Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Ψευδής καταμήνυση, Πολιτική αγωγή, Δικαστηρίου σύνθεση.
Περίληψη:
Α) Δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου, αν δεν διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου, που προεδρεύεται από εφέτη που ορίσθηκε με κλήρωση, η αδυναμία, το κώλυμα ή η απουσία του Προέδρου Εφετών. Β) Ο ορθός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης ανήκει στον Εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη. Δεν απαιτείται η έγκληση να υποβάλλεται κατά πανηγυρικό τρόπο. Γ) Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 171 § 1 περ. γ' ΚΠΔ προϋποθέτει την μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υποχρεωτική αναστολή της ποινικής δίωξης, ενώ δεν συνιστά τέτοια ακυρότητα η μη αναβολή της δίκης για συνεκδίκαση με άλλη συναφή. Δ) Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος της αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν λήφθηκε υπόψη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος εκ του λόγου ότι στα πρακτικά της δίκης αναφέρεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως. Ε) Ψευδής καταμήνυση - στοιχεία εγκλήματος. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν είναι αναγκαία η συσχέτιση της με άλλες αποφάσεις, οι οποίες και διηγηματικά αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 2282/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Θεοδοσίου, για αναίρεση της 80/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Κουρή.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Απριλίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 797/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Εξάλλου κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, το δικαστήριο των εφετών συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή τους και δύο εφέτες. Ακόμη, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 Α' γ του Ν. 1756/1988, όπως τροποποιήθηκε, αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου, αναπληρώνεται από άλλον δικαστή της ίδιας συνθέσεως ή του ίδιου δικαστηρίου. Τέλος, κατά το άρθρο 17 του ίδιου νόμου, στα δικαστήρια για τα οποία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα πέντε τουλάχιστον δικαστών, όπως μεταξύ άλλων και του Εφετείου Αθηνών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση ως προεδρεύοντες δε των τριμελών εφετείων μπορεί να ορίζονται εφέτες, κατά τις υπηρεσιακές ανάγκες και δυνατότητες. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στην απόφαση του τριμελούς εφετείου, που προεδρεύεται από εφέτη, που ορίσθηκε με κλήρωση, η αδυναμία, το κώλυμα ή η απουσία του προέδρου εφετών. Επομένως, ο σχετικός αντίθετος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου για τον λόγο ότι δεν μνημονεύει το κώλυμα του Προέδρου Εφετών Αθηνών για να δικαιολογηθεί η αναπλήρωσή του από εφέτη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 46, του ΚΠΔ, αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, και 3. Κατά δε τις διατάξεις των παρ. 2, και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, η μήνυση εκτός από τον εισαγγελέα υποβάλλεται και στους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο τον μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο. Η μη τήρηση της διάταξης της παρ. 2 με την οποία καθορίζεται ο τρόπος εγχειρήσεως της μηνύσεως δεν δημιουργεί ακυρότητα. Περαιτέρω ο ορθός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης που τέλεσε ο κατηγορούμενος και επομένως και του διωκομένου κατ' έγκληση εγκλήματος, όπως είναι και το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από το άρθρο 363 ΠΚ έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 368 § 1 ΠΚ) προσδίδεται κατά την άσκηση μεν της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα που άσκησε αυτή κατά την εκδίκαση δε της υπόθεσης από το δικαστήριο. Υπάρχει δε έγκληση και δεν δημιουργείται λόγω ελλείψεως αυτής ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της υπέρβασης εξουσίας, αν η αξιόποινη πράξη είναι η ίδια, ως ιστορικό γεγονός έστω και αν στην έγκληση δεν αναφέρονται τα απαιτούμενα στοιχεία για τον ορθό χαρακτηρισμό της. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας επιτρεπτά επισκοπούμενα προκύπτει ότι ως ιστορικά γεγονότα αναφέρονται σ' αυτά από τους παθόντες Μ1 και Ψ1 ότι οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης ενώπιον των αστυνομικών οργάνων που αναφέρονται στην κατ' αυτών μήνυση της κατηγορουμένης και στην υποβληθείσα κατά του Μ1 έγκλησή της και αφορούσαν αξιόποινες πράξεις αυτών, ήταν ψευδείς.
Συνεπώς ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας με την αιτίαση ότι στις μηνύσεις (εγκλήσεις) που υπέβαλαν οι Ψ1 και Μ1, πλην της δήλωσης πολιτικής αγωγής, δεν αναφέρουν ότι τα γεγονότα τα οποία ανέφερε η αναιρεσείουσα στις μηνύσεις της ήταν γι' αυτούς δυσφημιστικά, είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο καθόσον οι ενώπιον των αστυνομικών οργάνων καταγγελθείσες αξιόποινες πράξεις για τις οποίες και καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη για συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, ήταν και για το πρόσωπο αυτών δυσφημιστικές, αφού ο χαρακτηρισμός αυτός ανήκε στον ασκήσαντα την ποινική δίωξη εισαγγελέα, η περιεχομένη δε σ' αυτά δήλωση παράσταση πολιτικής αγωγής εκφράζει την βούληση τους, ως αμέσως από τις αξιόποινες σε βάρος τους πράξεις παθόντων, χωρίς ν' απαιτείται για την αξιούμενη από τη διάταξη του άρθρου 42 ΚΠΔ έγκληση, διατύπωσή της κατά πανηγυρικό τρόπο.
ΙΙ.- Κατά το άρθρο 59 του ΚΠΔ όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη ποινική δίκη και δεν είναι δυνατή ούτε σκόπιμη η ένωση των δύο, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η προβλεπόμενη απ' αυτήν ως άνω αναβολή ή αναστολή (όρος ταυτόσημος) της ποινικής δίκης γίνεται όταν στη δίκη αυτή υφίσταται προδικαστικό ποινικό ζήτημα. Τέτοιο δε νοείται εκείνο, από το οποίο εξαρτάται η κρίση και απόφαση του ποινικού δικαστή, εκείνο δηλαδή, χωρίς τη προηγούμενη λύση του οποίου, δεν είναι δυνατό να προχωρήσει ο δικαστής στην επί της κατηγορίας απόφασή του. Ειδικότερη εκδήλωση του υποχρεωτικού της αναβολής της δίκης αποτελεί η διάταξη του άρθρου 366 § 2 του ΠΚ σύμφωνα με την οποία αν στις περιπτώσεις των άρθρων 363, 363, 364 και 365, το γεγονός που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη, αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση, έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Εξ άλλου κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Γ' του ΚΠΔ ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο και ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την αναστολήν της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι η απόλυτη ακυρότητα που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. γ' του ΚΠΔ προϋποθέτει την μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υποχρεωτική αναστολή της ποινικής δίωξης, ενώ η μή αναβολή της δίκης για συνεκδίκαση με άλλη συναφή δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δεν ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά ο συνήγορος της αναιρεσείουσας υπέβαλε αποκλειστικά και μόνο αίτημα αναβολής της δίκης για το λόγο ότι στις 11-1-2008, δικάζεται συναφής υπόθεση με εμπλεκώμενους τους Μ1 και Ψ1, το οποίο και απέρριψε το Εφετείο με την αιτιολογία ότι οι διάδικοι εμπλέκονται σε πολλές ποινικές δίκες, αλληλομηνυόμενοι και για την ασφαλέστερη διάγνωση της κρινόμενης υπόθεσης δεν κρίνεται σκόπιμη η αναβολή της προς συνεκδίκαση με άλλη υπόθεση των διαδίκων" και όχι αίτημα αναστολής της ποινικής διαδικασίας κατ' άρθρο 366 § 2 ΠΚ.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω μη αναστολής της ποινικής δίκης κατ' άρθρο 366 § 2 ΠΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ ο ίδιος λόγος αναίρεσης με τον οποίο κατ' εκτίμηση, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 366 § 1 εδ. β', με την αιτίαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση όσον αφορά την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης την με αριθμό 6477/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, με την οποία απαλλάχθηκαν οι εγκαλούντες για τις καταγγελθείσες απ' αυτή αξιόποινες πράξεις, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν αμφισβητήθηκε το αμετάκλητο της απόφασης αυτής.
ΙΙΙ.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την προσβαλλόμενη 80/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια της στα ... και επί της οδού ...πολυκατοικίας, όμορα προς την οποία και με αριθμό ... της ίδιας οδού άρχισε να ανεγείρεται από τον Σεπτέμβριο του 2002 πολυκατοικία με εργολάβο, κατασκευαστή τον Μ1 και επιβλέπονται μηχανικό τον Ψ1. Μεταξύ της κατηγορουμένης και των εν λόγω κατασκευαστών δημιουργήθηκαν προβλήματα, με κλήση και ενέργεια αυτοψίας από την πολεοδομία, με διακοπή εργασιών, με υποβολή μηνύσεως για παράβαση κανόνων οικοδομικής και διατάραξη οικιακής ειρήνης από την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κατά των προαναφερθέντων και την έκδοση σε πρώτο βαθμό καταδικαστικής και απαλλακτικής αποφάσεως αντίστοιχα (βλ. Αναγν. 66897/2003 απόφ. Τριμ. Πλημ. Αθηνών και 10094/03 απόφ. Μον. Πλημ. Αθηνών). Η μήνυση αυτή αφορούσε σε επικαλούμενα περιστατικά της 9-4-2003 και η υποβολή της είχε ως συνέπεια την διακοπή των εργασιών της ρίψεως σκυροδέματος στην οροφή του πέμπτου ορόφου, οι οποίες συνεχίστηκαν στις 16-4-2003. Η κατηγορουμένη ενώ είχε ριχθεί κατά το ήμισυ η πλάκα του πέμπτου ορόφου περί τις 8.30 η ώρα προσπάθησε να δημιουργήσει επεισόδιο, αποβλέποντας στη διακοπή των εργασιών και προκάλεσε φθορές στον ξυλότυπο (καδρόνια της κολώνας) και έβγαλε φουρκέτες. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα να υποβληθεί εις βάρος της μήνυση την ίδια ημέρα για απειλή, εξύβριση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας καθώς και για σωματική βλάβη από τον εργαζόμενο .... Η κατηγορουμένη γύρω στις 10.30 ώρα πήγε στο Α/Τ ...και υπέβαλε μήνυση, στην οποία ανέφερε ότι ο κατασκευαστής Μ1 και ο πολιτικός μηχανικός Ψ1 και αγνώστων στοιχείων εργάτες τέλεσαν εις βάρος της κατά τις 8.30 ώρα τα αδικήματα της διατάραξης οικιακής ειρήνης (όλοι) της φθοράς και της απειλής ο Μ1 και ο Ψ1 και της ψευδούς καταμήνυσης ο Ψ1. Συγκεκριμένα αυτή κατάγγειλε ότι στις 16-4-2003 περί ώρα 8.30 οι μηνυόμενοι πραγματοποιώντας εργασίες για την ανέγερση όμορης στην πολυκατοικία που διέμενε οικοδομής στην οδό ..., "πήδηξαν στο μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου της πολυκατοικίας διαταράσσοντας για δεύτερη φορά την οικιακή της ειρήνη της", ότι αμφότεροι οι υπό στοιχ. 2) και 3)"προκάλεσαν φθορές στην τέντα του μπαλκονιού της από μπετόν" και ότι την απείλησαν διατυπώνοντας την φράση "σου την έχουμε στημμένη .....θα σου κάνουμε μήνυση", επιπροσθέτως δε, ότι ο Ψ1 την εξύβρισε απευθύνοντάς της τη φράση "αν δεν με αφήσεις να συνεχίσω τη δουλειά μου, θα σε πηδήξω", και ότι ο ίδιος την ίδια μέρα κατήγγειλε ψευδώς, ότι αυτός την καταμήνυσε για αδικήματα του δεν είχε κάνει. Β)Επίσης κατά τον προαναφερθέντα τόπο και χρόνο και περί ώρα 16.05 μμ με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του Μ1 κι ενώ είχε συλληφθεί στα πλαίσια του αυτοφώρου για τις σε βάρος του Μ1 καταμηνυθείσες πράξεις της απειλής, της εξύβρισης και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και προσαχθεί στο πιο πάνω Αστυνομικό Τμήμα κατήγγειλε ψευδώς, ότι ο Μ1 τέλεσε σε βάρος της την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης "προκειμένου να την εκβιάσει, ώστε να αποσύρει τη μήνυση που υπέβαλε εναντίον του" ενώ η αλήθεια, την οποία και γνώριζε, ήταν, ότι αυτός ουδέποτε τέλεσε την πράξη που του καταμαρτυρούσε. Περαιτέρω η κατηγορουμένη ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον της Αρχ/κα Λ1, κατέθεσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους τα ως άνω αναλυτικά αναφερόμενα ψεύδη, ακολούθως δε την ίδια ημέρα και περί ώρα 16.05 μμ ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον του Αστ/κα Λ2, κατά την έκθεση βεβαίωσης της έγγραφης έγκλησής της, βεβαίωσε ως αληθές το περιεχόμενο αυτής, ενώ γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Τέλος η κατηγορουμένη την 16-4-2003 ενώπιον της Αρχ/κα Λ1 και του παρισταμένου Υ/Α ... τελώντας εν γνώσει της αναλήθειάς τους, διατύπωσε εγγράφως για τα ως άνω αναφερόμενα πρόσωπα τους διαλαμβανόμενους στην από 16-4-03 προφορική της μήνυση ισχυρισμούς, οι οποίοι ήταν ψευδείς και πρόσφορα να βλάψουν τη θεμελιωμένη στην ηθική και κοινωνική αξία του προσώπου τους εκτίμηση, ακολούθως δε με την υποβολή της έγκλησής της, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση ο Αστ/κας Λ2 και ο παριστάμενος Α/Β ..., τελώντας εν γνώσει της αναλήθειάς τους, ισχυρίστηκε για τον Μ1, τα όσα ψευδή γεγονότα αναφέρονται σε αυτήν και τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού αναφέρει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε περιστατικά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 και 1 και 363 σε συνδ. Με 363 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών ή ελλιπών αιτιολογιών και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα από τη γενόμενη επίκληση στην αρχή του σκεπτικού όλων των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη και αξιολογηθεί από το Εφετείο όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο μερικά από αυτά και συνεπώς και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, η παράλειψη τις αναφοράς και αξιολόγησης και συσχέτισης της οποίας α)με το περιεχόμενο της αναγνωσθείσης από 12-5-2003 αγωγής των Μ1 - Ψ1 και β)με το περιεχόμενο της αναγνωσθείσας από 16-4-2003 μήνυσης του Μ1, όπως στην μείζονα σκέψη αναπτύχθηκε, δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, ούτε ήταν αναγκαία για την πληρότητα αυτής, η παράλειψη της συσχέτισης του περιεχομένου της 66897/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών και της 100971/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αυτό ανεξάρτητα του ότι όσον αφορά τις τελευταίες αυτές αποφάσεις αναφέρονται διηγηματικά στο σκεπτικό της απόφασης και αφορούσαν προγενέστερη συμπεριφορά των σ' αυτές αναφερομένων ως εμπλεκομένων προσώπων ήτοι της κατηγορουμένης του εγκαλούντος και του μάρτυρα κατηγορίας Μ1.
Περαιτέρω, η αιτίαση της αναιρεσείουσας, κατά την οποία, από τη μνεία στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί ενοχής της κατηγορουμένης έλαβε υπόψη του "....τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο....", προκύπτει ότι δεν λήφθηκε υπόψη η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος εξετάσθηκε χωρίς όρκο, πέραν της αοριστίας της, επειδή δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα σε τι η κατάθεση αυτή θα την ωφελούσε αν ελαμβάνετο υπόψη, είναι και αβάσιμη, αφού από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει, ότι αναφέρεται σ' αυτά ο πολιτικώς ενάγων, ως μάρτυρας κατηγορίας, από παραδρομή δε η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε στο σκεπτικό, ότι έλαβε υπόψη "τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας". Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' τρίτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με την απόδοση σ' αυτή των παραπάνω αιτιάσεων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ απορριπτέος ως αλυσιτελής είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι δεν έλαβε το Εφετείο υπόψη του το περιεχόμενο α)του από 16-4-2003 αντιγράφου του δελτίου συμβάντων β)της από 16-4-2003 έκθεσης προφορικής μήνυσης της κατηγορουμένης και γ)της από 14-4-2003 μήνυσης του Μ1, αφού όπως από τα πρακτικά τόσο της πρωτόδικης, όσο και της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, τα παραπάνω έγγραφα ούτε αναγνώσθηκαν αλλ' ούτε ζητήθηκε η ανάγνωσή τους. Τέλος δε σε εσφαλμένη προϋπόθεση στηρίζεται και ο συναφής ίδιος λόγος αναίρεσης με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως Φ1, εκ του λόγου ότι μεταξύ των κατά το είδος τους στην αρχή του σκεπτικού μνημονευόμενα αποδεικτικών μέσων αναφέρονται μόνο οι καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας. Και τούτο καθόσον όπως από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει, ο ανωτέρω μάρτυρας, εξετάσθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη και πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 και στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11/4/2008 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της 80/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του στο σκεπτικό πολιτικώς ενάγοντος, που ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ και στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ