Θέμα
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος. Πραγματικά περιστατικά. Υπάλληλος της Τράπεζας Ελλάδος υπεύθυνη για την καταμέτρηση των χρηματοδεμάτων που αποστέλλονταν στην ως άνω Τράπεζα. Παράνομη ιδιοποίηση χαρτονομισμάτων, κατά την εκτέλεση της ως άνω υπηρεσίας. Ποινική Δικονομία.. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν προσδιορίζεται επακριβώς η ταυτότητα αναγνωσθέντων εγγράφων. Επαρκώς προσδιορίζονται, με την ανάγνωση τους, είχε δυνατότητα η αναιρεσείουσα να προβεί σε δηλώσεις και παρατηρήσεις. Έλλειψη αιτιολογίας της περί επιμέτρησης της ποινής απόφασης. Υπάρχει πλήρης αιτιολογία. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 606/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Κ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Πεπελάση, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 391/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Οικονόμου.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 803/2012.
Αφού άκουσε
Τους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ, όπως η περ. γ' αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§5 β του ν. 2721/1999, "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι` αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: (α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή (β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ". Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους, υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική τους μεταφορά στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη ή καθ` υπόδειξη του τελευταίου σε λογαριασμό τρίτου σε τράπεζα, οπότε γίνεται δικαιούχος αυτός (δράστης ή τρίτος) και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους κατά τις διατάξεις που διέπουν το τραπεζικό σύστημα. β) Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα. Και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι` αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρο 98 παρ. 2 Π.Κ. που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 2721/1999 και άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επί προσβολής περιουσιακών αγαθών, ο χαρακτηρισμός της αξίας του αντικειμένου της πράξεως, της περιουσιακής βλάβης και οφέλους γίνεται με βάση το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεπε συνολικά ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της υπεξαίρεσης, εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ.2 του άρθρου 98 του Π.Κ, για το άθροισμα του ποσού.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 391/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε, κατά πλειοψηφία, η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, κατ` εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α' του Π.Κ. σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ενώ η συγκατηγορούμενή της, για την ίδια πράξη, κρίθηκε αθώα, της ως άνω πράξεως. Στο σκεπτικό πλειοψηφίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Οι κατηγορούμενες ήσαν υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος. Στις 4-5-2004 και 10-5-2004 ορίσθηκαν από την ως άνω Τράπεζα να στελεχώσουν τριμελή συνεργασία καταμετρήσεως χρηματοδεμάτων (που αποστέλλονταν από άλλες Τράπεζες), τα οποία είχαν ήδη προμετρηθεί από άλλη επιτροπή-συνεργείο. Στις 4-5-2004, η πρώτη κατηγορουμένη-εκκαλούσα ανήγγειλε έλλειμμα 7 χαρτονομισμάτων των 50 ευρώ, από δεσμίδα που της είχε δοθεί για καταμέτρηση. Στις 10-5-2004 και ενώ περί ώρα 8.00 πρωϊνή είχαν παραδοθεί τα χρηματοδέματα, σε δεσμίδες των 100 χαρτονομισμάτων, στο τριμελές συνεργείο για καταμέτρηση, περί ώρα 9.30'πρωϊνή η πρώτη κατηγορούμενη (που κατά την χρονική αυτή στιγμή ήταν αρμόδια για την αποδεσμιδοποίηση) ανήγγειλε στους αρμόδιους υπαλλήλους της Τράπεζας (επιτηρητές καταμετρήσεως) ότι ένα δέμα της φαινόταν χαλαρό. Πράγματι, το δέμα αυτό αποδεσμιδοποιήθηκε και κατόπιν καταμετρήσεως βρέθηκε ελλειμματικό κατά 27 χαρτονομίσματα (των 50 ευρώ). Με δεδομένο ότι τα δύο προαναφερθέντα ελλείμματα από τα προμετρημένα χρηματοδέματα εμφανίσθηκαν-αναγγέλθηκαν από την πρώτη κατηγορούμενη που είχε παραλάβει αυτά σε δεσμίδες των 100 χαρτονομισμάτων, χωρίς να παρεμβληθεί τρίτο πρόσωπο, κρίνεται ότι αυτή ιδιοποιήθηκε παρανόμως και εξακολουθητικά τα ως άνω ποσά των 350 ευρώ, στις 4-5-2004 και των 1350 ευρώ, στις 10-5-2004. Τη κρίση αυτή ενισχύουν ειδικότερα οι καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, Χ. Γ., που αναφέρει ότι η Κ. ήταν εκεί που άνοιγα τα (προμετρημένα) δέματα, στις 10-5-2004, τα χρήματα προφανώς κλάπηκαν από τα άτομα της μηχανής (συνεργείο), Δ. Ε., που αναφέρει ότι η Κ., έκοβε τα χρηματοδέματα, στις 10-5-2004, τον Α. Χ. που αναφέρει ότι η Κ. και στις 2 φορές (4 και 10 Μαΐου 2004) ήταν χειρίστρια στην αποδεσμιδοποίηση των χρηματοδεμάτων, όταν εμφανίσθηκα τα ελλείμματα, μετά δε τα δύο αυτά περιστατικά δεν υπήρχαν παράπονα (για ελλείμματα) από τις άλλες Τράπεζες.
Περαιτέρω, καθόσον αφορά τη δεύτερη κατηγορούμενη-εκκαλούσα Γ. Λ., δεν αποδείχθηκε, πέραν της συμμετοχής της στα ως άνω συνεργεία καταμετρήσεως κατά της ημεροχρονολογίες 4 και 10 Μαΐου 2004, οιαδήποτε εμπλοκή αυτής στο έγκλημα της υπεξαιρέσεως των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών....
Συνεπώς, κρίνεται ότι η μεν δεύτερη κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί αθώα για τις πράξεις που κατηγορείται, η δε πρώτη κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κατά πλειοψηφία (μειοψηφούσης της Εφέτου Παυλόγιαννη Δήμητρας που έχει τη γνώμη ότι η κατηγορούμενη έπρεπε να κηρυχθεί αθώα) υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, κατ' άρθρο 258 παρ.α' ΠΚ, πλην όμως πρέπει να της αναγνωρισθεί, όπως και πρωτοδίκως, το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2α ΠΚ".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ` εξακολούθηση για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.α' και γ', 26 παρ.1α, 27, 98, 263 Α, β 258 στοιχ. α' του Π.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση, α. ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ήταν υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος και ποια ακριβώς ιδιότητα είχε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, β. ότι η κατηγορούμενη, ενεργώντας με δόλο, ιδιοποιήθηκε παράνομα τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, τα οποία ανήκαν στο ως άνω νομικό πρόσωπο, είχαν δε περιέλθει στην κατοχή της, λόγω της παραπάνω υπαλληλικής της ιδιότητας, αφού μεταξύ της λήψεως των χρημάτων και της υπαλληλικής ιδιότητάς της υπήρχε μια άμεση σχέση αιτιότητας, υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια γ. ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως, τελέστηκε κατ` εξακολούθηση, ήτοι για δύο μερικότερες πράξεις, που τελέστηκαν στις 4 και 10 Μαΐου 2004, με ενιαίο δόλο, τον οποίο δεν χρειαζόταν να αιτιολογήσει ιδιαίτερα αφού για το εν λόγω αδίκημα απαιτείται απλός δόλος και δ. ότι το υλικό αντικείμενο της πράξης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπαγάγοντας το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό στην περίπτωση α' του άρθρου 258Π.Κ. Εξάλλου, η έμφαση που δόθηκε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, σε αποσπάσματα των καταθέσεων ορισμένων μαρτύρων (Χ. Γ., Δ. Ε. και Α. Χ.), προκειμένου να ενισχυθεί η περί ενοχής κρίση του, δε σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα, αφού όπως προαναφέρθηκε, στο προοίμιο της απόφασης γίνεται μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, α) ότι απαραδέκτως το δικαστήριο δέχθηκε ως δεδομένο ότι τα επίδικα χρηματοδέματα, και δή, αυτό της 10-5-2004, ήταν από αυτά που προμετρήθηκαν και βρέθηκαν πλήρη, καίτοι η κατηγορούμενη, απολογούμενη αρνήθηκε ότι αυτά ήταν προμετρημένα, οι δε καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Χ. Γ. και Δ. Ε., είναι ασαφείς και αντιφατικές επί του σημείου αυτού β) ότι η κρίση του δικαστηρίου " περί μη ύπαρξης παραπόνων για ελλείμματα από τις άλλες Τράπεζες μετά τα δύο ένδικα περιστατικά", είναι λανθασμένη, αφού δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και γ) ότι το δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφάσεις αφού απήλλαξε της κατηγορίας την συγκατηγορούμενη της αναιρεσείουσας, για την οποία είχαν προκύψει τα ίδια πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και για την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, είναι αβάσιμες και απορριπτέες, γιατί υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, 2ος, με στοιχεία α, β, γ και δ, και 4ος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας της περί ενοχής απόφασης και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, επίσης 4ος και 3ος με στοιχείο β λόγος, περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου, που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, κατά τα άνω απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής της αναιρεσείουσας κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, ως εξής :1 ....3) Φωτοτυπία διαφόρων δεσμίδων της ALPHA BANK και EURO BANK. Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, άλλωστε όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά, όλα ανεξαιρέτως αναγνώσθηκαν. Με την γενόμενη δε ανάγνωση τους, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από την αναιρεσείουσα, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στην αναιρεσείουσα, οπότε αυτή είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Άλλωστε, από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει, ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, ούτε ότι υποβλήθηκε αίτημα προς ανάγνωση κάποιου άλλου εγγράφου, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Το Πενταμελές, συνεπώς, Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα και οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά της δικαιώματα, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής της, κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι τα με αύξοντα αριθμό 23 έως 27 αναγνωστέα έγγραφα, ήτοι φωτοτυπία της από 13-11-2006 βεβαίωσης πειθαρχικού ελέγχου του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού (α/α23), φωτοτυπία δελτίου υγείας του κατηγορουμένου (α/α.24), φωτοτυπία της από 2-10-2009, Ιατρικής Γνωμάτευσης (α/α/25) φωτοτυπία εξιτηρίου (α/α. 26) και φωτοτυπία της από 15-10-2009 βεβαίωσης του ΚΕΘΕΑ (α/α 27), είναι άσχετα με την κρινόμενη υπόθεση και ότι η λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της δικανικής περί ενοχής της κατηγορουμένης κρίσης του, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, είναι αβάσιμη, αφού τα έγγραφα αυτά από προφανή παραδρομή παρεισέφρυσαν στη σχετική δικογραφία και από προφανή παραδρομή αναγνώστηκαν, όμως δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης, αφού ήταν άσχετα με την κρινόμενη υπόθεση. Άλλωστε, τα έγγραφα αυτά δεν αναγνώστηκαν και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει. Επομένως, δεν επήλθε καμία ακυρότητα από την ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, 1ος λόγος αναιρέσεως της αίτησης της αναιρεσείουσας, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από το σκεπτικό που αναφέρεται στην επιμέτρηση της ποινής, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στην αναιρεσείουσα, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε αυτή, αλλά και την προσωπικότητά της, για την εκτίμηση, δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία, επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών. Επομένως ο σχετικός 3ος με στοιχείο α' λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ περί ελλείψεως αιτιολογίας, της περί επιμέτρησης της ποινής απόφασης, και εσφαλμένης ερμηνείας της παραπάνω διάταξης είναι αβάσιμος και κατά το ανωτέρω σημείο.
Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-6-2012 ( υπ` αριθμό πρωτ. 4300/11-6-2012) αίτηση αναιρέσεως της Κ. Α. του Δ., κατοίκου ... ..., περί αναιρέσεως της υπ` αριθμό 391/2012 αποφάσεως του Γ' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ