τους με την εγκαλούσα....και δεν είχε πρόθεση ιδιοποίησης....ότι πρόκειται για αλληλόχρεος λογαριασμός.
Η δεύτερη : 1) εσφαλμένη εφαρμογή - ερμηνεία του άρθρου 375 Π.Κ. διότι δεν απεδείχθη η πρόθεση της για παράνομη ιδιοποίηση. 2) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι εσφαλμένα το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται την ύπαρξη "εντολής"... ότι αφού το εναπομείναν υπόλοιπο οφειλής ήταν 70.000 Ευρώ και αφού αυτή όφειλε το μισό δεν πρόκειται για ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και - συνεπώς - πρόκειται για πλημμέλημα.
ΙΙ)Επειδή κατά το άρθρο 375§1 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται για υπεξαίρεση.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο να είναι κατά τη φυσική αντίληψη, κινητό πράγμα β) αυτό να είναι ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως διαπλάσσεται στον ΑΚ, ανήκει σε άλλον εκτός από τον δράστη· γ) η κατοχή ή συγκατοχή του πράγματος αυτού κατά το χρόνο που τελέστηκε η πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη· δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νομίμου δικαιολογητικού λόγου και ε) υποκειμενικά απαιτείται δόλος, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή, να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την παρακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη [ΑΠ 1489/2008 Π.Χρ. 2009 σελ. 537].
Επειδή, όπως είναι γνωστόν, ο Άρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο - συμβούλιο ουσίας έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει την ουσιαστική πλευρά της υπόθεσης, αλλά θεωρεί ως δεδομένα, ότι δηλ. όντως απεδείχθησαν αυτά που δέχεται ότι απεδείχθησαν το συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του. Έτσι δεν συνιστά λόγον αναίρεσης για κακή εκτίμηση των εκ της ανακρίσεως προκυψάντων πραγματικών περιστατικών ή αντικρούων την υπό του βουλεύματος δεκτή γινομένη ύπαρξη αυτών, είναι απαράδεκτος - βλ. ... Ερμ. Κ.Π.Δ. τομ. β σελ. 195, ΑΠ 33/89, ΑΠ 743/82, ΑΠ 2203/2006 κ.α.
Τέτοιος λόγος είναι και η φερομένη εσφαλμένη - κατά τον αναιρεσείοντα - αποδοχή μιας νομικής έννοιας, ενώ αυτή δεν συντρέχει, αφού ο έλεγχος αυτός αντίκειται στα δεκτά γενόμενα από το συμβούλιο πραγματικά περιστατικά. - Πρβλ. ΑΠ 1228/2008, ΑΠ 1449/2007, ΑΠ 1561/2007 κ.α.- Έτσι, και η ύπαρξη του οικείου δόλου του εγκλήματος. Πρβλ. ΑΠ 1741/2002, ΑΠ 372/2003, ΑΠ 1371/2007, ΑΠ 942/78, ΑΠ 207/66, ΑΠ 507/76 κ.α.-
Έτσι και η κρίση ότι πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας βλ. ΑΠ 1371/2007, ΑΠ 1516/2001, ΑΠ 1642/2002 κ.α.
Σε σχέση με τον πράκτορα ασφαλιστικής εταιρείας ότι είναι εντολοδόχος βλ. ιδίως ΑΠ 1600/2004, ΑΠ 492/2003, ΑΠ 1120/2006, ΑΠ 1982/2001, ΑΠ 493/2007, κ.α.
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν το συμβούλιο εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο χώρησε η παραπομπή, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν οι απαιτούμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής - βλ. ΑΠ 1262/2008, ΑΠ 1148/2008, ΑΠ 1459/2004, ΑΠ 276/2007 κ.α.
Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι λόγοι αναίρεσης και των δύο αναιρεσειουσών ανάγονται σε φερόμενη εσφαλμένη εκτίμηση των πραγμάτων (αποδεικτικών μέσων) - υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής.- Όλα όσα αναφέρουν έχουν εκτιμηθεί πλην όμως αντίθετα από το προσβαλλόμενο βούλευμα, τούτο όμως δεν ελέγχεται αναιρετικά. Το βούλευμα δε περιέχει με σαφήνεια, πληρότητα χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και όλα όσα απαιτούνται από τις διατάξεις του άρθρου 375 Π.Κ. Τούτο αναφέρει και ότι πρόκειται περί εντολής [αποκρούει την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού], αναφέρει το ακριβές ποσό ιδιοποίησης και πως προέκυψε τούτο, πότε εκδηλώθηκε η πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης, ότι πρόκειται για ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κ.λ.π.
Δεν απαιτείται δε να αναφέρει και αυτά που οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι πρέπει να αναφέρει.
Πρέπει συνεπώς να απορριφθούν οι υπό κρίση αναιρέσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω όπως απορριφθούν οι υπ' αριθμ. 88/2009 και 96/2009 αναιρέσεις των Χ2 και
Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 553/2009 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και να καταδικασθούν αυτές στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 15-7-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 848/2008 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου - για κακουργήματα - Αθηνών τις Χ2 και Χ1 για να δικαστούν ως υπαίτιες τελέσεως υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτές λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων με συνολική αξία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ (ΠΚ 45, 98, 375 §§1, 2α-β). Κατά του βουλεύματος αυτού οι ανωτέρω άσκησαν εφέσεις και δη τις 183/2008 και 194/2008 και το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 553/2009 βούλευμα του απέρριψε αυτές ως αβάσιμες στην ουσία, προέβη δε και σε διόρθωση του εκκαλούμενου βουλεύματος με επαναδιατύπωση της κατηγορίας, δεχθέν ότι η άνω πράξη τελέστη μια (1) φορά και όχι κατ' εξακολούθηση. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στις κατηγορούμενες στις 5-5-2009 (στην πρώτη) και 4-5-2009 (στη δεύτερη) - διότι τότε ολοκληρώθηκε η επίδοση αφού προηγήθηκε θυροκόλληση στις ίδιες, ακολούθησε επίδοση στους αντικλήτους αυτών και κατ' αυτού άσκησαν δια πληρεξουσίου - με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυτών από δικηγόρο - τις υπ' αριθμ. 88/4-5-2009 και 96/13-5-2009 - αντίστοιχα - αναιρέσεις ενώπιον του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών. Οι αναιρέσεις αυτές, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Κατά τη διάταξη της παρ. 1 εδ. α' του άρθρου 375 ΠΚ "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητά πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει οπ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε (ξένη) αναφορικά με τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση ή αποδοχή να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη. Το προαναφερόμενο έγκλημα προσλαμβάνει κακουργημαπκό χαρακτήρα: 1) Αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (τελευταίο εδάφιο της ίδιας ως άνω παραγράφου του άρθρου 375 ΠΚ) όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α' του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3-6-1999 και 2) το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας (παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 και το εδ. β' αυτής που ορίζει ότι "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση" προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3β' του Ν.2721/1999. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέα, την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η πραγματική (de facto) άσκηση αυτής. Για να έχουμε δε κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξεως, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρ. 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Όταν το έγκλημα της υπεξαίρεσης έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας αυτού, διότι τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, επί συνδρομής της οποίας προβλέπεται μεγαλύτερη ποινή. Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του άρθ. 45 ΠΚ, συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση εγκλήματος που διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεση της και γνωρίζει ότι και ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τελέσεως της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Ειδικότερα, στην, κατά συναυτουργία, τέλεση του εγκλήματος, η σύμπραξη των περισσοτέρων συμμέτοχων συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση αυτής ή στο ότι ο καθένας γίνεται άμεσος αυτουργός κατά την εκτέλεση ενός από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης που συγκροτούν το έγκλημα οπότε με την ενέργειά του αυτή πραγματώνει συγχρόνως ή διαδοχικώς πράξη της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος. Επίσης, έλλειψή της από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο' συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στο στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Εξάλλου η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει, και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών και αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναψορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων-ανωμοτί και ένορκες-απολογίες κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό του βουλεύματος, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες Χ2 και Χ1, στις 2-1-2004 συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρία με
την επωνυμία, "Χ2 - Χ1, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΟΕ" και το διακριτικό τίτλο "Κ. G ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΟΕ", της οποίας ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι, δεσμεύοντας την εταιρία μεμονωμένα η κάθε μία εταίρος, πλην ορισμένων περιοριστικά αναφερόμενων ενεργειών, μεταξύ των οποίων και η ανάληψη υποχρεώσεων από επιταγή, που απαιτείτο η συνυπογραφή και των δύο κάτω από την εταιρική επωνυμία. Μεταξύ της εγκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" η οποία τελεί ήδη υπό εκκαθάριση, και της άνω ομόρρυθμης εταιρίας καταρτίστηκε στις 13-1-2004 έγγραφη
"σύμβαση διορισμού ασφαλιστικού συμβούλου", σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.1569/1985. Με τη σύμβαση αυτή, η άνω ομόρρυθμη εταιρία ανέλαβε, ως ασφαλιστικός σύμβουλος, τη διενέργεια, δια των εκπροσώπων της, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας και συγκεκριμένα ανέλαβε να μεσολαβεί, να παρουσιάζει, να προτείνει και προπαρασκευάζει τις ασφαλιστικές συμβάσεις, τις οποίες, αν αποδεχόταν η εγκαλούσα, θα κατάρτιζε η ίδια (εγκαλούσα). Με την ίδια σύμβαση συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ασφαλιστική σύμβουλος : α) δεν έχει δικαίωμα να εκδίδει ή να υπογράφει ασφαλιστήρια συμβόλαια, να προβαίνει σε διακανονισμό ζημιών και γενικώς να συνάπτει συμφωνίες με τρίτους, από τις οποίες προκύπτουν δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της εγκαλούσας (άρθρα 3,4), β) δικαιούται να εισπράττει τα ασφάλιστρα των συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί με μεσολάβηση της και να αποδίδει στην εγκαλούσα το σύνολο των ασφαλίστρων, εντός του πρώτου εικοσαημέρου του μήνα της εκκαθάρισης με επιταγή λήξεως εντός τεσσάρων μηνών συμπεριλαμβανομένου του μήνα έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ώστε να δικαιούται η ΟΕ να λάβει τη συμφωνημένη προμήθειά της και το εισπρακτικό bonus 4% επί των καθαρών ασφαλίστρων, διαφορετικά η οφειλή της γίνεται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και μπορεί να επιφέρει τη λύση της εταιρίας (άρθρο 8 και παράρτημα 2 της σύμβασης, γ) τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται γι' αυτά ως θεματοφύλακας (άρθρο 10 της σύμβασης). Παρότι συμφωνήθηκε ότι τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ότι οι κατηγορούμενες -εκκαλούσες ευθύνονται ως θεματοφύλακες, τούτο δεν αναιρεί την ιδιότητά τους ως εντολοδόχων της εγκαλούσας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό της και την απόδοση από αυτές των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (βλ. ΑΠ (Συμβ)2141/2005, ΠΟΙΝ ΛΟΓ 2005, 1966, ΑΠ 492/2003, ΠΧ ΝΔ, 40). Με βάση τα ανωτέρω συμφωνηθέντα οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες, με την ιδιότητά τους ως ομορρύθμων εταίρων της άνω ΟΕ, κατέστησαν εντολοδόχοι της εγκαλούσας εταιρίας, όχι όμως και διαχειριστές της περιουσίας αυτής, αφού κατά ρητούς όρους της σύμβασης δεν είχαν δικαίωμα να εκδίδουν ή να υπογράφουν ασφαλιστήρια συμβόλαια, να προβαίνουν σε διακανονισμό ζημιών και γενικώς να συνάπτουν συμφωνίες με τρίτους, από τις οποίες προκύπτουν δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της εγκαλούσας. Οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες δεν απέδιδαν τα ασφάλιστρα κατά το συμφωνηθέντα τρόπο και έτσι είχαν δημιουργηθεί σημαντικές αξιώσεις της εγκαλούσας. Χάριν καταβολής οφειλομένων από την ΟΕ ασφαλίστρων η δεύτερη από τις κατηγορούμενες-εγκαλούσες Χ1 εξέδωσε σε διαταγή της εγκαλούσας τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνίες έκδοσης 31-7-2005, 15-8-2005 και 15-10-2005, ποσού αντιστοίχως 30.000, 27.730,48 και 35.159,38 ευρώ πληρωτέες από το λογαριασμό που αυτή διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί επιταγή από την ΟΕ διότι υπήρχαν δυσμενή στοιχεία σε βάρος της άλλης εταίρου). Οι επιταγές αυτές αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή από τη νόμιμη κομίστρια-εγκαλούσα δεν πληρώθηκαν. Ακολούθως η εγκαλούσα με την από 31-10-2005 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποίησε στην ΟΕ και στις κατηγορούμενες-εκκαλούσες στις 2-11-2005 και 3-11-2005, απαίτησε από αυτές μέχρι 8-11-2005 να καταβάλουν το ποσό των 144.694 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν τα οφειλόμενα σε αυτήν, μέχρι 30-9-2005, ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση των προμηθειών και κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση. (Παρότι δεν προσκομίζονται από την εγκαλούσα αντίγραφα των τηρούμενων από τους διαδίκους λογαριασμών λόγω της ανάκλησης της άδειας της εγκαλούσας, κρίνεται ότι τα οφειλόμενα ασφάλιστρα ανέρχονται στο πιο πάνω ποσό, αφού η ..., υπάλληλος της εγκαλούσας και ο Θ, λογιστής αυτής, στις από 8-6-2007 και 19-6-2007 ένορκες ανακριτικές καταθέσεις τους βεβαίωσαν ότι το ύψος του οφειλόμενου ποσού ανέρχεται σε 144.694 ευρώ, οι δε εκκαλούσες-κατηγορούμενες δεν προσκόμισαν αντίγραφα των τηρούμενων από την εταιρία τους λογαριασμών και καταστάσεων και εμπορικών τους βιβλίων, ώστε να αποδείξουν τυχόν μικρότερη οφειλή τους). Όμως οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες δεν μορφώθηκαν, εκδηλώνοντας με τη στάση τους αυτή τότε, δηλαδή στις 8-11-2005, την πρόθεσή τους να ιδιοποιηθούν παρανόμως το ανωτέρω συνολικό ποσό των 144.694 ευρώ. Ακολούθως η εγκαλούσα ζήτησε και πέτυχε σε βάρος της δεύτερης κατηγορουμένης - εκκαλούσας την έκδοση της 2782/2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με βάση τη δεύτερη και τρίτη επιταγές, επιπλέον δε άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22-2-2006 αγωγή της κατά της ΟΕ και των μελών της για την οφειλή του ποσού των 30.000, χάριν καταβολής του οποίου είχε εκδοθεί η την πρώτη επιταγή. Η δεύτερη κατηγορουμένη-εκκαλούσα άσκησε κατά της άνω διαταγής πληρωμής την από 15-3-2006 ανακοπή (αρ εκθ κατ 525/2006) ανακοπή της, επικαλούμενη, ψευδώς, ανυπαρξία απαίτησης της εγκαλούσας, λόγω του ότι δεν επακολούθησε η αιτία έκδοσης των επιταγών, η οποία συνίστατο στην αγορά στην αγορά από την ίδια μετοχών της εγκαλούσας, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε. Στις 8-3-2006 διατάχτηκε σε βάρος των εκκαλουσών προκαταρκτική εξέταση για την ένδικη υπόθεση και οι εκκαλούσες κατηγορούμενες κατέθεσαν αντίστοιχα τις από 16-11-2006 και 11-9-2006 έγγραφες εξηγήσεις τους. Υπό την πίεση της άσκησης ποινικής δίωξης αλλά και της ύπαρξης των ανωτέρω εκκρεμών δικών, οι εκκαλούσες-κατηγορούμενες κατάρτισαν με την εγκαλούσα εξώδικο συμβιβασμό, με το από 13-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό. Το συμφωνητικό αυτό υπέγραψαν οι εκκαλούσες-κατηγορούμενες, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της άνω ΟΕ, αποδέχτηκαν ότι το ύψος της ένδικης οφειλής τους ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ και συμφώνησαν να καταβάλουν 20.000 ευρώ στις 13-12-2006, 10.000 ευρώ στις 19-12-2006, 35.000 ευρώ στις 30-5-2007 και 35.000 ευρώ στις 31-8-2007 (από προφανή παραδρομή στο συμφωνητικό έχει γραφεί στις δύο τελευταίες ημεροχρονολογίες ως έτος το 2006 αντί του ορθού και συμφωνηθέντος 2007). Επίσης με το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής έστω και μιας δόσης ο συμβιβασμός καθίσταται ανίσχυρος και η εγκαλούσα μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά την είσπραξη του ποσού των 143.997,05 ευρώ. Οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες κατέβαλαν τις δύο πρώτες δόσεις, δηλαδή 30.000 ευρώ και παρά τις οχλήσεις της εγκαλούσας, ουδέν άλλο ποσό έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα.
Οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες αρνούνται την αποδιδόμενη σ' αυτές κατηγορία και ισχυρίζονται, κατά προσήκουσα εκτίμηση των ισχυρισμών τους, η δεύτερη ότι πρόκειται για αστική διαφορά, αφού ουδέποτε αμφισβήτησε την ύπαρξη υπολοίπου, άλλως ότι η πράξη της έχει χαρακτήρα πλημμελήματος και η πρώτη ότι: α) Δεν γνώριζε για την έκδοση των πιο πάνω επιταγών, οι οποίες δεν αφορούσαν εταιρικά χρέη, γι' αυτό και υπεγράφησαν από τη συγκατηγορουμένη της και όχι και από τις δύο εταίρους, όπως απαιτούσε το καταστατικό, β) Η υπεξαίρεση των ασφαλίστρων έγινε από τη συγκατηγορουμένη της, η οποία ήταν υπεύθυνη για την είσπραξη των ασφαλίστρων, η ίδια δε (πρώτη κατηγορουμένη-εγκαλούσα) δεν λάμβανε γνώση για το πραγματικό ύψος των εισπραττομένων ποσών, λόγω της αλλοίωσης των ημερήσιων καταστάσεων από τη συγκατηγορουμένη της, γεγονός που πληροφορήθηκε μετά την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού, από την υπάλληλο της εταιρίας Τ, που της επέδειξε τις αλλοιωμένες καταστάσεις. γ) Δεν είχε δόλο τέλεσης της πράξης αφού προέβη σε συμβιβασμό και πλήρωσε με δικά της χρήματα το ποσό των 30.000 ευρώ, το δε ποσό των 70.000 ευρώ δεν το έχει καταβάλλει λόγω του ότι έχει τεθεί υπό εκκαθάριση η εγκαλούσα και δεν γνωρίζει σε ποιόν να το καταβάλει. δ) Πρόκειται για διαφορά από αλληλόχρεο λογαριασμό, οπότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπεξαίρεση. Οι ισχυρισμοί αυτοί ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι και καταρρίπτονται ειδικότερα από τα εξής: Οι κατηγορούμενες-εκκαλούσες από κοινού ασχολούντο με τις υποθέσεις της εταιρίας και είχαν πρόσβαση στα εταιρικά βιβλία και έγγραφα. Κατά το χρόνο έκδοσης των άνω επιταγών γνώριζαν ότι όφειλαν στην εγκαλούσα από μη απόδοση ασφαλίστρων τουλάχιστον το ποσό των 3 επιταγών (92.889,86), γι' αυτό, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη κατηγορουμένη-εκκαλούσα χάριν καταβολής της οφειλής της εταιρίας, με τη σύμφωνη γνώμη της πρώτης κατηγορουμένης-εκκαλούσας, εξέδωσε τις επιταγές αυτές από προσωπικό της μπλοκ επιταγών, επειδή δεν μπορούσαν να λάβουν μπλοκ επιταγών στο όνομα της εταιρίας λόγω ύπαρξης δυσμενών στοιχείων σε βάρος της πρώτης κατηγορουμένης-εκκαλούσας. Η μη πληρωμή των επιταγών αυτών, που ήταν μέρος συνολικού ποσού των 144.694 ευρώ, οφειλόταν στην πρόθεση υπεξαίρεσης του άνω ποσού. Το γεγονός ότι σε μεταγενέστερο χρόνο (13-12-2006) και αφού είχαν εξεταστεί από τις αρχές οι δύο κατηγορούμενες-εκκαλούσες αναγνώρισαν την ύπαρξη αξίωσης της εγκαλούσας ύψους 100.000 ευρώ και της εξόφλησαν το ποσό των 30.000 ευρώ, δεν εξαλείφει το αξιόποινο της άνω πράξης τους ούτε κατά το ποσό των 30.000 ευρώ. Κατά το άρθρο 379 παρ 1 ΠΚ, αφού η απόδοση μέρους του υπεξαιρεθέντος ποσού δεν έγινε οικειοθελώς και, χωρίς την επίδραση εξωτερικών αιτίων, ούτε μετατρέπει σε αστική τη διαφορά, συνιστά όμως ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ 2 δ του ΠΚ (βλ ΑΠ 1703/2001, ΠΟΙΝ ΔΙΚ 2002, 323 Ποινικός Κώδικας Μ. Μαργαρίτη, άρθρο 379 σελ 1092-1095). Το ότι η έκδοση των άνω επιταγών αφορούσε εταιρικές υποχρεώσεις ενισχύεται και από το γεγονός ότι στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού γίνεται ρητή αναφορά περί τούτου, κρίνεται δε ότι η πρώτη κατηγορουμένη-εκκαλούσα δεν θα αναλάμβανε με το συμφωνητικό αυτό την εις ολόκληρον με τη συγκατηγορουμένη ευθύνη για την πληρωμή ενός τόσο μεγάλου ποσού, αν η οφειλή δεν προερχόταν από τη δράση της ΟΕ, αλλά από παράνομη δραστηριότητα της συγκατηγορουμένης της. Αλλοίωση καταστάσεων δεν προέκυψε οπό κανένα στοιχείο, αφού η Τστην από 1-7-2007 ένορκη κατάθεσή της, ενώπιον της ανακρίτριας ουδέν κατέθεσε περί αυτού, από τις προσκομιζόμενες δε από 29-11-2006 και από 13-12-2006 δύο και φερόμενες "ως αλλοιωμένες ημερήσιες καταστάσεις", ανεξάρτητα του ότι δεν αφορούν εισπράξεις ασφαλίστρων για λογαριασμό της εγκαλούσας αλλά άλλων ασφαλιστικών εταιριών (ΕΟΣ, ΜΙΝΕΤΑ) και πάλι από τη συρραφή σ' αυτές ιδιόγραφου σημειώματος περί είσπραξης ενός επιπλέον ασφαλίστρου, δεν προκύπτει αλλοίωση με τη μορφή της είσπραξης και μη απόδοσης κάποιων ποσών. Εξάλλου ακόμη και αν θεωρηθεί αληθινός ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης-εκκαλούσας περί καταβολής εκ των υστέρων του ποσού των 30.000 ευρώ από δικά της χρήματα, τούτο δεν ασκεί έννομη επιρροή στην τέλεση της ένδικης πράξης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, ανεξάρτητα από το ότι η ίδια με το ιδιωτικό συμφωνητικό ανέλαβε υποχρέωση προς καταβολή του ποσού των 100.000 ευρώ στην εγκαλούσα, εις ολόκληρον με την ΟΕ και τη συγκατηγορουμένη της, λόγω της ιδιότητάς της ως ομορρύθμου εταίρου της συμβιβασθείσας ΟΕ (άρθρο 22 του Εμπ Ν), μπορούσε δε παρά τη θέση της εγκαλούσας σε εκκαθάριση, αν δεν είχε δόλο υπεξαίρεσης αυτού, να το καταθέσει, κατά τα συμφωνηθέντα, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Αθηνών υπέρ της υπό εκκαθάριση εγκαλούσας, ώστε να είναι ισχυρός ο συμβιβασμός. Το ποσό των 144.694 ευρώ αποτελεί ασφάλιστρα που είχαν περιέλθει στην κατοχή των κατηγορουμένων-εκκαλουσών λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων της εγκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας και όχι κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων τέτοια συμφωνία, καθόσον αν αυτό είχε συμφωνηθεί, λόγω της σπουδαιότητας των έννομων συνεπειών του θα είχε περιληφθεί στην προαναφερόμενη έγγραφη σύμβαση, αλλά ούτε προσκομίζονται αντίγραφα του τυχόν τηρηθέντος λογαριασμού".
Ενόψει αυτών, το Δικαστικό Συμβούλιο του Εφετείου Αθηνών έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ως εντολοδόχων, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 §1α, 27 §1, 45 375 §§ 1, 2 α-β ΠΚ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειουσών κατηγορουμένων και παρέπεμψε αυτές ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικαστούν για την κακουργηματική υπεξαίρεση κατά συναυτουργία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ως εντολοδόχων, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τις ήδη αναιρεσείουσες κατηγορούμενες, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστούν τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω δε παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι οι αναιρεσείουσες ιδιοποιήθηκαν παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, δηλαδή το ποσό των 144.694 ευρώ, το οποίο είχε περιέλθει στη κατοχή τους και ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δηλαδή παρακράτησαν το ποσό αυτό και αρνήθηκαν την απόδοσή του στην εγκαλούσα εταιρεία. Είχε δε περιέλθει στην κατοχή τους το ποσό αυτό (χρήματα), λόγω της ιδιότητάς τους ως εντολοδόχων, αφού με σύμβαση με την εγκαλούσα εταιρεία είχαν εισπράξει για λογαριασμό της από τους ασφαλισμένους της και είχαν υποχρέωση να της αποδώσουν, χωρίς όμως να πράξουν αυτό. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις κάθε αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα: Α) της πρώτης, Χ1, ότι: 1) υπάρχει εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε στο βούλευμα: αα) αφού για να στοιχειοθετηθεί η υπεξαίρεση απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη, που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του για να ενσωματώσει στην περιουσία του ξένο κινητό πράγμα χωρίς λόγο, καθόσον, δεν αμφισβήτησε ότι το χρέος ανερχόταν στο ποσό των 144.694 ευρώ, η δε εγκαλούσα δέχθηκε με την ύπαρξη οφειλής για ποσό 100.000 ευρώ, έναντι του οποίου έχουν καταβληθεί ήδη τα 30.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να αποδεικνύεται ότι υπάρχει οικονομική διαφωνία ως προς το ύψος του ποσού της οφειλής, ούτε δε να αποδεικνύεται πρόθεσή της να ιδιοποιηθεί οποιοδήποτε ποσό και ββ) αφού το Συμβούλιο την παρέπεμψε να δικασθεί για υπεξαίρεση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας για ποσό που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, ενώ θα έπρεπε να παραπεμφθεί για πλημμεληματική υπεξαίρεση και μάλιστα για το ποσό των 70.000 ευρώ (πρώτος και τρίτος λόγος αναιρέσεως αντίστοιχα) και 2) υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ ορθά κρίνοντας έπρεπε να δεχθεί ότι δεν υπάρχει σχέση εντολής αλλά "πρακτορεία" και έτσι, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ΠΚ 375α ή της §2 του αυτού άρθρου του ΠΚ (δεύτερος λόγος), Β) της δεύτερης, Χ2, ότι: 1) υπάρχει εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του άρθρου 375 ΠΚ, διότι δεν αποδείχθηκε πρόθεσή της για παράνομη ιδιοποίηση των άνω χρημάτων και 2) υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το προσβαλλόμενη βούλευμα δέχεται εσφαλμένα την ύπαρξη εντολής και ότι αφού το βούλευμα δέχεται ότι το υπόλοιπο οφειλής που απέμεινε ήταν 70.000 ευρώ και, αυτή όφειλε το μισό, δεν πρόκειται για ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συνεπώς, πρόκειται για πλημμέλημα (πρώτος και δεύτερος λόγοι). Οι αιτιάσεις του όμως αυτές είναι αβάσιμες, διότι ο Άρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο-συμβούλιο ουσίας έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει την ουσιαστική πλευρά της υπόθεσης, αλλά θεωρεί ως δεδομένα, ότι δηλ. όντως απεδείχθησαν αυτά που δέχεται ότι απεδείχθησαν το συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του. Έτσι δεν συνιστά λόγον αναίρεσης για κακή εκτίμηση των εκ της ανακρίσεως προκυψάντων πραγματικών περιστατικών ή ο σχετικός λόγος, αντικρούων την υπό του βουλεύματος δεκτή γινομένη ύπαρξη αυτών, είναι απαράδεκτος.
Τέτοιος λόγος είναι και η φερομένη εσφαλμένη-κατά τον αναιρεσείοντα-αποδοχή μιας νομικής έννοιας, ενώ αυτή δεν συντρέχει, αφού ο έλεγχος αυτός αντίκειται στα δεκτά γενόμενα από το συμβούλιο πραγματικά περιστατικά ή-κατά τον αναιρεσείοντα-αποδοχή μιας νομικής έννοιας, ενώ αυτή δεν συντρέχει, αφού ο έλεγχος αυτός αντίκειται στα δεκτά γενόμενα από το συμβούλιο πραγματικά περιστατικά, επίσης δε και η κρίση ότι πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, όπως επίσης, σε σχέση με τον πράκτορα ασφαλιστικής εταιρείας, ότι είναι εντολοδόχος.
Επίσης, το Συμβούλιο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τι οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι αναιρεσείουσες. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διαπιστώνει κάθε αναιρεσείουσα ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή τους κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις κάθε αναιρεσείουσας, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 §1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 §1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από: 1) 13 Μαΐου 2009 και 2) 4 Μαΐου 2009 αιτήσεις των: 1)Χ1 και 2) Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 553/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ