Θέμα
Επανεξέταση λόγου αναιρέσεως.
Περίληψη:
Εάν ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδρομή, να ερευνήσει προταθέντα παραδεκτώς αναιρετικό λόγο, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, να επανέλθει και να τον εξετάσει, διότι επί μη εξετασθέντος αναιρετικού λόγου δεν υπάρχει απόφαση. Η απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, που αποκλείει την επανεξέταση τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει με ρητή για καθένα από αυτούς απορριπτική σκέψη της αποφάσεως, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη για την κρίση της απορρίψεως η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας. Το δε διατακτικό της οριστικής αποφάσεως, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως, αφορά, ακόμη και χωρίς ειδική απορριπτική σκέψη στο αιτιολογικό, και στους απαράδεκτους λόγους, καθώς και σ' αυτούς που το πραγματικό τους ταυτίζεται με άλλους λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι ασκήθηκαν συνδυαστικά με εκείνους και κρίθηκαν ρητά απορριπτέοι. Απόρριψη αιτήσεως επανεξετάσεως λόγων αναιρέσεως, γιατί ο Άρειος Πάγος είχε κρίνει επί όλων των λόγων που είχαν προταθεί και είχε απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της, έστω και αν ορισμένες αιτιάσεις, που προβλήθηκαν στα πλαίσια των λόγων αυτών, δεν απορρίφθηκαν με χωριστή απορριπτική σκέψη. Ορθή απόρριψη λόγου περί παραγραφής χωρίς ειδική σκέψη, γιατί αυτός ήταν απαράδεκτος, η δε απόρριψη του καταλαμβάνεται από το απορριπτικό διατακτικό της αποφάσεως, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το εάν ο χρόνος των οκτώ ετών της παραγραφής είχε συμπληρωθεί κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως ή συμπληρώθηκε μετά από αυτήν.
Αριθμός 1251/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση),Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Γεώργιο Χρυσικό και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αιτούντος-αναιρεσείοντος, Χ, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Καλουτσάκη, για επανεξέταση λόγων αναιρέσεως της 7241/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 1400/2006 απόφαση του ΣΤ'Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί την επανεξέταση των λόγων αναίρεσής του για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1195/2007
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση επανεξέτασης λόγων αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 370 και 514 του ΚΠΔ συνάγεται, ότι τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να ανακαλέσουν την οριστική τους απόφαση, όπως είναι και αυτή με την οποία απορρίπτεται ένδικο μέσο, ενώ κατά της αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης, δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, όπως επίσης δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Όμως, στην περίπτωση, κατά την οποία ο Άρειος Πάγος παρέλειψε, από παραδρομή, να εξετάσει λόγο αναιρέσεως, που παραδεκτώς είχε προτάθηκε, μπορεί, ενόψει της αυτοτέλειας κάθε λόγου αναιρέσεως, που σωρευτικώς διατυπώνεται με τους λοιπούς λόγους στο ίδιο δικόγραφο αναιρέσεως, να επανέλθει και να τον εξετάσει, χωρίς αυτό να αντιτίθεται στις ανωτέρω διατάξεις, διότι επί του λόγου που δεν εξετάσθηκε δεν υπάρχει απόφαση. Δεν μπορεί, όμως, ο Άρειος Πάγος να επανεξετάσει λόγο αναιρέσεως τον οποίο ερεύνησε και απέρριψε εσφαλμένα, είτε ως απαράδεκτο είτε ως αβάσιμο. Η δυνατότητα επανεξετάσεως λόγων αναιρέσεως, που φέρονται ότι δεν ερευνήθηκαν, ούτε απορρίφθηκαν, με την προηγούμενη απόφαση, προϋποθέτει ότι οι λόγοι αυτοί έχουν προταθεί παραδεκτώς και είναι αυτοτελείς και διαφορετικοί από άλλους λόγους που απορρίφθηκαν, επιπλέον δε ότι δεν αφορούν βελτίωση, διευκρίνιση και συμπλήρωση πλημμελειών που προβλήθηκαν και απορρίφθηκαν. Η απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, που αποκλείει την επανεξέτασή τους, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από ρητή για καθένα απ'αυτούς απορριπτική σκέψη της αποφάσεως, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο σκεπτικό της, είναι δε αδιάφορη η πληρότητα ή μη της αιτιολογίας της σχετικής με την απόρριψη αυτή κρίσεως. Εξάλλου, το διατακτικό της οριστικής αποφάσεως, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως και η οποία έχει προφανώς την έννοια ότι δεν κρίθηκε βάσιμος κανένας παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, αφορά, ακόμη και χωρίς ειδική απορριπτική σκέψη στο αιτιολογικό, και στους απαράδεκτους λόγους, καθώς και σ'αυτούς που το πραγματικό τους ταυτίζεται με άλλους λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι ασκήθηκαν συνδυαστικά με εκείνους και κρίθηκαν ρητά απορριπτέοι.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας ή μη της ένδικης από 11-6-2007 αιτήσεως, με την οποία ζητείται η επανεξέταση προγενέστερης, από 13-9-2004, απορριφθείσης αιτήσεως αναιρέσεως του αιτούντος, ως προς τους αναφερόμενους λόγους της, τους οποίους, όπως ισχυρίζεται ο αιτών, καίτοι προβλήθηκαν παραδεκτώς, παρέλειψε να εξετάσει ή δεν εξέτασε κατά ένα μέρος τους και συνεπώς δεν απέρριψε η εκδοθείσα σχετικώς 1400/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου και, περαιτέρω, ζητείται η κατά παραδοχήν των λόγων αυτών, αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και η οριστική παύση, λόγω παραγραφής, της κατά του αιτούντος-αναιρεσείοντος ποινικής διώξεως για τις πράξεις που καταδικάσθηκε, προκύπτουν τα εξής: Με την 7241/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο ήδη αιτών κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, ψευδούς καταμηνύσεως, συκοφαντικής δυσφημήσεως και πλαστογραφίας (νοθεύσεως) μετά χρήσεως, πράξεις για τις οποίες είχε διωχθεί κατόπιν της από 5-12-1996 μηνύσεως του Ζ και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα μηνών, ανασταλείσα. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε την από 13-9-2004 αίτηση αναιρέσεως, με τους λόγους της οποίας, πέντε τον αριθμό, αναλυόμενους σε μερικότερες καθένας "περιπτώσεις", προέβαλε τις πλημμέλειες 1)της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που προβλέπουν και τιμωρούν τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, σε συνδυασμό προς τις περί παραγραφής διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, 2)της υπερβάσεως εξουσίας, 3)της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, 4)της ελλείψεως ακροάσεως και 5)της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής εκδόθηκε η 1400/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την εν λόγω αίτηση. Με τους ανωτέρω πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση, δεν ερευνήθηκαν από την ως άνω 1400/2006 απόφαση, εν όλω ή εν μέρει, ο ήδη αιτών-αναιρεσείων προέβαλε, κατά το ουσιώδες μέρος αυτών, όπως εκτιμώνται, τα ακόλουθα:
Α)Με τον πρώτο λόγο: Ότι μετά τη δημοσίευση, στις 26-7-2004, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπληρώθηκε οκταετία από τους φερόμενους χρόνους τελέσεως των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε (στις 10-9-1996 και στις αρχές Σεπτεμβρίου 1996), χωρίς να έχει η απόφαση αυτή καταστεί αμετάκλητη, καθόσον άσκησε κατ'αυτής, εντός της προς τούτο νόμιμης προθεσμίας, τη συγκεκριμένη από 13-9-2004 αίτηση αναιρέσεως, η οποία, περιέχουσα σαφείς και ορισμένους λόγους, ήταν ως εκ τούτου παραδεκτή, εξαλειφθέντος έτσι του αξιοποίνου των εν λόγω πράξεων λόγω παραγραφής, κατόπιν της οποίας, λαμβανομένης υπόψη σε κάθε στάδιο της δίκης και αυτεπαγγέλτως, ιδρύθηκε λόγος αναιρέσεως που εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε'ΚΠοινΔ, ως εκ του οποίου έπρεπε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς ο Άρειος Πάγος την κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη.
Β)Με τον τρίτο λόγο: Ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά την έννοια των άρθρων 171 παρ.1 εδ.δ'και 510 παρ.1 στοιχ.Α'ΚΠοινΔ, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο και την άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων. Ειδικότερα, με το σύνολο των εκτιθεμένων στις τέσσερις μερικότερες "περιπτώσεις", στις οποίες αναλύεται ο λόγος αυτός, προέβαλε ο ήδη αιτών-αναιρεσείων (σε ακολουθία και συνδυασμό προς τα εκτιθέμενα στον περί υπερβάσεως εξουσίας δεύτερο λόγο αναιρέσεως για τον οποίο δεν ισχυρίζεται ότι παραλείφθηκε η εξέτασή του) τα εξής: Ότι κατά του κλητηρίου θεσπίσματος 114946/1997 του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο κλήθηκε απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικασθεί για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, άσκησε προσφυγή κατά το άρθρο 322 ΚΠοινΔ. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η 696/1998 Διατάξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία ο τελευταίος παρήγγειλε την εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου αυτό να αναστείλει τη δίκη για τη συκοφαντική δυσφήμηση (κατ'εφαρμογήν του άρθρου 366 παρ.2 ΠΚ) και να αναβάλει αυτήν για τις λοιπές πράξεις (κατ'άρθρο 59 ΚΠοινΔ), μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδοντο στον ανωτέρω Ζ και στο Φ, συνεπεία μηνύσεως του προσφεύγοντος. Κατόπιν της παραγγελίας αυτής, η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο, με το 2082/1999 προπαρασκευαστικό βούλευμά του, ανέστειλε και ανέβαλε τη δίκη, αντιστοίχως, για τη συκοφαντική δυσφήμηση και τις λοιπές πράξεις, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της, κατά τα άνω, ποινικής διαδικασίας κατά των Ζ και Φ. Ότι, περαιτέρω, στις ... επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο η 110563/2003 κλήση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία κλήθηκε να εμφανισθεί στις 13-5-2003 στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για να δικασθεί σύμφωνα με το ανωτέρω 114946/1997 κλητήριο θέσπισμα, όπως στην κλήση αυτή αναφέρεται. Το επιληφθέν της υποθέσεως Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την 38872/2003 απόφασή του, δέχθηκε τις ενστάσεις-αντιρρήσεις του κατηγορουμένου και κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως, επειδή έκρινε ότι η κλήτευση του στο ακροατήριο με την ως άνω 110563/2003 κλήση δεν ήταν σύννομη, για το λόγο ότι η υπόθεση, εφόσον δεν είχε ανακληθεί το ως άνω προπαρασκευαστικό βούλευμα, ευρίσκετο στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, έτσι ώστε τυχόν παραπομπή του στο ακροατήριο έπρεπε να διαταχθεί με σχετικό βούλευμα του δικαστικού αυτού Συμβουλίου. Ότι, ακολούθως, επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο η 113414/2003 κλήση του αυτού ως άνω Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία κλήθηκε και πάλι στο ακροατήριο του ίδιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, για τη δικάσιμο της 22-9-2003, προκειμένου να δικασθεί σύμφωνα με το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα. Ότι ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου προέβαλε ενστάσεις-αντιρρήσεις κατά της προόδου της δίκης, πλήν τούτο, αφού απέρριψε αυτές και ανακάλεσε την παρεμπίπτουσα 38872/2003 ως άνω απόφασή του, εχώρησε στην κατ'ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως και, με την 60900/2003 απόφασή του, τον καταδίκασε για τις πράξεις που κατηγορείτο. Ότι κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση, κατά τη συζήτηση της οποίας επανυπέβαλε τις ανωτέρω απορριφθείσες ενστάσεις-αντιρρήσεις του, εκδόθηκε δε σχετικώς η προσβαλλόμενη 7241/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν και πάλι οι ενστάσεις-αντιρρήσεις του, ρητώς η πρώτη και σιωπηρώς οι λοιπές τρείς, κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, με τον ίδιο (τρίτο) λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος προέβαλε και τα ακόλουθα: Ότι με την παραδοχή της προσφυγής του κατά του κλητηρίου θεσπίσματος και τη διαταχθείσα από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών υποβολή της υποθέσεως στο δικαστικό συμβούλιο, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το ανωτέρω 2082/1999 προπαρασκευαστικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ανατράπηκε η με απευθείας κλήση παραπομπή του στο ακροατήριο και τα εκ της επιδόσεως του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος αποτελέσματα, επανελθούσης της υποθέσεως στο στάδιο της προδικασίας, έτσι ώστε η κλήτευσή του στο ακροατήριο ήταν, πλέον, επιτρεπτή μόνον μετά από παραπεμπτικό βούλευμα του ως άνω Συμβουλίου. Ότι, εντεύθεν, η κατά τα ανωτέρω κλήτευσή του στο πρωτόδικο δικαστήριο, με επίδοση κλήσεως που μνημονεύει το ανωτέρω "ανίσχυρο, ανενεργό και ανεφάρμοστο" κλητήριο θέσπισμα, ενώ δεν έχει ανακληθεί το προπαρασκευαστικό 2082/1999 βούλευμα, κατά το άρθρο 548 ΚΠοινΔ, ούτε έχει εκδοθεί οριστικό βούλευμα επί της κατηγορίας από το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συνιστά παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνισή του στο ακροατήριο, η επίδοση δε του υπόψη κλητηρίου θεσπίσματος, ως εκ της ανατροπής της παραπομπής του στο ακροατήριο, δεν επέφερε αναστολή της παραγραφής και συνεπώς οι πράξεις που του αποδίδοντο υπέκυψαν στην πενταετή παραγραφή, την οποία έπρεπε να δεχθεί το δικάσαν δικαστήριο και να παύσει οριστικώς την εναντίον του ποινική δίωξη. Και ότι, συνακολούθως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα για απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α'ΚποινΔ και έπρεπε να αναιρεθεί και να παύσει οριστικά ο Άρειος Πάγος την εναντίον του ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, συμπληρωθείσης, σε κάθε περίπτωση, και οκταετίας από τους χρόνους κατά τους οποίους φέρονται τελεσθείσες οι ως άνω πράξεις (το Σεπτέμβριο του 1996). Με τον ίδιο (τρίτο) λόγο αναιρέσεως, προέβαλε, ακόμη, ο αναιρεσείων ότι το δικάσαν Τριμελές Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε ως αποδεικτικό μέσο και την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσης μάρτυρος Ξ, η οποία, όμως, ενώ προτάθηκε απ'αυτόν ως μάρτυρας υπερασπίσεώς του και ως τέτοια χαρακτηρίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως φέρεται ως μάρτυρας κατηγορίας. Και ότι εκ τούτου παρέπεται ότι η εν λόγω μαρτυρική κατάθεση αξιολογήθηκε αποδεικτικώς σε βάρος του και εναντίον του προσβληθέντος εντεύθεν υπερασπιστικού του δικαιώματος, η πλημμέλεια δε αυτή συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α'ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Απόλυτη ακυρότητα, τέλος, προέβαλε ο αναιρεσείων με τον ίδιο λόγο, διότι δεν δόθηκε τελευταία ο λόγος σ'αυτόν, κατά παράβαση του άρθρου 369 παρ.1 ΚΠοινΔ.
Γ)Με τον τέταρτο λόγο: Ότι το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, στο οποίο επανυπέβαλε, τόσον με την έφεσή του όσον και με εγκαίρως κατατεθέν (πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας) συμπληρωματικό έγγραφο, τις και πρωτοδίκως υποβληθείσες και απορριφθείσες ενστάσεις-αντιρρήσεις του κατά της προόδου της δίκης, απήντησε μόνο στην πρώτη από αυτές, την οποία απέρριψε κατ'ουσίαν, ως προς δε τις λοιπές "αρνήθηκε να αποφανθεί και σιωπηρώς ουσιαστικά τις απέρριψε", ιδρυθέντος έτσι λόγου αναιρέσεως, κατά την έννοια των άρθρων 170 και 510 παρ.1 στοιχ.Β ΚΠοινΔ, για έλλειψη ακροάσεως.
Δ)Με τον πέμπτο (τελευταίο) λόγο: Ότι η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου, που εκδόθηκε πριν από την αναιρεσιβαλλόμενη κυρία απόφασή του (και συμπροσβάλλεται με την τελευταία), δεν διέλαβε την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη της πρώτης ενστάσεως-αντιρρήσεώς του, περί ακυρότητας του 114946/1997 κλητηρίου θεσπίσματος και της επιδόσεως του, καθώς και περί παραγραφής του αξιοποίνου των πράξεων για τις οποίες κατηγορείτο, εντεύθεν δε καθ'υπέρβαση της εξουσίας του προχώρησε το Εφετείο στην κατ'ουσίαν εκδίκαση της υποθέσεως και την καταδίκη του, ιδρυθέντων έτσι των εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Η' ΚΠοινΔ λόγων αναιρέσεως. Ότι οι αυτοί λόγοι ιδρύθηκαν από τη σιωπηρή καθ'ολοκληρίαν απόρριψη, με την ίδια παρεμπίπτουσα απόφαση, ... κλήσεων του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς αυτόν, β)στην ακυρότητα της επιδόσεως του ... κλητηρίου θεσπίσματος και γ)στην ακυρότητα της αρξαμένης σε βάρος του ποινικής διαδικασίας". Και ότι η αναιρεσιβαλλόμενη κυρία απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και νομίμου βάσεως, για τις εκτιθέμενες μερικότερες "περιπτώσεις-νομικές πλημμέλειες", ορισμένες από τις οποίες αφορούν την απόφαση στο σύνολό της, ενώ άλλες αναφέρονται είτε μόνον στο κεφάλαιο περί της ψευδούς καταμηνύσεως, είτε μόνον στο κεφάλαιο περί της συκοφαντικής δυσφημήσεως, είτε μόνον στο κεφάλαιο περί της πλαστογραφίας.
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως αυτής, εκδόθηκε η 1400/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση στο σύνολό της. Ειδικότερα, αφού παρατίθενται στην απορριπτική αυτή απόφαση σκέψεις περί της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 216, 229 και 362-363 ΠΚ που προβλέπουν περί της πλαστογραφίας, της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αντιστοίχως, καθώς και σκέψεις περί των αναρετικών λόγων εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε'ΚΠοινΔ, γίνονται δεκτά στη συνέχεια τα ακόλουθα κατά λέξη: "Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχτηκε κατά την αναιρετικως ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των γενικώς κατά το είδος τους αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας-μάρτυρες υπερασπίσεως δεν εξετάστηκαν, ανώμοτη κατάθεση πολιτικώς ενάγοντα, αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης" και λοιπά έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και απολογία του κατηγορουμένου), όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στην ..., στις 10-9-1996, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων: Α) κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 9-9-1996 μήνυση του εγκαλούντος, Ζ, με την οποία εν γνώσει του τον καταμήνυσε ψευδώς, ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, πλαστογραφία και απάτη που διέπραξε ο δικαστικός επιμελητής, Φ και ειδικότερα, ότι με πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον εν λόγω δικαστικό επιμελητή να βεβαιώσει ψευδώς σε έκθεση επιδόσεως της υπ' αριθ. 951/1995 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά της παρά πόδας αυτής και από ... επιταγής προς πληρωμή, ότι αυτή επιδόθηκε στο ΣΤ Αστυνομικό Τμήμα στον ... στις 25-5-1995, ενώ αυτή είχε επιδοθεί στις 28-5-1995 και έτσι παραπλάνησε τον Υποθηκοφύλακα Αθηνών και ενέγραψε στις 31-5-1995 στα βιβλία του την κατάσχεση ακινήτου, ενώ όλα αυτά είναι ψευδή και τα γνώριζε, αφού ο ίδιος προέβη στην πλαστογραφία (νόθευση) της χρονολογίας επιδόσεως που αναγραφόταν επί της ανωτέρω αποφάσεως από 25-5-1995 σε 28-5-1995 και στην απόσβεση του ονοματεπωνύμου του πιο πάνω αστυνομικού που είχε γραφεί στην πρώτη σελίδα και της λέξεως "Αρχείο" αφού μόνον αυτός είχε έννομο συμφέρον να σημειωθεί ως ημερομηνία επιδόσεως η 28-5-1995, ώστε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η ανακοπή του κατά της διαδικασίας της σε βάρος του επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, όχι δε και ο ήδη εγκαλών και ο επιδόσας την απόφαση δικαστικός επιμελητής, οι οποίοι δεν εξαρτούσαν κάποιον έννομο συμφέρον από τη μεταβολή της ημερομηνίας επιδόσεως, β) στις 10-9-1996 κατέθεσε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την παραπάνω μήνυση του, της οποίας έλαβε γνώση ο τελευταίος, ο γραμματέας που συνέταξε την έκθεση εγχειρίσεώς της, οι δικηγόροι που επιλήφθηκαν της υποθέσεως και άλλοι υπάλληλοι της Εισαγγελίας, με την οποία ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα, Ζ, εν γνώσει της αναληθείας, ότι με την ηθική αυτουργία αυτού με πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε την απόφαση στον παραπάνω δικαστικό επιμελητή να διαπράξει τις παραπάνω άδικες πράξεις της πλαστογραφίας, παραβάσεως καθήκοντος και απάτης, για τις οποίες αθωώθηκαν αμετακλήτως δυνάμει της υπ' αριθ. 77774/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, τόσον ο φερόμενος, ως αυτουργός αυτών δικαστικός επιμελητής, όσον και ο ίδιος ο εγκαλών και Γ) στις Αρχές Σεπτεμβρίου 1996 νόθευσε την προαναφερθείσα έκθεση επιδόσεως, προκειμένου με τη χρήση της να παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να είχε έννομες συνέπειες και ειδικότερα, αφού μετέβη στο παραπάνω Αστυνομικό Τμήμα στην οποία φυλασσόταν η προδιαληφθείσα απόφαση επί της οποίας είχε αναγραφεί χρονολογία επιδόσεως η 25-5-1995 με την υπογραφή του επιδόσαντος αυτήν, ως άνω δικαστικού επιμελητή και η λέξη "Αρχείο" και κάτω από αυτήν η υπογραφή και το ονοματεπώνυμο του πιο πάνω παραλαβόντος το δικόγραφο, αξιωματικού του παραπάνω Τμήματος, ζήτησε να φωτοτυπήσει και λάβει φωτοαντίγραφο αυτού και έτσι, αφού έλαβε το έγγραφο αυτό στα χέρια του διόρθωσε τη χρονολογία κοινοποιήσεως από 25-5-1995 'σε 28-5-1995, το φωτοαντιγραφησε και εξαπατώντας τον αρμόδιο υπάλληλο του ρηθέντος Αστυνομικού τμήματος, έλαβε αντίγραφο επικυρωμένο, στο οποίο στη συνέχεια, απάλειψε τη φράση "Αρχείο 25-5-1995" και την κάτωθι αυτής μονογραφή του αξιωματικού, ..., που είχε παραλάβει το δικόγραφο και ακολούθως, φωτοαντίγραφο του νοθευθέντος επισύναψε στην υποβληθείσα μήνυση του κατά του εγκαλούντος, Ζ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ.2, 216 παρ.1, 229 παρ.1 και 363 ΠΚ, τις οποίες, ούτε ευθέως, αλλ' ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος του κατηγορουμένου, αναφορικώς προς τα εγκλήματα της συκοφαντικής δυσφημήσεως και ψευδούς καταμηνύσεως, αφού παρατίθενται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως συμπληρώνεται με το διατακτικό της, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η γνώση με την έννοια της επίγνωσης του ψευδούς γεγονότος που ισχυρίστηκε και ανέφερε στη μήνυση του κατά του εγκαλούντος ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων και ο εγκληματικός σκοπός (υπερχειλής δόλος) του κατηγορουμένου, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ο εγκαλών είχε διαπράξει ο ίδιος την πλαστογραφία με τη μορφή της νόθευσης της εκθέσεως επιδόσεως της υπ' αριθ.951/1995 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος και μόνο είχε έννομο συμφέρον, προκειμένου να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η ασκηθείσα ανακοπή του κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπευδόταν σε βάρος του με βάση την ανωτέρω απόφαση. Περαιτέρω, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η μήνυση του κατηγορουμένου κατά του εγκαλούντος για ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, πλαστογραφία και απάτη του υποθηκοφύλακα Αθηνών, κατατέθηκε από αυτόν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση αυτός (Εισαγγελέας), ο γραμματέας που συνέταξε την έκθεση εγχειρίσεως, οι δικηγόροι που επιλήφθηκαν της υποθέσεως και οι άλλοι υπάλληλοι της Εισαγγελίας. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογήσει ειδικώς τον αποκλεισμό της εφαρμογής του άρθρου 367 παρ.1 του ΠΚ δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου επί συκοφαντικής δυσφημήσεως, αλλά ούτε και να προσδιορίσει το χρόνο, κατά τον οποίον ο εγκαλών έλαβε γνώση για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως που τελέστηκε από τον κατηγορούμενο σε βάρος του, αφού, όπως προκύπτει από την από 23-11-1996 έγκληση του εγκαλούντος, Ζ που κατατέθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 5-12-1996 κατά του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, με την, οποία τον εγκαλεί, μεταξύ άλλων και για την πράξη της επίμαχης συκοφαντικής δυσφημήσεως και από την από 9-9-1996 έγκληση του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω εγκαλούντος που κατατέθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών στις 10-9-1996 για ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος, πλαστογραφία και απάτη, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, ο εγκαλών, Ζ υπέβαλε την έγκληση του κατά του κατηγορουμένου εντός τριών μηνών, αφότου τελέστηκε σε βάρος του με την έγκληση του κατηγορουμένου η επίμαχη συκοφαντική δυσφήμηση. Περαιτέρω, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, προκύπτει ότι η νόθευση έγινε επί της επισημειώσεως του δικαστικού επιμελητή στο σώμα της υπ'αριθ. 951/1995 αποφάσεως του επιδόσαντος αυτήν δικαστικού επιμελητή και όχι επί του αποδεικτικού επιδόσεως, της αποφάσεως αυτής και επομένως, δεν υπάρχει καμία αντίφαση στην απόφαση γι' αυτό, ούτε και μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης, ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, καταμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα, ότι με πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον επιδόσαντα την υπ' αριθ. 951/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δικαστικό επιμελητή Φ να βεβαιώσει, ψευδώς στην προαναφερθείσα έκθεση επιδόσεως, ότι η εν λόγω απόφαση μετά της παρά πόδας αυτής επιταγής προς πληρωμήν επιδόθηκε στις 25-5-1995 και της παραδοχής, ότι η απόφαση αυτή είχε πράγματι επιδοθεί στις 25-5-1995 και ο κατηγορούμενος διόρθωσε την ημερομηνία επιδόσεως από 25-5-1995 σε 28-5-1995, για να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η ανακοπή του κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπευδόταν με βάση την ανωτέρω απόφαση, ενώ δεν προκύπτει καμία ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε το Δικαστήριο και ειδικότερα, αν αξιολόγησε και την κατάθεση της μάρτυρος, Ξ, δεδομένου ότι αυτή αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, ως μάρτυρας κατηγορίας, ενώ στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης αναφέρεται ως μάρτυρας υπερασπίσεως και ότι σε κάθε περίπτωση η κατάθεση αυτής αξιοποιήθηκε αποδεικτικώς εναντίον του, διότι, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η κατάθεση της μάρτυρος αυτής λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της καταδικαστικής για τον κατηγορούμενο κρίσεως, αφού στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ως μάρτυρας κατηγορίας και από το σκεπτικό της αποφάσεως προκύπτει, ότι μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, για τη μόρφωση της κρίσεως του λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά τα άνω επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή, με την έννοια της εκ πλαγίου παραβιάσεως, των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 27 παρ.2, 216 παρ.1, 229 παρ.1 και 363 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με τον πρώτο από αυτούς, πλήττεται με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Η' του ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο ήσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμον όροι. Επομένως, υπέρβαση εξουσίας και μάλιστα θετική, υπάρχει και όταν το δικαστήριο, αντί να κηρύξει τη συζήτηση της υπόθεσης, ως απαράδεκτη ή να παύσει οριστικώς την ασκηθείσα ποινική δίωξη, προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάσει τον κατηγορούμενο.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ.2 του ΠΚ, όπως η παρ.2 του τελευταίου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος, όταν πρόκειται για πλημμέλημα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία έτη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την έναρξη της προπαρασκευστικης διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος (επί απευθείας εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο), είτε της κλήσεως προς εμφάνισή του στο ακροατήριο (επί εκδόσεως παραπεμπτικού βουλεύματος), είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και τη μη εναντίωσή του στην πρόοδο της δίκης. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 154, 161 παρ.1 και 162 του ΚΠΔ σαφώς συνάγεται ότι η αρχή για την απόδειξη της γενομένης επιδόσεως με αποδεικτικό, ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο, κάμπτεται, εφόσον, κατά την αξιολογημένη κρίση του Δικαστηρίου, εκείνος στον οποίο έγινε η επίδοση πληροφορήθηκε έγκαιρα το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε, δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σ' αυτήν αποδεικτικά μέσα, ότι ναι μεν δεν υπάρχει στη δικογραφία αποδεικτικό επιδόσεως στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα του υπ' αριθ. 114946/1997 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, πλην όμως αυτός, δεν αμφισβητεί ότι αυτό του επιδόθηκε, άλλωστε, όπως προκύπτει από το συνημμένο στην προσφυγή του κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, υπόμνημά του, στο περιεχόμενο του οποίου αναφέρεται η ταυτόχρονη κατά τούτου προσφυγή, το οποίο επιτρεπτώς επισκοπείται από τον Αρειο Πάγο για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ομολογεί, ότι έλαβε γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος στις 27-10-1998, οπότε, όπως διαλαμβάνεται σ' αυτό "έλαβε γνώση της θυροκόλλησης του και το βρήκε πεταμένο χωρίς να αναγράφεται στο σώμα του ο χρόνος θυροκολλήσεώς του". Εξ άλλου, η παραδοχή της προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με την υπ' αριθ. 696/1998 διάταξη του, με την οποία παρήγγειλε την εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου αυτό, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 366 παρ.2 του ΠΚ, να αναστείλει τη δίκη για τη συκοφαντική δυσφήμηση που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο και να αναβάλει, λόγω συνάφειας, αυτήν για τις λοιπές αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνυσεως και της πλαστογραφίας, που αποδίδονται επίσης σ' αυτόν, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική δίκη για τις αξιόποινες πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος, πλαστογραφίας (ψευδούς βεβαιώσεως) και της απάτης, που αποδίδονται στο δικαστικό επιμελητή Αθηνών, Φ ως αυτουργό και για ηθική αυτουργία στις πράξεις αυτές που αποδίδεται στον εγκαλούντα, Ζ, δεν συνεπάγεται την ανατροπή της παραπομπής του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στο ακροατήριο, δηλαδή την ανατροπή της κρίσεως του εκδόσαντος το επίμαχο κλητήριο θέσπισμα Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές, για την παραπομπή του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στο ακροατήριο, προϋποθέσεις, καθόσον για να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά του κλητηρίου θεσπίσματος και να είχε διαταχθεί η εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατά το άρθρο 245 παρ.2 του ΚΠΔ, εφόσον δηλαδή ο Εισαγγελέας έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, μετά την περάτωση της ανωτέρω προδικαστικής δίκης με κατηγορουμένους τους Φ, δικαστικό επιμελητή και τον ήδη εγκαλούντα, Ζ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της οποίας ανεστάλη η κύρια ποινική δίκη με κατηγορούμενο τον ήδη αναιρεσείοντα και την έκδοση επί της προδικαστικής δίκης της υπ' αριθ. 77774/2000 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη από 16-12-2000, όπως προκύπτει από την επ' αυτής υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι Φ και Ζ, παραδεκτώς εκδικάσθηκε η υπόθεση της κύριας δίκης με κατηγορούμενο τον ήδη αναιρεσείοντα και είναι νόμιμες όλες οι επακολουθήσασες κλήσεις του κατηγορουμένου προς εμφάνιση του στο ακροατήριο, για να δικαστεί για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο προκοινοποιηθέν υπ' αριθ. 114946/1997 ως άνω κλητήριο θέσπισμά του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, έστω και αν δε ανακλήθηκε προηγουμένως το υπ' αριθ. 2082/1999 προδικαστικό-παρεμπίπτον βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον, μετά το αμετάκλητο της ανωτέρω υπ' αριθ. 7774/2000 αθωωτικής αποφάσεως πληρώθηκε ο όρος για τον οποίο είχε διαταχθεί η αναστολή της κύριας ποινικής δίκης.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, επειδή το Δικαστήριο, που την εξέδωσε, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα αντί: α) να παύσει οριστικώς την ασκηθείσα εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, συνεπεία παραγραφής αυτών και β) να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης εν όψει της μη ανακλήσεως μέχρι τότε του υπ' αριθ. 2082/1999 προδικαστικού - παρεμπίπτοντος - προπαρασκευαστικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο είχε εκδοθεί, σύμφωνα με το άρθρο 366 παρ.2 του ΠΚ, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί. Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, λόγον αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171). Κατά το τελευταίο τούτο άρθρο, τέτοια ακυρότητα, λαμβανομένη και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται και όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (περ.δ). Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η μη δόση του λόγου στον κατηγορούμενο μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 369 παρ.1 ΚΠοινΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, μετά το πέρα της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα πρακτικά, αφού προηγουμένως δόθηκε ο λόγος, ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου-αναιρεσείοντος, στον Εισαγγελέα και έπειτα στο συνήγορο της πολιτικής αγωγής, ακολούθως, δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, ο οποίος ζήτησε την αθώωση του.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να απορριφθεί.
Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)." Από το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής προκύπτουν, σε σχέση με τους ανωτέρω εκτεθέντες πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους της από 13-9-2004 αιτήσεως αναιρέσεως, στους οποίους αφορά η ένδικη αίτηση, τα ακόλουθα: Ο Άρειος Πάγος ερεύνησε και ρητώς απέρριψε τους περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και ελλείψεως νόμιμης βάσεως λόγους, ως προς τους οποίους δέχθηκε ότι το δικάσαν Εφετείο, με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, διέλαβε σ'αυτήν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι'αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ.2, 216 παρ.1, 229 παρ.1 και 363 ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως, αλλ'ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Το ότι ορισμένες από τις μερικότερες αιτιάσεις, που προβλήθηκαν στα πλαίσια των λόγων αυτών, δεν απορρίφθηκαν με χωριστή απορριπτική σκέψη, δεν σημαίνει ότι ο Άρειος Πάγος παρέλειψε να τις ερευνήσει, ώστε να μπορεί να επανέλθει επί των λόγων αυτών, αλλά είναι φανερό ότι η απόρριψή τους έχει ενταχθεί στη συνολική απόρριψη των συγκεκριμένων εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ'και Ε' ΚΠοινΔ λόγων. Εξάλλου, κατά την έρευνα του σχετικού με την έλλειψη αιτιολογίας λόγου, δέχθηκε η ανωτέρω 1400/2004 απόφαση ότι δεν υπάρχει ασάφεια ως προς το εάν το Εφετείο αξιολόγησε και την κατάθεση της μάρτυρος Ξ, από το ότι αυτή αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως μάρτυρας κατηγορίας ενώ εξετάσθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μάρτυρας υπερασπίσεως, διότι, όπως δέχθηκε, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατάθεση αυτή λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο, ζήτημα στο οποίο απήντησε καταφατικά, με βάση το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και τα πρακτικά της. Έτσι, εμμέσως πλην σαφώς ερεύνησε (συνδυαστικά) και απέρριψε και την προβληθείσα στα πλαίσια του ανωτέρω τρίτου λόγου απόλυτη ακυρότητα, φερομένη ως λαβούσα χώρα με βάση το ίδιο πραγματικό όσον αφορά στη μαρτυρική αυτή κατάθεση. Στην έκκλητη δίκη, άλλωστε, υπό τον χαρακτηρισμό στα πρακτικά "μάρτυρες κατηγορίας" νοούνται οι, εκ των πρωτοδίκως εξετασθέντων, επιλεγόμενοι από τον Εισαγγελέα και κλητευόμενοι μάρτυρες, ενώ μάρτυρες υπερασπίσεως είναι οι υπό του εκκαλούντος κατηγορουμένου το πρώτον προτεινόμενοι και εξεταζόμενοι στην έκκλητη δίκη ή υπό του δικαστηρίου μεν αλλά κατ' αίτηση του κατηγορουμένου καλούμενοι και εξεταζόμενοι, κατ'άρθρο 355 ΚΠοινΔ, η συγκεκριμένη δε μάρτυρας, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτόδικης 60900/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, είναι εκ των πρωτοδίκως εξετασθέντων (ως μάρτυρας υπερασπίσεως) και από τον Εισαγγελέα κλητευθείσα στην κατ'έφεση δίκη και επομένως μάρτυρας κατηγορίας υπό την ανωτέρω έννοια. Εξάλλου, κατά νόμον, η αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως είναι ουδέτερη, υπό την έννοια ότι δεν γίνεται διάκριση στο νόμο ότι οι μάρτυρες κατηγορίας μαρτυρούν κατά του κατηγορουμένου και οι μάρτυρες υπερασπίσεως υπέρ αυτού, αλλά όλοι έχουν το αυτό καθήκον αληθείας και, συνεπώς, η συγκεκριμένη μερικότερη αιτίαση του τρίτου λόγου, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, διότι η εν λόγω μαρτυρική κατάθεση αξιολόγηθηκε αποδεικτικώς σε βάρος και εναντίον του αναιρεσείοντος, είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμη και απορριπτέα.
Περαιτέρω, έγινε δεκτό με την ανωτέρω 1400/2006 απόφαση, στα πλαίσια της έρευνας του δεύτερου λόγου αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας (στον οποίο δεν αφορά η ένδικη αίτηση), ότι η παραδοχή της προσφυγής του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του 114946/1997 κλητηρίου θεσπίσματος από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με την 696/1998 Διάταξή του, με την οποία παρήγγειλε την εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου εκείνο, κατ'εφαρμογήν του άρθρου 366 παρ.2 ΠΚ, να αναστείλει τη δική για τη συκοφαντική δυσφήμηση και να αναβάλει αυτήν, λόγω συνάφειας, για τις λοιπές πράξεις που αποδίδοντο στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η δίκη για τις πράξεις της παραβάσεως καθήκοντος, της πλαστογραφίας και της απάτης, που αποδίδοντο στο δικαστικό επιμελητή Φ ως αυτουργό και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις αυτές που αποδίδετο στον εγκαλούντα Ζ, δεν επέφερε την ανατροπή της παραπομπής του αναιρεσείοντος-κατηγορούμένου στο ακροατήριο, δηλαδή την ανατροπή της κρίσεως του εκδόσαντος το επίμαχο κλητήριο θέσπισμα Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ότι συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθόσον το αποτέλεσμα αυτό, όπως δέχθηκε, θα επήρχετο αν είχε γίνει δεκτή η προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του κλητηρίου θεσπίσματος και είχε διαταχθεί η εισαγωγή της υποθέσεως στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατ'άρθρο 245 παρ.2 ΚΠοινΔ, δηλαδή αν ο Εισαγγελέας Εφετών έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ακόμη, έγινε δεκτό με την ίδια 1400/2006 απόφαση, ότι μετά την περάτωση της προδικαστικής δίκης, με κατηγορούμενους τους Φ και Ζ, με την έκδοση της 77774/2000 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη στις 16-12-2000, παραδεκτώς εκδικάσθηκε η υπόθεση της κύριας δίκης (στις 22-9-2003) με κατηγορούμενο τον αναιρεσείοντα και είναι νόμιμες όλες οι επακολουθήσασες κλήσεις αυτού προς εμφάνισή του στο ακροατήριο, για να δικασθεί για τις πράξεις που αναφέρονται στο προκοινοποιηθέν σ'αυτόν 114946/1997 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, έστω και αν δεν ανακλήθηκε το 2082/1999 προπαρασκευαστικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον, μετά το αμετάκλητο της 77774/2000 αθωωτικής αποφάσεως, πληρώθηκε ο όρος για τον οποίο είχε διαταχθεί η αναστολή της κύριας ποινικής δίκης. Ρητώς, επίσης, κρίθηκε ότι το δικάσαν Εφετείο δεν υπερέβη την εξουσία του, με το να μην παύσει οριστικώς την ασκηθείσα κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε, συνεπεία παραγραφής αυτών και με το να μην κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως, ενόψει της μη ανακλήσεως του 2082/1999 προπαρασκευαστικού βουλέυματος.
Οι απορριπτικές αυτές αιτιολογίες της ως άνω 1400/2006 αποφάσεως, σχετικά με τον δεύτερο λόγο της από 13-9-2004 αιτήσεως αναιρέσεως, περί υπερβάσεως εξουσίας, καλύπτουν και τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αυτής για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, καθόσον το πραγματικόν του τρίτου λόγου όπως ανωτέρω εκτέθηκε, ταυτίζεται με αυτό του δεύτερου λόγου, που κρίθηκε και απορρίφθηκε κατ'ουσίαν. Ειδικότερα, εφόσον έγινε δεκτό, στα πλαίσια του δεύτερου λόγου, ότι με την παραδοχή της προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος δεν ανατράπηκε η παραπομπή του αναιρεσείοντος δι'απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο και συνακολούθως ούτε τα αποτελέσματα της επιδόσεως του κλητηρίου αυτού και, περαιτέρω, ότι μετά την αμετάκλητη αθώωση των Φ και Ζ παραδεκτώς εκδικάσθηκε η κυρία δίκη και είναι νόμιμες όλες οι επακολουθήσασες κλήσεις του αναιρεσείοντος προς εμφάνισή του στο ακροατήριο για να δικασθεί σύμφωνα με το ως άνω κλητήριο θέσπισμα, έστω και αν δεν ανακλήθηκε το 2082/1999 προπαρασκευαστικό βούλευμα, είναι προφανές ότι ο Άρειος Πάγος ερεύνησε και απέρριψε (συνδυαστικά) και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση του αναιρεσείοντος σ'αυτό και την άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων), αφού η κατά τον τρίτο αυτό λόγο ακυρότητα εδράζεται στην ανατροπή της παραπομπής στο ακροατήριο και στο μη σύννομο των κλήσεων 110563/2003 και 113414/2003, που αποκρούσθηκαν κατά την έρευνα του δεύτερου λόγου. Ακόμη, εφόσον δέχθηκε τα ανωτέρω για τη μη ανατροπή της παραπομπής του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο και για το σύννομο των κλήσεων, προδήλως ερεύνησε και απέρριψε και τα περί μη αναστολής της παραγραφής και εντεύθεν εξαλείψεως του αξιοποίνου με πενταετή παραγραφή, ενώ, περαιτέρω, απορριπτική κρίση περί του τελευταίου ενυπάρχει στο διαλαμβανόμενο ότι ο αναιρεσείων πληροφορήθηκε το περιεχόμενο του προς αυτού επιδοθέντος κλητηρίου θεσπίσματος στις 27-10-1998, σε συνδυασμό προς την ρητώς εκφρασθείσα άποψη, ότι η αρχή για την απόδειξη της επιδόσεως με αποδεικτικό κάμπτεται αν εκείνος προς τον οποίο η επίδοση πληροφορήθηκε έγκαιρα το περιεχόμενό του. Δεν ήταν δε αναγκαία ρητή απορριπτική διάταξη του λόγου αυτού (τρίτου), ως λόγου εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α'ΚΠοινΔ, αφού η απόρριψή του σαφώς συνάγεται από το όλο σκεπτικό της 1400/2006 αποφάσεως, η ορθότητα του οποίου, όπως προεκτέθηκε, δεν κρίνεται στα πλαίσια της ένδικης αιτήσεως. Τέλος, ρητώς ο Άρειος Πάγος ερεύνησε και απέρριψε την προβληθείσα με τον αυτό (τρίτο) λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη δόσεως του λόγου τελευταία στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, όπως ορίζεται στο άρθρο 369 παρ.1 ΚΠοινΔ, ενώ, εξάλλου, στις απορριπτικές αιτιολογίες της υπόψη 1400/2006 αποφάσεως σχετικά με τον περί υπερβάσεως εξουσίας λόγο εμπεριέχεται έρευνα και απόρριψη της περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αιτιάσεως της παρεμπίπτουσας αποφάσεως ως προς την πρώτη ένσταση-αντίρρηση του αναιρεσείοντος κατά της προόδου της δίκης.
Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, έτσι όπως, κατά τα ανωτέρω, προβλήθηκε, χωρίς δηλαδή να παρατίθεται το περιεχόμενο των τριών "ενστάσεων-αντιρρήσεων", στις οποίες, κατά τον αναιρεσείοντα, δεν απάντησε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, καταλαμβανόμενος από το απορριπτικό διατακτικό της 1400/2006 αποφάσεως, αν και χωρίς ειδική απορριπτική σκέψη, όπως στην αρχή της παρούσης εκτέθηκε. Πάντως και περί του λόγου αυτού έκρινε (συνδυαστικά) η 1400/2006 απόφαση, κατά την απόρριψη των αιτιάσεων περί ακυρότητας της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, περί ακυρότητας των 110563/2003 και 113414/2003 κλήσεων του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και της αρξαμένης ποινικής διαδικασίας, στις οποίες, κατ'εκτίμηση, αφορά η προσβαλλόμενη έλλειψη ακροάσεως.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1, εδ. β', 370 εδ. β, 511 και 514 Κ.Ποιν.Δ (προ της τροποποιήσεως των δυο τελευταίων με το άρθρο 50 παρ. 5 και 7 του ν. 3160/2003, που ισχύει από την 30/6/2003), προκύπτει ότι η παραγραφή, όχι μόνο μπορεί να προταθεί από τον κατηγορούμενο με νομότυπη και εμπρόθεσμη αίτηση αναιρέσεως, αλλά, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας και από τον Άρειο Πάγο, με μόνη προϋπόθεση το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, το νομότυπο δηλαδή και εμπρόθεσμο αυτής και την αναφορά ενός τουλάχιστον σαφούς και ορισμένου λόγου αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ (διαφορετικά το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως είναι άκυρο και η αναίρεση απαράδεκτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 513 του Κ.Ποιν.Δ), χωρίς να είναι αναγκαία και η έρευνα της βασιμότητας αυτού (Ολομ. ΑΠ 583, 584 και 585/1991). Εφόσον δε ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει τη συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, για την πράξη που έχει παραγραφεί, και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β' Κ.Ποιν.Δ. Ενόψει, όμως, της δημοσιεύσεως του ν.3160/2003 την 30-6-2003, αφότου άρχισε και η ισχύς του, με το άρθρο 50 παρ.5 του οποίου αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 511 ΚΠοινΔ και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο Άρειος Πάγος λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως αν κριθεί (εκτός από παραδεκτός) και βάσιμος ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως, της φύσεως της διατάξεως αυτής ως δικονομικής και της εντεύθεν εφαρμογής της, από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, και στις εκκρεμείς κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος της ποινικές υποθέσεις, καθώς και της συζητήσεως της από 13-9-2004 αιτήσεως αναιρέσεως την 15-11-2004, δηλαδή μετά την ισχύ του ως άνω νόμου, η λήψη υπόψη της παραγραφής των πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο ήδη αιτών-αναιρεσείων, προϋπέθετε και βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου αναιρέσεως. Αφού, όμως, κανένας από τους λόγους αναιρέσεως της ως άνω από 13-9-2004 αιτήσεως δεν κρίθηκε βάσιμος, ο πρώτος λόγος αυτής περί παραγραφής των ανωτέρω πράξεων ήταν απαράδεκτος, έτσι ώστε η απόρριψη του χωρίς ειδική σκέψη στο αιτιολογικό της 1400/2006 αποφάσεως καταλαμβάνεται από το απορριπτικό διατακτικό της ίδιας αποφάσεως, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή στ'ανωτέρω το εάν ο χρόνος των οκτώ ετών της παραγραφής είχε συμπληρωθεί κατά την άσκηση της από 13-9-2004 αιτήσεως αναιρέσεως ή συμπληρώθηκε μετά απ'αυτήν.
Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, αφού ο Άρειος Πάγος δεν παρέλειψε να ερευνήσει τους προταθέντες με την από 13-9-2004 αίτηση αναιρέσεως πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους, που κατά την κρινόμενη αίτηση δεν ερευνήθηκαν με την 1400/2004 απόφασή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η περί επανεξετάσεως των λόγων αυτών ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αιτών-αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ για επανεξέταση των αναφερομένων στο σκεπτικό λόγων αναιρέσεως αυτού, κατά της 7241/2004 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αιτούντα-αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας ή αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος.
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Ιουνίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ