Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2120 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Βιασμός, Αποπλάνηση ανηλίκου, Καταλογισμού ικανότητα.




Περίληψη:
Βιασμός και αποπλάνηση παιδιού. Στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Ισχυρισμοί κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 34, 36 και 84 παρ. 2 ε΄ ΠΚ. Ορισμένο των ισχυρισμών αυτών. Αιτιολογία απόρριψης αυτών. Αναίρεση για έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη των εν λόγω ισχυρισμών. Απόρριψη της αίτησης αναίρεσης για το λόγο αυτό (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ) -.




Αριθμός 2120/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Παπαδόπουλο, για αναίρεση της 218-222/2008 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σιδέρη. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Νοεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1872/2008.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α)εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως και β)ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή και με τη χρήση σωματικής βίας και με την απειλή κατά τα εκτεθέντα. Ως ασελγής πράξη νοείται εκείνη που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των άνω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο "άλλος" δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 339 του Π.Κ που έχει ως σκοπό την προστασία της αξιότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οποιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Με την έννοια αυτή έχει κριθεί ότι αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του παιδιού, εφόσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος και πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος, δηλαδή θεμελιώνεται ενδεχόμενος δόλος αν ο δράστης αμφιβάλλει και αδιαφορεί συνάμα περί της ηλικίας του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ' αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία. Ακόμη, όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (ως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός) αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατέτεινε στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 ΠΚ, αλλά περίπτωση αποπλάνησης παιδιού (άρθρο 339 ΠΚ). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για ανυπαρξία καταλογισμού ή ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ή για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 218-222/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η παθούσα Ψ, που γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 1988 ήτοι κατά τον κρίσιμο χρόνο (20-11-2002) είχε συμπληρώσει το 13ο , όχι όμως και το 15ο έτος της ηλικίας της, ήταν (κατά τον κρίσιμο χρόνο) μαθήτρια της δευτέρας τάξεως του Γυμνασίου ... του Νομού.... Ήταν και είναι παιδί με ειδικές ανάγκες, αφού παρουσιάζει νοητική στέρηση με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης που κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης αντιστοιχούσε με αυτόν παιδιού οκτώ ετών, η δε σωματική της διάπλαση είναι γενικώς ισχνή. Ο κατηγορούμενος, ενήλικος, άνεργος και άγαμος είναι κάτοικος της ίδιας περιοχής και σύχναζε στην παρά το άνω Γυμνάσιο περιοχή. Λόγω δε των συχνών επισκέψεών του έξω από το Γυμνάσιο, γνώριζε την παθούσα και την εν γένει νοητική της κατάσταση. Στις 20 Νοεμβρίου 2002 και περί ώρα 14.10 όταν η παθούσα είχε περατώσει τα μαθήματά της, ο κατηγορούμενος την πλησίασε, έξω από το σχολείο και βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, γνωρίζοντας συνάμα ότι αυτή έχει ιδιαίτερη αδυναμία και αγάπη στην μάθηση ηλεκτρονικών υπολογιστών, την παραπλάνησε, γνωρίζοντας και το χαμηλό πνευματικό της επίπεδο, λέγοντάς της ότι θέλει να της κάνει επίδειξη ηλεκτρονικού υπολογιστή στο σπίτι του, όπου θα ήταν και άλλα παιδιά. Η παθούσα τον πίστεψε και μη μπορώντας να διαβλέψει τους άνομους σκοπούς του κατηγορουμένου λαμβανομένης υπόψη και της νοητικής της υστέρησης, αποδέχθηκε με χαρά την πρόσκληση και τον ακολούθησε στην οικία του (διαμέρισμα) που βρίσκεται στο ανώγειο της επί της οδού ... πολυωρόφου οικοδομής. Ο κατηγορούμενος όταν εισήλθαν στο διαμέρισμα, όπου δεν υπήρχαν άλλα παιδιά, όπως της είχε πει, αφού έκλεισε την εξώθυρα, κλείδωσε αυτήν και οδήγησε την παθούσα στο υπνοδωμάτιο. Εκεί ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την, κατά τα παραπάνω νοητική υστέρηση της παθούσας και την γενετήσια απειρία της, την πειθανάγκασε να ξεντυθεί, βγάζοντας το παντελόνι της, πράγμα που έκανε και ο ίδιος. Μετά την ξάπλωσε στο κρεβάτι, πέφτοντας δε επάνω της άρχισε να την φιλά. Η παθούσα, αντιλαμβανόμενη ότι κάτι κακό θα της συμβεί, προσπάθησε να αντιδράσει αποκρούοντας τον κατηγορούμενο με κινήσεις των χεριών και του σώματος της, πλην όμως ο τελευταίος, κάμπτοντας με τις υπέρμετρες δυνάμεις του τις αντιδράσεις της παθούσας, η οποία κατά τα παραπάνω είναι ασθενικής κράσεως και παρά τις κραυγές της, ζητώντας βοήθεια, που αυτός της έκλεινε το στόμα με τα χέρια του, ήλθε σε κατά φύσιν συνουσία, θέτοντας το εν στύσει πέος του, στο κόλπο της παθούσας, ολοκληρώνοντας την σεξουαλική πράξη και ικανοποιώντας την γενετήσια επιθυμία του. Αφού ολοκλήρωσε την πράξη του, επέτρεψε στην παθούσα να ντυθεί και την οδήγησε στην έξοδο του διαμερίσματος, επισημαίνοντας σε αυτή να μη πει τίποτε για το συμβάν, προεχόντως στην αστυνομία. Η παθούσα όμως, έχοντας βιώσει ένα γεγονός συγκλονιστικό γι' αυτή, το οποίο όχι μόνο δεν το επεδίωξε, όπως αβασίμως, μετά την προαναφερθείσα εκτενή περιγραφή των γεγονότων, ισχυρίζεται, δια του συνηγόρου του, ο κατηγορούμενος, αλλά αντίθετα προσπάθησε να το αποφύγει και αφού δεν το επέτυχε, θεώρησε σκόπιμο να απευθυνθεί αμέσως εκεί, όπου έκρινε ότι θα έχει άμεση και αποτελεσματική προστασία, δηλαδή την αστυνομική δύναμη. Πράγματι, αμέσως μετά την έξοδο της από την κατοικία του κατηγορουμένου μετέβη στο αστυνομικό . τμήμα της περιοχής και δη στο ΙΖ' τοιούτο, όπου εξιστόρησε με λεπτομέρεια τα συμβάντα, τα οποία περιελήφθησαν σε κατάθεση της, επέχουσα θέση εγκλήσεως, αφού εξεδήλωσε αμέσως την επιθυμία να διωχθεί ποινικά ο κατηγορούμενος για τις αξιόποινες σε βάρος της πράξεις του όπως έπραξε και η μητέρα της. Να σημειωθεί ότι η παθούσα δεν γνώριζε στοιχεία του ονοματεπώνυμο και γενικά της ταυτότητος του κατηγορουμένου, ούτε τη διεύθυνση κατοικίας του, περιέγραψε όμως με σαφήνεια και λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του στην κατά τα άνω κατάθεση της. Ακολούθως, μετά την ολοκλήρωση της καταθέσεως της, οι αστυνομικοί οδήγησαν την παθούσα στους γονείς της, οι οποίοι, διαπιστώνοντας ότι καθυστέρησε υπερβολικά να επιστρέψει στην κατοικία τους, είχαν εξέλθει προς αναζήτηση της. Η παθούσα εξιστόρησε, μετά ταύτα, στη μητέρα της τα συμβάντα, μαζί της δε την επομένη ημέρα περιήλθαν την παρά το Γυμνάσιο ... περιοχή, οπότε η ανήλικη παθούσα εντόπισε το διαμέρισμα του κατηγορουμένου, την αυτή δε ημέρα αυτή εξετάσθηκε από τον ιατροδικαστή .... της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος, στη σχετική έκθεση του διαπίστωσε ότι "φέρει πρόσφατη ρήξη του παρθενικού υμένα στην 6η ώρα, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της σεξουαλικής κακοποιήσεως του θύματος (βιασμός), χωρίς να είναι δυνατόν με τα δεδομένα στοιχεία να εξακριβωθεί το όργανο με το οποίο προκλήθηκε η ρήξη του παρθενικού υμένα. Πάντως δεν αποκλείεται να προκλήθηκε από αντικείμενο ή ακόμη και από δάκτυλο". Εν συνεχεία, με τις περιγραφές της παθούσης και τον από μέρους της εντοπισμό της κατοικίας του κατηγορουμένου, αυτός εντοπίσθηκε, πλην όμως εξ αρχής προέβαλε σταθερή άρνηση της σεξουαλικής συνευρέσεώς του μετά της παθούσης, ισχυριζόμενος ότι πήγαν με δική της πρωτοβουλία στο διαμέρισμα του, όπου όμως ουδεμία σεξουαλικής φύσεως πράξη έλαβε χώρα, προς επίρρωση δε των ισχυρισμών του επικαλέσθηκε την εν γένει κακή ψυχοπνευματική και διανοητική του κατάσταση, περί της οποίας κατωτέρω, αλλά κυρίως την επίκτητη, ένεκεν σοβαρού τροχαίου ατυχήματος, αδυναμία του προς συνουσία. Τη στάση αυτή που τήρησε σταθερά κατά την προανάκριση και κυρία ανάκριση, μετέβαλε ενώπιον του ακροατηρίου, οπότε, δια του νομίμως εκπροσωπούντος αυτόν δικηγόρου, αποδέχεται πλέον ότι τελέσθηκε μεταξύ αυτού και της ανηλίκου συνουσία, ισχυρίζεται όμως ότι αυτό εγένετο με την πρωτοβουλία συναίνεση και αποδοχή της ανηλίκου. Παρατηρείται όμως, έναντι του ισχυρισμού αυτού του κατηγορουμένου, ότι η προπεριγραφείσα άμεση, μετά το ένδικο γεγονός, αντίδραση της παθούσης, αλλά και το γεγονός ότι εξ αρχής, στην προαναφερθείσα κατάθεση της, η οποία δόθηκε αμέσως μετά το συμβάν και χωρίς ακόμη να έχει έλθει σε οποιαδήποτε επαφή με άλλο άτομο και μάλιστα εκ των οικείων της, το οποίο, θεωρητικά, θα μπορούσε να την καθοδηγήσει και να της υποβάλει το περιεχόμενο της καταθέσεως της, αλλά και σε όσες καταθέσεις έδωσε στη συνέχεια, κατά την προανάκριση και την κυρία ανάκριση και, εν τέλει, στο ακροατήριο, αυτή αναφέρεται σταθερά, με σαφήνεια και χωρίς κενά και αντιφάσεις, στην παραπλάνηση της από τον κατηγορούμενο και την ασκηθείσα σε βάρος της βία, την οποία δεν ήταν σε θέση ν' αποτρέψει, αποτελούν στοιχεία ιδιαιτέρως ενισχυτικά της ήδη εκφρασθείσης, κατά τα άνω, θέσεως του Δικαστηρίου, περί της ουσιαστικής αβασιμότητος του ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ότι η κατά τα άνω ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη μεταξύ αυτού και της ανηλίκου έλαβε χώρα με τη θέληση της. Τελικώς, επί του ζητήματος αυτού, να σημειωθεί ότι η ανήλικη παθούσα ακολούθησε πράγματι οικειοθελώς τον κατηγορούμενο στην κατοικία του, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή, όπως προαναφέρθηκε, παραπλανήθηκε, με τον εκεί σημειούμενο τρόπο, από μέρους του, έχοντος προσχεδιάσει λεπτομερώς τον τρόπο δράσεως του, εν συνεχεία όμως, όχι μόνο δεν συνήνεσε στη σεξουαλική πράξη που αυτός επεχείρησε σε βάρος της, αλλά εξ αρχής την απέκρουσε και προσπάθησε να την αποφύγει, πλην όμως ανεπιτυχώς, καμφθείσα εκ των υπέρτερων σωματικών δυνάμεων του κατηγορουμένου. Δηλονότι, παρά τη νοητική της υστέρηση, η παθούσα προσέλαβε ορθά το χαρακτήρα της επιχειρηθείσης σε βάρος της γενετησίου πράξεως από τη σκοπιά της κρατούσης ηθικής και αντελήφθη την ηθική της απαξία και τη βαρύτητα της προσβολής της γενετησίου ελευθερίας της και, με τον τρόπο που προπεριγράφηκε, σχημάτισε και εξωτερίκευσε βούληση αντιστάσεως, γεγονός που δεν αναιρείται από την αδυναμία της, εν όψει των καταφανώς κατωτέρων σωματικών της δυνάμεων έναντι αυτών του κατηγορουμένου, να προβάλει αντίσταση επαρκή για ν' αποτρέψει τον βιασμό της. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ο κατηγορούμενος ότι πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να τύχει στην περίπτωση του εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 34 του Π.Κ., άλλως και όλως επικουρικώς αυτή του άρθρου, 36 του ιδίου Κώδικα, διατεινόμενος, όπως ο συναφής ισχυρισμός του προβλήθηκε από τον συνήγορο του και καταχωρήθηκε ανωτέρω, ότι κατά την τέλεση της πράξεως του, λόγω νοσηράς διαταράξεως των πνευματικών του λειτουργιών, οφειλομένης σε σοβαρές ψυχικές του παθήσεις ευρίσκετο σε κατάσταση ελλείψεως καταλογισμού, καθώς δεν μπορούσε να έχει ούτε συναίσθηση του αδίκου χαρακτήρα της ούτε δυνατότητα επιλογής, ενώ, σε κάθε περίπτωση, είχε μειωθεί στο ελάχιστο, λόγω τον παραπάνω προβλημάτων, η αντίληψη του για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του. Από τα προσκομισθέντα από τον συνήγορο του κατηγορουμένου και αναγνωσθέντα, κατά τα ανωτέρω, ιατρικά πιστοποιητικά και λοιπά έγγραφα, αποδεικνύεται ότι πράγματι αυτός υπέστη, σε πολύ μικρή ηλικία, βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και εμπίστευμα κρανίου, τραυματισμοί που κατέλιπαν σε αυτόν μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες, που είχαν ως αποτέλεσμα την ανώμαλη ψυχοδιανοητική του εξέλιξη και ως συνέπεια να λάβει, προ διμήνου από το εν προκειμένω συμβάν, προσωρινό απολυτήριο από το στράτευμα, κριθείς ακατάλληλος προς κατάταξη, ως πάσχων από διαταραχή προσωπικότητος, ενώ, σύμφωνα με περαιτέρω αναγνωσθέντα επίσης, κατά τα ανωτέρω, πιστοποιητικά, ο ίδιος εμφανίζει νοητική υστέρηση με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. Πάντα ταύτα καταδεικνύουν βεβαίως άτομο με προβλήματα προσωπικότητος, τα οποία όμως σε κανένα σημείο της μέχρι τώρα διαδρομής του βίου του, οπωσδήποτε όχι και κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω, αυτόν της κατά τα άνω πράξεως του, χρόνο, δεν του αποστέρησαν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται το δίκαιο ή άδικο των πράξεων του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, εξαγομένη εκ της συνεκτιμήσεως πάντων των εν αρχή αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων επικυρώνεται και εκ των ακολούθων σκέψεων: Παρά τα επικαλούμενα προβλήματα ψυχικής υγείας, οφειλόμενα στο κατά τα άνω ατύχημα, δεν προκύπτει ότι απαιτήθηκε, σε κάποιο στάδιο της μέχρι του άνω συμβάντος διαδρομής του βίου του, η ανάγκη ψυχιατρικής του παρακολουθήσεως, νοσηλείας ή λήψεως οιασδήποτε φαρμακευτικής αγωγής. Και αυτό γιατί δεν φέρεται να δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, τα οποία θα ήταν αναπόφευκτα, αν αυτός είχε, εκ των προαναφερομένων λόγων, αδυναμία διακρίσεως του αδίκου. Αντίθετα, τούτος φέρεται, παρά τα προβλήματα του να έχει κοινωνικές επαφές και σχέσεις και μάλιστα να έχει δημιουργήσει συναισθηματική - ερωτική σχέση και δη μακρόχρονη, κατά την οποία είχε, αν και αραιές, πλήρεις σεξουαλικές επαφές με την ερωτική του σύντροφο. Η κοινωνική του δηλονότι εμπειρία ήταν σημαντική και ήταν, μετά ταύτα, σε θέση να έχει, πλήρη επίγνωση του δικαίου και αδίκου και ειδικότερα εν προκειμένω, των σχετικών με τη γενετήσια ελευθερία και να διακρίνει, από την άποψη της κρατούσης ηθικής, την απαξία των προσβολών της. Τούτο καθίσταται εμφανές και εκ του τρόπου που ο κατηγορούμενος εν προκειμένω ενήργησε. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, τούτος έδρασε βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, συνισταμένου σε συλλογή, αρχικά, πληροφοριών περί του ατόμου της παθούσης και των προτιμήσεών της (αδυναμία στους Η/Υ) ακολούθως σε τακτική παραπλανήσεως της, προκειμένου να την παρασύρει και απομονώσει στην κατοικία του και, εν τέλει, σε προσπάθεια παραπλανήσεως των διωκτικών και ανακριτικών αρχών, με την εντέχνως προβαλλόμενη στυτική του δυσλειτουργία. Περαιτέρω η προειδοποίηση να μην μεταβεί η παθούσα στην Αστυνομία δεικνύει άτομο που έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του να ξεχωρίζει το δίκαιο και άδικο αυτών. Υπό πάντα τα δεδομένα αυτά παρίσταται απορριπτέος, ως αβάσιμος, και ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, κατά την κυρία και επικουρική βάση του. Απορριπτόμενων, μετά ταύτα, πάντων των κατά τα άνω ισχυρισμών του, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος αμφοτέρων των αξιοποίνων πράξεων που του αποδίδονται, αφού, με βάση τις κατά τα άνω παραδοχές, πληρούνται στο πρόσωπο του τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως τόσο της αξιοποίνου πράξεως του βιασμού σε βάρος της ανηλίκου παθούσης (άρθρο 336 παρ. 1 του Π.Κ.), όσο και αυτής της παραπλανήσεως με πρόσωπο, που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο, όχι όμως και το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του (άρθρο 339 παρ. 1 γ' του Π.Κ.), αδικήματα τα οποία συρρέουν αληθώς μεταξύ τους (Α.Π. 660/1998, ΠοινΧρ ΜΘ' 230), με τη διευκρίνιση ότι ο κατηγορούμενος, όπως άλλωστε ομολόγησε και ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όπου παρέστη για παροχή διευκρινίσεων, ήταν σε πλήρη γνώση του γεγονότος ότι η ανήλικη παθούσα διήνυε ηλικία μικρότερα των δεκαπέντε ετών. Τέλος πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως του ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 2 ε ΠΚ, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την πράξη του". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το 13ο έτος όχι όμως και το 15ο έτος της ηλικίας του και του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών και πέντε (5) μηνών.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια; πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 83, 84 παρ. 2α, 94, 336 παρ. 1 και 339 παρ. 1γ'του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικό που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με το υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Ειδικότερα ως προς την αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο της ουσίας, που απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφαση του τον αυτοτελή ισχυρισμό αυτού περί της συνδρομής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 34 ΠΚ και επικουρικά του άρθρου 36 ΠΚ< δεν διέλαβε την απαιτουμένη προς τούτο (απόρριψη του ισχυρισμού αυτού) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, τις συνεκτίμησε και τις αξιολόγησε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, καταλήγοντας ότι ο αναιρεσείων κατά το χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος είχε πλήρη ικανότητα για καταλογισμό σ' αυτόν των πράξεων που τέλεσε, καθόσον δεν είχε νοσηρή διατάραξη (ολική ή μερική) των πνευματικών λειτουργιών του ή διατάραξη της συνείδησής του, όπως αποδείχθηκε κατά τις παραδοχές του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, επισημαίνοντας ιδιαίτερα τη μέθοδο που ακολούθησε για την προσέγγιση της ανήλικης παθούσας και την όλη συμπεριφορά του κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων και αμέσως μετά απ' αυτήν στην προσπάθεια του της μη αποκάλυψης τους. Περαιτέρω η αιτίαση του αναιρεσείοντος ως προς την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του ΠΚ, εκτός εκείνης του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ που δέχθηκε ως βάσιμη, το δικαστήριο, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός του, χωρίς την αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την προβαλλόμενη για μεγάλο σχετικό χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται και αυτό του εγκλησμού του στη φυλακή (βλ. 10η σελίδα της πληττόμενης σελίδας), ήταν αόριστος και εντεύθεν δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει γι' αυτό και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα το δικαστήριο της ουσίας.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 10 Νοεμβρίου 2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 218-222/2008 απόφασης, του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα α)στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β)στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή