Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 610 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Η απόφαση, επί αναγνωριστικής της κυριότητας ακίνητης αγωγής, με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, στερείται νόμιμης βάσης εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του. Άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ.




Αριθμός 610/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Δ. Π. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Νικολάου.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Δ. συζ. Γ., το γένος Ι. Π., κατοίκου ... και προσωρινά διαμένουσας στη Φ. Α., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παναγόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/8/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 10/9/2000 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 70/2001 του ιδίου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χίου λόγω αρμοδιότητας, 161/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου και 261/2009 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Χίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/4/2010 αίτηση και τους από 1/9/2011 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 22/9/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη, Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή των ανωτέρω λόγων που κρίθηκαν βάσιμοι.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή και συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις που προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του ακινήτου με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα δικό του. Δεν είναι δε αναγκαίο η νομή να ασκείται αυτοπροσώπως, αλλά μπορεί να ασκείται μέσω άλλου. Ο ενάγων που προβάλλει τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης της κυριότητας του ακινήτου πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή αυτού και εν ανάγκη και τη νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις μερικότερες εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί αναγνωριστικής δε της κυριότητας ακινήτου αγωγής η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατά το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, γιατί νεμήθηκε αυτό με διάνοια κυρίου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόμιμης βάσης εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του επί του επιδίκου ακινήτου ώστε να κριθεί αν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στον ενάγοντα την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1601/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (ελλείψει αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δε δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτή το Εφετείο μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 345,10τ.μ., βρίσκεται στη θέση Μύλος του Δήμου Οινουσσών Χίου και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 16μ. με δημοτική οδό, δυτικά επί πλευράς 17,30μ. με δημοτική οδό, βόρεια επί πλευράς 20,40μ. με ιδιοκτησία Μ. Χ. και νότια επί πλευράς 20,40μ. με την υπόλοιπη ιδιοκτησία της εφεσίβλητης Ε. Δ.. Το ακίνητο αυτό αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου συνολικού εμβαδού 632,619 τ.μ. και συνορεύει σύμφωνα με το από Αυγούστου 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ν. Α., βορειοανατολικά επί πλευράς 32,21 μ. με πεζοδρόμιο, βορειοδυτικά εν μέρει επί πλευράς 15,84μ. με ιδιοκτησία Μ. Μ.Χ. και νοτιοδυτικά επί πλευράς 30,30μ. με δημοτικό δρόμο. Το μείζον αυτό ακίνητο οι θείοι της εφεσίβλητης (αδέλφια της μητέρας της) Ε. Μ. Π. και Θ. Μ. Π. δυνάμει του .../19-11-1996 δωρητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Χίου Χρυσούλας Αξιωτάκη-Κακίτση, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χίου της το μεταβίβασαν κατά ποσοστό η εξ αδιαιρέτου ο καθένας με δωρεά εν ζωή, το οποίο, εξάλλου, της είχε παραχωρηθεί άτυπα από τους ως άνω θείους της από το έτος 1979. Οι ως άνω απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία αφού ασκούσαν επ' αυτού με διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση αυτού πράξεις εξουσιάσεώς του (επίβλεψη, διαμονή εντός αυτού) για χρονικό διάστημα πέραν της εικοσαετίας. Ειδικότερα, το ακίνητο αυτό ανήκε στον παππού της εφεσίβλητης και Π. των ως άνω δικαιοπαρόχων της Μ. Δ. Π.. Ο τελευταίος απέκτησε το επίδικο ακίνητο από άτυπη δωρεά κατά το έτος 1905 από τον Π. του Δ. Π.. Ειδικότερα ο Μ. Π. έχτισε σ' αυτό μία μεγάλη διώροφη οικία (αρχοντικό) τμήμα της οποίας κάλυπτε και το επίδικο. Στην οικία αυτή διέμενε ο ίδιος και η οικογένειά του μέχρι το έτος 1949 που συνταξιοδοτήθηκε και μετώκησε οικογενειακώς στην Αθήνα. Το έτος 1950 με άτυπη δωρεά παραχώρησε τη χρήση όλου του μείζονος ακινήτου στα δύο παιδιά του Ε. Π. και Θ. Π. ή Π. κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Αυτά μετά την άτυπη αυτή μεταβίβαση επισκέπτονταν κατά καιρούς τις Οινούσσες και διέμεναν, όπως και η ενάγουσα, στην προαναφερόμενη οικία μέχρι το έτος 1955 που ήταν κατοικήσιμη. Επί πλέον ανέθεσαν την επίβλεψη του μείζονος ακινήτου σε διάφορους επιστάτες (Σ., Φ. κλπ), οι οποίοι πληρώνονταν από την Ε. Π.. Τις πράξεις τους αυτές τα προαναφερόμενα τέκνα του Μ. Π. τις άσκησαν μέχρι το έτος 1970 οπότε κατέστησαν κύριοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας όλου του ακινήτου, εμβαδού των 632,619τ.μ., στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, αφού ασκούσαν επ' αυτού φυσική εξουσία, με διάνοια κυρίου χωρίς να αποβληθούν ποτέ από τη νομή αυτού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας της, εξακολουθώντας και μετά να ασκούν τις ίδιες πράξεις νομής μέχρι το έτος 1979 που παρέδωσαν τη νομή αυτού στην εφεσίβλητη. Η τελευταία επειδή η επί του ως άνω μείζονος ακινήτου υπάρχουσα κατοικία είχε καταστεί ερείπιο προέβη το έτος 1978 σε κατεδάφισή της, καταβάλλοντας η ίδια ατομικά τα σχετικά έξοδα. Αντίθετα, δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο. Στις Οινούσσες δε θεωρούσαν, ότι το επίδικο αποτελούσε ιδιοκτησία των κληρονόμων του Μ. Π. και όχι της οικογένειας του εκκαλούντος, προφανώς, διότι αυτοί το επέβλεπαν. Το έτος 1988 ο σύλλογος "Φίλοι των Οινουσσών" προγραμμάτισε η δημιουργία πλατείας και παιδικής χαράς στο μείζον ακίνητο των 632,619τ.μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα και απευθύνθηκε στους κληρονόμους του Μ. Π. ή Π. προκειμένου να παραχωρήσουν αυτό (επίδικο) στο Δήμο Οινουσσών και η πλατεία που θα γινόταν θ' αποκτούσε το όνομα του προγόνου τους. Οι ως άνω αποδέχθηκαν την πρόταση αυτή και ο Δήμος Οινουσσών ως γνώστης της όλης κατάστασης και των ιδιοκτητών του ακινήτου ανέθεσε στον εργολάβο Μ. Μ. την κατασκευή της πλατείας, ο οποίος προέβη στη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος στο οποίο συμπεριέλαβε το επίδικο ως τμήμα του μείζονος ακινήτου των 632,619τ.μ., πλην όμως η προσπάθεια αυτή του ως άνω Συλλόγου των Φίλων των Οινουσσών δεν ευοδώθηκε, καθόσον οι ιδιοκτήτες του ομόρου οικοπέδου αρνήθηκαν συνεχεία την παραχώρηση του για το σκοπό αυτό (δημιουργία πλατείας). Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών η εφεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο τρόπο ήτοι με δωρεά από τους θείους της Θ. Π. και Ε. Μ. Π. δυνάμει του .../15-11-1996 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Χίου Χρυσούλας Αξιωτάκη, νόμιμα μεταγεγραμμένου, οι οποίοι εξάλλου της το είχαν μεταβιβάσει ατύπως από το έτος 1979 και είχαν καταστεί, κατά τα προαναφερθέντα, κύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από το έτος 1970, άλλως με πρωτότυπο τρόπο έχουσα τη φυσική εξουσία αυτού με διάνοια κυρίας από το έτος 1979 και προσμετρώντας στο δικό της χρόνο χρησικτησίας και αυτό των δικαιοπαρόχων της. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι είναι αυτός κύριος του επιδίκου ακινήτου επικαλούμενος ως τίτλους κτήσης: α) το .../31-8-1979 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Χίου Παναγιώτη Γανιάρη, νόμιμα μεταγεγραμμένου, β) το .../31-8-1979 συμβόλαιο δωρεάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου νόμιμα μεταγεγραμμένου και γ) την .../30-8-1979 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου επίσης συμβολαιογράφου νόμιμα μεταγεγραμμένου. Η τελευταία δε (πράξη αποδοχής) αποτελεί τον αρχικό τίτλο κτήσης, με βάση την οποία επακολούθησαν τα ως άνω συμβόλαια διανομής και δωρεάς. Δυνάμει της ως άνω πράξης ο εκκαλών αποδέχθηκε την κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1947 Π. του Γ. Κ. Π., στην οποία παρελαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο και στον οποίο (Γ. Π.) φερόταν ότι είχε περιέλθει από κληρονομιά των γονέων του. Ακολούθως, στο .../1979 συμβόλαιο διανομής που καταρτίστηκε μεταξύ των Ν. Κ. Π. του εκκαλούντος Δ. Π. της μητέρας του Ε. Π. και των αδελφών του, το επίδικο φέρεται να περιήλθε στο δικαιοπάροχο του εκκαλούντος Π. του Γ. Π. από δωρεά του Π. του και παππού αυτού (εκκαλούντος) Κ. Π. του Δ.. Κατά τα προαναφερόμενα όμως δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε ποτέ στην κυριότητα του Κ. Π. και εν συνεχεία του Γ. Π., αλλά σ' αυτή (κυριότητα) του Μ. Π.. Αλλά και με την αντίθετη εκδοχή ότι αυτό ανήκε μέχρι το έτος 1947 στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος Γ. Π. το δικαίωμα κληρονόμων του, προς κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή καταλύθηκε με χρησικτησία από τους προαναφερόμενους δικαιοπαρόχους της εφεσίβλητης αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτό (επίδικο) εξουσιαζόταν συνεχώς με διάνοια κυρίου από το έτος 1950 μέχρι το έτος 1970 από αυτούς που κατέστησαν έτσι κύριοι αυτού, και το έτος 1979 παρέδωσαν τη νομή αυτού επιδίκου στην εφεσίβλητη, χωρίς αυτή να την απωλέσει μέχρι τώρα.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αντίθετη αγωγή του αναιρεσείοντος και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του τελευταίου κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως". Ενόψει των πιο πάνω παραδοχών η προσβαλλομένη απόφαση ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης με έκτακτη χρησικτησία με την προσμέτρηση της νομής των ανωτέρω δικαιοπαρόχων στη δική της νομή στερείται νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών διότι δεν εκτίθεται σε αυτή καμία συγκεκριμένη πράξη νομής της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου ακινήτου από το έτος 1979 που αυτό περιήλθε στη νομή της με άτυπη παραχώρηση από δικαιοπαρόχων της και έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής της ώστε να κριθεί εάν με τέτοιες πράξεις μπορούσε να γίνει αυτή κυρία με έκτακτη χρησικτησία του ακινήτου αυτού. Επομένως ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως συμπληρώνεται με τους πρώτο, κατά το τρίτο μέρος του και τρίτο κατά το δεύτερο μέρος του λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει κατά παραδοχή των ανωτέρω λόγων αναίρεσης και προσθέτων λόγων αυτής να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Η αναιρεσίβλητη, ως ηττωμένη διάδικος, πρέπει, κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσείοντος, να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη αυτού (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 261/2009 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή