Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συνέργεια, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
Περίληψη:
Απλή συνέργεια στην παρ' άλλου προώθηση με μεταφορικό μέσο υπηκόων τρίτης χώρας που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος προς το έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω πλοίου στο οποίο επιβιβαζόταν το όχημα με το οποίο μεταφέρονταν και στο οποίο συνεπέβαινε η ως άνω άλλη συνεργός μαζί με το ανήλικο τέκνο της. Καταδικαστική απόφαση Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων). Αίτηση αναιρέσεως της απλής συνεργού. Απορρίπτονται οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, που ήταν η επιβαλλόμενη και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και ο λόγος για απόλυτη ακυρότητα διαδικασίας στο ακροατήριο για μη σύννομο διορισμό διερμηνέα χωρίς προηγούμενη ακρόαση του εισαγγελέα και της κατηγορουμένης καθόσον διορίσθηκε νομίμως κατ' άρθρο 233 ΚΠΔ η διερμηνέας και δεν συνέτρεχε εξαιρετική περίπτωση διορισμού της εκτός ισχύοντος εγκεκριμένου πίνακα διερμηνέων.
Αριθμός 1673/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Παπαστεριόπουλο, περί αναιρέσεως της 655/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Με συγκατηγορούμενο τον Ψ Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Οκτωβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1520/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 88 παρ.1 εδάφ. α' του ν.3386/2005 "είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια" πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντιστρόφως προς το έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε άλλους κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει α) ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα, υπαλλακτικώς μικτό, που πραγματοποιείται με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους από τα πρόσωπα, τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα στην Ελληνική Επικράτεια ή από αυτά προς το έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλύμα για απόκρυψη ή γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδό τους ως λαθρομεταναστών και β) ότι για την τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς από το εξωτερικό στην Ελλάδα και αντιστρόφως από την Ελληνική Επικράτεια προς το έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας, αλλοδαπών που δεν έχουν το δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή διευκολύνουν τέτοια μεταφορά ή προώθησή τους απαιτείται υποκειμενικά δόλος, είτε άμεσος είτε ενδεχόμενος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχ. β' του προηγουμένου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της αδίκου πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττώμενη (άρθρ. 83). Από το συνδυασμό της τελευταίας αυτής διατάξεως και εκείνης του παραπάνω άρθρου 88 παρ.1 του ν.3386/2005, προκύπτει ότι απλός συνεργός της πράξεως της μεταφοράς από το εξωτερικό στην Ελλάδα, καθώς και της προωθήσεως από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα προς την Ελληνική Επικράτεια και αντιστρόφως προς το έδαφος κράτους μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή της διευκολύνσεως ή προωθήσεως αλλοδαπών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της αδίκου πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στην γνώση του για την τέλεση από τον αυτουργό της πιο πάνω αδίκου πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα με τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό με συνδρομή που είναι είτε υλική είτε ψυχική.
Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.2 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί με βάση τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται, ιδιαιτέρως, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία και στην κυρία αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ) χωρίς να είναι ανάγκη, να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ' έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα καθενός. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό αυτής μαζί με το οποίο αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, στην άρση ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού όπως είναι και οι σχετικοί για αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτώς και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που υπάρχουν η μεν πρώτη, όταν αποδίδεται στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, η δε δεύτερη, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι δεν εκτίθενται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, είτε κατά την έκθεσή τους, υπάρχει αντίφαση, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πατρών, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Περί ώρα 01.00 της 23ης Δεκεμβρίου 2007, σε έλεγχο που διενήργησε επί του καταπέλτη του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου "Λ...", το οποίο φόρτωνε και θα απέπλεε μετά από είκοσι λεπτά της ώρας από το λιμάνι των ... με προορισμό την ..., ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας λιμενικός Λ, στο ...αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, ιδιοκτησίας του πρώτου κατηγορουμένου Ψ (που δεν έχει ασκήσει αναίρεση), με οδηγό τον ίδιο και συνεπιβάτη στη θέση του συνοδηγού την δεύτερη κατηγορουμένη, (ήδη αναιρεσείουσα), ... υπήκοο και μητέρα ενός ανηλίκου τέκνου, το οποίο έφερε μαζί της και το οποίο (αυτοκινούμενο τροχόσπιτο) θα επιβιβαζόταν στο ως άνω πλοίο με τελικό προορισμό την ... μέσω του λιμένος ..., διαπιστώθηκε ότι ο ως άνω πρώτος κατηγορούμενος είχε επιβιβάσει για να τους προωθήσει στη ...μέσω της ... επτά (7) Ιρακινούς λαθρομετανάστες, οι οποίοι στερούνταν ταξιδιωτικών εγγράφων και δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος. Στο κατασχεθέν τροχόσπιτο, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε διαμορφώσει ειδικούς χώρους για την επιμελή απόκρυψη των ως άνω λαθρομεταναστών, η δε επιβίβαση των τελευταίων σ' αυτό έγινε εγγύς της πόλεως των ... και περί ώρα δέκα (10) τη νύχτα της 22ας Δεκεμβρίου 2007. Για τον τρόπο και της εν γένει συνθήκες επιβίβασης είναι σαφείς οι απολογίες των συλληφθέντων επτά (7) λαθρομεταναστών, οι οποίες περιέχονται στα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η γνώση του πρώτου κατηγορουμένου αυτουργού αλλά και η βούλησή του να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, προκύπτει 1) από το γεγονός ότι στο τροχόσπιτο, που αποτελεί μεταφορικό μέσο, είχε διαμορφώσει ειδικούς χώρους για την επιμελή απόκρυψη των λαθρομεταναστών. Αυτό προέκυψε σαφώς από την κατάθεση λιμενικού, ο οποίος απέκλεισε το ενδεχόμενο να ήταν ευθύς εξ αρχής κατασκευασμένοι κατ' αυτόν τον τρόπο οι εσωτερικοί χώροι του αυτοκινήτου, δοθέντος ότι για τον εντοπισμό των τριών (3) λαθρομεταναστών χρειάστηκε να καθαιρεθούν ορισμένοι χώροι του εσωτερικού του τροχόσπιτου. 2) Από το γεγονός ότι ο 1ος κατηγορούμενος ευθύς εξ αρχής ήταν αρνητικός στην έρευνα των εσωτερικών χώρων του αυτοκινήτου παρεμβάλλοντας εμπόδια στην έρευνα των λιμενικών και 3) Από το γεγονός ότι αν το τροχόσπιτο ήταν ασφαλισμένο (κλειδωμένο) δεν υπήρχε δυνατότητα εισόδου των λαθρομεταναστών στους εσωτερικούς του χώρους. Στοιχεία που συγκροτούν την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης δεν προέκυψαν, κατά την πλειοψηφίσασα γνώμη του Δικαστηρίου από το εν γένει αποδεικτικό υλικό, δοθέντος ότι για πρώτη φορά οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι συμβιώνουν ως ανδρόγυνο χωρίς να έχουν τελέσει γάμο, επισκέπτονταν την Ελλάδα για δεκαήμερες διακοπές, χωρίς να αποκλείεται ο πρώτος εξ αυτών Ιρακινής κατά τα άνω καταγωγής, να ωθήθηκε στην πράξη του εκ του γεγονότος ότι οι μεταφερόμενοι είναι της ιδίας με αυτόν εθνικότητας. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 88 παρ.1α του ν.3386/2005 με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α του Ποινικού Κώδικα, δοθέντος ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι μέχρι το χρόνο τελέσεως της πράξεως διήγε βίο ανέντιμο κλπ. Ένοχος απλής συνεργίας με τη μορφή της ψυχικής εν γένει ενθάρρυνσης του αυτουργού του πρώτου κατηγορουμένου κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, πρέπει να κηρυχθεί η δεύτερη κατηγορουμένη (άρθρ. 47 παρ.1α ΠΚ και 88 παρ.1α του ν.3386/2005) αναγνωριζομένου και σ' αυτήν του ελαφρυντικού του προτέρου έντιμου βίου για τους ίδιους, όπως και για τον πρώτο κατηγορούμενο, λόγους ...". Κατ' ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, κήρυξε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ένοχο τον πρώτο κατηγορούμενο κατά πλειοψηφία του ότι στην ..., στις 23-12-2007, με πρόθεσή του ως οδηγός μεταφορικού μέσου, προώθησε υπηκόους τρίτης χώρας που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, προς το έδαφος κράτους μέλους της ΕΕ και συγκεκριμένως ως οδηγός του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... αυτοκινούμενου τροχόσπιτου, με το οποίο θα ταξίδευε μέσω του λιμένος των ... με το Ε/Γ-ΟΓ πλοίο "Λ...", που θα απέπλεε την 01.20 ώρα, επιβίβασε στον εν λόγω όχημά του τους παρακάτω αναφερόμενους αλλοδαπούς (αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα επτά λαθρομεταναστών), υπηκόους τρίτης χώρας, που είχαν εισέλθει παράνομα στο Ελληνικό έδαφος και τους απέκρυψε εντός αυτού, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους με σκοπό να τους μεταφέρει - προωθήσει προς ..., πλην όμως οι τελευταίοι έγιναν αντιληπτοί από τον διενεργούντα έλεγχο υπάλληλο του ..., κατά την φόρτωση του ανωτέρω οχήματος στο παραπάνω πλοίο, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Επίσης, κήρυξε την δεύτερη κατηγορουμένη (ήδη αναιρεσείουσα) ένοχη για απλή συνέργεια στο πιο πάνω αδίκημα που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός της και ειδικότερα του ότι στην Πάτρα στις 23-12-2007, με πρόθεση παρέσχε απλή συνδρομή στον 1ο κατηγορούμενο αυτουργό κατά την τέλεση της άδικης πράξης του άρθρου 88 παρ. 1α του ν.3386/2005 που αυτός διέπραξε ενθαρρύνοντας και μη αποτρέποντας ψυχικώς αυτόν στην τέλεση της πράξεως με την αδιαμαρτύρητη παρουσία της στο αυτοκινούμενο τροχόσπιτο και συγκεκριμένα, ενώ αυτή εγνώριζε ότι ο 1ος κατηγορούμενος αυτουργός είχε επιβιβάσει για να μεταφέρει (προωθήσει) στο εξωτερικό τους ως άνω επτά Ιρακινούς λαθρομετανάστες, παρά ταύτα δέχθηκε να παράσχει σ' αυτόν συνδρομή στην τέλεση της ως άνω άδικης πράξης, την οποία αυτός διέπραξε, ενθαρρύνοντάς τον ψυχικώς στην τέλεση αυτής με την αδιαμαρτύρητη παρουσία της στο αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, καθόν χρόνο τούτο επιβιβάζονταν στο πλοίο με το ελαφρυντικό του ότι πριν τον χρόνο που τελέστηκε η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχη, διήγε η κατηγορουμένη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για την πράξη δε αυτή που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 12, 14, 26 παρ.1α, 27, 47 παρ.1, 51, 53, 79, 83, 94 παρ.1 ΠΚ και 88 παρ. 1α ν.3386/2005, επέβαλε στην ήδη αναιρεσείουσα από τους κατηγορουμένους ποινή φυλάκισης τριών μηνών για κάθε ένα από τα επτά μεταφερόμενα άτομα (λαθρομετανάστες) και συνολική ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 88 §1α του ν.3386/2006 για την οποία καταδικάστηκε ο πρώτος κατηγορούμενος, απλός συνεργός του οποίου στην τέλεση της πράξεως αυτής υπήρξε η ήδη αναιρεσείουσα δεύτερη κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε.
Περαιτέρω, με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως παραδοχές, όπως αυτές συμπληρώνονται με εκείνες του διατακτικού, με πληρότητα αιτιολόγησε το Τριμελές Εφετείο την καταδικαστική κρίση του για την ήδη αναιρεσείουσα, δεύτερη των κατηγορουμένων, ως απλή συνεργό στην πράξη του συγκατηγορουμένου τους με την ψυχική ενθάρρυνση που παρείχε σε εκείνον για να τον διευκολύνει να τελέσει την άνω άδικη πράξη, ενώ εγνώριζε αυτή ότι ο εν λόγω συγκατηγορούμενός της είχε επιβιβάσει και αποκρύψει επιμελώς τους άνω επτά, στερούμενους ταξιδιωτικών εγγράφων, Ιρακινούς λαθρομετανάστες σε ειδικά διαμορφωμένους προς τούτο χώρους του αυτοκινούμενου τροχόσπιτου, που οδηγούσε ο συγκατηγορούμενός της, για να τους προωθήσει με την επιβίβαση του οχήματος που τους μετέφερε στον άνω πλοίο από τον λιμένα των ... και μετά την άφιξη του πλοίου αυτού στον λιμένα προορισμού του στην ..., θα τους μετέφερε περαιτέρω στο έδαφος Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το να δεχθεί αυτή (αναιρεσείουσα) να παρίσταται αδιαμαρτύρητα ως συνεπιβαίνουσα στο άνω αυτοκίνητο τροχόσπιτο στη θέση του συνοδηγού, στο οποίο έφερε μαζί της και το ανήλικο τέκνο της. Η γνώση της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για την πράξη που τελούσε ο συγκατηγορούμενός της, στην οποία αυτή από πρόθεση συνέδραμε κατά τον αναφερόμενο στην απόφαση τρόπο, αιτιολογείται επαρκώς με τις άνω αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές στο σκεπτικό και διατακτικό ότι συμβιούσε αυτή με τον πρώτο κατηγορούμενο χωρίς να έχουν τελέσει γάμο και είχαν έλθει στην Ελλάδα για δέκα ημέρες, και στο εσωτερικό του αυτοκινούμενου τροχόσπιτου, με το οποίο είχαν έλθει στην Ελλάδα, επέβαινε το ανήλικο τέκνο της όταν έγινε έρευνα στο όχημα από τους λιμενικούς προς του καταπέλτη του πλοίου που θα τους μετέφερε στην ..., και διαπιστώθηκε ότι είχε επιβιβάσει και αποκρύψει στο εσωτερικό του ίδιου μεταφορικού μέσου ο συγκατηγορούμενός της τους επτά λαθρομετανάστες. Όσον αφορά τις αιτιάσεις της ήδη αναιρεσείουσας ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν απήντησε στους προβληθέντες από τον συνήγορο υπεράσπισής της ισχυρισμούς, παρατηρούνται τα ακόλουθα: Δεν ασκούσε επιρροή στην τέλεση από τον πρώτο κατηγορούμενο, όπως έγινε δεκτό από το Εφετείο, της αξιοποίνου πράξεως της προωθήσεως λαθρομεταναστών υπηκόων τρίτων χωρών από σημείο εξόδου από το έδαφος της Ελληνικής επικράτειας προς το έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συμμετοχή της ήδη αναιρεσείουσας ως απλής συνεργού, η προηγηθείσα κατόπιν αποφάσεων των διοικητικών πρωτοδικείων άρση της κρατήσεως τριών από τους λαθρομετανάστες Ιρακινούς που είχαν αποκρυφθεί εντός του εσωτερικού του τροχόσπιτου για να προωθηθούν μετά την επιβίβαση του οχήματος στο πλοίο Λ... στην ..., μετά την άφιξή του στον λιμένα της ... και ο ορισμός με τις αναφερόμενες αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων Αλεξανδρουπόλεως και Πειραιώς προθεσμίας στους τρεις αυτούς αλλοδαπούς για να αναχωρήσουν από την Ελλάδα 30 ημερών. Αυτά που η ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι συνέβησαν σε σχέση με την άρση της κράτησης από τις αστυνομικές αρχές και τον ορισμό προθεσμίας αναχώρησής των από την ημεδαπή όσον αφορά τους τρεις από τους Ιρακινού που βρέθηκαν από τους λιμενικούς κατά τον έλεγχο που έκαναν κρυμμένοι σε εσωτερικούς χώρους του τροχόσπιτου, στο οποίο συνεπέβαινε η αναιρεσείουσα με το ανήλικο τέκνο της, ανάγονται στη διαδικασία διοικητικής απελάσεως των παραπάνω αλλοδαπών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 76 του ν.3386/2005. Κατ' ακολουθίαν δεν έπαυσαν οι ανωτέρω υπήκοοι τρίτου κράτους να είναι λαθρομετανάστες που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, τότε που τους επιβίβασε και απέκρυψε ο πρώτος κατηγορούμενος στο εσωτερικό του τροχόσπιτου, ανεξάρτητα από την διακοπή (άρση) της κράτησής των και τον ορισμό από τους δικαστές των διοικητικών πρωτοδικείων προθεσμίας να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Έτσι δεν επηρεαζόταν η τέλεση του εγκλήματος του άρθρου 88 §1α ν.3386/2005, όπως δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του από τον πρώτο κατηγορούμενο με έναν από τους προβλεπόμενους στη διάταξη αυτήν περισσότερους τρόπους στην διάπραξη του οποίου από πρόθεση τον συνέδραμε η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κατά τα περαιτέρω γενόμενα δεκτά στην απόφαση αυτή. Έτσι, δεν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο να απαντήσει και να απορρίψει περαιτέρω αιτιολογημένα τον άνω ισχυρισμό της ήδη αναιρεσείουσας σε σχέση με τους τρεις από τους άνω ..., ... και ... που δεν ήταν αυτοτελής υπό την προαναφερθείσα έννοια και είναι απορριπτέα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Απορριπτέοι είναι περαιτέρω και οι ισχυρισμοί της ότι, με βάση τις αναφερόμενες αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων για τους τρεις από τους επτά Ιρακινούς, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ευρίσκονταν νόμιμα στην Ελλάδα στο διάστημα της προθεσμίας που της είχε ταχθεί για να αναχωρήσουν από την χώρα και δεν συνέτρεχε παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών παρά τα όσα δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο, εσφαλμένα κατά της απόψεις της, εφαρμόζοντας το άρθρο 88 §1 του ν.3386/2005. Όσον αφορά τον έτερο ισχυρισμό που προέβαλε ο συνήγορος της ήδη αναιρεσείουσας για αναγνώριση υπέρ αυτής εκτός από το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου που έγινε δεκτό και της από το άρθρο 84 §2 περ. ε' ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των ενσωματωμένων σ' αυτή πρακτικών, προκύπτει ότι αυτός αφορούσε σε άλλα ζητήματα άρνησης της κατηγορίας, μη γνώσεως εκ μέρους της, της υπάρξεως των λαθρομεταναστών στο τροχόσπιτο, μη συνδρομής της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξεως και περιστατικών για την ζωή της πριν από την τέλεση άνω πράξεως που σχετίζονταν με το έτερο αίτημα που υπεβλήθη να αναγνωρισθεί υπέρ της αναιρεσείουσας η ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 §2 εδάφιο α' ΠΚ. Δεν έγινε όμως μνεία συγκεκριμένων περιστατικών επί των οποίων να δύναται να θεμελιωθεί ισχυρισμός αυτοτελής ότι συμπεριφέρθηκε αυτή καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως διαβιούσα όχι υπό κράτηση αλλά ελεύθερη ώστε από τέτοια συμπεριφορά της να προκύπτει η γνήσια ψυχική στάση της, και δεν επαρκούσε η αόριστη διατύπωση κατά την υποβολή του να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 §2 εδάφ. ε'. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και να παραθέσει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά τα προαναφερθέντα προς απόκρουση του άνω ισχυρισμού της αναιρεσείουσας να αναγνωρισθεί υπέρ αυτής ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 §2 εδάφ. ε' ΠΚ, που δεν ήταν σαφής και δεν προβλήθηκε ορισμένως και απερρίφθη σιωπηρώς. Κατ' ακολουθίαν, είναι αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το νόμο αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη προβληθέντων από την αναιρεσείουσα κατά τη δίκη στο Εφετείο, ισχυρισμών και για την κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καταδίκη της για την πράξη που της αποδίδεται.
Κατά το άρθρο 233 §§ 1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ., όπως η δεύτερη παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 2 §10 του ν.2408/1996, όταν πρόκειται να εξετασθεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την Ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κάθε χρόνο, όπως αναλυτικά προβλέπει η προαναφερόμενη διάταξη. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, και εφόσον δεν είναι δυνατό να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στον σχετικό πίνακα, μπορεί να διοριστεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτόν. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 139 εδάφ. τελευταίο Κ.Ποιν.Δ., που ορίζει ότι αιτιολογία απαιτείται σε όλες τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα από τον εάν αυτό απαιτείται από τον νόμο ή εάν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στην διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε, προκύπτει ότι η διάταξη του διευθύνοντος τη συζήτηση που αφορά το διορισμό διερμηνέα από πρόσωπα μη περιλαμβανόμενα στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου να περιέχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξ άλλου από τις διατάξεις του άρθρου 138 §§ 2,3 και αυτές του άρθρου 171 §1 εδ. β' και δ' Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αν προηγουμένως δεν προτείνει ο Εισαγγελέας, ακουσθούν δε και οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως είτε του Εισαγγελέα είτε ειδικά του κατηγορουμένου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το ανωτέρω άρθρο 171 §1 εδ. β', δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως.
Στην προκειμένη υπόθεση, από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι κατά την έναρξη της συζητήσεως μετά την εμφάνιση των κατηγορουμένων, ο διευθύνων τη συζήτηση, αφού διαπίστωσε ότι αυτοί αγνοούσαν την Ελληνική γλώσσα αλλά εγνώριζαν την γερμανική, διόρισε σύμφωνα με το άρθρο 233 Κ.Ποιν.Δ. ως διερμηνέα τη δικηγόρο Χριστίνα Αουφ Ντεμ Γκράμπεν, η οποία αφού ορκίσθηκε, κατά το άρθρο 236 Κ.Ποιν.Δ., ότι θα ερμηνεύσει ακριβώς και πιστά όλα όσα ειπωθούν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως καθώς και όλα τα αναγνωστέα έγγραφα, ανέλαβε τα καθήκοντά της ως ερμηνέας της γερμανικής γλώσσας προς την Ελληνική και αντίστροφα. Από τα πρακτικά αυτά της κατ' έφεση δίκης προκύπτει ότι ο διορισμός της ανωτέρω αναφερόμενης ως διερμηνέα δεν έγινε από παρευρισκόμενα στο ακροατήριο άτομα λόγω διαπιστώσεως συνδρομής εξαιρετικής περιπτώσεως και αδυναμίας διορισμού κατά την ημέρα της δικασίμου ως διερμηνέα άλλου προσώπου από τους εγγεγραμμένους στον οικείοι εγκεκριμένο πίνακα διερμηνέων που ίσχυε κατά το χρόνο συνεδριάσεως του Εφετείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά ότι διορίσθηκε αυτή νομίμως κατ' άρθρο 233 Κ.Ποιν.Δ. Επομένως, δεν συνέτρεχε περίπτωση να αιτιολογηθεί ειδικώς η διάταξη του διευθύνοντος με την οποία διορίσθηκε ως διερμηνέας στην δίκη κατά την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση η άνω αναφερόμενη ούτε επιβαλλόταν πριν από τον διορισμό της να προτείνει ο Εισαγγελέας και να ακουσθεί η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για να μην επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά τα ανωτέρω. Είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ότι η διορισθείσα ως διερμηνέας δεν ήταν στο σχετικό ισχύοντα κατάλογο του Δικαστηρίου που προβλέπεται από το άρθρο 233 Κ.Ποιν.Δ. και ότι αναζητήθηκε και διορίσθηκε κατ' εξαίρεση παρεμπιπτόντως ως δικηγόρος αναμένουσα την εκδίκαση υποθέσεώς της χωρίς να συντρέχει επείγουσα περίπτωση για την οποία να έγινε λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση και ότι για το διορισμό του διερμηνέα δεν δόθηκε προηγουμένως ο λόγος στον Εισαγγελέα και στην αναιρεσείουσα και ότι η παράλειψη αυτή επέφερε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο σχετικός από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 §1 εδάφ. δ' Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-10-2009 αίτηση της Χγια αναίρεση της 655/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ