Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ποινή, Αναίρεση μερική, Πόθεν έσχες, Πλάνη.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για μη υποβολή δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης και υποβολή ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κατ' εξακολούθηση. Υπό την ισχύ του ν. 2429/1996, για την αγορά ακινήτου αρκούσε να δηλωθεί η αντικειμενική αξία του ακινήτου ή το τυχόν μεγαλύτερο τίμημα που αναγραφόταν στο συμβόλαιο, ενώ δεν απαιτείτο να δηλωθεί το τίμημα για την αγορά αυτοκινήτου και η πηγή προέλευσης του ποσού που δαπανήθηκε, τα δε δάνεια, ως επαχθείς συμβάσεις, δεν υπάγονταν στις οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή. Τίμημα αυτοκινήτου που είχε αγορασθεί πριν από τις 31.12.2003, καθώς και η πηγή προέλευσης του σχετικού ποσού, πρέπει να δηλώνεται κατά τα επόμενα έτη υπό το κράτος της ισχύος του ν. 2113/2003. Μερική αναίρεση για μη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου για ορισμένες κατηγορίες, καθώς και για αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης, απαλλαγή του αναιρεσείοντος για μη δήλωση, κατά το 2003, του τιμήματος και της προελεύσεως του σχετικού ποσού για την αγορά, κατά το αυτό έτος, αυτοκινήτου, παύση οριστικά της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής για ανακριβείς δηλώσεις του έτους 2001 και παραπομπή για μερικές επί μέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος της υποβολής ανακριβών δηλώσεων, για τη νέα επιμέτρηση ποινής για το εν λόγω κατ' εξακολούθηση έγκλημα και για τον επανακαθορισμό συνολικής ποινής. Απόρριψη του από το άρθρο 510 § 1 περ. Δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως ως προς την μη αιτιολόγηση του δόλου, ως προς το ότι το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, αλλά και του σκεπτικού της πρωτόδικης αποφάσεως. Η στάθμιση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, της απολογίας του κατηγορουμένου και των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων αφορά την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και απαραδέκτως προτείνεται με λόγο αναιρέσεως. Παραδεκτή λήψη υπόψη εγγράφων που δεν μνημονεύονται στα αναγνωσθέντα, αφού το ένα αναφέρεται στα αναγνωσθέντα έγγραφα της πρωτόδικης αποφάσεως, τα πρακτικά της οποίας αναγνώσθηκαν, και το άλλο μνημονεύει δύο δανειακές συμβάσεις, οι οποίες, επίσης, αναγνώσθηκαν. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα από την ανάγνωση και τη λήψη υπόψη εγγράφων των οποίων δεν προκύπτει η ταυτότητα, γιατί, πέραν του ότι τα έγγραφα αυτά προσδιορίζονται επαρκώς, ο αναιρεσείων δεν προέβαλε αντιρρήσεις κατά την ανάγνωση τους. Στον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για το τραπεζικό απόρρητο. Αναιρεί εν μέρει, κηρύσσει αθώο, ΠΟΠΔ και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2481/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Μπακόλα, περί αναιρέσεως της 471/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 991/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 περ. ιβ του ν. 2429/1996 "χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων - ... - δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ...", υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25, και οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1, "η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία δηλώνονται α. τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους, β. τα πλωτά μέσα, τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα, γ. η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, δ. τα χρεόγραφα και οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και ε. τα εισοδήματα και οι οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος". Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 27 του ίδιου νόμου, "ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως τέσσερα (4) έτη. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τριών (3) μηνών έως δύο (2) ετών". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, οι οποίες ίσχυαν κατά τον ενδιαφέροντα στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, καταργηθείσες κατά τα παρακάτω, και ιδίως εκείνη του άρθρου 25 παρ. 1, ως τίμημα για την αγορά ακινήτου έπρεπε να δηλωθεί από τον ελεγχόμενο η αντικειμενική αξία του ακινήτου ή, όπου δεν ίσχυε αντικειμενική αξία, η αξία που καθόριζε η αρμοδία Δ.Ο.Υ., εκτός αν στον τίτλο κτήσεως αναγραφόταν μεγαλύτερο τίμημα, οπότε, στη δήλωση, έπρεπε να αναγραφεί αυτό. Από αυτά συνάγεται ότι αν στο πωλητήριο συμβόλαιο αναγραφόταν ως τίμημα του ακινήτου η αντικειμενική αξία αυτού και δήλωνε τούτο ο ελεγχόμενος στη δήλωση που υπέβαλε, αυτός δεν διέπραττε την αξιόποινη πράξη της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως στην περίπτωση που το πραγματικό τίμημα του ακινήτου, που καταβλήθηκε, υπερέβαινε την αντικειμενική του αξία. Όσον αφορά τα αυτοκίνητα, ο ελεγχόμενος είχε την υποχρέωση να δηλώνει την αγορά τους, όχι, όμως, και το τίμημα που είχε καταβάλει για την αγορά και την προέλευση του σχετικού ποσού. Η υποχρέωση δηλώσεως του τιμήματος και της προελεύσεως του ποσού, αφορούσε μόνο την αγορά πλωτών μέσων. Ακόμη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 25 του εν λόγω νόμου, ως οικονομικές ενισχύσεις δεν εθεωρούντο και τα ποσά, τα οποία τυχόν είχε λάβει ο ελεγχόμενος με σύμβαση δανείου, αφού η σύμβαση αυτή είναι επαχθής και ο λαβών θα έπρεπε να επιστρέψει στον αντισυμβαλλόμενό του το ποσό του δανείου και μάλιστα εντόκως, όπως συμβαίνει με τα τοκοχρεωλυτικά δάνεια, οπότε ουσιαστικά δεν επρόκειτο για οικονομική ενίσχυση, αφού, με αυτόν τον τρόπο, δεν αυξάνονταν τα περιουσιακά στοιχεία αυτού. Το δάνειο θα έπρεπε να δηλωθεί μόνο στην περίπτωση που αυτό ήταν αναγκαίο για να δικαιολογηθεί η αγορά (όχι και η επισκευή) περιουσιακού στοιχείου (π.χ. ακινήτου), εφόσον αυτή δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τα εισοδήματα του ελεγχομένου. Ο νόμος αυτός ίσχυσε μέχρι τις 31.12.2003, οπότε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και άρχισε να ισχύει ο νεότερος (και αυστηρότερος, σε ορισμένα σημεία) ν. 3213/2003 "δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ...", με το άρθρο 12 παρ. 1 του οποίου καταργήθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα άρθρα 24 - 29 του ανωτέρω νόμου, χωρίς η κατάργηση αυτή να έχει την έννοια ότι αίρεται το αξιόποινο των πράξεων που είχαν τελεσθεί υπό το κράτος της ισχύος του προγενεστέρου νόμου, αφού ο νέος νόμος, με το άρθρο 4 παρ. 3 αυτού, διατηρεί την ίδια ποινική μεταχείριση του δράστη που από πρόθεση παρέλειψε να υποβάλει δήλωση ή υπέβαλε εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, ενώ τιμωρεί αυστηρότερα (με φυλάκιση 6 μηνών έως 2 ετών) το δράστη από αμέλεια (άρθρο 2 ΠΚ). Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 περ. β.i. του νόμου αυτού ορίζεται ότι "σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφισταμένου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης έχει πλέον υποχρέωση να δηλώσει το τίμημα και την πηγή προέλευσης των χρημάτων που κατέβαλε και για την αγορά αυτοκινήτων, τα οποία είχε αποκτήσει κατά το παρελθόν και μάλιστα υπό το κράτος της ισχύος του προγενεστέρου νόμου, έστω και αν μέχρι τις 31.12.2003, όπως αναφέρθηκε, δεν είχε τέτοια υποχρέωση. Τέλος, οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης έπρεπε να υποβληθούν για το έτος 2002 μέχρι τις 4.7.2002 και για τα επόμενα έτη μέχρι τις 30 Ιουνίου κάθε έτους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για μη υποβολή δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2002 και για υποβολή ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως κατ` εξακολούθηση κατά τα έτη 2001 μέχρι 2005 και, αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πράξεις του, τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως 24 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής, κατά λέξη: Ι. Όσον αφορά την πράξη της μη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2002: "... αποδείχθηκαν τα εξής περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ - δικαστικός λειτουργός - νυν Εφέτης - υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά το έτος 2002. Αυτός από πρόθεση παρέλειψε να υποβάλει στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης ("ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ"), ενώ για τα προηγούμενα και τα επόμενα έτη μέχρι και το έτος 2005 έχει υποβάλει τις σχετικές δηλώσεις. Ο ισχυρισμός του ότι υπέβαλε την περιουσιακή δήλωση για το έτος 2002, αλλά αυτή πρέπει να έχει απολεσθεί, διότι οι σχετικές δηλώσεις των δικαστών του Πρωτοδικείου Αθηνών, υποβάλλονταν κατ' εκείνο το χρονικό διάστημα, με το να αφήνονται είτε στο τραπέζι της βιβλιοθήκης του Πρωτοδικείου, είτε στο αντίστοιχο της αίθουσας δικαστών είτε μέσω κάποιου επιμελητή αποστέλλονταν αυτές στους καθορισμένους χώρους, χωρίς ποτέ να χορηγηθεί στους δικαστές απόδειξη κατάθεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων ΑΑ και ΒΒ και τα αναγνωσθέντα και αναφερόμενα στα πρακτικά αντίγραφα των σχετικών δηλώσεων των ετών 1999, 2000, 2001, 2003, 2004 και 2005 των κατηγορουμένων δικαστικών λειτουργών που έχουν υποβληθεί προς τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αποδείχθηκε ότι όχι μόνο δεν υπάρχει σχετική κατάθεση με τα ονόματα των κατηγορουμένων, ούτε, βέβαια, καν πρωτοκολλημένες δηλώσεις, ούτε όμως και ο ίδιος (κατηγορούμενος) προέβαλε κάποιο παράπονο στους αρμοδίους υπαλλήλους της παραλαβής των δηλώσεων σχετικά με την απώλεια της επίμαχης δήλωσής του. Οι μάρτυρες ΑΑ και ΒΒ καταθέτουν με βεβαιότητα ότι για τις σχετικές δηλώσεις "πόθεν έσχες" των δικαστών υπήρχε πρωτόκολλο, το οποίο έπρεπε να συμφωνεί με τον αριθμό των δηλώσεων. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν είναι ακριβές, ότι κατά το έτος 2002 τα περιουσιακά τους στοιχεία ήταν πανομοιότυπα με εκείνα του 2001 και του 2003, όπως ισχυρίζεται, αφού κατά το έτος 2002 και ειδικότερα την 6-6-2002, ο κατηγορούμενος Χ, τότε Πρόεδρος Πρωτοδικών, αγόρασε με το ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη - Κολιούκου αγροτεμάχιο 4.008,76 τ.μ, στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ...".
ΙΙ. Όσον δε αφορά την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως κατ` εξακολούθηση: "Εξάλλου, αποδείχθηκε από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα ότι ο ίδιος κατηγορούμενος ως ισόβιος δικαστικός λειτουργός και δη ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, κατά το έτος 2000, 2001 και μέχρι 31-7- 2003 και ως Εφέτης του Εφετείου Αθηνών από 1-8-2003 και εφεξής χρονικό διάστημα υπέβαλε στις δηλώσεις των ετών 2001, 2003, 2004 και 2005 ανακριβή στοιχεία. Συγκεκριμένα, στη δήλωση περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2001, η οποία υποβλήθηκε στην υπηρεσία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 30-6-2001, δήλωσε μεταξύ άλλων ότι με το ... συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστομένους Μιχαλόπουλου, περιήλθε στην κυριότητα του ίδιου και της συζύγου του συγκατηγορουμένης κατά 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα μία μεζονέτα στην ... και στην οδό ..., 151,90 τ.μ. αντί 66.065.726 δραχμών, το οποίο ποσό περιήλθε εξ ολοκλήρου από δάνειο της ΑΤΕ. Το ποσό αυτό συμπίπτει με την αναφερόμενη στο ανωτέρω συμβόλαιο αντικειμενική αξία του ακινήτου. Όμως, όπως προκύπτει από το ... έγγραφο της Τράπεζας αυτής, οι κατηγορούμενοι συνήψαν εκτός από την ... σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου ποσού 65.000.000 δραχμών (190.755,69 ευρώ) διάρκειας 20 ετών για την αγορά της μεζονέτας αυτής και την ... σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, ποσού, επίσης, 65.000.000 δραχμών (190.755,69 ευρώ) διάρκειας 20 ετών για την επισκευή και βελτίωση της ίδιας μεζονέτας. Η πραγματική όμως αξία του ακινήτου αυτού, που όπως προκύπτει από το συμβόλαιο αγοράς είναι 151,90 τ.μ. στην περιοχή της ..., με βοηθητικούς χώρους (αποθήκες, γκαράζ) άλλα 30 μέτρα περίπου και χρήση πρασιάς 70 τ.μ περίπου ανερχόταν κατά το χρόνο κτήσεως τουλάχιστον σε 130.000.000 δρχ., ενόψει και του γεγονότος ότι επρόκειτο για οικοδομή ευρισκόμενη ήδη στο στάδιο των εργασιών αποπεράτωσης και ως εκ τούτου δεν έχρηζε επισκευής. Το γεγονός ότι εκταμιεύθηκαν με δάνειο της Αγροτικής Τράπεζας 65.000.000 δραχμές, που κάλυπταν την αντικειμενική αξία και άλλα 65.000.000 δραχμές που λήφθηκαν από την ίδια Τράπεζα ως επισκευαστικό δάνειο, επιβεβαιώνουν το τίμημα που δόθηκε στην πραγματικότητα στον εργολάβο ΓΓ. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι δόθηκε ποσό 57.000.000 δραχμών από το επισκευαστικό δάνειο για να αγοραστεί ακίνητο στη ... και τελικά επιστράφηκε από τον εργολάβο λόγω αναστολής των αδειών στη ..., δεν αποδεικνύεται, δεδομένου ότι ενώ υπάρχει η μετακίνηση των ποσών προς τον εργολάβο, δεν υπάρχει αντίστοιχη μετακίνηση, αποδεδειγμένη, από τον εργολάβο στους κατηγορουμένους. Ενώ, η κατάθεση του μάρτυρα ΓΓ- εργολάβου -προσώπου με εμπειρία στις συναλλαγές, ότι κρατά στο σπίτι του 57.000.000 δραχμές μέχρι να έρθει η ώρα να τα επιστρέψει και ότι μετά τα δίνει χέρι με χέρι στους κατηγορουμένους, αντί να τα βάλει σε λογαριασμό τους στην Τράπεζα, δεν συνάδει με τα δεδομένα της κοινής λογικής και πείρας. Έτσι φαίνεται ότι τα 65.000.000 δρχ. διακινήθηκαν στη σκιά από την Αγροτική και εν συνεχεία επιστράφηκαν εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος. Ας αναφερθεί ότι τα δάνεια πρέπει να αναφέρονται στη δήλωση, διότι ο νόμος δεν έκανε διάκριση μεταξύ επαχθούς ενίσχυσης και μη επαχθούς, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Ο νόμος απαιτεί να καταγράφεται κάθε έσοδο, επομένως και το δάνειο, προκειμένου να ελέγχεται η διακίνηση των χρημάτων του ελεγχομένου. Ειδικά, η μη αναγραφή του δεύτερου "επισκευαστικού" δανείου κατέτεινε στην απόκρυψη του αληθινού τιμήματος της οικίας και συνεπώς στην απόκρυψη της πραγματικής πηγής αυτού του εσόδου, εφόσον σε σύντομο χρονικό διάστημα επιστράφηκε στην Τράπεζα. Κατά συνέπεια, ο κατηγορούμενος στις δηλώσεις του έτους 2001 όσο και στις δηλώσεις των επόμενων ετών 2003, 2004 και 2005 δήλωσε ανακριβώς το τίμημα που κατέβαλε για την αγορά της μεζονέτας. Επίσης, οι δηλώσεις αυτές του 2001 είναι ανακριβείς διότι ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε αφενός την ως άνω ... δανειακή σύμβαση για την επισκευή της ως άνω μεζονέτας και αφετέρου την ... δανειακή σύμβαση ποσού 10.000.000 δρχ. (29.347,03 ευρώ) διάρκειας 20 ετών για την επισκευή μεζονέτας που βρίσκεται στην ..., στην οδό ... , την οποία έχουν οι κατηγορούμενοι στην κυριότητά τους κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Στη δήλωση του έτους 2003 που υποβλήθηκε στις 29-5-2003 δεν δήλωσε καταθέσεις του σε Τράπεζες. Όμως, κατά το χρόνο υποβολής των δηλώσεών τους, ο 1ος κατηγορούμενος τηρούσε κοινόχρηστο λογαριασμό με την αδελφή του ΔΔ, με αριθμό ... στην Τράπεζα Κύπρου, με υπόλοιπο 150.000 ευρώ. Στην δήλωση δε του έτους 2004 που υποβλήθηκε στις 30-6-2004 δεν δήλωσε καταθέσεις σε Τράπεζες, παρότι κατά τον ως άνω χρόνο υποβολής της δηλώσεως τους (30-6-2004) ο κατηγορούμενος τηρούσε στην ίδια Τράπεζα προθεσμιακό κλειστό λογαριασμό Ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση με αριθμό ... και υπόλοιπο 20.000 ευρώ. Οι μη δηλωθέντες κοινοί λογαριασμοί του 1ου κατηγορουμένου με την αδελφή του συνιστούν απόκρυψη και ως εκ τούτου ανακριβή δήλωση. Δεν υπάρχει καμία τραπεζική ή με άλλο τρόπο αποδεικνυόμενη μετακίνηση από το λογαριασμό της αδελφής ή των γονέων του 1ου κατηγορουμένου, ώστε να αποδεικνύεται αληθής ο ισχυρισμός πως πρόκειται για οικονομίες των τελευταίων και μπήκε συνδικαιούχος ο 1ος κατηγορούμενους για λόγους ασφαλείας. Αντίθετα, από τον τελευταίο λογαριασμό έγιναν τρεις φορές αναλήψεις από τον 1° κατηγορούμενο. Αποδείχθηκε στη συνέχεια από τις ίδιες αποδείξεις, ότι στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης για τα έτη 2004 και 2005, αυτός (κατηγορούμενος) δήλωσε ανακριβώς, αφενός το ύψος του δανείου, ποσού 100.000 ευρώ που έλαβε η 2η κατηγορουμένη από την Τράπεζα Novabank για την αγορά ενός διαμερίσματος 73,52 τ.μ. στο ... και αφετέρου το πραγματικό τίμημα που κατέβαλε για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, αφού κατά το συμβόλαιο αγοραπωλησίας η αντικειμενική αξία του ακινήτου αυτού ανερχόταν σε 67.162,93 ευρώ και κατά την έκθεση του μηχανικού της Τράπεζας σε 145.000 ευρώ. Οι δηλώσεις των ετών 2001, 2003, 2004 και 2005 είναι ανακριβείς σχετικά με την περιγραφή του ακινήτου που αναφέρεται ως αχυροκαλύβα επισκευασμένη ή αγροικία στη δήλωση του 2005. Το κτίσμα αυτό αποτελείται από δύο πετρόκτιστες μεζονέτες συνολικού εμβαδού 130 τ.μ. με βοηθητικούς χώρους (γκαράζ και μπάρμπεκιου) άνω των 60 τ.μ. με αλουμίνια και κεραμοσκεπή και υπαίθριο χώρο.
Συνεπώς, η δήλωση του ακινήτου αυτού ως αχυροκαλύβα και αγροικία, χωρίς να αναγράφεται η αληθινή κατάσταση και τα τετραγωνικά του μέτρα συνιστά ανακριβή δήλωση. Σκοπός της ανακριβούς αυτής δήλωσης ήταν να αποκρυβεί η αληθής τιμή της αγοράς του ακινήτου - εφόσον αγοράσθηκε έτσι - ή εάν επισκευάσθηκε μετά την αγορά του να αποκρυβεί η αληθής τιμή επισκευής (ανακατασκευής ουσιαστικά αυτού) - η οποία κατά την κοινή πείρα ανήλθε σε δεκάδες εκατομμύρια δραχμές και κατά συνέπεια να αποκρυβεί και το έσοδο για τη συγκεκριμένη εργασία που δε δικαιολογείτο από τα εισοδήματα των κατηγορουμένων. Αλλά και στις δηλώσεις των ετών 2003, 2004 και 2005 δεν δήλωσε το τίμημα για την αγορά από τον 1° κατηγορούμενο το έτος 2003 του με αριθμ. κυκλ. ... Ι.Χ. αυτοκινήτου, κυβισμού 4700 - μοντέλο 2000 καθώς και την προέλευση του σχετικού ποσού".
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, όσον αφορά την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2001 ως προς το τίμημα της κατοικίας - μεζονέτας στην ..., την υπ' αριθ. ... σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 65.000.000 δρχ. και την υπ` αριθ. ... δανειακή σύμβαση ποσού 10.000.000 δρχ. και την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως για το έτος 2003 ως προς το τίμημα για την αγορά του με αριθ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου και την προέλευση του σχετικού ποσού, εσφαλμένα ερμήνευσε τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2429/1996, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο ελεγχόμενος αναιρεσείων υπεχρεούτο να δηλώσει μόνο την αντικειμενική αξία του ακινήτου που είχε αγοράσει (την οποία και δήλωσε κατά τις παραδοχές της αποφάσεως) και όχι το μεγαλύτερο τίμημα που τυχόν είχε καταβάλει, ενώ δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει τα ως άνω δάνεια που είχε λάβει, τα οποία δεν αποτελούσαν οικονομικές ενισχύσεις ούτε χρειάζονταν για να δικαιολογηθεί η προέλευση του χρηματικού ποσού των 66.065.726 δρχ. που, συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, που, κατά το ειρημένο συμβόλαιο, είχε καταβληθεί για την αγορά αυτού, ούτε το τίμημα για την αγορά του αυτοκινήτου και την προέλευση του σχετικού ποσού.
Κατά τα λοιπά, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε, πλην των αναφερόμενων στην ανακρίβεια των δηλώσεων των ετών 2001, 2003, 2004 και 2005 ως προς την περιγραφή του ακινήτου που αναφέρεται ως αχυροκαλύβα επισκευασμένη ή αγροικία και των δηλώσεων των ετών 2004 και 2005 ως προς το τίμημα και την προέλευση του σχετικού ποσού για την αγορά του αυτοκινήτου, για τις οποίες θα λεχθεί παρακάτω. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της μη υποβολής δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως και της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως κατ` εξακολούθηση, για τα οποία πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων ήταν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δικαστικός λειτουργός (Πρόεδρος Πρωτοδικών - Εφέτης) και, επομένως, περιλαμβάνεται στα πρόσωπα που υποχρεούνται, κατά νόμο, να υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής καταστάσεως των ιδίων, της συζύγου τους και των ανηλίκων τέκνων τους, ότι παρέλειψε να υποβάλει, στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μέσα στη νόμιμη προθεσμία, τη δήλωση αυτή για το έτος 2002, ότι, κατά τα έτη 2001, 2003, 2004 και 2005, υπέβαλε ανακριβείς δηλώσεις και σε τι συνίσταντο οι ανακρίβειες και, συγκεκριμένα, ποια στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην περιουσία του δεν δηλώθηκαν καθόλου και ποια δηλώθηκαν μεν, πλην δηλώθηκαν ανακριβώς σε τρόπο ώστε να μην εμφανίζεται η πραγματική περιουσιακή κατάσταση αυτού και της συζύγου του. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γιατί το σκεπτικό της αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, αλλά και γιατί αποτελεί αντιγραφή του σκεπτικού της πρωτόδικης αποφάσεως είναι αβάσιμη, γιατί α) το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού, αφού περιέχει πολλά επί πλέον στοιχεία (αξιολόγηση θέσεων κατηγορουμένου, απάντηση στους ισχυρισμούς του κ.λπ.) και β) η αντιγραφή του αιτιολογικού της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, δεν σημαίνει ότι το Πενταμελές Εφετείο δεν άσκησε τη δικαιοδοτική του εξουσία, με δική του αυτοτελή κρίση, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, το Πενταμελές Εφετείο αποφάσισε για την ενοχή του αναιρεσείοντος μετά από συζήτηση, αποδεικτική διαδικασία και διάσκεψη και, στη συνέχεια, απήγγειλε προφορικά την απόφασή του, όπως ορίζει το άρθρο 371 παρ.1 ΚΠΔ, ενώ η γραπτή σύνταξη και υπογραφή της απόφασης, σύμφωνα με όσα κατά την κρίση του αποδείχθηκαν, έγινε μεταγενέστερα, κατά τα άρθρα 142 παρ.2 και 144 παρ.1 ΚΠΔ. Η αιτίαση δε ότι δεν αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του προς υποβολή κατά τα έτη 2001, 2003, 2004 και 2005 ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως είναι αβάσιμη, γιατί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία για το δόλο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά και δεν αξιώνονται από τις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξή του. Τέλος, η αιτίαση ότι το Πενταμελές Εφετείο οδηγήθηκε στην καταδίκη του αναιρεσείοντος χωρίς να προβεί σε συγκριτική στάθμιση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας ΔΔ και ΕΕ και της απολογίας του αναιρεσείοντος με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και χωρίς να λάβει καθόλου υπόψη του τα αποδεικτικά αυτά μέσα, είναι απαράδεκτη γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της ουσίας. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει (πλην από τις περιπτώσεις των ανακριβών δηλώσεων για την αχυροκαλύβα - αγροικία και το τίμημα και την προέλευση του σχετικού ποσού για την αγορά του αυτοκινήτου για τα έτη 2004 και 2005) να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. δ, 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του αυτού Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικώς προς το αποδεικτικό αυτό μέσο. Η ακυρότητα αυτή αποτρέπεται, αν το περιεχόμενο του εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο ή από άλλα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, άλλο έγγραφο, απολογία κατηγορουμένου κ.λ.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στήριξε την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του και στο υπ` αριθ. ... έγγραφο της ΑΤΕ και στο υπ` αριθ. ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αμφίκλειας Αναστασίας Καλπύρη, τα οποία, όμως, δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εγγράφων που αναφέρεται στα πρακτικά ότι αναγνώστηκαν. Πλην, το περιεχόμενο του πρώτου εγγράφου, ήτοι η σύναψη από τον αναιρεσείοντα και τη συγκατηγορουμένη σύζυγό του (που έχει αθωωθεί) των υπ` αριθ. ... και ... συμβάσεων τοκοχρεολυτικού δανείου, προκύπτει από άλλα έγγραφα που, κατά τα πρακτικά, που παραδεκτά επισκοπούνται, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και συγκεκριμένα από τις ίδιες τις συμβάσεις τοκοχρεολυτικού δανείου, στις οποίες και όχι στο εν λόγω έγγραφο στηρίχθηκε η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου. Το δε συμβόλαιο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης (υπ` αριθ. 147/2007 απόφαση Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς), τα οποία αναγνώσθηκαν, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων της δίκης εκείνης (με αύξ. αριθ. 28), η μνεία δε στην απόφαση επί της κατ` έφεση δίκης ότι αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης έχει την έννοια ότι αναγνώσθηκε και το περιεχόμενο των μνημονευομένων στα πρακτικά αυτά εγγράφων. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση γιατί το Πενταμελές Εφετείο στήριξε την κρίση του και στα παραπάνω έγγραφα, χωρίς αυτά να αναγνωσθούν και χωρίς το περιεχόμενό τους να προκύπτει από άλλα, νομίμως ληφθέντα υπόψη, αποδεικτικά στοιχεία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Εξάλλου, στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που το προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν με επάρκεια την ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο επακριβώς έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του, γιατί διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του εγγράφου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της αποφάσεως, ως προς το αν το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε, όμως, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση και για το λόγο ότι στηρίχθηκε αυτή σε ορισμένα έγγραφα, που περιλαμβάνονται μεν στα αναγνωσθέντα, πλην δεν προκύπτει η ταυτότητά τους ούτε προκύπτει το περιεχόμενό τους από άλλα, νομίμως ληφθέντα υπόψη, αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα α. στο υπ` αριθ. πρωτ. ... έγγραφο του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Εμμ. Αντωνακάκη προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ... (Τμήμα Πολεοδομίας ...) και απαντητικά έγγραφα, χωρίς να προσδιορίζεται ο αριθμός των απαντητικών εγγράφων (πόσα είναι τα έγγραφα αυτά) και χωρίς να αναφέρεται ο,τιδήποτε περί του περιεχομένου και της ταυτότητάς τους, β. το υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο με αντίγραφα παραστατικών της Τράπεζας Κύπρου προς την Εισαγγελία Αρείου Πάγου, χωρίς να αναφέρεται ο αριθμός των παραστατικών ούτε οποιοδήποτε στοιχείο ικανό για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και της ταυτότητάς τους, γ. αντίγραφα κινήσεως λογαριασμών της ΑΤΕ και της ΕΤΕ, χωρίς αναφορά του αριθμού των λογαριασμών αυτών (πόσοι είναι), ούτε των δικαιούχων τους, ούτε κάποιου άλλου στοιχείου περί του περιεχομένου και της ταυτότητάς τους, δ. ενημερωτικό σημείωμα για τα βάρη από το Υποθ/κείο ... και το υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου προς την Τράπεζα Πειραιώς και απαντητικά έγγραφα αυτής, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των βαρών, ούτε καθορισμό του αριθμού των απαντητικών εγγράφων ή κάποιου στοιχείου περί του περιεχομένου και της ταυτότητάς τους, ε. η από 13-2-2001 απόδειξη είσπραξης και "αριθμός 161 ...", άνευ καθορισμού του περιεχομένου είτε της αποδείξεως (δεν προσδιορίζεται ακόμα και ο εκδότης της), είτε της ακατανόητης φράσεως "αριθμός 161 ...", στ. καταθέσεις ΣΤ στην Εμπορική Τράπεζα και φωτογραφίες της κατοικίας της οδού ..., άνευ καθορισμού του αριθμού (τουλάχιστον) των καταθέσεων και των φωτογραφιών και ζ. στοιχεία οικοπέδων και κτισμάτων, χωρίς να γίνεται η ελάχιστη μνεία περί της τοποθεσίας ούτε περί του αριθμού τους (πόσα είναι τα έγγραφα αυτά), ούτε περί των δικαιούχων αυτών κ.λ.π. Και ο λόγος αυτός, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' ΚΠΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων προσδιορίζεται επαρκώς, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο επακριβώς έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά, ο δε αναιρεσείων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν προέβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, μεταξύ των οποίων και τα παραπάνω.
Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 και 3 του ν. δ/τος 1059/1971 "περί του απορρήτου των Τραπεζικών καταθέσεων", όπως ισχύουν, ορίζουν τα εξής: "Οι κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι απόρρητες. Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, των σχετικών με τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και της εφαρμογής των νομισματικών, πιστωτικών και συναλλαγματικών κανόνων (άρθρ. 1, όπως αντικ. με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1858/1989). Διοικητές, μέλη διοικητικών συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή υπάλληλοι Τραπεζών, οι οποίοι ως εκ των καθηκόντων τους λαμβάνουν γνώση των τραπεζικών καταθέσεων, παρέχοντες καθ' οιονδήποτε τρόπο, οιανδήποτε περί αυτών πληροφορίαν, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών. Η συναίνεση ή έγκριση του υπέρ ου το απόρρητο καταθέτη, δεν αναιρεί τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως. Οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται για τη διοίκηση και τα λοιπά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις νομισματικών, πιστωτικών ή συναλλαγματικών κανόνων (άρθρο 2 παρ. 1, όπως συμπλ. με άρθρο 10 παρ. 2 ν. 1858/1989). Εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα μετά από ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρμοδίου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος (άρθρο 3, όπως αντικ. με άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1868/1989)". Όμως, οι διατυπώσεις της τελευταίας διατάξεως δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως, αφού, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 3 του ανωτέρω ν. 3213/2003, όπως το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε με την παρ.6 του άρθρ.4 του ν.3327/2005, "κατά την έρευνα που διεξάγεται από τις Επιτροπές των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, τόσο οι ίδιες όσο και οι ορκωτοί ελεγκτές προβαίνουν σε κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού του ελέγχου νόμιμη ενέργεια. Μπορούν ιδίως: α) να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχουν, αντιστοίχως, την υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους και β) να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, τους οποίους εξετάζουν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά την έρευνα αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο". Με τη διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 5 του ν. 2429/1996, που, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, καταλαμβάνει τις αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί κατά το πριν από τις 31.12.2003 χρονικό διάστημα. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι, κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως αίρεται το τραπεζικό απόρρητο που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 1 του ν.δ. 1059/1971, όπως ισχύει, και, για την άρση του, δεν απαιτείται να τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 3 του ν. δ/τος αυτού, όπως αντικ. με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1868/1989, σύμφωνα με το οποίο εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα μετά από ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρμοδίου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος. Επιτρεπτά, λοιπόν, το Πενταμελές Εφετείο, για την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα έγγραφα: α. Αντίγραφα κινήσεως λογαριασμών της ΑΤΕ και αντίγραφα κινήσεως λογαριασμών της ΕΤΕ, β. καταθέσεις του ΣΤ στο βιβλιάριο της Εμπορικής Τράπεζας με αριθμό λογαριασμού ..., γ. "βιβλιάριο ταμιευτηρίου Εμπορικής Τράπεζας, δ. αναλυτικοί καθολικοί λογαριασμοί 9/2000, 7/2000, 8/2000 της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ και αναλυτικοί καθολικοί λογαριασμοί 11/2002, 1/2005, 2/2005, 3/2005, 4/2005, 10/2002, 9/2002, 8/2002, 7/2002, 6/2002, 5/2002, 4/2002, 3/2002, ε. αναλυτικοί καθολικοί λογαριασμοί 2/02, 1/02, 12/01, 1/04, 2/04, 3/04, 4/04, 5/04, 6/04, 7/04, 8/04, 9/04, 10/04, 11/04, και 12/04, ως και αναλυτικοί καθολικοί λογαριασμοί 5/01, 6/01, 7/01, 8/01, 9/01, 11/01 και 12/01, στ. πολυμορφικοί λογαριασμοί Χ και ΑΑ 29-12-2000 έως 1-2-2001, 1-2-01 έως 1-3-01, 1-3-2001 έως 30-3-2001, 30-3-2001 έως 30-4-01, 30-4-2001 έως 1-6-2001, κίνηση λογαριασμού από 1-6-01 έως 29-6-01, κίνηση λογαριασμού από 29-6-01 έως 1-8-01, κίνηση λογαριασμού από 1-8-01 έως 1-10-01, αναλυτικοί καθολικοί λογαριασμοί 1/2000, 2/2000, 3/2000, 4/2000, 5/2000, 6/2000, 10/2000, 11/2000, 12/2000, 1/2001, 2/2001, 3/2001 και 4/2001, κίνηση λογαριασμού έως 1-1-2002, από 1-10-01 έως 1-11-01, 1-10-01 έως 1-11-2001, πολυμορφικός λογαριασμός Χ και ΑΑ από 30-4-01 έως 1-6-01, 30-3-01 έως 30-4-01, 1-3-01 έως 30-3-01, 1-2-01 έως 1-3-01, 29-12-2000 έως 1-2-2000, ζ. αντίγραφα λογαριασμών Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, κίνηση λογαριασμού με ημερομηνία 28-12-2001, κινήσεις λογαριασμών από 1-1-2002 έως 1-2-2002, από 1-2-2002 έως 1-3-2002, από 1-3-2002 έως 1-4-2002, από 1-4-2002 έως 1-7-2002, από 1-7-2002 έως 31-12-2002, από 31-12-2002 έως 31-1-2003, από 3-1-2003 έως 1-7-2003, από 1-7-2003 έως 31-12-2003, η. αντίγραφα κινήσεων λογαριασμών από 31-12-2003 έως 1-7-2004, από 1-7-2004 έως 1-9-2004, από 1-9-2004 έως 1-11-2004, από 1-11-2003 έως 31-12-2004, 31-12-2004 έως 1-2-2005, από 1-2-2005 μέχρι 1-3-2005, από 1-3-2005 έως 1-4-2005, από 1-4-2005 έως 28-4-2005, εμφάνιση κινήσεων λογαριασμών από 7-6-2005, θ. καταστάσεις κινήσεων λογαριασμών της ΑΤΕ με ημερομηνία 7-3-2005 και έγγραφο που γνωστοποιεί ποια πρόσωπα τηρούσαν λογαριασμούς στην Τράπεζα Κύπρου από 28-2-2005, ι. πολυμορφικός λογαριασμός 30-6-2000 έως 1-8-2000, 1-8-2000 έως 1-9-2000, 1-9-2000 έως 29-9-2000, 29-12-2000 έως 1-11-2000, 1-11-2000 έως 1-12-2000, 1-12-2000 έως 29-12-2000 στο όνομα Χ και ΑΑ και ια. καταθέσεις ΣΤ στην Εμπορική Τράπεζα. Επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως (από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ), με τον οποίο υποστηρίζεται ότι τα παραπάνω έγγραφα ήταν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, αφού αφορούσαν απόρρητες χρηματικές καταθέσεις σε Τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα, και αξιοποιήθηκαν κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, εφόσον δεν προκύπτει ότι προσκομίστηκαν κατόπιν ειδικώς αιτιολογημένου αιτήματος των αρμοδίων αρχών, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 1059/1971, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, αλλά εισήχθησαν στη δικογραφία ακύρως, πράγμα που δημιούργησε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ ΚΠΔ) γιατί προσβάλλει υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Όσον αφορά, όμως, την πράξη της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως κατά τα έτη 2001, 2003, 2004 και 2005 για την επισκευασμένη αχυροκαλύβα ή αγροικία (υπό στοιχ. 2 Ε καταδικαστικού διατακτικού προσβαλλομένης αποφάσεως), το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με τα υπ` αυτού γενόμενα παραδεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά, στέρησε την απόφασή του της προβλεπομένης από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γιατί δεν καθορίζει στο σκεπτικό πότε ο αναιρεσείων μετέτρεψε την αχυροκαλύβα ή αγροικία σε δύο διαμερίσματα και κατασκεύασε το γκαράζ, την αποθήκη και την ψησταριά, ώστε στην αμέσως επόμενη δήλωση να τα αναφέρει, ενόψει, μάλιστα, του ότι, αν η παράλειψη αυτή ανάγεται στο έτος 2001, τίθεται και ζήτημα παραγραφής λόγω παρελεύσεως οκταετίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως είναι, ως προς το σημείο αυτό, βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Περαιτέρω, η κατά τα παραπάνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ. 2 του ΠΚ. Απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού για να είναι ορισμένος, είναι, εκτός εκείνων που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί περί του ισχύοντος δικαίου, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προέβαλε στο Πενταμελές Εφετείο τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι δεν συμπεριέλαβε στις δηλώσεις περιουσιακής καταστάσεως των ετών 2004 και 2005 το τίμημα για την αγορά το έτος 2003 του με αριθμό κυκλοφορίας ... I.Χ. αυτοκινήτου, κυβισμού 4.700, μοντέλο 2.000, και την προέλευση του σχετικού ποσού, γιατί δικαιολογημένα και συγγνωστά πίστευε ότι δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει το τίμημα του οχήματος, αφού αυτό αποκτήθηκε πριν από τις 31.12.2003, τέτοια δε υποχρέωση, που καθιερώθηκε το πρώτο με το ν. 3213/2003, για στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος αυτού δεν αναβιώνει για τα επόμενα έτη ούτε υπό το κράτος της ισχύος του. Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός ήταν ορισμένος, δεν ήταν δε απαραίτητο να προτείνεται η προσωπική κατάσταση του αναιρεσείοντος, αφού αυτή, ενόψει της ιδιότητας αυτού, ήταν επαρκώς προσδιορισμένη. Παρά ταύτα, το Πενταμελές Εφετείο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, τον απέρριψε σιγή χωρίς να διαλάβει για την απόρριψη αυτού καμιά αιτιολογία. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση γιατί απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί συγγνωστής νομικής πλάνης χωρίς αιτιολογία, είναι βάσιμος, παρέλκει δε η έρευνα του αυτού λόγου όσον αφορά την μη υποχρέωση του αναιρεσείοντος να δηλώσει στη δήλωση που υπέβαλε το 2001 και τα ως άνω δάνεια που είχε λάβει.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 Ν. 3160/2003, "αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, το Πενταμελές Εφετείο, κάνοντας εσφαλμένη εφαρμογή του ν. 2429/1996, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα και για υποβολή κατά το έτος 2003 ανακριβούς δηλώσεως όσον αφορά το τίμημα και την προέλευση του σχετικού ποσού για την αγορά αυτοκινήτου. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος για την εν λόγω πράξη.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2001 ως προς τα αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία (τίμημα αγοράς ακινήτου στην ..., λήψεις δανείων, υφιστάμενα ακίνητα στην επισκευασμένη αχυροκαλύβα ή αγροικία), για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τιμωρείται, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, σε βαθμό πλημμελήματος, έκτοτε δε (από τις 30.6.2001 που υποβλήθηκε η δήλωση) μέχρι τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως (14-10-2009) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει, ως προς τα εν λόγω ζητήματα, παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι κρίθηκαν και βάσιμοι, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς την καταδικαστική της διάταξη για την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως κατά το έτος 2001 όσον αφορά το τίμημα της κατοικίας - μεζονέτας στην ... και τα δύο δάνεια (των 65.000.000 και 10.000.000 δρχ.), κατά τα έτη 2001, 2003, 2004 και 2005 όσον αφορά τα αγροτεμάχιο στα ... και τον αγρό στην ίδια περιοχή με επισκευασμένη αχυροκαλύβα ή αγροικία, και κατά τα έτη 2003, 2004 και 2005 όσον αφορά το τίμημα του αυτοκινήτου, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της που αφορά την ποινή για την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κατ` εξακολούθηση και τον καθορισμό συνολικής ποινής, να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος για την ανακριβή δήλωση του 2003 όσον αφορά το τίμημα και τη προέλευση αυτού για την αγορά του αυτοκινήτου, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την ανακριβή, ως προς τα αναιρούμενα σημεία, δήλωση του 2001, και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για τις ανακριβείς, ως προς την επισκευασμένη αχυροκαλύβα ή αγροικία, δηλώσεις των ετών 2003, 2004 και 2005 και γι` αυτές των ετών 2004 και 2005 ως προς το τίμημα του αυτοκινήτου, για νέα επιμέτρηση της ποινής ως προς την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως κατ` εξακολούθηση και για νέο καθορισμό συνολικής ποινής, και να απορριφθεί η αναίρεση, κατά τα λοιπά, ως αβάσιμη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 471/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, και δη αναφορικά με α. την καταδίκη του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ για την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κατ` εξακολούθηση 1. για το έτος 2001 όσον αφορά το τίμημα αγοράς κατοικίας - μεζονέτας στην ... και τη λήψη των δύο δανείων ποσού 65.000.000 δρχ. και 10.000.000 δρχ. αντιστοίχως, 2. για τα έτη 2001, 2003, 2004 και 2005 όσον αφορά το αγροτεμάχιο στα ... και τον αγρό στην ίδια περιοχή με επισκευασμένη αχυροκαλύβα ή αγροικία και 3. για τα έτη 2003, 2004 και 2005 όσον αφορά το τίμημα και την προέλευση αυτού για την αγορά αυτοκινήτου (υπ` αριθ. 2 Α εν μέρει, Ε και ΣΤ καταδικαστικού διατακτικού), β. την επιβολή ποινής για το έγκλημα της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κατ` εξακολούθηση και γ. τον καθορισμό συνολικής ποινής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Χ αθώο του ότι: Ως ισόβιος δικαστικός λειτουργός και δη ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών (μέχρι 31.7.2003), αν και είχε λόγω της ιδιότητάς του αυτής υποχρέωση υποβολής κάθε χρόνο δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως (πόθεν έσχες) στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά του στοιχεία, της συζύγου και των τέκνων του (ακίνητα, εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, εναέρια και πλωτά μεταφορικά μέσα, οχήματα, συμμετοχές σε κάθε είδους επιχειρήσεις, χρεόγραφα, καταθέσεις, εισοδήματα και οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή), κατά τον κατωτέρω χρόνο υπέβαλε στην υποβληθείσα δήλωση εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία. Συγκεκριμένα: Στη δήλωση για το έτος 2003 δεν δήλωσε το τίμημα για την αγορά το έτος 2003 του με αριθμό κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου, κυβισμού 4700, μοντέλο 2000, καθώς και την προέλευση του σχετικού ποσού.
ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ, λόγω παραγραφής, για το ότι: Ο κατηγορούμενος Χ, στην ..., ως ισόβιος δικαστικός λειτουργός και δη ως Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών (μέχρι 31.7.2003), αν και είχε λόγω της ιδιότητάς του αυτής υποχρέωση υποβολής κάθε χρόνο δήλωσης περιουσιακής καταστάσεως (πόθεν έσχες) στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά του στοιχεία, της συζύγου και των τέκνων του (ακίνητα, εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, εναέρια και πλωτά μεταφορικά μέσα, οχήματα, συμμετοχές σε κάθε είδους επιχειρήσεις, χρεόγραφα, καταθέσεις, εισοδήματα και οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή), κατά τον κατωτέρω χρόνο υπέβαλε στην υποβληθείσα δήλωση εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία. Συγκεκριμένα: Στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης για το έτος 2001, η οποία υποβλήθηκε στην Υπηρεσία Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου στις 30-6-2001, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι: Α) με το ... συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστομένους Μιχαλόπουλου, περιήλθε στην κυριότητα του, κατά 50% εξ αδιαιρέτου με τη σύζυγό του ΑΑ, μια κατοικία - μεζονέτα στην ..., στην οδό ..., εμβαδού 151,90 τ.μ., αντί ποσού 66.065.726 δραχμές, το οποίο προήλθε εξ ολοκλήρου από δάνειο της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό δε αυτό συμπίπτει με την αναφερομένη στο ανωτέρω συμβόλαιο αντικειμενική αξία του ακινήτου. Όμως, όπως προκύπτει από το ... έγγραφο της εν λόγω Τράπεζας αυτός και η σύζυγος του συνήψαν, πέραν της ... σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, ποσού 65.000.000 δραχμών (190.755,69 ευρώ) και διάρκειας είκοσι (20) ετών, για την αγορά της ανωτέρω μεζονέτας και την ... σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, ποσού επίσης 65.000.000 δραχμών (190.755,69 ευρώ) και διάρκειας είκοσι (20) ετών για την "επισκευή και βελτίωση" της ίδιας μεζονέτας. Δεδομένου δε ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πραγματική αξία των ακινήτων στην ..., όπου βρίσκεται η μεζονέτα, υπερβαίνει κατά πολύ την αντικειμενική - η οποία αφορά απλώς τη φορολογητέα αξία των ακινήτων - προκύπτει ότι τόσο στην ανωτέρω δήλωση (έτους 2001), όσο και στις δηλώσεις των επόμενων ετών 2003, 2004 και 2005, δήλωσε ανακριβώς το τίμημα που κατέβαλε για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, το οποίο (τίμημα), όπως προκύπτει από την άθροιση των ποσών των ανωτέρω - κατά το ίδιο χρονικό διάστημα συναφθεισών - δανειακών συμβάσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επρόκειτο για μια οικοδομή "ευρισκόμενη ήδη στο στάδιο των εργασιών της αποπερατώσεως" κατά το χρόνο σύνταξης του ανωτέρω συμβολαίου και, ως εκ τούτου, δεν έχρηζε επισκευής, ανέρχεται σε 130.000.000 δραχμές τουλάχιστον. Επίσης η δήλωσή του για το έτος 2001 παρίσταται ανακριβής, διότι δεν αναφέρει την οικονομική ενίσχυση που έλαβε αυτός και η σύζυγός του από την Αγροτική τράπεζα αφενός μεν με την ως άνω ... δανειακή σύμβαση για την "επισκευή" του εν λόγω ακινήτου, αφετέρου δε με την ... δανειακή σύμβαση, ποσού 10.000.000 δραχμών (29.347,03 ευρώ) και διάρκειας είκοσι (20) ετών, για την "επισκευή" της μεζονέτας που κείται στην ..., στην οδό ..., την οποία έχει επίσης στην κυριότητά του κατά 50% με τη σύζυγό του. Β) Στην αυτή δήλωση δήλωσε ότι έχει στην κυριότητά του, μεταξύ άλλων, σε ποσοστό 50%: α) ένα αγροτεμάχιο στα ..., έκτασης 836 τ.μ. (... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αναστασίας Καλπύρη) και β) έναν αγρό στην ίδια τοποθεσία έκτασης 1.533 τ.μ. με επισκευασμένη "αχυροκαλύβα" εμβαδού 119 τ.μ. (... συμβόλαιο της ανωτέρω Συμβολαιογράφου). Σημειωτέον ότι έλαβε χώρα διανομή, με το ... συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αριστομένη Μιχαλόπουλου, του αγροτικού ακινήτου που προέκυψε από την "εν τοις πράγμασι" συνένωση των δύο ως άνω όμορων αγροτεμαχίων, συνολικής επιφάνειας, κατά νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση 2.281,70 τ.μ., με αποτέλεσμα να λάβει κατά πλήρη κυριότητα το ήμισυ του ανωτέρω ακινήτου, έκτασης 1.140,85 τ.μ, μετά του ημίσεως, εμβαδού 60 τ.μ., της "παλαιάς επισκευασμένης αχυροκαλύβας", όπως αναφέρεται και στο ανωτέρω συμβόλαιο. Σύμφωνα, όμως, με το ΓΠ ... έγγραφο, καθώς και την ... έκθεση αυτοψίας (αυθαίρετων κατασκευών) του Τμήματος Πολεοδομίας ..., η οποία διαβιβάσθηκε και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας στη θέση της παλαιάς ισόγειας αχυροκαλύβας εμβαδού 120 τ.μ. έχει γίνει ανακατασκευή, χωρίς οικοδομική άδεια, διώροφης πετρόκτιστης κατοικίας με κεραμοσκεπή και κουφώματα από αλουμίνιο, χωρισμένης σε δύο ανεξάρτητα διαμερίσματα (ισόγειο και σοφίτα) εμβαδού 65 τ.μ. το καθένα, με ημιυπαίθριο χώρο - στέγαστρο στις εισόδους, εμβαδού 17,5 τ.μ. Εξάλλου, στο τμήμα του οικοπέδου, που του ανήκει έχει γίνει κατασκευή ισόγειου βοηθητικού κτίσματος αποθήκης εμβαδού 20 τ.μ., ισόγειου γκαράζ εμβαδού 30 τ.μ. και ισογείου ψησταριάς (μπάρμπεκιου) εμβαδού 16 τ.μ. Κατά συνέπεια, η δήλωση περιουσιακής κατάστασής του για το έτος 2001 είναι ανακριβής όσον αφορά τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της ακίνητα.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, όσον αφορά α) την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κατ` εξακολούθηση για τα έτη 2003, 2004 και 2005 ως προς το ως άνω αγροτεμάχιο στα ... και τον αγρό στην ίδια περιοχή με επισκευασμένη αχυροκαλύβα ή αγροικία, β) την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κατ` εξακολούθηση για τα έτη 2004 και 2005 ως προς το τίμημα και την προέλευση του σχετικού ποσού για την αγορά του αυτοκινήτου, γ) τη νέα επιμέτρηση της ποινής για την πράξη της υποβολής ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης κατ` εξακολούθηση και δ) τον καθορισμό νέας συνολικής ποινής, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την από 22 Ιουνίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 5139/2009) αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ` αριθ. 471/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ