Θέμα
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην Υπηρεσία, Ιδιαίτ. Μεγ. Αξίας με τεχνάσματα.
258 ΠΚ.
1 .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού, δεν έγινε αποδεικτική αξιοποίηση από το δικαστήριο σε βάρος της κατηγορουμένης της ένορκης κατάθεσης αυτής, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία της προκαταρκτικής εξέτασης - ΕΔΕ, αλλά στηρίχθηκε σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέρονται στο προπαρατεθέν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Αριθμός 194/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Χ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καλονόμο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 455/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευθύμιο Τσάκα.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως μετά των από 29 Δεκεμβρίου 2014 προσθέτων λόγων τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 977/2014.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ. α του ΠΚ, ορίζεται ότι "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι` αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α). Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. β). Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα. Και γ). Ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα., αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι` αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, Δημοσίου ή άλλου δικαιούχου νομικού προσώπου. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Περαιτέρω, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σε αυτόν ως υπάλληλο. Για τη στοιχειοθέτηση, εξάλλου της κακουργηματικής μορφής της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, απαιτείται να μεταχειρίστηκε ο υπαίτιος ιδιαίτερα τεχνάσματα και επιπροσθέτως να είναι το αντικείμενο αυτής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης των 15.000 ευρώ. Ως ιδιαίτερα τεχνάσματα, θεωρούνται ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη υπαλλήλου, κρυφές ενέργειες και μέθοδοι, μη εμφανώς διακριτές που τείνουν στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση τρίτων προσώπων και μάλιστα των προϊσταμένων ή τυχόν ελεγκτών και γενικά τείνουν στην εξαπάτηση της Αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές ή παραποιήσεις σε βιβλία ή σε λογαριασμούς, μη καταχώρηση οφειλομένων ή εισπραττομένων στα βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγράφων κ.λπ., με τις οποίες ενέργειες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί σύγχυση στους λογαριασμούς και γενικά ό,τι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου, ώστε να επωφελείται του εφησυχασμού και της αδράνειας των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων ο δράστης υπάλληλος και να ιδιοποιείται παράνομα τα ποσά που κατακρατεί από εκείνα που διαχειρίζεται ως υπάλληλος, χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 455/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών κήρυξε ένοχο την αναιρεσείουσα υπάλληλο ΔΟΥ Χολαργού Αθηνών, υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης των 30.000 ευρώ, μεταχειριζόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, κατ'εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και ειλικρινούς μεταμέλειας και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 455/2014 αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά:
"Η κατηγορουμένη Ά. Χ., υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, άσκησε καθήκοντα της Προϊσταμένης Εσόδων της ΔΟΥ Χολαργού από 1/4/1999 έως 31/3/2005. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η κατηγορουμένη τέλεσε τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: α) Στις 26.10.2005 η αρμόδια υπάλληλος του Γραφείου Επιστροφών της άνω ΔΟΥ Χολαργού Α. Κ. διαπίστωσε ότι στις πληρωμές της ημέρας εξοφλήθηκε νόμιμο ατομικό φύλλο έκπτωσης (ΑΦΕΚ) με τα στοιχεία "Α. Θ. του Θ." με ΑΦΜ ..., ποσού 563,19 ευρώ με την σφραγίδα της και πλαστογραφημένη την υπογραφή της. Μετά από έλεγχο που έγινε στον ανωτέρω τίτλο" διαπιστώθηκε ότι ενώ η δικαιούχος είχε αποβιώσει, δεν υπήρχαν δικαιολογητικά εξόφλησης, όπως λ.χ. υπεύθυνες δηλώσεις κληρονόμων, ενώ, αντίθετα, υπήρχε υπογραφή της δικαιούχου και στα στοιχεία ταυτότητας ο τίτλος είχε μουτζούρες. Ακολούθησε έρευνα και προέκυψε ότι ο ανωτέρω τίτλος εξοφλήθηκε από την κατηγορουμένη και μάλιστα συμψηφιστικά με γραμμάτιο συμψηφισμού υπ'αριθμ. 565/26.10.2005 για ΔΟΥ Ψυχικού στο ΑΦΜ ... που ανήκε στον Γ. Χ.. Στην συνέχεια διαπιστώθηκε ότι με τον ίδιο τρόπο εξόφλησης η πληρωμή ακόμη τριών (3) νόμιμων ΑΦΕΚ και στο ίδιο πρόσωπο της κατηγορουμένης, τα οποία είναι: 1) Χ. Α. του Δ., με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 518/18.7.2005, για το ποσό των 198,79 ευρώ, 2) Α. Λ. του Δ., με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 843/03/28.7.2005, για το ποσό των 377,33 ευρώ, 3) Τ. Α. του Κ., με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 505/01/24.6.2005, για το ποσό των 105,61 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά ιδιοποιήθηκε η κατηγορουμένη, χωρίς να ακολουθήσει την νόμιμη διαδικασία εξόφλησης, δηλαδή αυτοπρόσωπη εμφάνιση με δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή άλλα νομιμοποιητικά έγγραφα, προκειμένου περί κληρονόμων. Τούτο το πέτυχε αφού προηγουμένως πλαστογράφησε την υπογραφή της αρμοδίας υπαλλήλου και για την εξόφληση των ΑΦΕΚ αυτών, επισκέφθηκε προς τούτο την ΔΟΥ Χολαργού τον Οκτώβριο του έτους 2005, χρόνο κατά τον οποίο ήδη υπηρετούσε με απόσπαση στην ΔΟΥ Παλλήνης, και εκμεταλλευόμενη την απουσία της αρμόδιας υπαλλήλου, χρησιμοποιώντας την σφραγίδα της, εισήλθε στο ηλεκτρονικό σύστημα της ΔΟΥ από ηλεκτρονικό υπολογιστή συναδέλφου της και εισέπραξε τα ανωτέρω ποσά τα οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα, χωρίς να παρευρίσκονται οι ίδιοι οι φορολογούμενοι, όπως έπρεπε, και εν αγνοία τους, προφασιζόμενη μάλιστα στον ταμία Α. Μ. ότι εξυπηρετεί υπερήλικους πολίτες, β) ως προϊσταμένη του Τμήματος Εσόδων της ΔΟΥ Χολαργού και αρμόδια για την έκδοση των ΑΦΕΚ και ως εκ της θέσεως της είχε πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της υπηρεσίας της είχε επί πλέον την δυνατότητα να επικυρώνει και να ταυτοποιεί τίτλους πληρωμών προς εξόφληση, προέβη στην έκδοση και εξόφληση των εις το διατακτικό λεπτομερώς αναφερομένων μη νόμιμων ΑΦΕΚ, τα οποία προσκομίζοντας τα η ίδια στο ταμείο της ΔΟΥ, λαμβάνοντας πάντως στα χέρια της το υπερβάλλον ποσό, καθόσον οι προς συμψηφισμό οφειλές δεν ήταν δυνατόν να είναι ακριβώς ισόποσες με τα αναγραφόμενα στα οικεία ΑΦΕΚ ποσά και γ) το έτος 2002, εκμεταλλευόμενη την εισαγωγή του νέου συστήματος TAXIS στις ΔΟΥ, προέβη στην είσπραξη των ποσών 2.804,56 ευρώ και 2.256,86 ευρώ, ως επιστροφή φόρου Εισοδήματος των οικονομικών ετών 2000 και 2001 του συζύγου της Κ. Ν., ενώ τα εν λόγω ποσά είχαν ήδη επιστραφεί στον δικαιούχο δυνάμει των 18/23.11.2000 και 1139/25.5.2001 ΑΦΕΚ επιστροφής φόρου εισοδήματος. Η κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι δεν ελάμβανε στην κατοχή της χρήματα, ώστε να αποκτήσει την φυσική τους εξουσίαση, όμως από την από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του ταμία Α. Μ., προκύπτει ότι αυτή εισέπραττε τα χρήματα, τα οποία ήταν ξένα, διότι ανήκαν ή στους πολίτες, όπως στην περίπτωση των άνω τεσσάρων νόμιμων ΑΦΕΚ ή στο Δημόσιο. Περαιτέρω, η κατηγορουμένη ιδιοποιήθηκε τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά, τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ, όπως επιβεβαιώνει και ο επιθεωρητής Β. Σ. ο οποίος διενήργησε την 333/2005 ένορκη προκαταρκτική εξέταση και τα οποία αφορούν νόμιμα και μη νόμιμα ΑΦΕΚ. Άλλωστε και η ίδια η κατηγορουμένη παραδέχθηκε τις άνω αξιόποινες πράξεις της, μετά την αποκάλυψη τους, τόσον ενώπιον της Προϊσταμένης της οικείας ΔΟΥ Α. Τ. όσον και ενώπιον του διενεργούντος την ΕΔΕ Οικονομικού Επιθεωρητή Β. Σ., ενώπιον του οποίου ομολόγησε μέρος των ενεργειών της, και στην συνέχεια έσπευσε, μέσω τραπεζικού δανείου που έλαβε, και εξόφλησε το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού ποσού όλων των ΑΦΕΚ, που είχε εισπράξει, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων. Στις ως άνω πράξεις η κατηγορουμένη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι μεθόδους και ενέργειες, των οποίων η παρατυπία δεν είναι εμφανώς διακριτή, αλλ' αντιθέτως κατ' αρχήν θεωρούνται νόμιμες, έτσι ώστε να εξαπατώνται οι συνάδελφοι της, καθώς και η Υπηρεσία της και οι Ελεγκτικές Αρχές-Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίοι, όπως προέκυψε, θεωρούσαν τις ενέργειες της νόμιμες. Ειδικότερα, αυτή δημιουργούσε ή επενέβαινε στα ΑΦΕΚ, τα οποία ενσωματώνουν χρηματικές απαιτήσεις, χρησιμοποιούσε το δικό της RVO, 1 που διέθετε ως εκ της θέσεως της, ώστε να εισέρχεται στο ηλεκτρονικό σύστημα της υπηρεσίας της για δικούς της λόγους και προς ίδιον όφελος, εκμεταλλεύτηκε με επιδεξιότητα τις αδυναμίες μεταβάσεως των ΔΟΥ στο νεοεφαρμοζόμενο σύστημα TAXIS, και παρακολουθούσε τους ατομικούς φακέλους των φορολογουμένων, έτσι ώστε να γνωρίζει πότε ακριβώς επίκειται η παραγραφή των οφειλομένων ποσών στους δικαιούχους, οπότε η ιδιοποίηση ήταν ασφαλέστερη γι αυτήν. Με τους τρόπους αυτούς, ήτοι είτε με είσπραξη μετρητών χρημάτων είτε με δημιουργία και έκδοση μη νομίμων/εικονικών παραστατικών ΑΦΕΚ, τα οποία ενσωμάτωναν αξία σε χρήμα είτε με λογιστική μεταφορά ποσών, μέσω της έκδοσης ΑΦΕΚ, όπως αυτή προγραμμάτιζε σε λογαριασμούς τρίτων, που είχαν ως συνέπεια να αποσβέννυνται νόμιμα οφειλές τρίτων εις βάρος του Δημοσίου (ΑΠ 600/2009, ΑΠ 50/2011), κατόρθωσε να εισπράξει και να ιδιοποιηθεί παράνομα, παραπλανώντας τους ταμίες της ΔΟΥ Χολαργού, τα περιγραφόμενα λεπτομερώς κατά περίπτωση χρηματικά ποσά. Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι η αποδιδόμενη σ αυτήν πράξη "είναι αποτέλεσμα και προϊόν της πλημμελέστατης, ανακριβούς και μη συννόμως διενεργηθείσης 333/2006 πορισματικής αναφοράς του τότε οικονομικού επιθεωρητή Β. Σ., από τον οποίο και εκβιάσθηκε για να ομολογήσει και ο οποίος αργότερα παραπέμφθηκε για κακούργημα εις βάρος της περιουσίας του Δημοσίου". Ο ισχυρισμός της αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον αυτή βάσει του υπαλληλικού κώδικα είχε δικαιώματα να υπερασπίσει τον εαυτό της, τα οποία δεν άσκησε, προσβάλλοντας το πόρισμα αυτό, αλλά αντίθετα κατέβαλε το υπεξαιρεθέν από αυτήν ποσό, πλέον των νόμιμων προσαυξήσεων, ενώ δύο υπάλληλοι της άνω ΔΟΥ κατέθεσαν ότι αυτή ομολόγησε ότι πλαστογράφησε τα επίδικα ΑΦΕΚ, νοθεύοντας αυτά με υπογραφές που έθετε η ίδια χωρίς την συναίνεση και την έγκριση των αρμοδίων υπαλλήλων. Επί πλέον, δεν αποδείχθηκε ο προφορικά αναπτυχθείς ισχυρισμός της ότι δηλαδή αυτή εκβιάστηκε από τον άνω οικονομικό επιθεωρητή για να ομολογήσει, αφού δεν άσκησε κατ' αυτού καμμία αναφορά προς διενέργεια ΕΔΕ, ενώ όπως εκτέθηκε ανωτέρω η ίδια είχε ομολογήσει τις αξιόποινες πράξεις της. Τέλος, ο άνω οικονομικός επιθεωρητής, κατά την διενέργεια της άνω πορισματικής αναφοράς του είχε πρόσβαση στα πρωτότυπα νόμιμα παραστατικά των παραβόλων. Επομένως, πρέπει αυτή να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ αυτήν πράξης κατ εξακολούθηση και να επιβληθεί σ αυτήν μειωμένη ποινή, καθόσον στο πρόσωπο της συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α' και δ' ΠΚ, οι οποίες είχαν γίνει δεκτές πρωτοδίκως.
Τέλος, το αίτημα της κατηγορουμένης περί αναβολής της δίκης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθόσον τόσον από την ομολογία της ίδιας όσον και από την ενδελεχή και εμπεριστατωμένη διενεργηθείσα 333/13-3-2006 πορισματική κατάθεση του Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεωρήσεως Ανατολικής Αττικής Β. Σ. δεν καταλείπεται κενό ή αμφίβολο σημείο που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης για τον λόγο αυτό".
Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε την κατηγορουμένη ένοχη του ότι: "Στον Χολαργό Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-1999 έως 26-10-2005, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που τα έλαβε λόγω της ιδιότητας της ως υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών καθ' όλο το χρονικό διάστημα και ως προϊσταμένη εσόδων της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, μέχρι 31-3-2005, μεταχειριζόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, το αντικείμενο δε της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπερβαίνον συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ. Συγκεκριμένα υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, προέβη στην ιδιοποίηση από το Ταμείο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού των παρακάτω ποσών, για τα οποία εξεδόθησαν νόμιμα Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (ΑΦ Ε Κ) στο όνομα:
1. Α. Θ. του Θ. με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 109/2002/26-10-2005 για ποσό 563,19 ευρώ, 2. Χ. Α. του Δ. με ΑΦΜ ... ΑΦΕΚ 518/2001/18-7-2005 για το ποσό 198,79 ευρώ, 3. Α. Λ. του Δ. με ΑΦΜ ... ΑΦΕΚ 843/03/28.7.2005 για το ποσό 377,33 ευρώ, 4. Τ. Α. του Κ. με ΑΦΜ ... ΑΦΕΚ 505/01.24.6.2005 για ποσό 105,61 ευρώ.
Επίσης προέβη στην ιδιοποίηση από το ταμείο της ως άνω Δ.Ο.Υ, των παρακάτω ποσών, για τα οποία δημιούργησε τα εξής μη νόμιμα Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (ΑΦΕΚ) με αποδέκτες τα παρακάτω ονόματα:
1) Στο όνομα Χ. Γ. του Σ.. Με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 59/4-3-05 232,22 € β) ΑΦΕΚ 565/2-12-02 440,00 € γ) ΑΦΕΚ 369/21-7-03 152,00 € δ)ΑΦΕΚ 469/26-9-03 252,12 € (ΜΕ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΠΑ ΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ) ε) ΑΦΕΚ 356/8-9-04 210,00 € στ)ΑΦΕΚ 444/26-10-04 269,81 € ζ)ΑΦΕΚ 502/13-12-04 78,22 € (ΜΕ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ) η) ΑΦΕΚ 519/21-12-04 269,80 € ΣΥΝΟΛΟ 1904,17 € 2) Στο όνομα Λ. Π. του Π.. με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 508/30-10-02 250,00 € β) ΑΦΕΚ 566/2-12-02 68,93 € γ) ΑΦΕΚ 89/13-2-03 605,00 € δ) ΑΦΕΚ 7/9-1-04 30,00 € ε) ΑΦΕΚ 140/5-8-04 1001,34 € στ)ΑΦΕΚ 335/26-8-04 375,05 € ζ) ΑΦΕΚ 473/16-11-04 779.02 € ΣΥΝΟΛΟ 3109,34 € 3)Στο όνομα Χ. Ε. του Γ.. με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 315/2-12-03 922,00 €. β) ΑΦΕΚ 8/9-1-04 30,00 € γ) ΑΦΕΚ 217/7-6-04 -04 305,00 € ΣΥΝΟΛΟ 1257,00€ 4)Στο όνομα Κ. Ε. του Π.. με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 359/04 520,50 € β) ΑΦΕΚ 223/04 831,00 € γ) ΑΦΕΚ 446/04 420.01 € ΣΥΝΟΛΟ 1771,516 € 5) Στο όνομα Β. Σ. του Ν.. με Α.Φ.Μ ... ΑΦΕΚ 319/04/6-12-04 ποσού 875,02 € 6)Στο όνομα Π. Π. του Ε.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 10/05/2-2-05 ποσού 402,22 € 7) Στο όνομα Κ. Ξ. του Γ.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 35/05/11-2-05 ποσού 719,77 € 8) Στο όνομα Ζ. Ε. του Σ.. με Α.Φ.Μ.... ΑΦΕΚ 2/05/19-1-05 ποσού 372,20 € 9) Στο όνομα Ζ. Ε. του Κ.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 85/05/30-3-05 ποσού 322,02 € 10) Στο όνομα Π. Σ. του N.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 529/04/30-12-04 ποσού 252,03 € 11) Στο όνομα Π. Π. ΤΟΥ Ε.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 527/04/28-12-04 ποσού 290,02 € 12) Στο όνομα Μ. Α. του Γ.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 515/04/17-12-04 ποσού 242,03 € 13) Στο όνομα Χ. Φ. του N.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 521/04/22-12-04 ποσού 294,01 € Επίσης, εντός του έτους 2002, προέβη στην είσπραξη των ποσών 2.804,56 ευρώ και 2.256,86 ευρώ, ως επιστροφή φόρου εισοδήματος ετών 2000 και 2001 του συζύγου της Κ. Ν. δήθεν δυνάμει των υπ' αριθμούς 10906/22.10.2001 και 6550/23.5.2001 διπλοτύπων, τα οποία δεν βρέθηκαν στο αρχείο της υπηρεσίας και ενώ ήδη τα ποσά αυτά είχαν επιστραφεί στον σύζυγο της δυνάμει των υπ' αριθμούς 18/23.11.2000 και 1139/22.5.2001 ΑΦΕΚ επιστροφής φόρου εισοδήματος. Για την τέλεση της ως άνω πράξης μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και συγκεκριμένα με την άνω ιδιότητά της δημιούργησε τα ανωτέρω ΑΦΕΚ, ήτοι ψεύτικα παραστατικά που να δικαιολογούν στην υπηρεσία την κατ' απομίμηση την υπογραφή και τη σφραγίδα των αρμοδίων υπαλλήλων του γραφείου επιστροφών της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, Κ. Α. και Α. Κ., παραπλανώντας έτσι τους προϊσταμένους της και τους ελεγκτές της Υπηρεσίας της ότι δήθεν τα χρήματα που ανέλαβε από το Ταμείο δόθηκαν στους αναφερόμενους στα ΑΦΕΚ δικαιούχους και να δυσχεράνει και να παρεμποδίσει τον σχετικό έλεγχο για τη νομιμότητα των ενεργειών αυτών, το συνολικό δε ποσό που ιδιοποιήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει συνολικά τις 15.000 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 53.367,62 ευρώ".
Με αυτά που δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 455/2014 απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, με αντικείμενο του εγκλήματος σε βάρος του Δημοσίου, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικού ποσού 53.367,62 ευρώ και για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.α' και γ', 26 παρ.1α, 27, 98, 263 Α, 258 στοιχ. γ' περ. β' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία και η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επιμέρους αιτιάσεις και λόγους της αναιρεσείουσας στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά και στους προσθέτους λόγους αναιρέσεως, α) παρατίθεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και δη προϊσταμένη εσόδων στη ΔΟΥ Χολαργού Αττικής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα 1999-2005, β) παρατίθεται στην αιτιολογία ότι η κατηγορουμένη, ενεργώντας με δόλο και με ιδιαίτερα τεχνάσματα, δημιουργώντας ψεύτικα παραστατικά Ατομικών Φύλλων Έκπτωσης (ΑΦΕΚ) και επιστροφών φόρου(που αναλύονται στο διατακτικό, που παραπέμπει και συνιστά ενιαίο σύνολο με το αιτιολογικό), θέτοντας κατ'απομίμηση την υπογραφή και τη σφραγίδα των αρμοδίων υπαλλήλων του γραφείου επιστροφών της άνω ΔΟΥ Χολαργού, παραστατικά που αιτιολογεί γιατί θεωρεί αυτά ως μη νόμιμα, γιατί εκδόθηκαν χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις εκδόσεώς τους, παραπλανώντας έτσι τους προϊσταμένους της και του ελεγκτές της υπηρεσίας της, ότι δήθεν δόθηκαν τα ανωτέρω ποσά σε πραγματικούς δικαιούχους, που όμως δεν εδικαιούντο εκπτώσεων και επιστροφών, ούτε ποτέ αυτοί και εισέπραξαν, χρηματικά ποσά τα οποία ανήκαν στο Δημόσιο, είχαν δε περιέλθει στην κατοχή της λόγω της παραπάνω υπαλληλικής της ιδιότητας, εισερχόμενη στο ηλεκτρονικό σύστημα με χρήση του προσωπικού της κωδικού, αφού μεταξύ της λήψεως των χρημάτων και της υπαλληλικής ιδιότητάς της υπήρχε μια άμεση σχέση αιτιότητας, υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια και τα οποία αυτή η ίδια εισέπραξε από συναδέλφους της και ιδιοποιήθηκε από το δημόσιο ταμείο παράνομα, και δε συνάγεται καμία ασάφεια ή αντίφαση στο ζήτημα των υπό παραγραφή λογαριασμών των συμψηφιστικών ΑΦΕΚ, της λογιστικής μεταφοράς χρημάτων σε λογαριασμούς τρίτων και των γενομένων ιδιοποιήσεων της κατηγορουμένης χρημάτων, αφού αναλύεται κατά περίπτωση, στο αιτιολογικό, αλλά και στο παρατιθέμενο λεπτομερές διατακτικό στο οποίο παραδεκτά παραπέμπει το αιτιολογικό, η δόλια συμπεριφορά και τα επί μέρους τεχνάσματα που χρησιμοποιούσε η κατηγορουμένη υπάλληλος για την παράνομη ιδιοποίηση των παραπάνω ποσών που ουδόλως εδικαιούτο, σε βάρος τελικά του Δημοσίου, γ) παρατίθεται στην αιτιολογία ότι το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως, η οποία τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 53.367,52 ευρώ, όπως αναλυτικά εξάγεται με τα παρατιθέμενα στο διατακτικό περιστατικά, που υπερέβαινε το ποσό των 15.000 ευρώ, αλλά και των 30.000 ευρώ, στο οποίο ποσό αναπροσαρμόσθηκε η άνω διάταξη με το άρθρο 25 του ν. 4055/2012, (άρθρο 258 περ.γ β, ΠΚ), ενώ το όφελος που επιδιώχθηκε και από αυτή επιτεύχθηκε, αλλά και η ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε στο πολιτικώς ενάγον Δημόσιο υπερέβαινε το ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι το αντικείμενο του εγκλήματος ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού ιδιοποιήθηκε συνολικά 53.367,62 ευρώ, ενώ δεν δέχεται το δικαστήριο μηδενικά ΑΦΕΚ συνολικού ποσού 30.563,86 ευρώ, ούτε η παραδοχή συμψηφιστικών ΑΦΕΚ σημαίνει οπωσδήποτε και μηδενικό υπόλοιπο σε αυτά, δ) αιτιολογείται η εξαγωγή του άνω συνολικού υπεξαιρεθέντος ποσού των 53.367,62 ευρώ αναλυτικά και ότι τα παραπάνω ΑΦΕΚ ενσωμάτωναν αξία σε χρήμα και ότι αυτά ήταν συμψηφιστικά και όχι μηδενικά και δεν ενσωμάτωναν ισόποσες χρεοπιστώσεις, αλλά μεγαλύτερες υπέρ των φορολογουμένων, η δε αναιρεσείουσα με την έκδοση των συμψηφιστικών αυτών ΑΦΕΚ για απαιτήσεις των φορολογουμένων έναντι του Δημοσίου που βρίσκονταν στο όριο της παραγραφής, καρπωνόταν τις διαφορές που προέκυπταν συμψηφιστικά, εισπράττοντας η ιδία αντί των δικαιούχων από τον ταμία της ΔΟΥ Χολαργού τις διαφορές που ενσωμάτωνε με διάφορους τρόπους που καθορίζονται στην περιουσία της, ε) αιτιολογείται η από την κατηγορουμένη είσπραξη επιστροφών φόρου εισοδήματος του συζύγου της Κ. Ντάλλα ετών 2000 και 2001 και όχι από τον ανωτέρω σύζυγό της, ενώ τα ποσά αυτά είχαν ήδη επιστραφεί σε αυτόν, με εκδοθέντα υπ' αυτής χειρόγραφα ΑΦΕΚ, εκμεταλλευόμενη τη δυσλειτουργία του νέου εφαρμοσθέντος στις εφορίες ηλεκτρονικού συστήματος εκκαθάρισης ΤΑΧΙΣ και τη γενόμενη διπλή εκκαθάριση, το δε δικαστήριο εμμέσως από το σύνολο των παραδοχών απάντησε, εντάσσει και την περίπτωση αυτή στο δόλο υπεξαίρεσης της κατηγορουμένης και δεν αποδέχθηκε τον προβληθέντα από την κατηγορουμένη αρνητικό ισχυρισμό ότι "αδίκως κατηγορείται αυτή για διπλή είσπραξη των ποσών αυτών που ήδη επεστράφησαν", στ) αιτιολογείται ότι στον αρχικό κάτοχο των χρημάτων ταμία της ΔΟΥ Χολαργού, εμφανιζόταν η ίδια για εξόφλησή τους, με το πρόσχημα της εξυπηρέτησης υπερηλίκων ή αδυνατούντων να προσέλθουν αυτοπροσώπως, είτε πιστώνοντας τις διαφορές με λογιστικές εγγραφές σε ΑΦΜ δικών της προσώπων και έτσι τα χρήματα περιέρχονται στην κατοχή της ιδίας, προκειμένου δήθεν αυτή μετά να τα καταβάλει στους δικαιούχους, λόγω της παραπάνω υπαλληλικής ιδιότητάς της ως προϊσταμένης εσόδων στη ΔΟΥ Χολαργού, αφού μεταξύ της λήψης των χρημάτων και της υπαλληλικής ιδιότητάς της υπήρχε μία άμεση σχέση αιτιότητας, υπό την προεκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, αναφέρονται στην εσφαλμένη, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, εκτίμηση των αποδείξεων από το άνω δικαστήριο της ουσίας και συνεπώς δεν ελέγχονται αναιρετικά και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Και ζ) με επαρκή και ειδική αιτιολογία, στο τέλος του προπαρατεθέντος αιτιολογικού, απορρίφθηκε από το δικαστήριο το υποβληθέν μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας αίτημα της κατηγορουμένης για αναβολή της δίκης, προκειμένου να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη ως προς την νομιμότητα ή μη των ΑΦΕΚ.
Επομένως όλοι οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β', Δ' και Ε'του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ.4 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Παραβίαση όμως της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών αυτού καταθέσεων, και όχι με την αξιοποίηση όσων ο ίδιος, εξεταζόμενος κατά την προδικασία, αποκάλυψε εκουσίως, σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικώς. Παραβίαση της πιο πάνω αρχής δύναται να επέλθει και όταν εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα, τα οποία μεταφέρουν στο δικαστήριο το περιεχόμενο της προανακριτικής καταθέσεως του κατηγορουμένου, όχι όμως και όταν τα πρόσωπα αυτά απλώς έλαβαν γνώση της εν λόγω καταθέσεως και καταθέτουν περιστατικά, τα οποία δεν έχουν την κατάθεση αυτήν ως αποκλειστική πηγή γνώσεως. Με σχετικό λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η απόφαση και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία συνίσταται στο ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, αξιοποίησε παράνομα σε βάρος της κατηγορουμένης και την από 8-3-2006 ένορκη κατάθεσή της, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης σε βάρος της από την υπηρεσία της ΕΔΕ, από τον Επιθεωρητή Β. Σ. διενεργούντα προκαταρκτική εξέταση, πριν αυτή αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης και στην οποία περιέχεται ομολογία αυτής για την εν λόγω υπεξαίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 455/2014 απόφαση και τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει, α) ότι στο ακροατήριο αναγνώσθηκε και το από 3-3-2006 Πόρισμα διενεργηθείσας ΕΔΕ, δεν αναγνώσθηκε όμως και η από 8-3-2006 ένορκη κατάθεσή της, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης σε βάρος της από την υπηρεσία της, από τον Επιθεωρητή Β. Σ. ΕΔΕ, ούτε γίνεται αναφορά και αξιοποίηση αυτής από το άνω Πόρισμα, αφού η κατάθεσή της αυτή έχει ημερομηνία μεταγενέστερη του άνω πορίσματος, απλά και επιτρεπτά γίνεται αναφορά ότι αυτή προφορικά παραδέχτηκε ενώπιον του ανωτέρω επιθεωρητή, αλλά και ενώπιον της προϊσταμένης της υπηρεσίας της Α. Τ., μέρος των πράξεων που της αποδόθηκαν, με την κατάθεση της τελευταίας στο πρωτοβάθμιο, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και επίσης γίνεται αναφορά στο αιτιολογικό στο αναγνωσθέν με αρ. 957/7-3-2006 διπλότυπο καταβολής - επιστροφής από την κατηγορουμένη στο Δημόσιο ποσού 24.424,261 ευρώ(από το υπεξαιρεθέν), μετά την έκδοση του άνω από 3-3-2006 πορίσματος της ΕΔΕ του Επιθεωρητή Β. Σ. σε βάρος της, γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε το δικαστήριο, από τον πρώτο βαθμό, και αναγνώρισε και το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας στην κατηγορουμένη.
Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ούτε παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης ή το ΔΣ/ΑΠΔ ή το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, και ο συναφής λόγος αναιρέσεως, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, κατά τα παραπάνω αναφερθέντα, δεν έγινε αποδεικτική αξιοποίηση από το δικαστήριο σε βάρος της κατηγορουμένης της εν λόγω από 8-3-2006 ένορκης κατάθεσης αυτής, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία της προκαταρκτικής εξέτασης - ΕΔΕ, αλλά στηρίχθηκε σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέρονται στο προπαρατεθέν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, μετά των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-10-2014 αίτηση - δήλωση της Ά. Χ. του Γ., μετά των από 29-12-2014 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 455/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου, ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 24 Φεβρουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ