Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Αποδεικτικών μέσων δύναμη.
Περίληψη:
Διεκδικητική αγωγή. Λόγοι αναίρεσης από 12, 1β, 13, 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 519/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του …του Δήμου …, νόμιμα εκπροσωπούμενου από το εκκλησιαστικό συμβούλιο, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Φουσέκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. Ι. συζ. Ε., το γένος Δ. Δ., κατοίκου ... και 2)Κ. Ι. του Ε., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Ζαχαράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/11/2003 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 220/2005 μη οριστική, 166/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 48/2009 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19/7/2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 11/1/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.12 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, εξαιτίας της παραβάσεως των ορισμών του νόμου, αναφορικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι'αυτό (δικαστήριο), καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση που, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο απέδωσε πλήρη αποδεικτική δύναμη στο αναφερόμενο σ'αυτά τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο συντάχθηκε κατά παραγγελία των εναγομένων και αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, ο από τον αριθ.12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παράβαση των ορισμών του νόμου για τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων ιδρύεται μόνο προκειμένου περί αποδεικτικών μέσων, τα οποία έχουν ορισμένη από το νόμο αποδεικτική δύναμη, και όχι ως προς τα ελευθέρως, κατά τον κανόνα του άρθρου 340 ΚΠολΔ, εκτιμώμενα από το δικαστήριο αποδεικτικά μέσα. Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Κατά τη σαφή έννοια του αριθμού 1 παραγρ.2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο εάν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών. Έτσι αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίησή τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν. Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αίτησης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας σύμφωνα με τα οποία "ναοί αφιερωμένοι ή κτήρια ιδιαίτερης σημασίας αποτελούν σημείο αναφοράς και γίνονται τοπωνύμια, τα δε τοπωνύμια διακρίνονται για το ευσύνοπτό τους και την ικανότητά τους να χαρακτηρίζουν περιοχές για τον προσδιορισμό ακινήτων. Είναι πολυετής διαδικασία και γίνεται αποδεκτή ύστερα από πολλαπλή χρήση από πολλούς ιδιοκτήτες. Τοπωνύμιο ατομικής και μίας ιδιοκτησίας δεν είναι δυνατόν να καθιερωθεί εκτός και αν αυτό αναφέρεται σε μεγάλη ιδιοκτησία που θα χαρακτηρίζει και τις μικρότερες όμορες αυτής. Ακόμα από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι οι ναοί οι αφιερωμένοι σε λατρεία Αγίου ουδέποτε ερημωνόντουσαν ή αγρίευαν ως προς τον άμεσο και γύρω από αυτούς χώρο αφού η ετήσια συνάθροιση κατά την μνήμη τους δεν επέτρεπε την ανάπτυξη άγριας βλάστησης, ο δε συγκεκριμένος χώρος δεν αναφερόταν με άλλο προσδιορισμό παρά με το όνομα του Αγίου που ήταν αφιερωμένος ο ναός. Αντίθετα τα πλησίον ή συνέχεια του χώρου του ναού και του προαυλίου του ακίνητα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και να ονοματοδοτηθούν από το όνομα του Αγίου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους π.χ.βράχος ή λόγγος ή αγρίωμα ή δάσος. Αντίθετα από τα ίδια διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι τοπωνύμια δύσκολα ή σύνθετα δημιουργούνται πολύ σπάνια, το δε συγκεκριμένο τοπωνύμιο που εδέχθη η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση … μέσον και άκρον" δεν απεδείχθη ότι υφίσταται από κανένα αποδεικτικό μέσο, και έτσι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στις πλημμέλειες από τους αριθ.1 περ.β και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ". Ο λόγος αυτός από τον αριθμό 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού ούτε τα αναφερόμενα κατά τα προεκτιθέμενα ως διδάγματα κοινής πείρας έχουν τον χαρακτήρα αυτόν, ούτε χρησιμοποιήθηκαν κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου ή την υπαγωγή σ'αυτόν πραγματικών περιστατικών, αλλά πλήττει ευθέως την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων.
Επειδή, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ.13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του "παρεβίασε τους ορισμούς του νόμου για το βάρος απόδειξης αφού αυτό όφειλε να εξετάσει και οι εναγόμενοι όφειλαν να αποδείξουν την ένσταση ιδίας κυριότητας που πρόβαλαν". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του αριθ.13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως εσφαλμένη εφαρμογή των ορισμών του νόμου για το βάρος της αποδείξεως, που θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως, νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του (υποκειμενικού) βάρους αποδείξεως, που προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας αποφάσεως περί αποδείξεως. Τέτοια, όμως, απόφαση δεν εκδίδεται κατά τη διαδικασία ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατ' άρθρο 270 ΚΠολΔ, όπου οι διάδικοι έως το τέλος της συζητήσεως στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά μέσα.
Επειδή κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ: "το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται, για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης" κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου: "το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης". Η χρησιμοποίηση στο μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας διάταξης της λέξης "ειδικές" αντί της λέξης "ιδιάζουσες", οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη "ιδιάζουσα". Έτσι ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ.3 εδαφ.τελευταίο του ν.1406/1983, λόγω της νοηματικής διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διάταξης που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα. Από τις αμέσως πιο πάνω παρατιθέμενες διατάξεις του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς "ειδικές" αλλά "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς σχετικού αιτήματος αυτού δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1960/2006). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 355 ΚΠολΔ το δικαστήριο διατάζει αυτοψία αν θεωρεί αναγκαία την αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις δικές του αισθήσεις. Επομένως αυτοψία διατάσσεται αν κατά την κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι αναγκαία. Η δε κρίση του δικαστηρίου να δεχθεί ή να απορρίψει σχετικό αίτημα δεν χρειάζεται αιτιολογία και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο "απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για διενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της ταυτότητας του επιδίκου ακινήτου με την αιτιολογία ότι σχημάτισε δικανική πεποίθηση από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, η δε αιτιολογία αυτή είναι ατελής ασαφής και ανεπαρκής". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, αφού η κρίση του δικαστηρίου να δεχθεί ή να απορρίψει σχετικό αίτημα διενέργειας αυτοψίας δεν χρειάζεται αιτιολογία και δεν ελέγχεται αναιρετικά, ενώ αφού δεν υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης η απόρριψη του σχετικού αιτήματος για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως (κατά το άρθρο 559 ΚΠολΔ).
Επειδή, ο έκτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ.19 του άρθρου 559 με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι στερείται πάσης αιτιολογίας σχετικά με το ποιο είναι εν τέλει το επίδικο ακίνητο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, σ'αυτήν, γίνεται λεπτομερής περιγραφή του επιδίκου ακινήτου κατ'εκταση όρια και θέση. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττωμένου αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-7-2009 αίτηση του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του … του Δήμου …για αναίρεση της 48/2009 απόφασης του Εφετείου Καλαμάτας.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ