Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 740 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Ένδικο μέσο, Οριζόντια ιδιοκτησία.




Περίληψη:
Σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με σύμβαση. Υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και σε μεταγραφή, χωρίς να απαιτείται πάντως η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων. Δημιουργείται και αυτομάτως, όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα, οπότε και δεν απαιτείται ιδιαίτερη (διπλή) μεταγραφή. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1,8 και 20 του Κ.Πολ.Δ. αβάσιμοι. Ιδίως σχετικά με τις ΑΚ 173,200 του ΑΚ. Ανέλεγκτη η ουσιαστική (περί πραγμάτων) κρίση του δικαστηρίου. (Επικυρώνει ΕΦ.Αιγ. 62/2012)




Αριθμός 740/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Μ., χήρας Σ. - Α., 2) Δ. Μ. του Σ. - Α. και 3) Ι. Μ. του Σ. - Α., κατοίκων ... . Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Ιωάννου και οι 2η και 3ος παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Ρ. του Φ., συζ. Ε. Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πελέκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 17/12/2012 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/6/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 62/2012 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5/7/2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δεν την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1194, 1198 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5-7, 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929, προκύπτει ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ' ορόφους ή διαμερίσματα ορόφου μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλομένη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκειμένη σε μεταγραφή, ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Η τέτοια χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται και αυτομάτως, όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι' αυτήν και (ιδιαίτερη) μεταγραφή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας (ΑΠ 1226/2003). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.1 περ.α' του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, δεν υπάρχει παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, για τον οποίο, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή δεν εφαρμόζει κανόνα για τον οποίο, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, προκειμένου δε περί των ερμηνευτικών των δικαιοπραξιών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ δεν υπάρχει παραβίασή τους όταν το δικαστήριο, δεχόμενο, κατά την ανέλεγκτη σχετικώς κρίση του, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων, προσφεύγει στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, το δε ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε μετά την ερμηνεία της δικαιοπραξίας είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών. Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί πάντως ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλομΑΠ 2/2008).
ΙΙ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδειχθέντα από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι: "Με την υπ' αριθμ. .../1990 δήλωση αποδοχής κληρονομίας (...) που μεταγράφηκε νόμιμα (...), οι ενάγοντες εκκαλούντες αποδέχθηκαν την κληρονομία του αποβιώσαντος στις 16-8-1987 χωρίς να αφήσει διαθήκη συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών (...), ο οποίος άφησε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τούτους (ενάγοντες), κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 2/8 την πρώτη και 3/8 τον καθένα από τους άλλους δύο. Μεταξύ των κληρονομιαίων που αποδέχθηκαν ήταν ένα (1) κατάστημα μετά του οικοπέδου του και της λοιπής γενικά περιοχής του και κατά τους τίτλους κτήσης οικόπεδο και προηγούμενο μαγαζί, που βρίσκεται στην περιοχή της Κοινότητας Θήρας, στη θέση "Λέσχη Φηρών Αφών ...", έκτασης μέτρων τετραγωνικών κατά μεν τους τίτλους κτήσης είκοσι τεσσάρων (24) και κατά γενομένη καταμέτρηση δέκα τεσσάρων (14), συνορευόμενο ολόγυρα κατά τους τίτλους κτήσης με κοινοτικούς δρόμους και κάτω από αυτό με αποθήκη αφών ..., και σήμερα με κοινοτικούς δρόμους και αδιέξοδο. Το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει κατά κυριότητα στον κληρονομούμενο δυνάμει του με αριθ. .../1987 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Χάρη -Νικηφοράκη, νόμιμα μεταγραμμένου (...), λόγω πώλησης από την Ό. χήρα Γ. Λ., το γένος Γ. Σ.. Η περιγραφή του κληρονομιαίου στη δήλωση αποδοχής των εναγόντων είναι όμοια με την περιγραφή του στο πωλητήριο συμβόλαιο, στο οποίο γίνεται μνεία ότι το κατάστημα κατά γενόμενη νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση την οποία οι συμβαλλόμενοι ρητά αναγνωρίζουν έχει έκταση 14 τ.μ. Επίσης στο πωλητήριο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το πωλούμενο κατάστημα είναι μισθωμένο στον Ι. Ν. αντί μηνιαίου μισθώματος 20.000 δραχμών, με χρόνο έναρξης της μίσθωσης τον Φεβρουάριο του 1975 και λήξης τον Φεβρουάριο του 1985 και ότι η πωλήτρια με δήλωση της εκχωρεί στον αγοραστή όλα τα δικαιώματά της που απορρέουν από την παραπάνω μίσθωση. Το πωληθέν ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από κληρονομία εξ αδιαθέτου της αποβιώσασας το 1983 αδελφής της Γ. χήρας Σ. Μ., το γένος Γ. Σ., που αποδέχθηκε αυτή με την με αριθ. .../1987 νόμιμα μεταγραμμένη (...) πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Χάρη - Νικηφοράκη, και κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του με αριθ. .../1974 νόμιμα μεταγραμμένου (...) συμβολαίου δωρεάς αιτία θανάτου της αποβιώσασας στις 31.12.1977 αδελφής της Μ. χήρας Φ. Γ., το γένος Γ. Σ.. Η περιγραφή του πωλουμένου ακινήτου στο πωλητήριο συμβόλαιο (τίτλο κτήσης του δικαιοπαρόχου των εναγόντων) είναι όμοια με την περιγραφή του στη δήλωση αποδοχής της πωλήτριας ως προς το 1/2 εξ αδιαιρέτου που περιήλθε σ' αυτή από κληρονομία εξ αδιαθέτου, η οποία (δήλωση αποδοχής) συντάχθηκε την ίδια ημέρα (8.1.1987) με το πωλητήριο συμβόλαιο, καθώς και με την περιγραφή του στην προγενέστερη δωρεά αιτία θανάτου με την οποία είχε περιέλθει στην πωλήτρια το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, ως προς το είδος (ένα κατάστημα) και τα όρια του πωλουμένου (ολόγυρα κοινοτικοί δρόμοι και αδιέξοδο) και διαφοροποείται μόνο ως προς το εμβαδόν που κατά τους τίτλους κτήσης είναι 24 τ.μ. και κατά τη μεταγενέστερη καταμέτρηση που αναγνώρισαν ως σωστή οι συμβαλλόμενοι στην πώληση είναι 14 τ.μ. Έτσι, με βάση τη διατύπωση αυτή στα προαναφερόμενα συμβόλαια σχηματίζεται η εντύπωση ότι το ακίνητο που πώλησε η Ό. χήρα Γ. Λ. στο δικαιοπάροχο των εναγόντων ταυτίζεται πλήρως (παρά το μικρότερο δηλωνόμενο εμβαδόν του) με το ακίνητο, την κληρονομία επί του οποίου αποδέχθηκε αυθημερόν με την πώληση αυτή (πωλήτρια). Ωστόσο, η πραγματική έκταση του ακινήτου που περιήλθε κατά τα ανωτέρω στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Ό. χήρα Γ. Λ. είναι περίπου 40 τ.μ., πρόκειται δε για ένα ισόγειο κτίσμα, που συνορεύει ολόγυρα με κοινοτικούς δρόμους και αδιέξοδο και είναι χωρισμένο από πολλών ετών σε δύο καταστήματα, που εκμισθώνονταν σε διαφορετικούς μισθωτές, χωρίς όμως να έχει γίνει με χωριστή συμβολαιογραφική πράξη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως, υπάρχει ατελής περιγραφή του πωληθέντος (αφού αναφέρεται μόνο ένα κατάστημα με όρια αυτά του όλου ακινήτου, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο καταστήματα, μισθωμένα σε διαφορετικούς μισθωτές) και συνακόλουθη αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βούλησης των συμβληθέντων στο πωλητήριο συμβόλαιο, και για την εξεύρεση των αληθινών βουλήσεων αυτών πρέπει να εφαρμοστούν οι ερμηνευτικές αρχές των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ως άνω αποδεικτική διαδικασία. Όταν καταρτίστηκε το ένδικο πωλητήριο συμβόλαιο, το μικρότερο κατάστημα ήταν μισθωμένο στον Ι. Ν., ενώ το μεγαλύτερο, έκτασης 23,11 τ.μ., ήταν μισθωμένο στην εναγομένη - εφεσίβλητη. Η εκμίσθωσή του έγινε για πρώτη φορά στην εναγομένη από την Ό. χήρα Γ. Λ. στις 1.10.1976 και ήταν ετήσια και από τότε ανανεωνόταν κάθε έτος. Το τελευταίο συμφωνητικό μίσθωσης μεταξύ των ανωτέρω, επίσης ετήσιας διάρκειας, καταρτίστηκε στις 30.10.1991. Μετά το θάνατο της εκμισθώτριας, που απεβίωσε στις 25.12.1991 χωρίς ν' αφήσει διαθήκη, και κατά τη λήξη της μίσθωσης στα τέλη του 1992, οι ενάγοντες προέτρεψαν την εναγομένη να συνάψει μαζί τους νέα μίσθωση, ισχυριζόμενοι ότι είναι αυτοί οι συγκύριοι του επιδίκου, πράγματι δε με το από 1.1.1993 τριετούς διάρκειας συμφωνητικό μίσθωσης η εναγομένη μίσθωσε από αυτούς το ως άνω κατάστημα. Στη συνέχεια, όταν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Ό. χήρας Γ. Λ. πληροφορήθηκαν τη σύναψη της μίσθωσης διαμαρτυρήθηκαν προς τους διαδίκους και μετά την παρέλευση της τριετίας δεν καταρτίστηκε νέο συμφωνητικό μίσθωσης μεταξύ των τελευταίων, αλλά η εναγομένη παρέμεινε στη χρήση του μισθίου και στις 28.9.1996 συνήψε συμφωνητικό μίσθωσης τούτου, τριετούς διάρκειας, με τους κληρονόμους της Ό. χήρας Γ. Λ.. Ακολούθως, με τα με αριθ. .../1997, .../1997 και .../2000 νόμιμα μεταγραμμένα πωλητήρια συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πειραιά Ευανθίας Μαρκουλάκου - Λεμονή αγόρασε από τους αντισυμβαλλόμενους σ' αυτά συγκληρονόμους εξ αδιαθέτου της Ό. χήρας Γ. Λ., τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου 42/144 με το πρώτο, 61/144 με το δεύτερο και 15/144 με το τρίτο και έτσι αγόρασε συνολικά τα 115/144 του επιδίκου. Με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο του πωλητηρίου συμβολαίου και δη ότι οι συμβληθέντες ρητά δήλωσαν αφενός ότι το πωληθέν κατά τη γενόμενη νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση έχει έκταση 14 τ.μ. και αφετέρου ότι τούτο ήταν μισθωμένο στον Ι. Ν. και για το λόγο αυτό η πωλήτρια, με δήλωσή της εκχώρησε στον αγοραστή όλα τα απορρέοντα από την παραπάνω μίσθωση δικαιώματά της, σε συνδυασμό, αφενός, με το γεγονός ότι το δεύτερο, μεγαλύτερης έκτασης (23,11 τ.μ.), κατάστημα ήταν ήδη μισθωμένο από πολλών ετών στην εναγομένη και δεν έγινε καμία αναφορά στο πωλητήριο συμβόλαιο για την εκχώρηση και των δικαιωμάτων της μίσθωσης αυτής από την πωλήτρια στον αγοραστή δικαιοπάροχο των εναγόντων και, αφετέρου, με το γεγονός ότι και μετά τη σύναψη της πώλησης και μέχρι το θάνατο της πωλήτριας, η τελευταία συνέχισε να εκμισθώνει το κατάστημα τούτο στην εναγομένη, δημιουργείται πλήρης δικανική πεποίθηση στο παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ότι η αληθινή βούληση τόσο της πωλήτριας όσο και του αγοραστή στο με αριθ. .../1987 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Χάρη -Νικηφοράκη ήταν να μεταβιβαστεί η κυριότητα λόγω πώλησης μόνο του μικρότερου καταστήματος που ήταν μισθωμένο στον Ι. Ν. και όχι και του καταστήματος που ήταν μισθωμένο στην εναγομένη. Ο ισχυρισμός των εναγόντων με την αγωγή τους, που επαναφέρουν με την υπό κρίση έφεση, ότι δεν ήταν δυνατή η πώληση του ενός μόνο καταστήματος, αφού δεν είχε προηγηθεί η σύσταση με συμβολαιογραφικό έγγραφο, νόμιμα μεταγραμμένο, οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας στην ένδικη οικοδομή, δεν ευσταθεί κατά την κρατούσα σήμερα στη νομολογία άποψη, που υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο ως ορθή, σύμφωνα με την οποία χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικοδομής εκποιεί διακεκριμένα τμήματα αυτής, χωρίς να απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι' αυτήν και μεταγραφή, αλλά ούτε και διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται περί δύο διαφορετικών συμβάσεων περιεχομένων στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της καθεμιάς. Ας σημειωθεί επίσης ως προς τον (αναγόμενο σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων) ισχυρισμό των εναγόντων, που προβάλλουν με την αγωγή τους και επαναφέρουν με την υπό κρίση έφεση (υπό στοιχεία 5 και 6 λόγοι), ότι η εναγομένη ενήργησε δόλια, καθώς, μολονότι είχε συνάψει με το από 1.1.1993 συμφωνητικό τριετή σύμβαση μίσθωσης με αυτούς, στη συνέχεια κατά τη λήξη της και για ν' αποφύγει την αύξηση του μισθώματος που ζητούσαν και ενώ αυτοί είχαν ήδη ασκήσει αγωγή απόδοσης του μισθίου, επιδίωξε τη συνεργασία με ορισμένους από τους κληρονόμους της απώτερης δικαιοπαρόχου τους και τους έπεισε να της πωλήσουν τα δήθεν ιδανικά τους μερίδια στο επίδικο, αφενός ότι στην υπό κρίση αγωγή οι ίδιοι απέκρυψαν το γεγονός ότι κατά τη σύναψη της ένδικης πώλησης το επίδικο ήταν ήδη προ πολλού μισθωμένο στην εναγομένη και ότι η απώτερη δικαιοπάροχος τους συνέχισε να της το εκμισθώνει και μετά τη σύναψη της πώλησης και, αφετέρου, ότι στην πολυετή δικαστική διένεξη που ακολούθησε μεταξύ των διαδίκων ως προς την τύχη της μίσθωσης που είχε καταρτιστεί μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των εναγόντων αφενός και των κληρονόμων της πωλήτριας Ό. χήρας Γ. Λ. αφετέρου ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των τελευταίων στο επίδικο, εκδόθηκε σωρεία αποφάσεων που δέχθηκαν ότι το επίδικο δεν πωλήθηκε στο δικαιοπάροχο των εναγόντων με το όπως παραπάνω πωλητήριο συμβόλαιο (βλ. την με αριθ. 66/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, τακτικής διαδικασίας, την με αριθ. 304/1998 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, την με αριθ. 163/2002 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου)". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία και όπως την περιόρισαν νομίμως οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι η αναιρεσίβλητη - εναγομένη δεν είναι κυρία του επίδικου καταστήματος, εμβαδού 23,11 τ.μ., κατά τα 118/144 εξ αδιαιρέτου, το οποίο (επίδικο) ανήκει καθ' ολοκληρίαν σ' αυτούς (αναιρεσείοντες).
ΙΙΙ. Με τον πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο του αναιρετηρίου, από το άρθρο 559 αρ.20 του ΚΠολΔ, προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί την ύπαρξη δύο διακεκριμένων καταστημάτων στο επίδικο ακίνητο αντί του ενός, όπως υποστήριζαν οι αναιρεσείοντες, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερομένων και στην απόφαση εγγράφων του υπ' αριθμ. .../1987 πωλητηρίου συμβολαίου, της υπ' αριθμ. .../1987 πράξης αποδοχής κληρονομίας και του υπ' αριθμ. .../1974 συμβολαίου δωρεάς με αιτία τον θάνατο ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου στα έγγραφα αυτά, από την οποία προκύπτει, κατά τους αναιρεσείοντες, ότι πρόκειται για ένα ενιαίο κατάστημα και όχι για δύο διακεκριμένα, το ένα εκ των οποίων έχει περιέλθει, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, στην αναιρεσίβλητη κατά τα ειρημένα ποσοστά (118/144) εξ αδιαιρέτου. Από το περιεχόμενο του προτεινόμενου αυτού λόγου προκύπτει ότι προσβάλλεται με αυτόν η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και δη του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων, από την οποία το δικαστήριο συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό, και δεν πρόκειται για εσφαλμένη, υπό την προεκτεθείσα (ανωτ. υπό Ι) έννοια, ανάγνωση των εγγράφων. Επομένως και αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η εκτίμηση αυτή εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος.
Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου πρώτου λόγου του αναιρετηρίου, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ προκειμένου να ανεύρει την αληθή βούληση των συμβαλλομένων στα ως άνω συμβόλαια ως προς το μεταβιβαζόμενο κατάστημα παραβίασε τις διατάξεις αυτές επειδή δεν υπάρχει κενό ή αμφιβολία ως προς την αληθή βούληση των συμβαλλομένων, η οποία και έχει εκφρασθεί σαφώς στα ειρημένα δικαιοπρακτικά έγγραφα, εν πάση δε περιπτώσει, υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, η δοθείσα ως άνω ερμηνεία δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που θέτουν τα ανωτέρω άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, τα οποία και παραβίασε το Εφετείο (και) εξ αυτού του λόγου. Κατά το πρώτο μέρος του ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη δηλωθείσα δικαιοπρακτική βούληση και εντεύθεν ανάγκης προσφυγής στους προρρηθέντες ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, κατά τα επίσης προεκτεθέντα (ανωτ. υπό Ι), κατά το δεύτερο δε μέρος του ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού υπό τα ως ανωτέρω (υπό ΙΙ) περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο η δοθείσα από αυτό ερμηνεία της ένδικης σύμβασης είναι σύμφωνη με τις προειρημένες αρχές των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, τις οποίες επομένως δεν παραβίασε το Εφετείο. Οι δε ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι το Εφετείο με τις ανωτέρω παραδοχές του παραβίασε τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών που θέτουν τα ως άνω άρθρα επειδή η αναιρεσίβλητη ενήργησε δόλια, καθώς, μολονότι είχε συνάψει τριετή σύμβαση μισθώσεως με αυτούς, στη συνέχεια κατά τη λήξη της σύμβασης και για να αποφύγει την αύξηση του μισθώματος που ζητούσαν οι αναιρεσείοντες και αφού αυτοί είχαν ήδη ασκήσει αγωγή αποδόσεως του μισθίου, επεδίωξε τη συνεργασία με ορισμένους από τους κληρονόμους της απώτερης δικαιοπαρόχου τους και τους έπεισε να της πωλήσουν τα δήθεν ιδανικά τους μερίδια στο επίδικο, επικαλούμενη έτσι (η αναιρεσίβλητη) ανύπαρκτα δικαιώματα στο επίδικο, στηρίζονται (οι αιτιάσεις αυτές) σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, δεν δέχθηκε τέτοια δόλια συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, απορρίπτοντας μάλιστα ρητώς τον περί του αντιθέτου, ως ανωτέρω, ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω, με τους πέμπτο, έκτο (σκέλος πρώτο) και έβδομο λόγους του αναιρετηρίου, επίσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι με το προειρημένο υπ' αριθμ. .../87 πωλητήριο συμβόλαιο συνεστήθη χωριστή ιδιοκτησία στο επίδικο κατάστημα χωρίς τούτο να αναφέρεται ρητώς στο συμβόλαιο και χωρίς το συμβόλαιο αυτό να μεταγραφεί κεχωρισμένως ως προς τη σύσταση της χωριστής ιδιοκτησίας παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και 1 επ. του ν. 3741/1929 και ν.δ. 1024/1971. Και οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι αβάσιμοι, αφού, σύμφωνα με το νόημα των ανωτέρω διατάξεων και όπως προαναφέρθηκε (ανωτ. υπό Ι), η χωριστή, οριζόντια ή κάθετη, ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικοδομής μεταβιβάζει διακεκριμένα τμήματα της οικοδομής και χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων ούτε κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης και μεταγραφή της ή διπλή μεταγραφή του πωλητηρίου συμβολαίου, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω, όπου, περαιτέρω, δεν επέρχεται παράνομη, κατά τις διατάξεις του ΓΟΚ, κατάτμηση οικοπέδου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον ίδιο πέμπτο λόγο της αιτήσεώς τους, αφού πρόκειται για σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε υπάρχουσα οικοδομή.
IV. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.8 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, μεταξύ των οποίων και οι λόγοι εφέσεως, δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και έκρινε τους ουσιώδεις ισχυρισμούς ("πράγματα") των διαδίκων, που είχαν προταθεί νομίμως. Τέλος, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20.
Εν προκειμένω με τους δεύτερο, τέταρτο και έκτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγους του αναιρετηρίου από το άρθρο 559 αρ.8 του ΚΠολΔ προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι στο επίδικο κατάστημα είχε συσταθεί αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία χωρίς να έχει προβληθεί από την αναιρεσίβλητη τέτοιος ισχυρισμός και ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς - λόγους εφέσεως (δεύτερο και τρίτο) των αναιρεσειόντων, ως πράγματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον από την αναιρεσιβαλλομένη και τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης - εναγομένης προκύπτει ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε στους προταθέντες σχετικούς ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης, εξέτασε δε και απέρριψε τους ανωτέρω λόγους των αναιρεσειόντων.
Τέλος, με τους τρίτον και όγδοο και υπό την επίκληση, αντίστοιχα, των αριθμών 19 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους του αναιρετηρίου προσβάλλεται αληθώς η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα των αναφερομένων στην αναιρεσιβαλλομένη δικαστικών αποφάσεων, ως αποδεικτικών εγγράφων, ενόρκων βεβαιώσεων των Ι. Μ. και Μ. Γ. και της ένορκης κατάθεσης του πρώτου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η οποία και δεν αποκλείει τη λήψη υπόψη και της προηγούμενης ένορκης βεβαίωσης του ιδίου. Επομένως και οι προβαλλόμενοι αυτοί τρίτος και όγδοος λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, του οποίου και δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις.
V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (αρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-7-2012 αίτηση των Κ. Μ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 62/2012 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή