Θέμα
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως. Αδίκημα: Ακάλυπτη επιταγή. Λόγοι αναίρεσης: Α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας Β) Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από τη μη ανάγνωση εγγράφου. Επαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν είναι αναγκαίο για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής να αιτιολογείται ο δόλος. Επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα του εγγράφου που αναγνώσθηκε από την αρίθμηση του και το είδος του, χωρίς να απαιτείται για τον προσδιορισμό του, ειδικότερη αναφορά του συντάκτη του και του περιεχομένου του. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης. Επιβάλλει έξοδα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 517/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Η. Π. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ασημακόπουλο, περί αναιρέσεως της με αριθμό 65167/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Χ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμαγκιώλη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Φεβρουαρίου 2012 αίτησή του η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 369/2012.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ.1 Ν. 5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972) "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγουμένης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν 1)έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο 2) υπογραφή του εκδότου, στη θέση υπογραφής του, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού, ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της εκδόσεως δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, και του σκοπού της διάταξης του άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο "εκδίδων" επιταγή, χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Το αξιόποινο του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσης της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης (ΑΠ 286/2012, 966/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 28 του ιδίου νόμου, η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει, κάθε δε αντίθετη μνεία θεωρείται ως μη γεγραμμένη. Τέλος κατά το άρθρο 20 εδ. α' και δ' του ιδίου νόμου, η επιταγή εμφανίζεται προς πληρωμή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, αφετηρία δε της προθεσμίας αυτής είναι η επί της επιταγής, ως χρονολογία εκδόσεως, αναγραφόμενη ημέρα. Κατά την αληθή έννοια των τελευταίων διατάξεων, η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως, μπορεί να εμφανισθεί οποτεδήποτε, μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την επομένη ημέρα κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε και λήγει την τελευταία ημέρα που σημειώνεται σ' αυτήν ως χρονολογία εκδόσεως της. Εξάλλου, η απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία, το δικαστήριο που την εξέδωσε, συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας, είναι επιτρεπτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Περαιτέρω η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο, πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τοιαύτα στοιχεία, δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής. Βέβαια, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς αξιολογήσεως και συγκρίσεως εκάστου αποδεικτικού μέσου ως και η παράλειψη συσχετίσεως όλων των αποδεικτικών στοιχείων, διότι εις τις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, του κατ' έφεση δικάσαντος Η' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το Δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι: "Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε - κατά πιστή μεταφορά- ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων (άρθρ. 84 παρ. 2β ΠΚ )που του είχε άλλωστε αναγνωρισθεί καθόσον, σύμφωνα με το από 21-11-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε μεταξύ αυτού και του εις διαταγή δικαιούχου της επιταγής Γ. Χ. ( εγκαλούντος ), η επίδικη επιταγή θα παρέμενε στα χέρια του αγοραστή (Χ.), ως εγγύηση και προς εξασφάλιση του για την πληρωμή του ποσού των 126.000 Ευρώ (από το συμφωνηθέν συνολικά τίμημα των 256. 000) Ευρώ για την αγορά ακινήτου) μέχρι την 30-7-2006, ημέρα που συμφωνήθηκε να υπογραφεί το οριστικό συμβόλαιο της πώλησης των οριζοντίων ιδιοκτησιών που αναφέρονται στο ως άνω συμφωνητικό. Ωστόσο η ολοκλήρωση της κατασκευής και της πώλησης αυτών των οριζοντίων ιδιοκτησιών δεν έγινε από υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, στον οποίο δεν δόθηκε η απαιτούμενη χρηματοδότηση από την Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS και έτσι περιήλθε σε κατάσταση οικονομικής αδυναμίας και έλλειψη ρευστότητας. Καθόσον λοιπόν ο κατηγορούμενος εξέδωσε την επίμαχη επιταγή με αρ. ... της ανωτέρω Τράπεζας, ποσού 126.000 Ευρώ, σε διαταγή του εγκαλούντος Γ. Χ. εν γνώσει του ότι κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης της επιταγής δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό και ότι κατά τον φερόμενο χρόνο έκδοσης αυτής (30-12-2006) επίσης υπήρχε τουλάχιστον το ενδεχόμενο να μην τα έχει( όπως και συνέβη τελικά), η οποία, όταν εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα την 8-1-2007 προς πληρωμή, δεν πληρώθηκε ελλείψει αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το προαναφερθέν ελαφρυντικό, συνεκτιμουμένης της οικονομικής αδυναμίας στην οποία περιήλθε από τη μη χορήγηση σε αυτόν του τραπεζικού δανείου που ανέμενε. Νόμιμος λόγος αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, για τη διεξαγωγή περισσοτέρων αποδείξεων και δη για να προσκομισθεί το σώμα της επιταγής (δηλ. να εξοφληθεί αυτή ) ή να περατωθεί η πολιτική δίκη μεταξύ των διαδίκων, δεν υφίσταται απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε από τον πληρεξούσιο συνήγορο του κατηγορουμένου, γενομένης μνείας ότι η εξόφληση της επιταγής παρίσταται απίθανη, λόγω της οικονομικής κατάστασης του κατηγορουμένου και της αμφισβήτησης από αυτόν της οφειλής του και του ότι ο εγκαλών έχει ήδη δικαιωθεί σε πρώτο βαθμό για το αστικό σκέλος της συγκεκριμένης διαφοράς, εκδοθείσας σχετικά της με αρ. 5338/ 21-7-2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία καταλήγει στην ίδια κρίση με το παρόν Δικαστήριο, ενώ έχει δώσει και παρατάσεις επανειλημμένα στον κατηγορούμενο της προθεσμίας μέχρι την οποία θα έπρεπε είτε να υπογραφεί το οριστικό συμβόλαιο πώλησης είτε να εξοφληθεί η επίδικη επιταγή". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, με το προαναφερθέν ελαφρυντικό, του ότι: στην Αθήνα την 30-12-2006 εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και της πληρωμής και πιο συγκεκριμένα την υπ' αρ.... επιταγή για να πληρωθεί από την EUROBANK για 126.000 Ευρώ σε διαταγή Γ. Χ.. Και αφού παρουσιάσθηκε την 8-1-2007στην πληρώτρια Τράπεζα δεν πληρώθηκε γιατί δεν είχε αντίκρισμα. Του επέβαλλε δε την ποινή των 18 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής, για το οποίο και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 27 παρ. 1, 79 του Ν. 5960/1933 όπως ισχύει, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα αναφέρει, α) την έκδοση από τον αναιρεσείοντα, της επίδικης και τυπικά έγκυρης επιταγής, β) ότι υπογράφηκε από αυτόν στη θέση της υπογραφής του εκδότη γ) το γεγονός ότι ήταν μεταχρονολογημένη με χρόνο έκδοσης της την 30-7-2006 γ) ότι εμφανίσθηκε προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα με την επωνυμία "EFG EUROBANK ERGASIAS", την 8η ημέρα από τη λήξη του χρόνου της έκδοσης της δ)την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη της, (αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου), κατά την ημέρα της εμφανίσεως της. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες προσβάλλει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας α) διότι, αίρεται ο δόλος του, με την παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη επιταγή ποσού 126.000 Ευρώ, είχε εκδοθεί ως εγγύηση στον εγκαλούντα για την πληρωμή του ποσού αυτού, που κατέβαλε ο τελευταίος στον αναιρεσείοντα, για τον οριστική μεταβίβαση σ' αυτόν οριζοντίου αυτοτελούς ιδιοκτησίας μέχρι την 30-12-2006, την οποία δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει και να του μεταβιβάσει, γιατί δεν του χορηγήθηκε η χρηματοδότηση που ζήτησε από την ανωτέρω Τράπεζα, πράγμα που συνιστούσε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, β) διότι δεν αιτιολογείται η κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης της, (21-11-2005), δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό του εκδότη της, αφού είχε εκδοθεί η επιταγή ως εγγύηση και από τον πραγματικό χρόνο έκδοσης της, μέχρι την ημέρα εμφανίσεως της, διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της γενεσιουργού αιτίας και του αποτελέσματος, λόγω της ματαιώσεως της χρηματοδότησης του από την Τράπεζα για την ολοκλήρωση της οικοδομής και γ) διότι, δεν αιτιολόγησε την παραδοχή της, ότι αυτός(αναιρεσείων), πρόβλεψε και αποδέχθηκε, ότι κατά το χρόνο της εμφάνισης της δεν θα υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια, πρέπει να απορριφθούν. Όσο αφορά την υπό στοιχ. α' αιτίαση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι πέραν του γεγονότος ότι η μη χρηματοδότηση του οικοδομικού του έργου από την Τράπεζα, δεν εμπίπτει στη έννοια του αιφνίδιου και απρόβλεπτου γεγονότος, η αιτίαση στο σύνολο της, συνιστά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, σε σχέση με το υποκειμενικό στοιχείο της αξιόποινης πράξεως του, που ανάγεται στην ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς επιπροσθέτως να απαιτείται και ειδική αιτιολόγηση αυτού (δόλου), διότι ενυπάρχει στη θέληση της παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του. Όσο αφορά την υπό στοιχ. β' αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τούτο, διότι η έκδοση της ακάλυπτης επιταγής, είναι πράξη αναιτιώδης και το αξιόποινο της, δεν επηρεάζεται από την εσωτερική σχέση του εκδότη και του λήπτη, δηλαδή αν εκδόθηκε χάριν εγγυήσεως, το δε Δικαστήριο της ουσίας για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την παραδοχή του, για τη μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων κατά τον πραγματικό χρόνο της εκδόσεως της, δεδομένου ότι η επιταγή είναι πληρωτέα με την εμφάνιση της στην πληρώτρια Τράπεζα οπότε τότε πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν και τα διαθέσιμα κεφάλαια. Όσο αφορά την υπό στοιχ. γ' αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη επίσης. Τούτο διότι, το Δικαστήριο της ουσίας, δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την παραδοχή του, ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, πρόβλεψε και αποδέχθηκε ότι κατά το χρόνο εμφανίσεως της επίμαχης επιταγής δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, διότι ως προαναφέρθηκε δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου του, που αρκεί να είναι και ενδεχόμενος.
Συνεπώς ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' του Κ.Π.Δ. 1ος λόγος της αιτήσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Περαιτέρω, στα πρακτικά της δίκης, δεν είναι απαραίτητο να καταχωρείται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, πρέπει όμως να αναφέρονται τα στοιχεία που το εξατομικεύουν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί αν το συγκεκριμένο έγγραφο πράγματι αναγνώσθηκε. Διαφορετικά, παραβιάζονται οι ως άνω διατάξεις που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου. Έτσι, εφόσον βεβαιώνεται στα πρακτικά, ότι έγινε ανάγνωση τέτοιου εγγράφου, νοείται ότι παρασχέθηκε και η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να προβεί στις κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ δηλώσεις και εξηγήσεις, ενόψει του ότι η δυνατότητά του αυτή δεν εξαρτάται από τον τρόπο που αναφέρεται το έγγραφο αυτό στα πρακτικά, αλλά από το αν αναγνώσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο διότι το Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της καταδικαστικής σε βάρος του κρίσης, έλαβε υπόψη του, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, χωρίς από τα αναφερόμενα στα πρακτικά στοιχεία, να προκύπτει η ταυτότητα τους και χωρίς το περιεχόμενο τους να προκύπτει από άλλα, νομίμως ληφθέντα αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του : α) τη με αρ.6 από 8-12-2008 βεβαίωση β) τη με αρ. 7 από 8-12-2007 βεβαίωση γ) τη με αρ. 8 από 8-12-2008 βεβαίωση δ) τη με αρ. 9 από 8-10-2008 βεβαίωση, με αποτέλεσμα να μη προκύπτει με σαφήνεια η ταυτότητά τους, και να στερηθεί του εκ του άρθρου 358 του ΚΠΔ δικαιώματος του, να προβεί ο συνήγορος που τον εκπροσώπησε στη δίκη σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικές με το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, διότι, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Μεταξύ αυτών ήταν, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, που δεν προσβλήθηκαν για πλαστότητα και α) η με αρ. 6, από 8-12-2008 βεβαίωση , β) η με αρ. 7 ,από 8-12-2007 βεβαίωση γ)η με αρ. 8, από 8-12-2008 βεβαίωση και δ) η με αρ. 9 από 8-10-2008 βεβαίωση. Από την επισκόπηση δε των εγγράφων αυτών, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει με βεβαιότητα, ότι πρόκειται για τέσσερεις βεβαιώσεις της συμ/φου Αθηνών Όλγας Φωτοπούλου, των οποίων η ταυτότητα επαρκώς προσδιορίζεται, από την αρίθμησή τους και το είδος του εγγράφου χωρίς να είναι αναγκαίο στοιχείο για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς τους και η αναφορά του συντάκτη του εγγράφου καθώς και το περιεχόμενό του. Περαιτέρω επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα τους, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στη δικογραφία, άλλες βεβαιώσεις με τις ίδιες ημερομηνίες. Με την ανάγνωση δε του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστές κατά το περιεχόμενό τους, στον εκπροσωπούντα τον κατηγορούμενο πληρεξούσιο συνήγορό του, στο Δικαστήριο της ουσίας, ο οποίος είχε την δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, για τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 358 ΚΠΔ. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που έλαβε χώρα στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ' αρ. πρωτ. 1633/24-2-2012 αίτηση του Η. Π. του Κ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 65167/11-11-2011 αποφάσεως του Η' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ