Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 989 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Σωματική βλάβη θανατηφόρα.




Περίληψη:
Θανατηφόρος σωματική βλάβη (άρθρο 311 εδ. β΄ ΠΚ). Αιτιολογημένη καταδίκη για θανατηφόρο σωματική βλάβη του αναιρεσείοντος, ο οποίος πραγματοποίησε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ελιγμό προς τα αριστερά και χτύπησε με αυτό την παραλλήλως προς αυτό βαίνουσα μοτοσικλέτα, με πρόθεση να προκαλέσει την εκτροπή της και να επέλθει έτσι βαριά σωματική βλάβη του οδηγού της, αποτέλεσμα που επήλθε, αφού από την εκτροπή της μοτοσικλέτας και την πρόσκρουσή της σε κολώνα της ΔΕΗ προξενήθηκαν σωματικές βλάβες και κακώσεις στον οδηγό της εξαιτίας των οποίων επήλθε ο θάνατός του. Αυτοτελείς ισχυρισμοί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό και ελαφρυντικής περιστάσεως άρθρου 84 παρ. 2 ε΄ ΠΚ. Δεν ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο να απαντήσει σ’ αυτούς και να αιτιολογήσει την απόρριψη, διότι προβλήθηκαν κατά τρόπο αόριστο. Αναστολή εκτελέσεως της ποινής κατ’ άρθρο 100 Α΄ ΠΚ. Τι πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος για να είναι το αίτημα τέτοιας αναστολής ορισμένο. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 989/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Ιωάννη Παπουτσή (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ιωάννη Σίδερη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστράτιο Ηλιογραμμένο, για αναίρεση της 48, 49, 50, 51, 52, 53/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ......, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 122/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 § 1 εδ. α', 310 § 1, 2 και 311 εδ. β' του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της θανατηφόρου σωματικής βλάβης, κατά την έννοια του εδ. β' του άρθρου 311 ΠΚ, το οποίο είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος, απαιτείται, εκτός από το δόλο του δράστη για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης του παθόντος και αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου, ο οποίος είχε ως αιτία την βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας του παθόντος. Κατά το άρθρο 28 ΠΚ, για τη θεμελίωση αμέλειας ως προς το τελευταίο αποτέλεσμα απαιτείται να διαπιστωθεί α) ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική, β) ότι αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες, ως εκ της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, μπορούσε να προβλέψει και αποφύγει το αποτέλεσμα, το οποίο είτε δεν προείδε, είτε το προέβλεψε μεν, πίστευε όμως ότι θα απεφεύγετο και γ) ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενεργείας ή παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του θύματος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη, της, οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών. και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη 48, 49, 50, 51, 52, 53/2007 απόφαση, δέχθηκε, ανελέγκτως, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά κατηγορία, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20-8-1999, στη ......, ο Α, ο Β και ο Γ διασκέδαζαν σε διάφορα κέντρα διασκεδάσεως μαζί με άλλους φίλους τους. Ταυτόχρονα διασκέδαζαν σε διάφορα επίσης κέντρα διασκεδάσεως ο κατηγορούμενος Χ, ηλικίας τότε 57 ετών και ο φίλος του Δ. Την 04:00' περίπου ώρα της ως άνω ημερομηνίας η πρώτη παρέα αποφάσισε να φύγει από το Μπαρ ...... και προχωρούσε πεζή στο οδόστρωμα στο ρεύμα στο οποίο κινούνταν τα αντιθέτως ερχόμενα αυτοκίνητα. Ενώ περπατούσαν ο κατηγορούμενος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ...... IXE αυτοκίνητο του πέρασε ξυστά από αυτούς, οπότε ο Α, ηλικίας τότε 28 ετών, του είπε "ναι ρε πάτα μας κιόλας". Ο κατηγορούμενος κάτι απάντησε και ο Α του απάντησε "άντε ρε καραγκιόζη φύγε", οπότε ο κατηγορούμενος σταμάτησε, βγήκε από το αυτοκίνητο και απευθυνόμενος προς όλους είπε με σεξουαλικό υπονοούμενο "μη μου μιλάς εμένα έτσι γιατί θα σας πάω όλους σπρώχνοντας". Μεταξύ του κατηγορούμενου και του Α κατ' εξακολούθηση αντηλλάγησαν βαριές ύβρεις και καθένας από αυτούς συνεκρατείτο από τα μέλη της παρέας του προσπαθώντας να ηρεμήσουν. Η έκρυθμη κατάσταση έδειχνε να αποκλιμακώνεται, ο δε κατηγορούμενος εισήλθε στο αυτοκίνητό του για να φύγει. Προχώρησε λίγα μέτρα, πλην όμως επέστρεψε στον τόπο του επεισοδίου και θέλοντας να έχει ειπεί την τελευταία λέξη είπε προς την ως άνω αντίπαλη παρέα "εσάς θα σας γαμήσω" συνεχίζοντας μετά ταύτα την πορεία του προς την ...... . Στο άκουσμα της ως άνω προσβλητικής φράσης ο Α εξεμάνη τρέχοντας πίσω από το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου πεζός. Αναλαμβάνοντας ότι δεν μπορεί να τον φθάσει επέστρεψε και ζήτησε και μετά από κάποιες χλιαρές αντιρρήσεις πέτυχε να πάρει από τον Ε τα κλειδιά της με αριθμό κυκλοφορίας ...... δίκυκλης μοτοσικλέτας του ισχύος 1000 κυβικών εκατοστών δηλαδή μοτοσικλέτας μεγάλης ιπποδύναμης, η οποία μπορούσε να αναπτύξει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα πολύ μεγάλη ταχύτητα. Προφανής σκοπός του ήταν να καταδιώξει και να φθάσει με την μοτοσικλέτα το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου να σταματήσει αυτό και να ζητήσει από τον τελευταίο εξηγήσεις με δυναμικό τρόπο. Μάλιστα προς ενίσχυση του σκοπού του αυτού στην εν λόγω μοτοσικλέτα ανέβηκαν τα μέλη της παρέας του Α δηλαδή ο Β και ο Γ και όλοι μαζί άρχισαν να καταδιώκουν το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου. Η μοτοσικλέτα πράγματι έφθασε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου ενώ αυτό πλησίαζε προς την ...... . Μόλις η μοτοσικλέτα πλησίασε το αυτοκίνητο, ο Α αναβόσβησε τα φώτα αυτής κάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο σήμα για να σταματήσει. Ο κατηγορούμενος όμως παρά το γεγονός ότι στο σημείο αυτό ο δρόμος είναι φαρδύς και σε ευθεία, αντιλαμβανόμενος τις κακές προθέσεις του οδηγού της μοτοσικλέτας Α και της παρέας του άρχισε να εμποδίζει την μοτοσικλέτα να τον προσπεράσει και να του βγει μπροστά του ώστε να ανακόψει την πορεία του και να το σταματήσει (το αυτοκίνητο) πραγματοποιώντας ελιγμό προς τα αριστερά. Ο Α που ήταν επιδέξιος οδηγός, παρά την ως άνω αντίδραση του κατηγορουμένου, κατάφερε να φέρει τη μοτοσικλέτα σε θέση παράλληλη προς την πορεία του αυτοκινήτου πλησίον αυτού, βαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της διπλής κατευθύνσεως ως άνω οδού πλησίον της διαχωριστικής γραμμής. Τη στιγμή εκείνη ο επιβαίνων στην μοτοσικλέτα κτύπησε το πλαϊνό τμήμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, ενώ παράλληλα ο άλλος συνεπιβάτης της μοτοσικλέτας Β κτύπησε και αυτός την αριστερή πόρτα του οδηγού φωνάζοντας προς αυτόν "σταμάτα τι κάνεις θα σκοτωθούμε". Ακολούθως ο κατηγορούμενος που είχε χολωθεί αλλά και φοβηθεί ακόμη περισσότερο από την όλη συμπεριφορά του οδηγού της μοτοσικλέτας και της παρέας του με πρόθεση να τους τραυματίσει βαριά, πραγματοποίησε ελιγμό προς τα αριστερά, αιφνιδιάζοντας τον οδηγό αυτής Παρασκευά Α, ο οποίος έχασε τον έλεγχο αυτής. Ακολούθως η μοτοσικλέτα εξετράπη της πορείας της αριστερά του δρόμου στο κατωφερές χωράφι και ανετράπη με αποτέλεσμα α) ο Α να κτυπήσει σε παρακείμενη κολώνα της Δ.Ε.Η. να υποστεί κατάγματα όγδοης και ένατης πλευράς αριστερά, εκτεταμένη ρήξη αριστερού πνεύμονα, ρήξη πνευμονικών αγγείων αριστερά με μεγάλο αιμοθώρακα αριστερά, συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατός του, β) ο Γ να υποστεί συντριπτικό διπολικό κάταγμα αριστερής κνήμης και γ) ο Β να υποστεί γρατσουνιές στο σώμα και στο κεφάλι και γδάρσιμο στο δεξί του πόδι. Ο κατηγορούμενος λοιπόν με την ως άνω ποινικώς αξιόλογη ενέργειά του ηθέλησε και πέτυχε τη σωματική βλάβη του Α χωρίς όμως να αποσκοπεί και στον θάνατο αυτού. Διότι ναι μεν ο θάνατος του θύματος προήλθε από την πτώση αυτού στο έδαφος όμως αυτό δεν θα συνέβαινε εάν ο κατηγορούμενος είχε προβλέψει ότι οι επιβαίνοντες σε δίκυκλα είναι εκτεθειμένοι λόγω της φύσεως αυτών σε κάθε κίνδυνο πτώσεως ή συγκρούσεως και ότι στο οδόστρωμα του δρόμου υπήρχαν κολώνα της Δ.Ε.Η, (στην άκρη) χαλίκια και πέραν του δρόμου το έδαφος ήταν κατωφερές. Η μη πρόβλεψη αυτή του κατηγορουμένου οφείλεται σε έλλειψη της προσοχής του την οποία όφειλε και κατά τις περιστάσεις μπορούσε να καταβάλει. Ειδικότερα με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής του μέσου συνετού ανθρώπου την οποία ο κατηγορούμενος είχε ενόψει της ηλικίας του της διαβιώσεως του και της πνευματικής του ικανότητας, έπρεπε να είχε προβλέψει ότι η ανατροπή της μοτοσικλέτας ήταν πολύ πιθανό να επιφέρει, συνεπεία της σωματικής βλάβης που επεδίωξε, τον θάνατο σε κάποιο από τους επιβαίνοντας της μοτοσικλέτας και συγκεκριμένα τον θάνατο του Α.
Συνεπώς θα πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος θανατηφόρας σωματικής βλάβης κατ' άρθρο 311 παρ. 2 του Π.Κ. με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2γ του Π.Κ. δηλαδή του ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη αυτή από την ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος. Αντίθετα δεν, αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο διαπράξεως του ως άνω αδικήματος είχε διαταραγμένη συνείδηση λόγω φόβου και ταραχής κατ' άρθρο 34 του Π. Κ., ούτε ότι μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα". Ακολούθως, αφού έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξη για τις πλημμεληματικές πράξεις λόγω παραγραφής, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε ετών, διότι ειδικότερα, "Στην ......, στις 20-8-1999, προκάλεσε θανατηφόρα σωματική βλάβη σε άλλον. Συγκεκριμένα οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ...... IXE αυτοκίνητό του και εκινείτο στην ΕΟ ......-...... . Παράλληλα με το αυτοκίνητο εκινείτο και η με αριθμό κυκλοφορίας ...... δίκυκλη μοτοσικλέτα με οδηγό τον παθόντα Α και επιβάτες τους Γ και Β. Η μοτοσικλέτα ακολουθούσε το αυτοκίνητο γιατί είχε προηγηθεί λογομαχία μεταξύ του κατηγορουμένου και του οδηγού της μοτοσικλέτας. Κατά την κίνηση του αυτοκινήτου και ενώ η μοτοσικλέτα προσπαθούσε να προσπεράσει, είχε λάβει χώρα και νέα στιχομυθία, κατά την οποία ο μεν παθών ρώτησε τον κατηγορούμενο "ποιόν θα γαμήσεις ρε" και αυτός απάντησε "σας γαμάω τώρα". Τη στιγμή εκείνη ο κατηγορούμενος, με πρόθεση, αφού γνώριζε ότι από το χτύπημα του αυτοκινήτου πάνω στην μοτοσικλέτα θα προκληθεί η εκτροπή της μοτοσικλέτας και θα επέλθει βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, αποτέλεσμα το οποίο αποδέχθηκε, έστριψε το τιμόνι του αυτοκινήτου αριστερά και χτύπησε τη μοτοσικλέτα με το αριστερό μέρος του αυτοκινήτου και ειδικότερα με την πόρτα του οδηγού, περίπου στο ένα τρίτο της απόστασης μεταξύ του καθρέφτη και της κλειδαριάς της πόρτας στο ύψος του διακοσμητικού νίκελ. Από το παραπάνω χτύπημα η μοτοσικλέτα εξετράπη από την πορεία της, βγήκε από το δρόμο, έπεσε σε κολώνα της ΔΕΗ και στη συνέχεια σύρθηκε σε παρακείμενο αγρό. Συνέπεια της εκτροπής της μοτοσικλέτας ήταν να υποστεί ο παθών Α κατάγματα 8ης, 9ης πλευράς αριστεράς, ρήξη αριστερού πνεύμονα, ρήξη αριστερών αγγείων και εκτεταμένο αιμοθώρακα αριστερά. Οι παραπάνω κακώσεις ήταν αυτές που προκάλεσαν το θάνατο του παθόντος".
Με αυτές τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου αφενός παρέθεσε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προεκτέθηκε, καθόσον εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της θανατηφόρου σωματικής βλάβης, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την εν λόγω κρίση του και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης αποφάσεως, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις αυτές, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, από τις παραδοχές της αποφάσεως, προκύπτει και αιτιολογείται πλήρως τόσον η πρόθεση του αναιρεσείοντος για την πρόκληση στο θύμα βαριάς σωματικής βλάβης, όσον και η αμέλειά του ως προς το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα. Αιτιολογείται επίσης η ύπαρξη της αναγκαίας συνάφειας μεταξύ της σωματικής βλάβης από πρόθεση και του βαρύτερου αποτελέσματος του θανάτου του θύματος, καθώς και το ότι το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στην αμέλεια του αναιρεσείοντος, η οποία, κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη συγκροτούν, εξειδικεύεται και προσδιορίζεται πλήρως. Ακόμη, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της αποφάσεως, ως προς την αιτία του θανάτου του θύματος, αφού από το συνδυασμό τους σαφώς προκύπτει ότι κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου ο θάνατός του οφείλετο στην, λόγω της απώλειας του ελέγχου της μοτοσυκλέτας του, εκτροπή της μοτοσυκλέτας από την πορεία της προς τα αριστερά του δρόμου κατωφερές χωράφι και στην εν συνεχεία πρόσκρουσή της σε κολώνα της ΔΕΗ. Περαιτέρω επαρκώς αιτιολογεί εκ του πράγματος η προσβαλλόμενη απόφαση την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι επρόκειτο ανθρωποκτονία εξ αμελείας, αφού δέχεται ότι αυτός τέλεσε θανατηφόρο σωματική βλάβη. Επομένως, οι αντίθετοι προς τα' ανωτέρω λόγοι της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι αντίθετοι επί της ουσίας ισχυρισμοί είναι απαράδεκτοι. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμόν, κατά το άρθρο 34 ΠΚ, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του έχει ως συνέπεια το ατιμώρητο του δράστη. Ομοίως και ο ισχυρισμός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Όταν δεν συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 § 2 ΠΚ θεωρείται (υπό ε') και το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για την πληρότητα, πάντως, των εν λόγω ισχυρισμών δεν αρκεί η επίκληση μόνον της σχετικής διατάξεως του ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, εκτός από το ελαφρυντικό ότι αυτός ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος (άρθρο 84 § 2 εδ. γ' ΠΚ). Ζήτησαν να του αναγνωρισθεί και "το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ". Οι αυτοί συνήγοροι δήλωσαν, περαιτέρω, ότι "επαναφέρουν τον ισχυρισμό που προέβαλαν και πρωτοδίκως, να κριθεί ατιμώρητος ο κατηγορούμενος καθόσον ετέλεσε την πράξη ενώ βρισκόταν σε κατάσταση φόβου και ταραχής". Έτσι όπως διατυπώθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί ήταν παντελώς αόριστοι. Το δικάσαν, επομένως, Μικτό Ορκωτό Εφετείο που τους απέρριψε, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σ' αυτούς, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόρριψή τους με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία πλεοναστικώς αναφέρει ότι "δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, κατά το χρόνο διαπράξεως του ως άνω αδικήματος είχε διαταραγμένη συνείδηση λόγω φόβου και ταραχής ... ούτε ότι μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα". Επομένως, ο συναφής εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι με ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 100Α παρ. 1 του ΠΚ, αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των τριών μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100 του Ποινικού Κώδικα, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη. Η αναστολή αυτή εκτελέσεως της ποινής μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, να χορηγηθεί αν το Δικαστήριο από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και ιδίως των αιτιών της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεώς του. Οι λόγοι δε που δικαιολογούν την αναστολή της εκτελέσεως πρέπει να περιέχονται συγκεκριμένα στην απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, αν υποβληθεί από τον καταδικασθέντα αίτημα αναστολής εκτελέσεως της ποινής αυτής, πρέπει να αναφέρονται στο εν λόγω αίτημα οι περιστάσεις και η συνδρομή των λόγων που δικαιολογούν, κατά τα ανωτέρω, τη ζητούμενη αναστολή. Διαφορετικά, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψή του ειδικά και εμπεριστατωμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ και δεν ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα αυτά ως άνω πρακτικά, οι συνήγοροι του αναιρεσείοντος, μετά την απόφαση περί επιβολής στον αναιρεσείοντα ποινής φυλακίσεως πέντε ετών, ζήτησαν "την αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσας ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 100 Α' ΠΚ". Δεν επικαλέσθηκαν, όμως, περιστατικά και λόγους από τους αναφερόμενους ανωτέρω, που να δικαιολογούν την αιτηθείσα αναστολή και συγκεκριμένα δεν επικαλέσθηκαν περιστατικά για τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη από τον αναιρεσείοντα, για τα αίτια που τον οδήγησαν στην τέλεσή της, για την προηγούμενη ζωή και το χαρακτήρα του, για τη διαγωγή που αυτός επέδειξε μετά την πράξη του και ιδίως τη μετάνοια και την προθυμία επανορθώσεως των συνεπειών της πράξεώς του.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο εν λόγω αίτημα, ο δε περί του αντιθέτου λόγος της ένδικης αιτήσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αυτού, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 48, 49, 50, 51, 52, 53/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή