Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Λόγος αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτεται η αίτηση, διότι η προσβαλλομένη έχει επαρκή αιτιολογία. Απορρίπτει.
Αριθμός 1998/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατουμένου στη Κλειστή Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 70-74/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 16 Ιανουαρίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής (αίτησης αναίρεσης), που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 820/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω άρθρου 299 του Π.Κ., προκύπτει ότι, για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά την έννοια της διατάξεως, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της πράξεως, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 299 Π.Κ., για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή, για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας καθείρξεως. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή, τη δυνατότητα σταθμίσεως των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξ άλλου, η απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η αυτοψία, η οποία διενεργείται κατά το άρθρο 180 του Κ.Π.Δ., με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του Κ.Π.Δ., πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, χωρίς να αρκεί η αναφορά στα έγγραφα και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Σε περίπτωση, όμως, που η αυτοψία διενεργήθηκε, κατά τη διαδικασία της αστυνομικής προανακρίσεως και κατά τον χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως του εγκλήματος, χωρίς να έχει διαταχθεί από το Δικαστήριο, τότε δεν αποτελεί ξεχωριστό αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να απαιτείται η ξεχωριστή αναφορά του στο αιτιολογικό της αποφάσεως, για να προκύπτει η διερεύνηση και η αξιολόγησή του. Στην προκείμενη περίπτωση, τo Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 70-74/2007 απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Ειδικότερα δέχθηκε τα εξής: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος, που τελούσε σε διάσταση με τη σύζυγό του, με την οποία είχε αποκτήσει μια θυγατέρα, συνδέθηκε ερωτικά, το έτος 2001, με την παθούσα Γ1, με την οποία διέμενε υπό καθεστώς ελεύθερης διαβιώσεως, στην οικία του, που βρίσκεται στο ..... . Η εξέλιξη της συμβιώσεώς τους δεν υπήρξε αρμονική και, τις πρωινές ώρες κάποιας ημέρας των αρχών Νοεμβρίου 2003, σε ημερομηνία που δεν προσδιορίσθηκε με ακρίβεια κατά την αποδεικτική διαδικασία, ο κατηγορούμενος διαπληκτίστηκε με την παθούσα. Έχοντας δε αποφασίσει να απαλλαγεί από αυτήν, η οποία δεν συμφωνούσε στη διάλυση του δεσμού τους, άρχισε να τη χτυπά σε διάφορα σημεία του σώματός της με ράβδο ικανού μεγέθους, από ξύλο κρανιάς, εωσότου εκείνη περιήλθε σε κατάσταση λιποθυμίας. Στη συνέχεια, ενεργώντας με απόλυτη ψυχραιμία, μετέβη στην κουζίνα της οικίας του και, αφού πήρε μία φιάλη που περιείχε οινόπνευμα, περιέλουσε την παθούσα που βρισκόταν αναίσθητη και σε ύπτια θέση στο ξύλινο πάτωμα της οικίας αυτής και αμέσως έβαλε φωτιά. Από τη φωτιά αυτή, η οποία επεκτάθηκε στο κεφάλι και στο υπόλοιπο σώμα της παθούσας, προκλήθηκαν σε εκείνη καθολικά εγκαύματα, τα οποία αποτέλεσαν και τη μόνη ενεργό αιτία, από την οποία επήλθε ο θάνατός της, όπως επισημαίνεται στη σχετική ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή ......, την οποία συνέταξε, μετά τη νεκροψία, την οποία διενήργησε στο πτώμα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι, από τα ίδια αποδεικτικά, στοιχεία αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση θανατώσεως της παθούσας. Τούτο συνάγεται, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, από την όλη εγκληματική συμπεριφορά του και ειδικότερα από τον ανηλεή, μέχρις αναισθησίας, ραβδισμό της, το κατάβρεγμα με οινόπνευμα και, τέλος, την πυρπόληση που ακολούθησε. Οι ενέργειές του αυτές αποδεικνύουν, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αυτός όχι μόνο γνώριζε ότι έτσι μπορούσε να προκληθεί ο θάνατος εκείνης, αλλά και ήθελε να προξενήσει το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα. Εν πάση όμως περιπτώσει έπρεπε να γνωρίζει και γνώριζε, κατά κοινή πείρα, την οποία, άλλωστε, διέθετε λόγω της ηλικίας του και της ιδιότητάς του ως μικροπωλητή, ότι από τις συγκεκριμένες ενέργειές του ήταν ενδεχόμενο να προκληθεί η θανάτωση της παθούσας και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ακόμη ότι ο κατηγορούμενος τελούσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, δηλαδή σε κατάσταση ελλείψεως βρασμού ψυχικής ορμής, τόσο κατά τη λήψη, όσο και κατά την εκτέλεση της αποφάσεώς του να προκαλέσει το θάνατο της παθούσας. Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος, και στις δύο χρονικές στιγμές (αποφάσεως - εκτελέσεως), βρισκόταν σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που δεν του εμπόδιζε τη σκέψη και την ικανότητα να σταθμίσει τα αίτια που τον ωθούσαν στην πράξη της ανθρωποκτονίας ή τον συγκρατούσαν από αυτή. Στην κρίση του αυτή άγεται το Δικαστήριο από την όλη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, τόσο πριν από την πράξη του, όσο και κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά από αυτήν. Διότι, πριν μεν την πράξη του, δεν αρκέσθηκε μόνο στο διαπληκτισμό του με την παθούσα, αλλά προχώρησε στον ανηλεή ραβδισμό της. Κατά τη διάρκεια δε της πράξεώς του, αναζήτησε στο διπλανό χώρο της κουζίνας τη φιάλη με το οινόπνευμα, προκειμένου να πυρπολήσει το κατάβρεκτο από οινόπνευμα σώμα της και να επιφέρει οπωσδήποτε το θάνατό της. Τέλος, μετά την πράξη του, αφού τύλιξε με κουβέρτα το άψυχο σώμα της παθούσας, την οποία περίδεσε με πέντε δερμάτινες ζώνες, την μετέφερε με το μικρό φορτηγό αυτοκίνητό του στην ικανής αποστάσεως δασώδη περιοχή, στη θέση "......", όπου την έθαψε σκάβοντας με κασμά πρόχειρο τάφο, τον οποίο επικάλυψε με χώμα και κλαδιά. Και όχι μόνο δεν μετέγνωσε για την εγκληματική του πράξη, αλλά, προκειμένου να συγκαλύψει την εγκληματική του ενέργεια, εμφανιζόταν στους συγγενείς της παθούσας, ζητώντας πληροφορίες για την τύχη της παθούσας, εωσότου, μετά δίμηνο περίπου από του εγκλήματος, αποκαλύφθηκε το πτώμα της από τα σκυλιά του κτηνοτρόφου ....., που προκάλεσε την επέμβαση της αστυνομίας, η οποία και συνέλαβε τελικά τον κατηγορούμενο, που αβίαστα ομολόγησε την πράξη του, τόσο προανακριτικά, όσο και ενώπιον του Ανακριτή. Και ναι μεν ο κατηγορούμενος, τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και του παρόντος Δικαστηρίου, αναίρεσε την ομολογία του και αρνήθηκε την ενοχή του. Ωστόσο, όμως, η νέα εκδοχή που παρουσίασε, ότι δηλαδή ο θάνατος της παθούσας προκλήθηκε από άγνωστο πρόσωπο εντός της οικίας του, και ότι αυτός, φοβούμενος μήπως καταστεί ύποπτος του εγκλήματος, αναγκάσθηκε να εξαφανίσει τα ίχνη της παθούσας, την οποία μετέφερε και έθαψε στο σημείο που βρέθηκε, παρίσταται παντελώς αβάσιμη. Διότι, η νέα αυτή εκδοχή, που δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, εμφανίζεται όχι μόνο παιδαριώδης, αλλά και απολύτως αντίθετη με όσα κατέθεσε προανακριτικά και ενώπιον του Ανακριτή, με λεπτομέρειες τέτοιες, που μόνο ένας αυτόπτης μάρτυρας θα ήταν σε θέση να καταθέσει και επιβεβαιώνονται, άλλωστε και από τις σαφείς, κατηγορηματικές και χωρίς αντιφάσεις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας .... και ...... (αστυνομικού), που με λόγο γνώσεως βεβαίωσε την ανεπιφύλακτη και χωρίς ενδοιασμούς ομολογία του κατηγορουμένου. Με βάση όσα γίνονται πιο πάνω δεκτά, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, την οποία τέλεσε εκ προμελέτης, δηλαδή χωρίς να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, με το οποίο παραδεκτά συμπληρώνεται το αιτιολογικό της. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, που τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κήρυξε τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ένοχο για το ότι αποφάσισε και εκτέλεσε την ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που του επέτρεπε την πλήρη σκέψη και ειδικότερα ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, κατά μη εξακριβωθείσα ημέρα του Νοεμβρίου του 2003, στη Θεσσαλονίκη, από πρόθεση, με γροθιές και με κτυπήματα με ξύλινη ράβδο σε διάφορα μέρη του σώματός της, έριξε αναίσθητη στο πάτωμα την Γ1, με την οποία συμβιούσε σε ελεύθερο δεσμό, την οποία στη συνέχεια περιέλουσε με οινόπνευμα και της έβαλε φωτιά, με συνέπεια να υποστεί καθολικά εγκαύματα και να επέλθει τελικά ο θάνατός της, τον οποίο επιδίωκε και ότι την πράξη του αυτή την αποφάσισε και την τέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, η κρισιολογία δε του Δικαστηρίου σχετικά με την εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως αναγομένη στην κρίση επί της ουσίας. Περαιτέρω, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία στηρίχθηκε και τα οποία αξιολόγησε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι και τα έγγραφα, τα οποία ένα προς ένα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, μεταξύ δε των εγγράφων αυτών είναι και η αναφερόμενη από τον αναιρεσείοντα έκθεση αυτοψίας, η οποία ορθώς, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη δεν μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αυτοτελές αποδεικτικό στοιχείο, αφού αυτή δεν διατάχθηκε από το Δικαστήριο, Δικαστικό Συμβούλιο ή τον Ανακριτή, αλλά διενεργήθηκε στα πλαίσια της αστυνομικής προανακρίσεως. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. κύριος και πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ, ως απαράδεκτες, πρέπει να απορριφθούν οι περαιτέρω, σ'αυτούς διαλαμβανόμενες αιτιάσεις, με τις οποίες πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Μαρτίου 2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ..., καθώς και τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, κατά της 70-74/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ